Monday, August 31, 2015

Honoré de Balzac, Les Chouans,



Honoré de Balzac, Les Chouans, Οι αντάρτες (μετ. Οθ. Αργυροπούλου) Δαρεμάς 1964, σελ. 272

  Δεν το φανταζόμουν ότι θα το έβρισκα, αλλά έπεσα πάνω του. Λίγες μέρες αφού διάβασα την Beatrix ανακάλυψα και τους «Αντάρτες», που αγόρασα μαθητής δευτέρας γυμνασίου. Στο εξώφυλλο είχα τον αριθμό 2. Ήταν το δεύτερο βιβλίο που αγόρασα. Το πρώτο ήταν «Η πείνα», του Κνουτ Χαμσούν.
  Σε αντίθεση με την «Πείνα» τους «Αντάρτες» δεν τους διάβασα  (που, ψάχνοντας στο διαδίκτυο, είδα ότι ο πραγματικός τίτλος του έργου είναι «Οι Σουάνοι», και με αυτό τον τίτλο κυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση από τις εκδόσεις Ηριδανός). Τώρα ξέρω γιατί. Στη βιβλιοκριτική που έγραψα για την Beatrix γράφω:  «Ο Μπαλζάκ είναι φλύαρος, αλλά ωραίος φλύαρος. Ξεκινάει το μυθιστόρημά του με μια διεξοδική περιγραφή του χώρου στον οποίο ζει ο ήρωάς του». Εδώ η φλυαρία του συνίσταται στην περιγραφή σε τρεις ολόκληρες σελίδες των ανταρτών, πώς ήσαν ντυμένοι, πώς βάδιζαν, τις εκφράσεις των προσώπων τους, κ.λπ., σε ένα μυθιστόρημα στο οποίο κατά τα άλλα κυριαρχεί ο διάλογος. Φαντάζομαι αυτή η «φλυαρία» στην περιγραφή τους είναι εκείνο που με αποθάρρυνε να το διαβάσω.
  Οι «Σουάνοι» (ας αναφερόμαστε στο εξής με τον πραγματικό τίτλο του έργου) είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Μπαλζάκ στο οποίο υπογράφει με το όνομά του, διαβάζουμε στην εισαγωγή. Εκδομένο το 1929, το χωρίζουν 10 ολόκληρα χρόνια από την Beatrix. Αυτά τα δέκα χρόνια ο Μπαλζάκ έχει κάνει μεγάλη στροφή.
  Στους «Σουάνους» βλέπουμε εντυπωσιακά επεισόδια, σκηνές μάχης, πολλούς νεκρούς, που κάνουν την πλοκή πολύ συναρπαστική. Στην Beatrix αντίθετα, όπως είδαμε, η πλοκή δεν έχει τίποτα το συναρπαστικό, ο διάλογος είναι περιορισμένος, και η «φλυαρία» του Μπαλζάκ συνίσταται στη διεξοδική περιγραφή των αισθημάτων και των συναισθηματικών καταστάσεων των ηρώων του που ταλανίζονται από τον έρωτα. Και βέβαια το happy end της Beatrix δεν έχει καμιά σχέση με το οπερατικό τέλος των δύο ηρώων στους «Σουάνους» οι οποίοι πεθαίνουν, τραυματισμένοι θανάσιμα, πλάι πλάι.
  Το έργο είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Αναφέρεται στην εξέγερση των Βρετόνων  που υποστήριζαν τον βασιλιά ενάντια στη δημοκρατία, και η οποία έγινε το 1797. Γίνεται συχνή αναφορά στον πρώτο ύπατο, τον Ναπολέοντα. Η ιστορία όμως των δυο ερωτευμένων είναι εξολοκλήρου επινοημένη.
  Το έργο μου θύμισε μια κινηματογραφική ταινία, την «Πορφυρή πεταλούδα» του κινέζου Lou Ye.  Η κοπέλα, όπως και στο κινέζικο έργο, προσπαθεί να παγιδεύσει τον μαρκήσιο, τον αρχηγό των βασιλοφρόνων ανταρτών, πουλώντας του έρωτα. Όμως καταλήγει να τον ερωτευθεί πραγματικά. Είναι ωραίος νέος. Δεν θα τον παραδώσει στους δημοκρατικούς. Και αυτός την ερωτεύεται, ακόμη και όταν του αποκαλύπτει ποιος ήταν ο σκοπός της. Ο Μπαλζάκ δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει πόσο όμορφη είναι. Αλλά ο μηχανορράφος τούς βάζει τρικλοποδιά πριν μπορέσουν να ξεφύγουν. Πρόλαβαν όμως να παντρευτούν.
  Όμως να σχολιάσουμε κάποια αποσπάσματα.
