Saturday, February 28, 2015

Farshid Mesghali, Gray city

Farshid Mesghali, Gray city (Shahr-e-Khakestari 1972)
Written, painted & photographed by Farshid Mesghali Based on a story from Paul Tripp

Πρόκειται για ένα όμορφο οκτάλεπτο φιλμ κινούμενων σχεδίων, που αφηγείται την παρακάτω ιστορία

"A green man goes to a city without color, named Gray City.
Green man has a flower.
The people in that city have never seen a flower before.
Green man wants people to love the flowers and starts planting.
But people believe that only the green ones can grow flowers and refuse to plant.
Green man leaves that city, the flower destroyed, but a little child starts growing a flower."

Farshid Mesghali (born July 1943) is an Iranian animator, graphic designer, illustrator, and writer who has lived in the United States since 1986. He received the international Hans Christian Andersen Medal in 1974 for his "lasting contribution" as an children's illustrator.
Mesghali was born in Isfahan, Iran in 1943. Studying painting at Tehran University, he began his professional career as a graphic designer and illustrator in 1964. After graduation in 1968, he was supported by the Center for the Intellectual Development of Children and Young Adults (CIDCYA) in Tehran. From 1970 to 1978 he made many of his award-winning animated films, posters for films and illustrations for children books under its auspices. In 1979 he moved to Paris. In the next four years he worked as an artist producing a number of paintings as well as sculptures, which were presented at Sammy King Gallery in Pairs.
In 1986 he moved to Southern California. He opened his graphic design studio, Desktop Studio in Los Angeles. From 1990 to 1994 he created a series of digital artworks based on snapshot photos. They were exhibited in some galleries and later in L.A. County Museum of Modern Arts. At present he is working on a few sculptures and installation projects in his studio in Tehran.

