Sunday, June 21, 2015

Rachid Buchareb, Most of his movies





Ο Alloune εργάζεται στο Μουσείο των Σκλάβων στη Σενεγάλη σαν ξεναγός. Κάποια στιγμή αποφασίζει να πάει στην Αμερική να βρει τα ίχνη των προγόνων του. Η αναζήτηση θα στεφτεί με επιτυχία. Θα εντοπίσει μάλιστα και μια απόγονο των προγόνων του, που έχει ένα περίπτερο. Δεν τολμάει να της μιλήσει ευθέως, δεν είναι ακόμη ώρα λέει στον ανιψιό του, και για να προετοιμάσει το έδαφος της ζητάει δουλειά. Έχει δει την αναρτημένη αγγελία.
Θα τον προσλάβει. Θα αναπτυχθεί μια σχέση μεταξύ τους.
Κάποια στιγμή εμφανίζεται η εγγονή της, έγκυος. Η γιαγιά την αποπαίρνει και αυτή φεύγει. Θα αρχίσει άλλη αναζήτηση, και από τους δυο τους, να τη βρουν.
Τη βρίσκει τελικά ο Alloune. Θα γεννήσει, και ο Alloune θα την πείσει να κρατήσει το μωρό που θέλει να το εγκαταλείψει.
Η συνάντηση όμως με τους απογόνους των προγόνων του είχε μοιραίες συνέπειες για τον Alloune. Έπαιξε βέβαια ρόλο και το τυχαίο.
Ο ανιψιός του σκοτώνεται και ο Alloune θα ξαναγυρίσει στην πατρίδα του, φέροντας το νεκρό του για να τον θάψει στον τόπο τους. Δεν θα πειστεί να μείνει.
Μελαγχολική ταινία, που δείχνει κάτι που αγνοούσα: οι αφροαμερικάνοι βλέπουν με αρκετή περιφρόνηση τους μαύρους μετανάστες. 



Έχω γράψει επανειλημμένα ότι η πρώτη επιλογή στις ειδολογικές μου προτιμήσεις είναι η κωμωδία.
Δεν έχω γράψει για τη δεύτερη.
Είναι τα πολεμικά.
Και οι «Μέρες δόξας» είναι πολεμική ταινία.
Διαφέρει όμως από τις πολεμικές που έχω δει μέχρι τώρα.
Οι ήρωες της ταινίας είναι άραβες από τις αποικίες που ήλθαν να πολεμήσουν στη Γαλλία. Τους βλέπουμε στην αρχή, στην πρώτη νίκη γαλλικών στρατευμάτων ενάντια στους Ναζί. Τους βλέπουμε και στο τέλος, σε μια εθελοντική επικίνδυνη αποστολή: να κρατήσουν μια γέφυρα στην Αλσατία μέχρι να καταφτάσουν τα αμερικανικά στρατεύματα.
Και στο μεσοδιάστημα;
Άλλες σκηνές, που σκοπό έχουν να καταγγείλουν τον ρατσισμό.
Οι ντομάτες δεν είναι για τους μαύρους, μόνο για τους λευκούς. Ο Yassir διαμαρτύρεται, παίρνει το καφάσι με τις ντομάτες και τις ποδοπατάει: ή όλοι ή κανείς.
Όλοι. Ο γάλλος αξιωματικός δείχνει κατανόηση.
Τα γράμματα του Messaoud δεν φτάνουν ποτέ την Ιρέν, και αντίστροφα. Τι, ένας άραβας θα έχει ερωτική σχέση με μια γαλλίδα; Στις αποικίες οι ντόπιοι δεν πάνε ποτέ με τις γαλλίδες της λέει, διστάζοντας να ανταποκριθεί τότε που πρωτοσυναντώνται. Θέλει να την παντρευτεί.
Παρεμπιπτόντως, καρπός ενός τέτοιου γάμου είναι ο Samy Naceri στο ρόλο του Yassir, για τον οποίο μοιράστηκε το βραβείο καλύτερου ηθοποιού στις Κάνες για το ρόλο του. Όμως και ο… ήθελα να γράψω ότι και ο Bernard Blancan ήταν εξαιρετικός στο ρόλο του λοχία, και ψάχνοντας στο διαδίκτυο βλέπω ότι μ’ αυτόν μοιράστηκε το βραβείο. Ο οποίος λοχίας γίνεται έξω φρενών όταν ένας στρατιώτης ανακαλύπτει ότι η μητέρα του είναι αραβικής καταγωγής. Θα μετατρεπόταν αμέσως σε πολίτη δεύτερης κατηγορίας.
Στα γράμματα τέλους διαβάζουμε: «Το 1959 ψηφίστηκε νόμος που πάγωνε τις συντάξεις των στρατιωτών του πεζικού των αποικιών που τότε κηρύσσονταν ανεξάρτητες. Τον Ιανουάριο του 2002, ύστερα από πολύχρονες δίκες (και αφού οι περισσότεροι δικαιούχοι είχαν πεθάνει, προσθέτω εγώ) η γαλλική κυβέρνηση κλήθηκε να καταβάλει στο ακέραιο τις συντάξεις. Όμως οι μετέπειτα κυβερνήσεις ανέβαλαν την καταβολή του ποσού.
Το πώς φέρθηκαν οι γάλλοι στους μαύρους που στρατολόγησαν στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το είδαμε στις ταινίες Emitaï και The camp at Thiaroye του Ουσμάν Σεμπένε. 