  «Κουρασμένη (η Μαρία ντε Βερνέιγ) από μια πάλη χωρίς αντίπαλο, έφθανε τότε μέσα στην απελπισία της να προτιμά το καλό από το κακό όταν προσφερόταν σαν μια ευχαρίστηση, το κακό από το καλό όταν είχε κάποια ποίηση, την αθλιότητα από τη μετριότητα σαν κάτι το πιο μεγάλο, το σκοτεινό μέλλον και το άγνωστο του θανάτου από μια ζωή φτωχή σ’ ελπίδες ή σε βάσανα» (σελ. 64).
  Είναι το πιο όμορφο εφέ της απαρίθμησης που έχω συναντήσει μέχρι τώρα.
  Διαβάζουμε:
  «…έψαξε στα μπαούλα και βρήκε ένα φόρεμα ελληνικό. Ήταν τότε πολύ της μόδας τα ελληνικά φορέματα» (σελ. 196).
  Υποθέτω ότι πρόκειται για αναχρονισμό. Την εποχή που γράφει το έργο ο Μπαλζάκ η ελληνική επανάσταση ήταν στο φόρτε της, και αυτή η μόδα πιθανόν να ήταν μια ακόμη έκφραση του φιλελληνισμού που κυριαρχούσε στη Δύση. Υποθέτω.
  Και ο μεγάλος ρεαλιστής Μπαλζάκ:
  «Ο πατριωτικός αυτός ενθουσιασμός [των νεαρών εθνοφρουρών που πήγαιναν να αντιμετωπίσουν τους αντάρτες] ίσως να προερχόταν από κάποια υπόσχεση διανομής εθνικών κτημάτων» (σελ. 232).  Και
  «Δεν είχε πια εκείνες τις αμφιβολίες και τους φόβους που την τυραννούσαν γιατί είχε πια πεισθεί πως ο μαρκήσιος την αγαπούσε στ’ αλήθεια. Κι έκανε τη σκέψη πως θα ξαναγύριζε στην πρώτη της κοινωνική ζωή που την είχε εγκαταλείψει από απελπισία. Θα γινόταν μαρκησία και θα ζούσε σ’ ένα περιβάλλον που της ταίριαζε. Διψούσε για μια ήσυχη ζωή μέσα σε οικογενειακό περιβάλλον, ύστερα από τις καταιγίδες που πέρασε. Κι αυτές οι σκέψεις τη σαγήνευαν» (σελ. 251).
  Οι γυναίκες, όσο ερωτευμένες κι αν είναι, κάνουν κι άλλους υπολογισμούς, σε αντίθεση με τον άντρα, φαίνεται να μας λέει ο Μπαλζάκ.
  Είναι άντρας, ας το δούμε με κάποια δυσπιστία.
  Μεγάλος ο Μπαλζάκ, σκοπεύω να διαβάζω κάθε του έργο που θα πέφτει στα χέρια μου.

Julio Cortazar, Το κουτσό



Julio Cortazar, Το κουτσό (μετ. Κώστας Κουντούρης), Εξάντας 1988, σελ. 680

  Ένα ακόμη βιβλίο στο «ράφι των τύψεων», αγορασμένο πριν χρόνια. Καθώς έχω σαν στόχο να διαβάσω ένα τουλάχιστον βιβλίο κορυφαίων συγγραφέων και μη έχοντας διαβάσει άλλο του Κορτάσαρ είπα να το διαβάσω.
  Το «Κουτσό» είναι ένα «μυθιστόρημα» που ξεχειλώνει από κάθε ορισμό του τι είναι μυθιστόρημα. Ο Κορτάσαρ επηρεασμένος από τον μοντερνισμό, που όμως το 1963 που γράφει το βιβλίο πνέει τα λοίσθια και το φετίχ της ανανέωσης έχει αρχίσει να ξεθωριάζει, χρησιμοποιεί αρκετά συχνά τον εσωτερικό μονόλογο και τον «χείμαρρο συνείδησης» (stream of consciousness) στη γραφή του. Υπάρχουν βέβαια και κομμάτια κλασικής αφήγησης με κύριους ήρωες τον Ολιβέιρα, τον Τράβελερ, την Μάγα και την Ταλίτα, όμως τα επεισόδια που αφηγείται ο Κορτάσαρ, παρά το ενσωματωμένο σασπένς τους, δεν είναι πυρηνικά, δεν πυροδοτούν παραπέρα την αφήγηση, με αποτέλεσμα να στέκουν λίγο πολύ αυτοδύναμα. Εκτός από αυτά τα επεισόδια το υπόλοιπο έργο, ιδιαίτερα το τρίτο μέρος, είναι ένα ποτ πουρί, υφολογικό και ειδολογικό. Ημερολογιακές καταγραφές, κομμάτια από εφημερίδες και περιοδικά, αποσπάσματα από έργα άλλων συγγραφέων, ένας αυθεντικός θεατρικός διάλογος, ένα κείμενο-σχόλιο σε δίσκο του Άλμπαν Μπεργκ κ.λπ. ενσωματώνονται σ’ αυτό το βιβλίο. Ακόμη ο Κορτάσαρ «εκπλήσσει» (αν και δεν νομίζω ότι εννοούσαν αυτό οι ρώσοι φορμαλιστές με την «ανοικείωση» (αστρανιένιγιε), γράφοντας ένα κεφάλαιο σε κορακίστικα, ένα άλλο που για να βγάλεις νόημα πρέπει, όπως μας πληροφορεί η εισαγωγή, να διαβάσεις πρώτα τις μονές γραμμές που είναι η αρχή από το μυθιστόρημα του Γκαλδός Lo prohibido, και μετά τις δεύτερες που είναι ο εσωτερικός μονόλογος του Ολιβέιρα καθώς διαβάζει το βιβλίο, δυο σελίδες με υποσημειώσεις που σε κάθε μια υπάρχει μια παραπομπή για την επόμενη υποσημείωση, ένα κεφάλαιο με απλοποιημένη γραφή, ένα ι, ένα ο, ένα ε (σελ. 479) και δεν θυμάμαι τι άλλο.