Tuesday, February 24, 2015

Rakhshan Bani-Etemad, Mohsen Makhmalbaf, Dariush Mehrjui, Tales of the island




  Οι «Ιστορίες του νησιού» είναι τρεις ταινίες, γυρισμένες σε ένα νησί, τριών κορυφαίων ιρανών σκηνοθετών των οποίων έχουμε παρουσιάσει ήδη πολλά έργα. Για να μην παραθέσουμε συνδέσμους με αναρτήσεις μας για καθένα ξεχωριστά θα παραθέσουμε τον σύνδεσμο της ιστοσελίδας μας όπου είναι όλες οι αναρτήσεις μας για κινηματογραφικά έργα, με τους σκηνοθέτες ταξινομημένους αλφαβητικά. Είναι αυτός εδώ http://www.babisdermitzakis.gr/movie%20criticism.html
Οι υποθέσεις και των τριών ταινιών διαδραματίζονται στο νησί Κις. Ίσως να γυρίστηκαν στα πλαίσια γυρισμάτων άλλων ταινιών. Αν μια ταινία μεγάλου μήκους έχει μια αναλογία με το μυθιστόρημα, μια ταινία μικρού μήκους μοιάζει με το διήγημα. Και οι ταινίες αυτές στις οποίες ο χώρος και ο χρόνος είναι περιορισμένος θα μπορούσαν να μεταγραφούν σε μικρά διηγήματα.
Στην πρώτη ταινία «Η Μπαράν και ο ντόπιος», η Μπαράν (βροχή) ταξιδεύει με ένα πλοίο με προορισμό ένα νησί. Ένα αγόρι από αυτό το νησί προσπαθεί να την εντυπωσιάσει με το χορό του. Συναντώνται και στο νησί, και της πουλάει όστρακα. Την παραμυθιάζει ότι σε κάποιο από αυτά μπορεί να κρύβεται ένα μαργαριτάρι. Αγοράζει κάποια, αλλά τίποτα. Πηγαίνουν μαζί βόλτα με μια βάρκα. Το αγόρι βουτάει στο νερό για να πιάσει όστρακα. Κάτι βγάζει, ξαναβουτάει, δεν ξαναβγαίνει. Το κορίτσι τον φωνάζει απελπισμένα. Μετά το βλέπουμε να τρέχει κατά μήκος της παραλίας κλαίγοντας. Ένα αεροπλάνο πετάει στον ουρανό. Έχει νυχτώσει, έχει σηκώσει κυματάκι. Στο βάθος, μέσα από τα κύματα, βλέπουμε να βγαίνει ο νεαρός.
Γκροτέσκο, σουρεαλιστικό τέλος; Ή ρεαλιστικό, και το αγόρι βγήκε τελικά, αφού κρύφτηκε ίσως κάτω από τη βάρκα, με σκοπό να την τρομάξει; Όπως και να έχει μου θύμισε μια δικιά μου ιστορία. Κάνω αντιγραφή και επικόλληση από το κεφάλαιο «Το κολύμπι» από τα «Αυτοβιογραφικά αποσπάσματα».
  «Όταν διορίστηκα στην Κάσο κάναμε παρέα με τον Μιχάλη τον Τζιλιάνο, από την Κέρκυρα, που έκανε τότε το αγροτικό του. Κάποια φορά πάνω στη συζήτηση έμαθα ότι ήταν και αυτός χειμερινός κολυμβητής. Αρχίσαμε να πηγαίνουμε στη θάλασσα παρέα.
  Τότε ήταν που πέρασα μια από τις μεγαλύτερες τρομάρες της ζωής μου.
  Θυμάμαι, ήταν τέλος Γενάρη του 1983. Φυσούσε φοβερός νοτιάς και εμείς χωρίς να το καταλάβουμε, σε λιγότερο από δέκα λεπτά, είχαμε ξανοιχτεί σε αρκετή απόσταση βόρεια του νησιού, εκεί που είναι το αεροδρόμιο και το οποίο δεν είχε τεθεί ακόμη σε λειτουργία. Εκεί πηγαίναμε και κολυμπάγαμε. Κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε το πόσο είχαμε απομακρυνθεί και αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω.
  Ήταν πολύ δύσκολη η επιστροφή, έχοντας κόντρα τον άνεμο. Φτάνω ξεπνεμένος στην ακτή μετά από μια ώρα, κοιτάζω πίσω μου, πουθενά ο Μιχάλης. Πνίγηκε, σκέφτομαι και με έπιασε πανικός. Άρχισα να φωνάζω σε μια παρέα που ήταν εκεί κοντά και επιθεωρούσε το αεροδρόμιο. –Έχασα το Μιχάλη, πνίγηκε ο Μιχάλης.