London river (2009)

Τα «σύνορα της αγάπης» ήταν δευτερεύον θέμα στις «Μέρες δόξας», στον «Ποταμό του Λονδίνου» όμως είναι πρωτεύον, και ας βλέπουμε τους δυο ερωτευμένους, τον νεαρό μαύρο και τη νεαρή λευκή, μόνο σε φωτογραφίες. Εν τούτοις το θέμα του ρατσισμού είναι και πάλι κεντρικό. Αλλά εδώ έχουμε και την υπέρβασή του.
Με «πυρηνικό επεισόδιο» το πραγματικό γεγονός των βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας από ισλαμιστές στις 7 Ιουλίου 2005 παρακολουθούμε την αγωνιώδη αναζήτηση του μαύρου πατέρα για το γιο του και της λευκής μητέρας για την κόρη της. Στην πρώτη συνάντησή τους δεν του δίνει καν το χέρι για χαιρετισμό. Μετά τον καλεί να μείνουν μαζί στο διαμέρισμα της κόρης της. Στο εξής ψάχνουν από κοινού τα παιδιά τους. Δεν τα βρίσκουν.
Η χαρά έρχεται απροσδόκητα. Σίγουρα βρίσκονται στη Γαλλία, ο ταξιδιωτικός πράκτορας το επιβεβαιώνει.
Γνωρίζοντας όμως τους αφηγηματικούς κώδικες περιμένουμε την ανατροπή. Και η ανατροπή είναι αυτή που φοβόντουσαν από την αρχή: βρισκόντουσαν σε ένα λεωφορείο που ανατινάχτηκε από τρομοκράτη.
Αυτός πριν φύγει τραγουδάει ένα τραγούδι της πατρίδας του. Φεύγει. Αυτή τρέχει πίσω του. Τον αγκαλιάζει. Τον ευχαριστεί. Την ευχαριστεί κι αυτός με τη σειρά τους. Τα σύνορα του χρώματος έπεσαν απόλυτα.
Στις δυο τελευταίες σκηνές, η ζωή συνεχίζεται: αυτός στο δάσος όπου δουλεύει δασοφύλακας και αυτή στο αγρόκτημά της.
Έχουμε δει άλλες δυο ταινίες, όπου όμως το τρομοκρατικό κτύπημα είναι το κεντρικό θέμα. Η μια είναι η κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος της Γιασμίνα Χαντρά «Τρομοκρατικό κτύπημα» από τον Ζιάντ Ντουέιρι με τίτλο «Η επίθεση» και η άλλη η ταινία του Nabil Ayouche «Τα άλογα του θεού».
Όμως καταδικάζεται, έστω έμμεσα, και η τρομοκρατία. Η κοπέλα έχει ασπαστεί τον μουσουλμανισμό και ο φίλος της είναι μουσουλμάνος.
Δεν έχουν μόνο οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί παράπλευρες απώλειες, έχουν και τα τρομοκρατικά κτυπήματα, και μάλιστα πιο παράπλευρες: σκοτώνουν και «δικούς» τους.