  Τίποτα από αυτά δεν διάβασα. Δεν ανήκω σ’ αυτούς που θα εκστασιαστούν μπροστά σε αυτές τις ακρότητες, αν και είμαι «αρσενικός» αναγνώστης σε αντίθεση με τον «θηλυκό αναγνώστη» (κατηγορήθηκε για αντιφεμινισμό, διαβάζουμε πάλι στην εισαγωγή), ανήκοντας στην κατηγορία των «εκλεκτών», που μπορώ να διαβάσω τα γαλλικά που είναι διάσπαρτα στο κείμενο χωρίς να παρατίθεται και η μετάφρασή τους, και που ξέρω ότι τα Kindertotenlieder, που ούτε και σ’ αυτά υπάρχει μετάφραση («Τραγούδια των νεκρών παιδιών») είναι έργο του Μάλερ και που έχω εντοπίσει κάμποσα διακείμενα, όπως π.χ. «Η ύπαρξη πριν από την ουσία, είπε ο Μορέλι χαμογελώντας» (σελ. 670), που είναι η κύρια ιδέα στο «Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός;» του Σαρτρ. (Η δεύτερη κατηγορία που του προσήψαν για τα παραπάνω είναι ο σνομπισμός, διαβάζουμε πάλι στην εισαγωγή). Επίσης δεν διάβασα τις περιγραφές των 45 εθνικών οργανισμών επιτροπών επιφορτισμένων με… του Ζεφυρίνο, κάτι σαν αποσπάσματα μιας άλλης Πολιτείας ή Ουτοπίας ολότελα παλαβά, παρά μόνο τα σχόλια των ηρώων γι’ αυτές.
  Μετά από όλα αυτά ούτε λόγος να ξαναδιαβάσω το βιβλίο όπως υποδεικνύει ο Κάρλος Φουέντες, μια με τον κλασικό τρόπο και μια με τον άλλο τον οποίο υποδεικνύει ο Κορτάσαρ δίνοντας ένα πίνακα με τη σειρά ανάγνωσης των κεφαλαίων, και τέλος μια τρίτη, με τη σειρά που θέλει ο αναγνώστης.
  «Ο τρόπος που γράφει ο Κορτάσαρ συγγενεύει με την ποίηση», διαβάζουμε στην εισαγωγή. Να το πω ακόμη μια φορά ότι δεν μου αρέσει η ποίηση; Όχι, δεν την μισώ όπως ο George Bataille του οποίου παραθέτει ένα απόσπασμα από το Haine de la poésie («Μίσος της ποίησης», σελ. 643) αλλά δεν την συμπαθώ κιόλας. Μόνο ποιήματα φίλων μπορώ να διαβάσω, κι αυτό για να γράψω δυο λογάκια σε μια βιβλιοκριτική.
  (Κοίτα να δεις, στον πρόλογο του βιβλίου διαβάζω, μερικές ώρες αργότερα: I first published this book fifteen years ago, giving it an obscure title: The Hatred of Poetry. It seemed to me that true poetry was reached only by hatred. Poetry had no powerful meaning except in the violence of revolt. But poetry attains this violence only by evoking the impossible. Almost no one understood the meaning of the first title, which is why I prefer finally to speak of The Impossible. Ούτε κι εγώ κατάλαβα τον τίτλο, νόμισα ότι μισούσε την ποίηση, και εδώ βλέπω εντελώς το αντίθετο, και για να αποφύγει πάλι την παρεξήγηση στην έκδοση του 1962 άλλαξε τον τίτλο σε «Το αδύνατο». Όχι, δεν έχω καμιά πρεμούρα να το διαβάσω. Και μη με κατηγορήσετε κι εμένα για σνομπισμό, δεν μεταφράζω το κείμενο αφενός γιατί όλοι σας ξέρετε αγγλικά και αφετέρου γιατί βαριέμαι). 