   Ο δήμαρχος που ήταν ανάμεσά τους, πιο ψύχραιμος, κοίταξε τη θάλασσα και κατά πλάτος, όχι μόνο κατά βάθος, όπως εγώ. –Αυτός δεν είναι; Μου λέει και μου δείχνει κάποιον που κολύμπαγε διακόσια μέτρα δυτικά.
  Ήταν αυτός. Για να μην έχει κόντρα τον αέρα προτίμησε να κολυμπήσει προς το πλάι, δυτικότερα. Η καρδιά μου πήγε στον τόπο της».
  Η δεύτερη ταινία την οποία υπογράφει σκηνοθετικά μαζί με τον Μοχσέν Μαχμαλμπάφ και ο Shahabodin Farokh Yar έχει τίτλο «Τεστ δημοκρατίας». Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ένα μεγάλο μέρος είναι πλάνα που τραβήχτηκαν στο περιθώριο μιας άλλης ταινίας. Ο Μαχμαλμπάφ πείθει μετά από προσπάθεια ένα ντόπιο να αλλάξει τα ρούχα του και να βάλει κάποια άλλα για να μοιάζει με βεδουίνο, όμως με τίποτα δεν καταφέρνει να τον πείσει να σηκώσει μια πόρτα στον ώμο του.
  Μεγάλη πλάκα είχε η σκηνή στην παραλία, με ένα σμήνος γλάρων. Κάθε φορά που ο Μαχμαλμπάφ σηκώνει τα χέρια του, σαν για να πετάξει, απαγγέλλοντας συγχρόνως ένα σχετικό ποίημα, οι γλάροι πετούν λίγα μέτρα πάνω από την άμμο για να ξανακάτσουν την επόμενη στιγμή. Αυτό επαναλαμβάνεται κάμποσες φορές. Και βέβαια η σκηνή με το «αλεξίπτωτο πλαγιάς», με το οποίο μια κοπέλα μεταφέρει μια κάλπη, πέφτει στη θάλασσα μ’ αυτή και πλησιάζει τη βάρκα που βρίσκεται το συνεργείο για να τους πει να ψηφίζουν, είναι η πιο σουρεαλιστική. Τελικά δηλώνουν ότι θα πάνε στην Τεχεράνη να ψηφίσουν γιατί δεν έχουν μαζί τους το πιστοποιητικό γέννησης που απαιτείται. Μου θύμισε μια άλλη ιρανική ταινία, μια απολαυστική κωμωδία του Babak Payami με τίτλο «Μυστική ψηφοφορία».
  Η τρίτη ταινία του Dariush Mehrjui με τίτλο «Η αγαπητή ξαδέλφη χάθηκε» μας επαναφέρει στο δραματικό κλίμα της πρώτης, με στοιχεία φανταστικού. Στην αρχική σκηνή βλέπουμε τη νύφη να προχωράει μέσα στη θάλασσα. Είναι μέχρι το λαιμό όταν ξαφνικά αφήνει μια κραυγή και βουλιάζει, σαν κάτι να την τράβηξε στο βάθος. Στο νερό πλένε τα άνθη της ανθοδέσμης που κρατούσε. Στην επόμενη σκηνή ο ηθοποιός, κοιτάζοντας τη θάλασσα, τη φωνάζει απελπισμένα: Μορβαρίντ!!! Ξαδέλφη!!!
  Ο ίδιος ηθοποιός, στην κορυφή ενός πανύψηλου φανοστάτη κατά τη διάρκεια ενός γυρίσματος φαντασιώνεται την ξαδέλφη, ντυμένη το νυφικό της, να τον φωνάζει από ψηλά, ανάμεσα από τα σύννεφα. Το κρύο είναι τσουχτερό, δεν απαντάει στις φωνές του συνεργείου. Ανεβαίνουν, και διαπιστώνουν ότι είναι κλινικά νεκρός. Στις επόμενες σκηνές τον βλέπουμε να «πετάει» πάνω από την πόλη μαζί με την ξαδέλφη. Σταματούν στην κορυφή ενός ψηλού κτηρίου. Κάποια στιγμή βλέπει που κατεβάζουν το νεκρό σώμα του. Είναι ευτυχισμένος μαζί της. Αυτή τον προτρέπει να γυρίσει πίσω στο σώμα του, και να επιστρέψει να τη βρει μετά τα γυρίσματα. Αυτός διστάζει. Αυτή του ρίχνει μια σπρωξιά και τον γκρεμίζει κάτω. Επανέρχεται στη ζωή προς έκπληξη όλων. Τον βλέπουμε να περπατάει θλιμμένος στην παραλία. Νοσταλγεί.
  Ναι, η ευτυχία βρίσκεται στο όνειρο, όχι στη ζωή. Και θυμήθηκα το υπέροχο τραγούδι του συγχωρεμένου του Λεωνίδα Κλάδου, «Όταν κοιμάται ο δυστυχής κανείς μην τον ξυπνήσει».   