Εξαιρετική ταινία που αναφέρεται στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Αλγερίας. Παρακολουθούμε τη ζωή τριών αδελφών: το 1925, που οι έποικοι τους παίρνουν την πατρογονική γη. Το 1945, τη σφαγή του Sétif στην οποία σκοτώθηκε ο πατέρας και οι δυο αδελφές, ενώ ο ένας αδελφός συνελήφθηκε και φυλακίσθηκε στη Γαλλία. Στο υπόλοιπο και μεγαλύτερο μέρος της ταινίας παρακολουθούμε τη ζωή τους στη Γαλλία.
Αποφυλακίζεται ο φυλακισμένος αδελφός. Ο άλλος επιστρέφει από τον πόλεμο στην Ινδοκίνα, κατά τον οποίο οι Βιετναμέζοι νίκησαν τους Γάλλους και απόκτησαν την ανεξαρτησία τους. Αυτοί οι δυο θα συμμετάσχουν στην αντίσταση, όχι όμως και ο τρίτος αδελφός.
Εντυπωσιακά επεισόδια, καθηλώνει η ταινία το θεατή σε όλη τη διάρκειά της.
Μου άρεσε και για έναν ακόμη λόγο.
Βαρέθηκα να βλέπω ταινίες με τους κακούς γερμανούς και τους καλούς γάλλους. Να δω επιτέλους και μια ταινία όπου οι γάλλοι είναι οι κακοί.


Την ταινία την είδαμε και έχουμε γράψει εδώ. Επειδή μας άρεσε αποφασίσαμε να δούμε και άλλες ταινίες του Buchareb. Αλλά μια και είναι η μοναδική άλλη ταινία του που είδαμε, ας κάνουμε επικόλληση.
Η ταινία θα μπορούσε να λέγεται Μέριλιν και Μόνα κατά το «Θέλμα και Λουίζ», όμως αυτός είναι ο σωστότερος τίτλος, just like a woman, τι σημαίνει να είσαι γυναίκα.
Στις προηγούμενες αναρτήσεις μου μίλησα για θέματα που απασχολούν ελάχιστους σκηνοθέτες. Όμως το θέμα της γυναίκας από μια φεμινιστική οπτική έχει απασχολήσει πολλούς σκηνοθέτες, ιδιαίτερα σκηνοθέτιδες στο Ιράν.
Οι δυο γυναίκες αντιπροσωπεύουν δυο κουλτούρες, της Ανατολής (το ρόλο της Μόνας τον παίζει η μελαχρινή Golshifteh Farahani, που την είδαμε σε κάποιες ιρανικές ταινίες) και της Δύσης. Ο άντρας της Μέριλιν είναι άνεργος. Της φέρεται με σκαιότητα και την απατάει. Θα το ανακαλύψει όταν την απολύσουν και γυρίσει νωρίς στο σπίτι. Ο άντρας της Μόνας απεναντίας την αγαπάει, και η καταπίεση εδώ φαίνεται στην κουλτούρα. Την πάντρεψαν «από μακριά», χωρίς να γνωρίζει από πριν αυτόν που θα έπαιρνε. Στο σπίτι την καταπιέζει η πεθερά της, και ο άντρας της δεν τολμάει να την υπερασπιστεί. Δεν έχει φύγει ποτέ μακριά από τη γειτονιά, μια και είναι ανάρμοστο, αν δεν απαγορεύεται ολότελα, σε μια μουσουλμάνα να κυκλοφορεί μόνη. Ακόμη, ποτέ δεν διανοήθηκε ότι μπορεί να έχει πρόβλημα ο άντρας της και δεν κάνουν παιδιά, και ούτε φυσικά αυτός και η πεθερά της.
Η Μόνα μπερδεύει κατά λάθος τα χάπια που έπρεπε να δώσει στην πεθερά της με αποτέλεσμα να πεθάνει. Φοβάται μόλις μαθαίνει το θάνατό της και το σκάει από το σπίτι. Την ίδια ώρα το σκάει και η Μαίριλιν. Συναντούνται τυχαία, και η Μέριλιν την παίρνει μαζί της στο αμάξι της. Πηγαίνει στο Σάντα Φε, σε μια ακρόαση, καθώς κάνει μαθήματα χορού, με σύσταση του δασκάλου της. Ο ίδιος τη συμβουλεύει να σταματάει καθ’ οδόν σε κάποια μπαρ που της συστήνει και να χορεύει, για να βγάζει κάποια χρήματα.
Η ταινία στη συνέχεια γίνεται road movie. Στο πρώτο μπαρ που σταματούν χορεύουν και οι δυο (οι ανατολίτισσες έχουν το χορό στα γονίδιά τους), όμως τους ρίχνεται ο ιδιοκτήτης και φεύγουν κακήν κακώς. Η Λόλα (Laura Ramsey) δεν είχε τέτοια αντιμετώπιση στην ταινία του Nabil Ayoush, Whatever Lola wants, κι αυτή παθιασμένη με το χορό, τον ανατολίτικο χορό. Στο δρόμο τους αντιμετωπίζουν διάφορες καταστάσεις, οι περισσότερες όχι ευχάριστες. Όμως παρ’ όλ’ αυτά δεν έχουμε το δραματικό τέλος που είδαμε στο «Θέλμα και Λουίζ». 