  Να μην παρεξηγηθώ: Η γραφή του Κορτάσαρ είναι ωραία, αλλά το έργο είναι σαν ένα κολάζ με αποσπάσματα, με μια πλοκή πολύ αναιμική. Μπορώ όμως να καταλάβω τον Κορτάσαρ όταν λέει: «Αν δεν έγραφα αυτό το βιβλίο εκείνη την εποχή, μάλλον θα έπεφτα στο Σηκουάνα».
  Δεν χρειάζεται να μας το πει, το ξέρουμε ότι η γραφή λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά. Ο Χέμινγουεϊ δήλωσε ότι ο ψυχαναλυτής του είναι η γραφομηχανή του.
  Κι εγώ έτσι έγραψα το διήγημα «Το Φραγκιό». Μια συνάντησή μου με το Φραγκιό ένα πρωινό στην πλατεία του χωριού μου με έκανε να σκεφτώ ότι θα μπορούσε να αποτελέσει το θέμα ενός διηγήματος. Αν το ίδιο βράδυ δεν ένοιωθα βαθιά μελαγχολικός δεν θα το έγραφα. Το έγραψα σαν διέξοδο από τη μελαγχολία μου, υγιή διέξοδο, μια και δεν καπνίζω ούτε πίνω, και για ναρκωτικά ούτε λόγος.
  Ο Ολιβέιρα από υπάλληλος καταλήγει τρόφιμος στην ψυχιατρική κλινική. Εκεί θα συναντηθεί με τον Μορέλι, έναν άλλο τρόφιμο, που αποτελεί περίπου την περσόνα του Κορτάσαρ και που μέσω αυτού εκθέτει την ποιητική του. Θα παραθέσω σχετικό απόσπασμα, όμως αφού ξεφυλλίσω το βιβλίο για να βρω αποσπάσματα που θα ήθελα να σχολιάσω.
   Το πρώτο που συναντάω δεν είναι απόσπασμα, αλλά το όνομα ενός συνθέτη, που ένα έργο του μου αρέσει πάρα πολύ, χωρίς να έχω συγκρατήσει ποιο είναι. Υπάρχει στην sd κάρτα στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου μου. Πριν μήνες προσπάθησα να θυμηθώ το όνομά του και δεν τα κατάφερα. Κατά καιρούς προσπαθώ να το θυμηθώ, τίποτα. Βγαίνοντας ταλαιπωρημένος από το νοσοκομείο πριν ένα μήνα, και αφού έχω γυρίσει μέσα σε καύσωνα όλα τα φαρμακεία της Ιεράπετρας ψάχνοντας ένα φάρμακο, μου έρχεται στο μυαλό. Πιο πριν όμως μου είχε φύγει από το μυαλό το pin της κάρτας μου. Για την ακρίβεια, στο ΑΤΜ έδωσα άλλο pin. Μου βγάζει λάθος. Το ξαναβάζω πιστεύοντας ότι κάποιο νούμερο δεν κτύπησα σωστά, πάλι λάθος. Δεν δοκίμασα τρίτη γιατί θα μου κρατούσε την κάρτα. Μετά σκέφτηκα ότι στο σουπερμάρκετ δεν θα μου την κρατούσαν. Έβαλα το pin, λάθος. Ξανά, λάθος. Ξανά, πάλι λάθος. Τελικά πλήρωσα με μετρητά. Στο σπίτι, μιλώντας με το γιο μου στο τηλέφωνο και έχοντας συνέλθει από την ταλαιπωρία, θυμήθηκα ξαφνικά γιατί είχα κάνει λάθος: είχα δώσει το pin μιας άλλης κάρτας που ήταν εύκολο να απομνημονεύσω, αλλά καθώς την χρησιμοποιώ σπάνια το έφερνα κατά καιρούς στο μυαλό μου, έχοντας το άγχος μην το ξεχάσω.
  Με έκπληξη όμως διαπίστωσα ότι τώρα είχα ξεχάσει πάλι το όνομα του συνθέτη. Σαν να υπήρχαν στον εγκέφαλό μου δυο κουτάκια μνήμης. Όταν έκλεισε το ένα λόγω κούρασης άνοιξε το άλλο. Και όταν ξεκουράστηκα, έκλεισε πάλι για να ανοίξει το πρώτο. Τα pin φαίνεται ήταν στο ένα κουτάκι και το όνομα του συνθέτη στο άλλο.