Monday, February 23, 2015

Woody Allen, Magic in the moonlight



Woody Allen, Magic in the moonlight (2014)

Επί τέλους, ξαναείδα όλο τον Άλεν. Την τελευταία όμως αυτή ταινία του την είδα για πρώτη φορά.
Είναι ο δεύτερος σκηνοθέτης που ξαναβλέπω όλα του τα έργα, μετά τον Ακίρα Κουροσάβα. Αγαπημένος, έχω γράψει μόνο για τις τελευταίες ταινίες του σε αντίθεση με εκείνους που παρουσιάζω πακέτο καθώς, μη έχοντας δει τα περισσότερα έργα τους, γράφω δυο λογάκια για το καθένα που βλέπω, όπως έκανα π.χ. με τον Σοκούροφ.
Να το ξαναγράψω, όταν γράφω για μια ταινία ή για ένα βιβλίο δεν κοιτάζω ποτέ να δω πιο πρώτα τι έχουν γράψει οι άλλοι. Γράφω για το κέφι μου στο blog μου, και σκοπό έχω να γράφω δικές μου εντυπώσεις και να κάνω δικά μου σχόλια, και όχι να αναμασήσω τις εντυπώσεις και τα σχόλια των άλλων. 
Ρομαντική κωμωδία χαρακτηρίζει την ταινία η βικιπαίδεια. Και είναι όντως μια ρομαντική κωμωδία. Μια ρομαντική κωμωδία όμως που καθόλου δεν θυμίζει τις (σαχλο)ρομαντικές κωμωδίες του Χόλυγουντ. Ο ευφυής διάλογος μου θυμίζει Σαίξπηρ και Όσκαρ Ουάιλντ. Κάποιες ατάκες όμως μου θύμισαν τις θεότρελες κωμωδίες της νιότης του, και το κύκνειο άσμα τους, εκτός κι αν ο Άλεν επιστρέψει σ’ αυτές, «Στη Ρώμη με αγάπη».
Ο Άλεν επανέρχεται μ’ αυτή την ταινία στο θέμα της μαγείας και των medium που είχε χρησιμοποιήσει και στο «Θα συναντήσεις ένα ψηλό, σκοτεινό ξένο». Όμως ας δώσουμε μια σύντομη περίληψη του έργου.
Ο Colin Firth (θα χρησιμοποιήσω τα ονόματα των ηθοποιών και όχι των ηρώων) είναι μάγος, μάγος του θεάματος, και αυτά που κάνει είναι τρικ, εντυπωσιακά τρικ, και το ξέρουν ασφαλώς και οι θεατές του. Όμως η Emma Stone υποκρίνεται το προικισμένο medium, ακριβώς όπως και η Cristal στο «You will meet a tall, dark stranger», πουλώντας παραμύθια στις πελάτισσές της ότι τάχα έρχεται σε επαφή με τις ψυχές των αγαπημένων τους από το υπερπέραν, και έτσι βγάζει το ψωμί της. Ο γιος της πλούσιας αριστοκράτισσας, της τελευταίας της πελάτισσας στο σπίτι της οποίας ζει μαζί με τη μητέρα της, είναι ερωτευμένος μαζί της και θέλει να την παντρευτεί. Έχει τη συμπεριφορά των κακομαθημένων πλουσιόπαιδων.
Ένας παλιός φίλος και «συμμαθητής» του Colin στη μαγεία σκαρώνει ένα αστείο σε βάρος του, κάνοντάς τον να πιστέψει ότι η Emma είναι όντως ένα προικισμένο medium. Όμως αυτός θα το ανακαλύψει στο τέλος.
Ο Colin έχει τα χαρακτηριστικά ενός ορθολογιστή μισάνθρωπου. Αρραβωνιάζεται «λογικά» μια κοπέλα, εκτός πλαισίου της ιστορίας, αλλά ερωτεύεται «παράλογα» τη μικρή απατεώνισσα. Η «ρομαντική» κωμωδία είναι ρομαντική με διπλή έννοια, τη συνηθισμένη της ερωτικής ιστορίας αλλά και τη φιλοσοφική, με την πρόκριση που κάνει ο ρομαντισμός στο συναίσθημα έναντι της λογικής. Μόνο ακολουθώντας την καρδιά μας έχουμε ελπίδες στην ευτυχία. Γίνεται αρκετή συζήτηση πάνω στο θέμα, όπως γίνεται άλλωστε σε όλες τις ταινίες του Άλεν πάνω σε υπαρξιακά, μεταφυσικά και φιλοσοφικά θέματα.
 Προχθές έκανα μια ανάρτηση παραθέτοντας ένα διάλογο από την ταινία «Μεσάνυχτα στο Παρίσι». Σήμερα θα παραθέσω άλλον ένα από αυτή την ταινία.
Colin: Όλη η αισιοδοξία μου ήταν μια ψευδαίσθηση.
Emma: Εγώ ξεκίνησα να διαβάζω εκείνο το βιβλίο εκείνου του γερμανού φιλόσοφου, εκείνο που μου έδωσες, δεν κατάλαβα πολλά, αλλά έλεγε ότι χρειαζόμαστε τις ψευδαισθήσεις μας για να ζήσουμε.
