Julio Cortazar, Το κουτσό (μετ. Κώστας Κουντούρης),
Εξάντας 1988, σελ. 680
Ένα ακόμη βιβλίο στο «ράφι των τύψεων»,
αγορασμένο πριν χρόνια. Καθώς έχω σαν στόχο να διαβάσω ένα τουλάχιστον βιβλίο
κορυφαίων συγγραφέων και μη έχοντας διαβάσει άλλο του Κορτάσαρ είπα να το
διαβάσω.
Το «Κουτσό» είναι ένα «μυθιστόρημα» που
ξεχειλώνει από κάθε ορισμό του τι είναι μυθιστόρημα. Ο Κορτάσαρ επηρεασμένος
από τον μοντερνισμό, που όμως το 1963 που γράφει το βιβλίο πνέει τα λοίσθια και
το φετίχ της ανανέωσης έχει αρχίσει να ξεθωριάζει, χρησιμοποιεί αρκετά συχνά
τον εσωτερικό μονόλογο και τον «χείμαρρο συνείδησης» (stream of consciousness) στη γραφή του. Υπάρχουν βέβαια και κομμάτια
κλασικής αφήγησης με κύριους ήρωες τον Ολιβέιρα, τον Τράβελερ, την Μάγα και την
Ταλίτα, όμως τα επεισόδια που αφηγείται ο Κορτάσαρ, παρά το ενσωματωμένο
σασπένς τους, δεν είναι πυρηνικά, δεν πυροδοτούν παραπέρα την αφήγηση, με
αποτέλεσμα να στέκουν λίγο πολύ αυτοδύναμα. Εκτός από αυτά τα επεισόδια το
υπόλοιπο έργο, ιδιαίτερα το τρίτο μέρος, είναι ένα ποτ πουρί, υφολογικό και
ειδολογικό. Ημερολογιακές καταγραφές, κομμάτια από εφημερίδες και περιοδικά,
αποσπάσματα από έργα άλλων συγγραφέων, ένας αυθεντικός θεατρικός διάλογος, ένα
κείμενο-σχόλιο σε δίσκο του Άλμπαν Μπεργκ κ.λπ. ενσωματώνονται σ’ αυτό το
βιβλίο. Ακόμη ο Κορτάσαρ «εκπλήσσει» (αν και δεν νομίζω ότι εννοούσαν αυτό οι ρώσοι
φορμαλιστές με την «ανοικείωση» (αστρανιένιγιε), γράφοντας ένα κεφάλαιο σε
κορακίστικα, ένα άλλο που για να βγάλεις νόημα πρέπει, όπως μας πληροφορεί η
εισαγωγή, να διαβάσεις πρώτα τις μονές γραμμές που είναι η αρχή από το
μυθιστόρημα του Γκαλδός Lo prohibido, και μετά τις δεύτερες που είναι ο
εσωτερικός μονόλογος του Ολιβέιρα καθώς διαβάζει το βιβλίο, δυο σελίδες με
υποσημειώσεις που σε κάθε μια υπάρχει μια παραπομπή για την επόμενη υποσημείωση,
ένα κεφάλαιο με απλοποιημένη γραφή, ένα ι, ένα ο, ένα ε (σελ. 479) και δεν
θυμάμαι τι άλλο.
Τίποτα από αυτά δεν διάβασα. Δεν ανήκω σ’
αυτούς που θα εκστασιαστούν μπροστά σε αυτές τις ακρότητες, αν και είμαι
«αρσενικός» αναγνώστης σε αντίθεση με τον «θηλυκό αναγνώστη» (κατηγορήθηκε για
αντιφεμινισμό, διαβάζουμε πάλι στην εισαγωγή), ανήκοντας στην κατηγορία των «εκλεκτών»,
που μπορώ να διαβάσω τα γαλλικά που είναι διάσπαρτα στο κείμενο χωρίς να παρατίθεται
και η μετάφρασή τους, και που ξέρω ότι τα Kindertotenlieder, που ούτε και σ’ αυτά υπάρχει μετάφραση («Τραγούδια
των νεκρών παιδιών») είναι έργο του Μάλερ και που έχω εντοπίσει κάμποσα
διακείμενα, όπως π.χ. «Η ύπαρξη πριν από την ουσία, είπε ο Μορέλι χαμογελώντας»
(σελ. 670), που είναι η κύρια ιδέα στο «Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός;» του
Σαρτρ. (Η δεύτερη κατηγορία που του προσήψαν για τα παραπάνω είναι ο
σνομπισμός, διαβάζουμε πάλι στην εισαγωγή). Επίσης δεν διάβασα τις περιγραφές
των 45 εθνικών οργανισμών επιτροπών επιφορτισμένων με… του Ζεφυρίνο, κάτι σαν αποσπάσματα
μιας άλλης Πολιτείας ή Ουτοπίας ολότελα παλαβά, παρά μόνο τα σχόλια των ηρώων γι’
αυτές.
Μετά από όλα αυτά ούτε λόγος να ξαναδιαβάσω
το βιβλίο όπως υποδεικνύει ο Κάρλος Φουέντες, μια με τον κλασικό τρόπο και μια
με τον άλλο τον οποίο υποδεικνύει ο Κορτάσαρ δίνοντας ένα πίνακα με τη σειρά ανάγνωσης
των κεφαλαίων, και τέλος μια τρίτη, με τη σειρά που θέλει ο αναγνώστης.
