Άντον Τσέχωφ,
Ψυχούλα (μετ. Μαρία Τσαντσάνογλου), Το ροδακιό 1995, σελ. 44
Το βιβλίο το πήραμε με ανταλλαγή, στα πλαίσια
του εορτασμού για την ημέρα του βιβλίου (23 Απριλίου) από τη βιβλιοθήκη της
Μορφωτικής Στέγης Ιεραπέτρας.
Το διήγημα το έχω ξαναδιαβάσει. Ήταν σε
κάποιον από τους τόμους με διηγήματα του Τσέχωφ, με τον
οποίο είχα καταπιαστεί πριν κάμποσους μήνες. Το ξαναδιάβασα όμως ευχαρίστως,
όχι μόνο διότι είναι Τσέχωφ αλλά και γιατί υπάρχει στη συνέχεια ένα κείμενο του
Τολστόι για αυτό το διήγημα, κείμενο που με κάνει να αναρωτηθώ ακόμη μια φορά πάνω
στο ζήτημα της πρόσληψης.
Η «Ψυχούλα» είναι μια απλοϊκή κοπέλα, πολύ
καλόψυχη, αλλά χωρίς δική της προσωπικότητα. Είναι το «αντηχείο» του συζύγου
της: του θεατρικού επιχειρηματία αρχικά, και όταν αυτός πεθαίνει του υπεύθυνου
της ξυλαποθήκης ενός μεγαλέμπορου, τον οποίο παντρεύεται. Το θέατρο το έχει
ξεχάσει. Όταν πεθαίνει και αυτός τα φτιάχνει με τον κτηνίατρο, και οι κουβέντες
της πια περιστρέφονται γύρω από τις αρρώστιες των ζώων.
«Επαναλάμβανε τις απόψεις του κτηνίατρου και
τώρα είχε για όλα τα θέματα την ίδια γνώμη μ’ αυτόν. Ήταν ολοφάνερο ότι δεν
μπορούσε να ζήσει χωρίς αφοσίωση ούτε ένα χρόνο…» (σελ. 19).
Αυτόν στον οποίο θα αφοσιωθεί στη συνέχεια
είναι ο γιος του, αλλά θα τον χάσει όταν θα τον διεκδικήσει η μητέρα του. Όμως
ευτυχώς της μένει ο κτηνίατρος. «Δόξα τω Θεώ», σκέπτεται.
Ο Τολστόι, πριν σχολιάσει το διήγημα,
παραθέτει μια ιστορία από την Παλαιά Διαθήκη. Ο Βαλαάμ, αντί να καταραστεί τον
λαό του Ισραήλ όπως του ζήτησε ο Βαλάκ, τον ευλόγησε.
«Ο συγγραφέας», λέει ο Τολστόι, «ήθελε
προφανώς να περιγελάσει αυτό το αξιολύπητο πλάσμα – καθώς το έκρινε με το μυαλό
και όχι με την καρδιά – αυτή την Ψυχούλα…» (σελ. 32), ενώ πιο κάτω «Ο Βαλάκ της
κοινής γνώμης κάλεσε τον Τσέχωφ να καταραστεί την αδύνατη, την υποταγμένη, την
καθυστερημένη γυναίκα, που είναι αφοσιωμένη στον άνδρα, και ο Τσέχωφ ανέβηκε
στο βουνό, και τα μοσχάρια και τ’ αρνιά ήταν επάνω στο βωμό, μα όταν άρχισε να
μιλά, ο συγγραφέας ευλόγησε αυτό που σκόπευε να καταραστεί» (σελ. 33).
Αυτό θυμίζει τον «θρίαμβο
του ρεαλισμού» στον Μπαλζάκ για τον οποίο μιλάει ο Έγκελς. Ο αντιδραστικός
στις πολιτικές του απόψεις αλλά ρεαλιστής Μπαλζάκ δεν μπορεί παρά να περιγράψει
με ακρίβεια την αστική τάξη. (Εγώ όμως δεν θα συμφωνήσω με τον Έγκελς. Ο
Μπαλζάκ δεν περιγράφει ρεαλιστικά, με μελανά χρώματα, την αστική τάξη αν και
αντιδραστικός, αλλά κριτικάρει συνειδητά τον άξεστο αστό σε σχέση με τον
καλλιεργημένο αριστοκράτη, τον οποίο έχει καταφέρει να διαβρώσει. Κάνει κριτική
από δεξιά, όχι από αριστερά. Ήταν αντιδραστικός ως οπαδός της παλιάς
αριστοκρατίας και όχι της αστικής τάξης. Ένας από τους αστούς του ήταν και ο νεόπλουτος
πατέρας της «Ευγενίας Γραντέ», που από νερουλάς κατάφερε να γίνει πολύ πλούσιος).
Όχι, δεν με παρασύρει η παρομοίωση που κάνει,
αρκετά έξυπνα πρέπει να πούμε, ο Τολστόι. Αντίθετα προσυπογράφω αυτά που γράφει
η μεταφράστρια στο τέλος των
«Σημειώσεών» της.
«Κάτω από την επίδραση του κυρίαρχου
κοινωνικού κλίματος των ημερών ο Λέων Τολστόι έδωσε την πρωτότυπη φεμινιστική,
ή αντιφεμινιστική, ερμηνεία του στην Ψυχούλα, μιαν ερμηνεία με την οποία
δύσκολα θα συμφωνούσε ο σημερινός αναγνώστης, πολύ λιγότερο ο ίδιος ο
συγγραφέας του. Όπως κι αν είναι, χάρη στη μαεστρία του Αντόν Τσέχωφ να
ισορροπεί ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό, το διήγημα αυτό, ένα από τα
δημοφιλέστερα του ρώσου συγγραφέα, επιδέχεται σίγουρα πολλές ερμηνείες» (σελ.
44).
Για το «πολλές ερμηνείες» διαφωνώ, συμφωνώ
όμως ότι το διήγημα είναι κωμικοτραγικό και όχι απλά χιουμοριστικό,
χαρακτηρισμό που του έδωσε ο Τσέχωφ σε μια επιστολή του, όπως αναφέρει η
μεταφράστρια σε μια υποσημείωση. Ναι, η Ψυχούλα είναι
κωμικοτραγική, όπως και ο δον Κιχώτης.
No comments:
Post a Comment