Γίνονται αρκετές αναφορές στον Νίτσε. Εγώ δεν θυμάμαι αν διάβασα κάτι τέτοιο στο Νίτσε, τον αγαπημένο συγγραφέα των μαθητικών μου χρόνων. Ίσως αυτό να ήταν σε μια πρόταση ή σε μια παράγραφο από κάποιο βιβλίο του που δεν θυμάμαι, όμως για μένα η αντίληψη αυτή ήταν μια εμπειρία ζωής, μια εμπειρία από την οποία γεννήθηκε το δεύτερο βιβλίο μου (το έγραψα το 1981 αλλά εκδόθηκε το 1987) «Η αναγκαιότητα του μύθου». Παρεμπιπτόντως το πρώτο ήταν «Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα». Δεν ξέρω αν το πιστεύει ο Άλεν και δεν τολμούσε να το πει για να μη σοκάρει κοινό και κριτικούς, αλλά υπάρχουν αυθεντικά medium. Το πρόβλημα είναι ότι δύσκολα ξεχωρίζεις τα αυθεντικά από τους απατεώνες.
Γράφοντας μια βιβλιοκριτική για το βιβλίο του Έρικ Βάρτζμπεντ «Πώς ο Γούντι Άλεν μπορεί να αλλάξει τη ζωή σας», μόλις πριν λίγες μέρες, αναφέρθηκα στο Bildungsroman, και συγκεκριμένα στην απόδοσή του στα ελληνικά. Είναι το μυθιστόρημα εκείνο που παρουσιάζει την εξέλιξη του ήρωα προς την ωριμότητα και στην αυτοσυνειδησία.
Σε ένα θεατρικό έργο δεν υπάρχει αυτή η πολυτέλεια. Η αυτοσυνειδησία έρχεται σαν fulguratio, σαν ξαφνική έκλαμψη (σε ένα διάλογο σε ταινία του Άλεν, μπορεί και σ’ αυτή, μιλούσαν γι’ αυτό το φαινόμενο χωρίς να αναφέρεται ο όρος, τον οποίο προφανώς ο Άλεν αγνοεί). Είναι η περίπτωση της Νόρας στο «Κουκλόσπιτο» του Ίψεν, που όταν εντελώς ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι ο άντρας της δεν την αγαπούσε αλλά την είχε σαν διακοσμητική κούκλα στο σπίτι τον εγκαταλείπει. Η άλλη περίπτωση που μου έρχεται στο μυαλό είναι μυθιστορηματική (το μυθιστόρημα προσφέρει και τις δυο δυνατότητες), ο τσιγκούνης Εμπενέζερ Κρουτζ στις «Χριστουγεννιάτικες ιστορίες» του Ντίκενς όπου ένα τρομακτικό όνειρο τον κάνει να εγκαταλείψει ξαφνικά την τσιγκουνιά του. Τόσο στον Σκρουτζ όσο και στον Colin η fulguratio συνοδεύεται και από μια απότομη Bildung, μεταστροφή του χαρακτήρα.
Και μια και αναφερθήκαμε στο βιβλίο του Βάρτζμεντ, μια ατάκα από το «Paris Manhattan» της Σοφίας Λελούς προέρχεται από τον τίτλο του. Χαριτωμένη κομεντί, με κεντρική ηρωίδα μια νεαρή φαρμακοποιό που είναι φανατική θαυμάστρια του Άλεν. Τα πιο κωμικά ευρήματα στην ταινία είναι η «μεταστροφή» του διαρρήκτη από τις ταινίες που του έδωσε η κοπέλα μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα να την ληστέψει, και η επαφή την οποία κανονίζει να έχει ο νεαρός που είναι ερωτευμένος μαζί της με τον Γούντι Άλεν που συμπτωματικά βρίσκεται αυτές τις μέρες στο Παρίσι. «Είναι εξαιρετικός νέος» της λέει ο Άλεν. Και καμιά αμφιβολία να είχε διαλύεται αμέσως.  
Εκτός από τα δυο έργα τα οποία ήδη αναφέραμε έχουμε γράψει για τρία ακόμη έργα του Άλεν, το «Match point»,  το «Whatever works» και το «Blue Jasmine» με τη θαυμάσια ερμηνεία της Kate Blanchett. Τώρα τελευταία, ξαναβλέποντας τον Άλεν, έγραψα ένα σχόλιο με αφορμή την ταινία «Hollywood ending». Ακόμη έκανα ένα μικρό σχόλιο, μια σύγκριση ανάμεσα στον Άλεν και στον Τσέχωφ, και το ανάρτησα στο blog μου. Επίσης βλέπω ότι έχω γράψει και ένα σχόλιο στο facebook, και καθώς γι’ αυτό δεν μπορώ να παραθέσω σύνδεσμο, κλείνοντας θα το κάνω επικόλληση.