  Το συνάντησα διαβάζοντας το «Κουτσό». Πουλένκ. Αυτή τη φορά είπα να εφαρμόσω μνημοτεχνική μέθοδο για να μην το ξαναξεχάσω: Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, ο Φτωχούλης του θεού, Φρανσίς Πουλένκ.  
  Παρεμπιπτόντως ο Πουλένκ είναι νεοκλασικός. Ανήκει σε ένα κίνημα άρνησης των πειραματισμών του δωδεκαφθογγισμού (τα ονόματα του Μπεργκ και του Σαίνμπεργκ τα συναντάμε στο βιβλίο) και επιστροφή στην κλασική καθαρότητα. Κάτι ανάλογο έχει κάνει και ο μεταμοντερνισμός στο μυθιστόρημα: εγκατέλειψε τις ακρότητες του μοντερνισμού και των διαφόρων πειραματισμών του μεσοπολέμου επιστρέφοντας στη διαύγεια του ρεαλιστικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, έστω και με κάποιες προσθήκες, όπως αυτές του λατινοαμερικάνικου «μαγικού». (Εν τάξει είπα ότι βαριέμαι, αλλά όχι και τόσο. Έψαξα το έργο, είναι το κονσέρτο για πιάνο).
  Και πάλι λέξη: doppelgänger (σελ. 165).
  Καταρχήν να διορθώσουμε το λάθος: Στα γερμανικά το πρώτο γράμμα στα ουσιαστικά γράφεται πάντα κεφαλαίο. Doppelgänger λοιπόν.  Για να καταλάβει ο αναγνώστης, δεν πρέπει να ξέρει μόνο γερμανικά – η λέξη σημαίνει «σωσίας»- αλλά και το ψυχολογικό σύνδρομο, το «σύνδρομο του σωσία». Ο μεγάλος ψυχολόγος πριν την ψυχανάλυση, ο Ντοστογιέφσκι, έχει δώσει το πορτραίτο του ανθρώπου που πάσχει από αυτό στην ομώνυμη νουβέλα του, ενώ ο φίλος μου ο Πρατικάκης που εκτός από ποιητής είναι και ψυχίατρος περιγράφει μια τέτοια περίπτωση στο αφήγημά του «Το σύνδρομο fregoli», όπως ονομάζεται τώρα στην ψυχιατρική κοινότητα το σύνδρομο του σωσία.
  Το ίδιο αμετάφραστα μένουν και τα idola fori, τα είδωλα της αγοράς για τα οποία μιλάει ο Francis Bacon. Αναφέρομαι σ’ αυτά στο βιβλίο μου «Η αναγκαιότητα του μύθου».
  Να πούμε και του στραβού το δίκιο, κάποιες φορές υπάρχουν και διευκρινιστικές υποσημειώσεις. Αμετάφραστο το δίστιχο, όμως διαβάζουμε στην υποσημείωση: «Οι στίχοι είναι από ένα ποίημα του Coleridge, kubla khan, που το εμπνεύστηκε υπό την επήρεια οπίου» (σελ. 279).
  Εν τάξει ποιητές αναγνώστες μου, μην τρέξετε να αγοράσετε όπιο, σίγουρα και άλλα ποιήματα γράφηκαν υπό την επίδραση οπίου χωρίς να έχουν την τύχη του kubla khan.
  Στις σελίδες 501 κ.ε. υπάρχει η ποιητική αυτή που λέγαμε. Θα παραθέσω μόνο το πιο χαρακτηριστικό απόσπασμα, που χαρακτηρίζει το «Κουτσό».
  «Μια αφήγηση που ενεργεί ως συγκολλητική ύλη των εμπειριών, ως καταλύτης για τις συγκεχυμένες και παρανοημένες ιδέες, και η οποία εγγράφεται κατά πρώτο λόγο σ’ αυτόν που τη γράφει, γεγονός που οδηγεί υποχρεωτικά στο αντιμυθιστόρημα, γιατί κάθε κλειστό σύστημα αφήνει συστηματικά απ’ έξω εκείνα τα μηνύματα που θα μπορούσαν να γίνουν φορείς της αφήγησης, πλησιάζοντάς μας στα όριά μας, από τα οποία παραμένουμε απομακρυσμένοι και ταυτοχρόνως δίπλα-δίπλα» (σελ. 502). 
  Δεν έχω πρόθεση να επιστρέψω στον Κορτάσαρ, όμως δεν αποκλείεται. Δεν λέμε εξάλλου «ποτέ μη λες ποτέ;»

Friday, August 28, 2015

Lasse Hallström, Hachi: a dog’s tail




  Πρόκειται για μια κινηματογραφική μεταφορά της αληθινής ιστορίας του Χάτσικο.