  Ο Γουίλιαμ Γκαρνέτ, αφού έχει εκτίσει 18 χρόνια φυλάκισης για το φόνο του βοηθού του σερίφη Μπιλ Άγκατι, αποφυλακίζεται για καλή διαγωγή. Για τα επόμενα τρία χρόνια θα βρίσκεται κάτω από την επιτήρηση της Έμιλι Σμιθ, αστυνομικού που υπηρετεί στο πρόγραμμα αποκατάστασης πρώην φυλακισμένων. Αν παραβεί κάποιους κανόνες, και βέβαια αν παρανομήσει, θα σταλεί πάλι στη φυλακή.
Η προσαρμογή δεν είναι εύκολη, παρόλο που είναι αποφασισμένος. Η μεταστροφή του εξάλλου στον μουσουλμανισμό αυτό δείχνει.
Ο μουσουλμανισμός είναι μια θρησκεία θρησκευόμενων, σε αντίθεση με τον χριστιανισμό. Πολλοί αφροαμερικάνοι ασπάστηκαν τον μουσουλμανισμό με την απλοϊκή αντίληψη ότι ο χριστιανισμός, ως θρησκεία των λευκών ρατσιστών, είναι μια κακή θρησκεία. Ο Κάσιους Κλαίη, πρωταθλητής πάλης πριν κάποιες δεκαετίες, έγινε Μοχάμεντ Άλι.
Βέβαια την αντίληψη αυτή δεν θα τη συμμεριστούν οι βερβέροι της βόρειας Αφρικής, και σίγουρα όχι οι πρόγονοί τους όταν κατακτήθηκαν από τους άραβες. Ούτε και εμείς οι έλληνες τη συμμεριζόμαστε, που υπήρξαμε κατακτημένοι από τους μουσουλμάνους τούρκους για τετρακόσια τόσα χρόνια.
Εν τάξει, εμείς οι κρητικοί μόνο διακόσια, αλλά απελευθερωθήκαμε πιο ύστερα από την κυρίως Ελλάδα, και οι μνήμες είναι ακόμη νωπές.
Ο Γκαρνέτ, μαθαίνουμε προς το τέλος, ήταν μιγάς. Η λευκή μητέρα του όμως αρνιόταν να τον δει στη φυλακή. Την είχε αρκετά ταλαιπωρήσει με την εγκληματική ζωή του. Ούτε και τώρα θα τον δεχτεί, και έτσι αναγκάζεται να γυρίσει πίσω στην κοπέλα του. Στη μητέρα του τον είχε στείλει η Σμιθ για να γλιτώσει από τον σερίφη που τον κυνηγούσε, θέλοντας να εκδικηθεί το φόνο του βοηθού του.
Έξυπνα ο Μπουσαρέμπ, ξέροντας τους κινηματογραφικούς κώδικες που όταν δυο τσακώνονται ο ένας είναι ο κακός και ο άλλος ο καλός (ενδεχόμενα μπορεί να υπάρχει και ο άσχημος), δεν μας παρουσιάζει τον σερίφη κακό. Στην αρχή, αλλά και στο μέσο της ταινίας, μας τον παρουσιάζει να υπερασπίζεται τους λαθρομετανάστες και να θλίβεται για τη θλιβερή τους μοίρα στα χέρια των δουλεμπόρων.
Ένας τέτοιος δουλέμπορος, παλιός συνεργάτης του Γκαρνέτ, τον παρενοχλεί συνεχώς για να ξαναρχίσουν μαζί δουλειές. Θέλει να τον στείλει στο Μεξικό, να αναλάβει το εκεί τμήμα της επιχείρησης. Όμως αυτός αρνείται πεισματικά. Θα πάει να βρει τη φίλη του και θα της ζητήσει να τον μεταπείσει. Αυτή τον αποπέμπει. Τσακώνονται και τη σπάζει στο ξύλο.
Ο Γκαρνέτ θα είναι αμείλικτος στην εκδίκησή του.
Υπέροχος σκηνοθετικά, έξοχος εικαστικά, με εξαιρετικό σενάριο που εκτός από τον ίδιο και τον Olivier Lorelle το υπογράφει και η Γιασμίνα Χαντρά (επίσης αλγερινής καταγωγής), ο Buchareb μας έχει δώσει μια εξαιρετική ταινία.
Να σημειώσουμε ότι το έργο είναι remake της ταινίας του José Giovanni, Deux hommes dans la ville (1973). Ο Buchareb έχει κάνει αρκετές αλλαγές, αλλά έχει κρατήσει την κεντρική ιστορία.

No comments:

Post a Comment