Στο "Ξαναπαίξε το Σαμ" ο Woody Allen συνδιαλέγεται με την "Καζαμπλάνκα", ενώ στο "Όλα όσα θα θέλατε να μάθετε για το σεξ" με τον Άμλετ και το Λεωφορείον ο πόθoς. Μόνο ο Όσκαρ Ουάιλντ θα μπορούσε να τον συναγωνιστεί στις έξυπνες ατάκες, ενώ δραματοποιώντας τις φαντασιώσεις, στο "Ξαναπαίξε το Σαμ" με τον Bogart, δημιουργεί μια πρωτότυπη αποστασιοποίηση που λειτουργεί κωμικά. Επίσης χρησιμοποιεί πολλά από τα gang του Τσάρλι Τσάπλιν, και γενικά του βωβού. Ακόμη είναι φοβερά επινοητικός στην πλοκή, ιδιαίτερα στον υπναρά, με μια πρωτότυπη επιστημονική φαντασία (Δεν θέλω να γράψω ξεχωριστά, έχουν γραφεί τόσα, έχω γράψει και για τις τελευταίες του ταινίες, περιορίζομαι σε αυτά τα λίγα στο σχόλιο)

Friday, February 20, 2015

Eric Vartzbed, Πώς ο Γούντι Άλεν μπορεί να αλλάξει τη ζωή σας



Eric Vartzbed, Πώς ο Γούντι Άλεν μπορεί να αλλάξει τη ζωή σας, (μετ. Ρίτα Κολαΐτη), Μεταίχμιο 2013, σελ. 115

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένας ψυχαναλυτής μιλάει για τον Γούντι Άλεν