Ο Χάτσικο, ένα σκυλί, περιμένει κάθε μέρα το αφεντικό του στο σταθμό του τραίνου να επιστρέψει από το πανεπιστήμιο όπου διδάσκει. Όμως μια μέρα αυτός δεν έρχεται. Πέθανε από καρδιακή προσβολή την ώρα της διδασκαλίας. Το σκυλί εξακολουθεί να τον περιμένει, επί εννέα χρόνια, μέχρι το θάνατό του. Το ταΐζουν οι γείτονες. Ένας δημοσιογράφος μαθαίνει την ιστορία και τη δημοσιεύει. Διεγείρεται το γενικό ενδιαφέρον. Και το σκυλί γίνεται διάσημο. Όταν πεθαίνει του στήνουν το άγαλμά του, ακριβώς στο σημείο που καθόταν και περίμενε τον κύριό του.
  Εν τάξει, κι εμείς θαυμάζουμε την αφοσίωση των σκυλιών στα αφεντικά τους, αλλά δεν κάνουμε κι έτσι. Στην Ιαπωνία όμως τα πράγματα είναι αλλιώς. Μόλις πριν ενάμισι αιώνα ξέφυγαν από τη φεουδαρχία. Και μια από τις αρετές που υμνεί η φεουδαρχική ηθική είναι η αφοσίωση: η αφοσίωση του σαμουράι στον daimyo, τον κύριό του, η αφοσίωση στον αυτοκράτορα, και σήμερα η αφοσίωση του εργαζόμενου στην εταιρεία που εργάζεται. Διάβασα κάπου ότι οι γιαπωνέζοι απεργούν χωρίς να απεργούν. Έχουν στο μπράτσο τους ένα περιβραχιόνιο που λέει «απεργώ» και εξακολουθούν να δουλεύουν. Δεν θέλουν με κανένα τρόπο να ζημιώσουν την εταιρία τους. Εν τάξει, δεν νομίζω να γίνεται γενικά, αλλά δεν πιστεύω να συνέβη μόνο άπαξ. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς για το άγαλμα που έστησαν στον Χάτσικο.
  Πριν βγω στη σύνταξη είχα την ευγενή φιλοδοξία να γράψω ένα μυθιστόρημα, έτσι, για να περνάω τον καιρό μου. Τώρα είμαι ευχαριστημένος που εξέδωσα το «Μυστικό των εξωγήινων» που έγραψα πριν 25 χρόνια. Και δεν φιλοδοξώ πια να γράψω μυθιστόρημα, ούτε τίποτα φιλόδοξο. Έχω τη φιλοσοφία του carpe diem, απόλαυσε την ημέρα. Και εγώ την απολαμβάνω διαβάζοντας ένα βιβλίο και γράφοντας γι’ αυτό, βλέποντας μια ταινία και γράφοντας γι’ αυτή. Σχολιάζοντας αποσπάσματα και σκηνές γράφω σκέψεις και αναμνήσεις. Αν τύχει και καμιά μαντινάδα ή καμιά κατωχωρίτικη ιστορία θα τη γράψω κι αυτήν και θα την αναρτήσω στις κατηγορίες που έχω γι’ αυτές στο blog μου και στον τοίχο μου στο facebook. Βασικά γράφω «αντιδρώντας» σε ένα ερέθισμα, όχι στύβοντας το μυαλό μου. Τέλος, παίζω λύρα.
  Χθες στην πλατεία του χωριού μου άκουσα μια ιστορία με ένα σκύλο. Ιστορία που δείχνει επίσης την αφοσίωση του σκύλου στο αφεντικό του, όμως όχι μόνο. Για να μην κάνω ανεξάρτητη ανάρτηση είπα να δω την ταινία με τον Χάτσικο (πρωταγωνιστεί ο Ρίτσαρντ Γκηρ, η δεύτερη «γιαπωνέζικη» ταινία του απ’ όσο ξέρω, μετά τη «Ραψωδία τον Αύγουστο» του Κουροσάβα), να γράψω δυο λόγια γι’ αυτή και να κολλήσω στο τέλος την ιστορία που άκουσα.
  Καλογυρισμένη ταινία, με παρεμβολές ασπρόμαυρων καρέ για να θυμίζουν στο θεατή την πραγματική ιστορία που έγινε τον μεσοπόλεμο, πριν την έλευση του έγχρωμου φιλμ. Την ιστορία την αφηγείται στην τάξη του ο εγγονός του καθηγητή, και υποτίθεται ότι συνέβη στην Αμερική. Στο τέλος όμως δηλώνεται η πραγματική ιστορία, και βλέπουμε και το άγαλμα του Χάτσικο.
  Μια ιστορία πολύ πιο συναρπαστική, αλλά που δεν έγινε διάσημη, και δεν πρόκειται φυσικά να γίνει απ’ αυτή τη δημοσίευση, είναι αυτή που άκουσα. Η ιστορία αυτή, εκτός από την αφοσίωση στο αφεντικό, διαθέτει και δυο άλλα χαρακτηριστικά. Και τα δυο έχουν να κάνουν με φαινόμενα που άπτονται της παραψυχολογίας (το πρώτο μου βιβλίο έχει τίτλο «Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα), το πρώτο εν μέρει, το δεύτερο απόλυτα.
  Γιατί το πρώτο εν μέρει.
  Ήξερα πως οι γάτες έχουν μια απίστευτη ικανότητα προσανατολισμού. Ο χωριανός μου που μας αφηγήθηκε την ιστορία με το σκύλο μας είπε δυο ακόμη σχετικές ιστορίες. Ένας γεραπετρίτης παρακαλεί κάποιον γνωστό του που πήγαινε στο Ηράκλειο να του πάρει τη ζημιάρικη γάτα του και να την αφήσει στο Σεληνάρι. Σε μια βδομάδα η γάτα γύρισε σπίτι. Το ίδιο και μια άλλη που την πήγαν στη Σητεία, και μάλιστα κλεισμένη σε ένα σακί.
  Το ίδιο έκανε και ο σκύλος της ιστορίας μας.
  Η επιστήμη δεν έχει καταφέρει ακόμη να μελετήσει την ικανότητα που έχουν κάποια ζώα να προσανατολίζονται τέλεια, ικανότητα που ο άνθρωπος δεν διαθέτει σε τέτοιο βαθμό.
  Το δεύτερο είναι απόλυτα παραψυχολογικό και έχει να κάνει με την ESP, extra sensory perception, φαινόμενο που πιο λαϊκά ονομάζεται διαίσθηση, που όμως συχνά την υπερβαίνει.
  Το σκυλί της ιστορίας μας το πουλάει το αφεντικό του που ζει στην Ιεράπετρα σε κάποιον από τη Μεσσαρά (περιοχή νότια του Ηρακλείου). Μετά από δυο χρόνια το αφεντικό αυτό πεθαίνει. Το ίδιο βράδυ, η οικογένεια βλέπει με έκπληξη το σκυλί να κάθεται κάτω από το φέρετρο.
  Πώς έμαθε το σκυλί το θάνατο του πρώην αφεντικού του και ήλθε να τον αποχαιρετήσει, διασχίζοντας μάλιστα μια όχι ευκαταφρόνητη απόσταση, πάνω από πενήντα χιλιόμετρα;
  Υπάρχουν ανάλογες ιστορίες με νεκρούς που δηλώνουν με διάφορους τρόπους το θάνατό τους, όπως το ρολόι που σταματάει την ώρα που το αγαπημένο πρόσωπο πεθαίνει μίλια μακριά, όνειρα, κ.ά.), όμως πρώτη φορά ακούω μια τέτοια ιστορία.
  Που πιστεύω να σας εντυπωσίασε, όπως εντυπωσίασε κι εμένα.

Tuesday, August 25, 2015

Ahmad Reza Darvish, Kimia



Ahmad Reza Darvish, Kimia (1995)

  Έχουμε παρουσιάσει μια ακόμη ταινία του Darvish, τη «Μονομαχία» (2004).
  Τώρα βλέπω ότι το σεναριακό σχήμα που χρησιμοποίησε στη «Μονομαχία» ο Ahmad Reza Darvish το είχε χρησιμοποιήσει πιο πρώτα στην «Kimia». Όπως στη «Μονομαχία» έτσι και στην «Kimia» στο πρώτο από τα δυο μέρη του έργου ο ιρανός σκηνοθέτης παρουσιάζει τη φρίκη του ιρανο-ιρακινού πολέμου. Οι άμαχοι τρέχουν να σωθούν μπροστά στα προελαύνοντα ιρακινά στρατεύματα. Τα αεροπλάνα πυροβολούν ό,τι κινείται στους δρόμους (θυμηθήκαμε τα «Απαγορευμένα παιχνίδια», που ξεκινάνε με όμοιο τρόπο, μόνο που αυτή τη φορά είναι τα γερμανικά αεροπλάνα που πολυβολούν τους γάλλους που φεύγουν έντρομοι από το Παρίσι»). Και μέσα σ’ αυτή τη φρίκη, με κόσμο να σκοτώνεται τριγύρω, η ετοιμόγεννη γυναίκα του Reza δεν μπορεί να γεννήσει. Πρέπει να πάει στο νοσοκομείο.  Το αμάξι δεν παίρνει μπροστά γιατί η μπαταρία έχει αδειάσει, πρέπει να βρουν καινούρια, ένας στρατιώτης προσφέρεται να βοηθήσει, κόσμος σκοτώνεται συνεχώς τριγύρω από τις ιρακινές βόμβες.