  Αποφεύγω τα βιβλιοπωλεία όπως ο διάβολος το λιβάνι γιατί δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να αγοράσω βιβλία. Ο διάβολος όμως καμιά φορά δεν με αφήνει. Έτσι μπήκα προ ημερών στο βιβλιοπωλείο της Πολιτείας και αγόρασα δυο βιβλία. Το ένα είναι «Πώς ο Γούντι Άλεν μπορεί να αλλάξει τη ζωή σας» και το άλλο μια αυτοβιογραφία. Και τα δυο με μεγάλη έκπτωση, τόσο μεγάλη που αν και δεν ήξερα τον αυτοβιογραφούμενο αποφάσισα παρόλα αυτά να αγοράσω και αυτό το βιβλίο, όμως αφού πρώτα διάβασα στο βιογραφικό στο αυτί του βιβλίου ότι ήταν ένας αμερικανός ακτιβιστής. Μου αρέσει περισσότερο να διαβάζω πραγματικές ιστορίες και όχι ψευτιές, όπως μου έλεγε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου θέλοντας να με αποτρέψει από το να διαβάζω μυθιστορήματα και να κοιτάζω τα μαθήματά μου. Όμως την αυτοβιογραφία την έχουμε βάλει στα υπόψη και δώσαμε προτεραιότητα στον Woody Allen, καθώς (ξανα)βλέπω τις ταινίες του, και βρίσκομαι ήδη στις τελευταίες.
Μου αρέσει πολύ ο Woody Allen, έχω βαρεθεί να το γράφω. Μου αρέσει κυρίως το χιούμορ του, χιούμορ κουλτουριάρικο, ή μάλλον σοφιστικέ γιατί η λέξη κουλτουριάρικο και κουλτουριάρης είχε προσλάβει αρνητικές συνδηλώσεις μετά την μεταπολίτευση, όταν τον κύριο τόνο στα πολιτισμικά πράγματα τον έδινε η αριστερά με την εργατική τάξη σε πρωτοπορία, και εμάς τους διανοούμενους μας έβλεπε με φοβερή καχυποψία. Μου αρέσει επίσης ο υπαρξιακός και μεταφυσικός προβληματισμός του. Μου αρέσει τέλος η επινοητικότητα στις αφηγηματικές τεχνικές του, όπως π.χ. η μείξη των αφηγηματικών επιπέδων σε μια ταινία («Το πορφυρό ρόδο του Καΐρου») καθώς και του ενδοδιηγητικού και με το εξωδιηγητικό επίπεδο (Whatever works).
Ναι, και η επιλογή των πρωταγωνιστριών του. Έχει πολύ καλό γούστο στις γυναίκες.
Ο Έρικ Βάρτζμπεντ είναι «διδάκτορας ψυχολογίας και ψυχοθεραπευτής αναλυτικής κατεύθυνσης», και στα έργα του Άλεν εμφανίζονται αρκετά συχνά ψυχοθεραπευτές. Οι ήρωές του αυτοαναλύονται αδιάκοπα, κάτι που ήταν αναπόφευκτο να προκαλέσει το ενδιαφέρον του συγγραφέα.
Τώρα, μπορεί πραγματικά ο Γούντι Άλεν να αλλάξει τη ζωή μας;
Κάποιων ίσως, στους περισσότερους όμως θα προσφέρει ένα ευχάριστο δίωρο, ή μάλλον μιάμιση ώρα, αφού αυτή περίπου είναι η διάρκεια των περισσότερων ταινιών του.
Εμείς, όπως το συνηθίζουμε, θα σχολιάσουμε κάποια αποσπάσματα.
Διαβάζουμε: «…όταν ο βιογράφος του Άλεν ρώτησε έναν ταξιτζή πώς βλέπει τον Άλεν, αυτός απάντησε: -Ε, να, κοιτάξτε τον. Είναι κοντός και μισοφαλακρός. Είναι άσχημος και δεν καταφέρνει να εκσπερματίσει. Είναι ολόιδιος μ’ εμένα» (σελ. 25).
Δεν εκπλησσόμαστε. Ο θεατής δεν θέλει πάντα ένα Τζέημς Μποντ στην οθόνη για να ταυτιστεί μαζί του, θέλει και τον αντιήρωα που είναι ο εαυτός του.
Διαβάζουμε:
«Werde der du bist προτείνει ο Νίτσε: Γίνε αυτός που είσαι» (σελ. 43).
Δεν ξέρω αν ο Νίτσε αναφέρει ότι το πήρε από τον Πίνδαρο: Γένοιο οἷος ἔσσι. Είναι από τα αγαπημένα ρητά του Καζαντζάκη.
Διαβάζουμε:
«Ένας ήρωας του Αλμπέρτο Μοράβια οικτίρει: -Ξέρεις ότι θα μπορούσα να ζητήσω την ακύρωση του γάμου μας για τον εξής λόγο: εδώ και μια δεκαετία, η γυναίκα που παντρεύτηκα δεν υπάρχει πια· μια άλλη, εντελώς διαφορετική πήρε τη θέση της;» (σελ. 59).
Ένα από τα έξυπνα που διάβασα στο διαδίκτυο είναι και το παρακάτω:
«Η γυναίκα παντρεύεται τον άντρα με την ελπίδα ότι με τον καιρό θα καταφέρει να τον αλλάξει. Όμως δεν τα καταφέρνει, ο άντρας μένει ο ίδιος. Ο άντρας παντρεύεται τη γυναίκα πιστεύοντας ότι θα αυτή θα μείνει έτσι όπως είναι για πάντα. Όμως πέφτει έξω, η γυναίκα αλλάζει».
Διαβάζουμε:
«Ο Θεός δεν παίζει ζάρια, έλεγε ο Αϊνστάιν… Παίζει όμως κρυφτούλι, συμπληρώνει ο Άλεν!» (σελ. 73).
Ο Άλεν αποδομεί με χιούμορ. Εγώ δράττομαι της ευκαιρίας να σχολιάσω ότι η ομορφιά ενός υφολογικού σχήματος σε ένα ευφυολόγημα (εδώ έχουμε μια μεταφορά) μας παρασύρει να πιστέψουμε ότι το ευφυολόγημα αυτό εμπεριέχει μιαν αλήθεια. Ο Δαρβίνος θα διαφωνούσε με την απόφανση αυτή του Αϊνστάιν (τυχαίες μεταλλάξεις καθορίζουν την εξέλιξη). Όσο για μένα, θα έλεγα ότι δεν είμαστε σίγουροι αν υπάρχει θεός για να ξέρουμε. Γενικεύοντας, η διαφήμιση όπως και η προπαγανδιστική ή στρατευμένη τέχνη (είναι το ίδιο πράγμα, η διαφορά βρίσκεται στις συνδηλώσεις) προσπαθούν να πλασάρουν ένα προϊόν χρησιμοποιώντας την  «ομορφιά», στην πιο πλατιά της σημασία. Κάτι ήξερε ο Πλάτων που είχε εξορίσει τους ποιητές από την πολιτεία του. 
Διαβάζουμε:
«Στις Απιστίες και αμαρτίες και στο Match point, οι εγκληματίες ευημερούν. Καμιά θεία, κοινωνική ή «ψυχολογική» δικαιοσύνη –οι τύψεις τους διαλύονται γρήγορα-δεν τους σταματά. Αφού διαπράξουν το αποτρόπαιο έγκλημα, σε αντίθεση με τους ήρωες του Ντοστογιέφσκι, ο ουρανός δεν πέφτει πάνω τους και οι ίδιοι δεν σκοπεύουν να παραδοθούν στις αρχές για να κατευνάσουν τη συνείδησή τους» (σελ. 100).
Στο Scoop όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο ένας εκ των δύο αδελφών είναι συντριμμένος κυριολεκτικά από τις τύψεις. Δηλώνει ότι θέλει να παραδοθεί. Ο αδελφός του προσπαθεί να τον μεταπείσει. Δεν τα καταφέρνει. Έτσι αποφασίζει να τον σκοτώσει. Εύκολο να σκοτώσεις ένα άγνωστο, δύσκολο να σκοτώσεις τον αδελφό σου. Το τέλος του έργου έχει να κάνει ακριβώς με τις τύψεις και τη συνείδηση.
Σας συνιστώ να διαβάσετε το βιβλίο, αλλά προπαντός σας συνιστώ να δείτε τις ταινίες του Άλεν, όσες δεν έχετε δει, και, γιατί όχι, όπως εγώ, να ξαναδείτε και αυτές που έχετε ήδη δει.
Η μετάφραση είναι πολύ καλή. Η μόνη παρατήρηση που έχουμε να κάνουμε είναι ότι το Bildungsroman δεν είναι ακριβώς επιμορφωτικό μυθιστόρημα. Να το πούμε αναπτυξιακό μυθιστόρημα δεν λέει και πολλά πράγματα, σημαίνει πάντως το μυθιστόρημα στο οποίο παρουσιάζεται η εξέλιξη του ήρωα, συνήθως προς την ενηλικίωση και την πνευματική ωρίμανση. Η μεταφράστρια βέβαια μεταφράζει από αγγλικά, και προφανώς μεταφράζει την αγγλική απόδοση του όρου, την οποία αγνοούμε μια και δεν έχουμε το αγγλικό κείμενο.

Μπάμπης Δερμιτζάκης