  Μετά από συνταρακτικές περιπέτειες φτάνουν στο νοσοκομείο. Η γυναίκα θα πεθάνει στον τοκετό. Το νοσοκομείο θα βομβαρδιστεί. Η Shokooh η μαιευτήρας που είναι και γειτόνισσά τους θα καταφέρει να ξεφύγει απ’ αυτή την κόλαση με το μωρό στην αγκαλιά. Στο μεταξύ ο στρατιώτης με τον Ρεζά επιστρέφουν για να πάρουν τον πατέρα του, που αρνιόταν να εγκαταλείψει το σπίτι. Ένα ιρακινό αεροπλάνο τους κυνηγάει. Ο Ρεζά πηδάει από το αμάξι και απομακρύνεται, όμως η πόρτα του οδηγού δεν ανοίγει, ο στρατιώτης έχει παγιδευτεί. Πριν προλάβει να φύγει από την πόρτα του συνοδηγού ο ιρακινός πιλότος πετυχαίνει το αμάξι που τυλίγεται στις φλόγες. Οι ιρακινοί που έχουν προελάσει στο μεταξύ συλλαμβάνουν τον Ρεζά που είναι πληγωμένος στο χέρι. Θα μείνει 9 χρόνια αιχμάλωτος πολέμου.
  Το δεύτερο μέρος ξεκινάει με την επιστροφή του Ρεζά από την αιχμαλωσία. Θα αναζητήσει τη γυναίκα του και την κόρη του. Θα μάθει ότι η γυναίκα του πέθανε. Αρχικά η Shokooh θα του πει ότι το μωρό πέθανε στον τοκετό, όμως ο αδελφός της θα του πει την αλήθεια. Ο Ρεζά θέλει να διεκδικήσει την κόρη του. Η Shokooh είναι απελπισμένη: το κορίτσι το μεγάλωσε σαν κόρη της, και αυτήν ξέρει σαν μητέρα. Ο αδελφός της του προσφέρει χρήματα για να τους αφήσει το παιδί. Αυτός αρνείται. Η Shokooh, μετανιωμένη, παίρνει το κορίτσι να το πάει στον πατέρα της. Όμως αυτός έχει πάρει την απόφασή του: η κόρη του η Kimia θα έχει καλύτερη τύχη με τη Σοκού παρά με τον ίδιο. Δεν θέλει να της καταστρέψει το μέλλον.
  Συγκινητικό τέλος.
  Υπάρχουν και χειρότερα. Πραγματική ιστορία, την είδα στην τηλεόραση πριν χρόνια. Οι αριστεροί γονείς συλλαμβάνονται και σκοτώνονται (ρίχνονται από αεροπλάνο στη θάλασσα, με τα πόδια τσιμεντωμένα), ενώ το κοριτσάκι τους το παίρνει ο αστυνομικός που τους είχε συλλάβει. Μετά την ανατροπή της δικτατορίας στη Χιλή (ή στην Αργεντινή, δεν είμαι σίγουρος) οι παππούδες αναζητούν την εγγονή. Ο αστυνομικός καταδικάζεται. Μένει κάποια χρόνια στη φυλακή. Όμως το κορίτσι δεν αναγνωρίζει τους παππούδες του, δεν θέλει να πάει μαζί τους, θέλει να μείνει με τον «δολοφόνο» των γονιών του που το μεγάλωσε.
  Αυτή τη «γενιτσιαριά» τη γνώρισα και σε μια άλλη περίπτωση. Μου την αφηγήθηκε φίλος. Πατέρας επώνυμου (τους γνώρισα και τους δυο) υιοθετήθηκε από την πλούσια θεία του. Τον χαρτζιλίκωνε πλούσια, και του έκανε δώρο ένα πολυτελές αυτοκίνητο με το οποίο αλώνιζε την περιοχή. Κόλλησε στην πλούσια θετή μητέρα του, ενώ την πραγματική, φτωχή μητέρα του την έβλεπε σπάνια. Σαν τον Ρεζά είχε κάνει κι αυτή τη θυσία: ήταν πάμφτωχη, με την πλούσια θεία που τον ζήτησε για υιοθεσία ο γιος της θα είχε εξασφαλίσει το μέλλον του.
  Ξαναδιαβάζοντας το κείμενο πριν το αναρτήσω θυμήθηκα και μια άλλη περίπτωση. Μαθήτριά μου υιοθετήθηκε από την πλούσια θεία. Η μητέρα της είχε πολλά παιδιά για να μπορέσει να τα θρέψει, ενώ η θεία ήταν άτεκνη. Όμως δεν ήταν σαν την προηγούμενη, ήταν πολύ σφικτοχέρα.
  Επιμύθιο: τι δεν κάνει το άτιμο το χρήμα!!!!