«Ο τρόπος που γράφει ο Κορτάσαρ συγγενεύει με
την ποίηση», διαβάζουμε στην εισαγωγή. Να το πω ακόμη μια φορά ότι δεν μου
αρέσει η ποίηση; Όχι, δεν την μισώ όπως ο George Bataille του
οποίου παραθέτει ένα απόσπασμα από το Haine de la poésie («Μίσος της ποίησης», σελ. 643) αλλά δεν
την συμπαθώ κιόλας. Μόνο ποιήματα φίλων μπορώ να διαβάσω, κι αυτό για να γράψω δυο λογάκια σε μια βιβλιοκριτική.
(Κοίτα να δεις, στον πρόλογο του βιβλίου διαβάζω, μερικές ώρες αργότερα: I first published this book fifteen years ago, giving it an
obscure title: The Hatred of Poetry. It seemed to me that true poetry was reached
only by hatred. Poetry had no powerful meaning except in the violence of
revolt. But poetry attains this violence only by evoking the impossible. Almost
no one understood the meaning of the first title, which is why I prefer finally
to speak of The Impossible. Ούτε κι εγώ
κατάλαβα τον τίτλο, νόμισα ότι μισούσε την ποίηση, και εδώ βλέπω εντελώς το
αντίθετο, και για να αποφύγει πάλι την παρεξήγηση στην έκδοση του 1962 άλλαξε τον
τίτλο σε «Το αδύνατο». Όχι, δεν έχω καμιά πρεμούρα να το διαβάσω. Και μη με
κατηγορήσετε κι εμένα για σνομπισμό, δεν μεταφράζω το κείμενο αφενός γιατί όλοι
σας ξέρετε αγγλικά και αφετέρου γιατί βαριέμαι).
Να μην παρεξηγηθώ: Η γραφή του Κορτάσαρ είναι
ωραία, αλλά το έργο είναι σαν ένα κολάζ με αποσπάσματα, με μια πλοκή πολύ
αναιμική. Μπορώ όμως να καταλάβω τον Κορτάσαρ όταν λέει: «Αν δεν έγραφα αυτό το
βιβλίο εκείνη την εποχή, μάλλον θα έπεφτα στο Σηκουάνα».
Δεν χρειάζεται να μας το πει, το ξέρουμε ότι
η γραφή λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά. Ο Χέμινγουεϊ δήλωσε ότι ο ψυχαναλυτής του
είναι η γραφομηχανή του.
Κι εγώ έτσι έγραψα το διήγημα «Το Φραγκιό».
Μια συνάντησή μου με το Φραγκιό ένα πρωινό στην πλατεία του χωριού μου με έκανε
να σκεφτώ ότι θα μπορούσε να αποτελέσει το θέμα ενός διηγήματος. Αν το ίδιο
βράδυ δεν ένοιωθα βαθιά μελαγχολικός δεν θα το έγραφα. Το έγραψα σαν διέξοδο
από τη μελαγχολία μου, υγιή διέξοδο, μια και δεν καπνίζω ούτε πίνω, και για
ναρκωτικά ούτε λόγος.
Ο Ολιβέιρα από υπάλληλος καταλήγει τρόφιμος
στην ψυχιατρική κλινική. Εκεί θα συναντηθεί με τον Μορέλι, έναν άλλο τρόφιμο,
που αποτελεί περίπου την περσόνα του Κορτάσαρ και που μέσω αυτού εκθέτει την
ποιητική του. Θα παραθέσω σχετικό απόσπασμα, όμως αφού ξεφυλλίσω το βιβλίο για
να βρω αποσπάσματα που θα ήθελα να σχολιάσω.
Το
πρώτο που συναντάω δεν είναι απόσπασμα, αλλά το όνομα ενός συνθέτη, που ένα έργο
του μου αρέσει πάρα πολύ, χωρίς να έχω συγκρατήσει ποιο είναι. Υπάρχει στην sd κάρτα στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου μου.
Πριν μήνες προσπάθησα να θυμηθώ το όνομά του και δεν τα κατάφερα. Κατά καιρούς
προσπαθώ να το θυμηθώ, τίποτα. Βγαίνοντας ταλαιπωρημένος από το νοσοκομείο πριν
ένα μήνα, και αφού έχω γυρίσει μέσα σε καύσωνα όλα τα φαρμακεία της Ιεράπετρας
ψάχνοντας ένα φάρμακο, μου έρχεται στο μυαλό. Πιο πριν όμως μου είχε φύγει από
το μυαλό το pin της κάρτας
μου. Για την ακρίβεια, στο ΑΤΜ έδωσα άλλο pin. Μου βγάζει λάθος. Το ξαναβάζω πιστεύοντας ότι
κάποιο νούμερο δεν κτύπησα σωστά, πάλι λάθος. Δεν δοκίμασα τρίτη γιατί θα μου
κρατούσε την κάρτα. Μετά σκέφτηκα ότι στο σουπερμάρκετ δεν θα μου την
κρατούσαν. Έβαλα το pin, λάθος.
Ξανά, λάθος. Ξανά, πάλι λάθος. Τελικά πλήρωσα με μετρητά. Στο σπίτι, μιλώντας
με το γιο μου στο τηλέφωνο και έχοντας συνέλθει από την ταλαιπωρία, θυμήθηκα
ξαφνικά γιατί είχα κάνει λάθος: είχα δώσει το pin μιας άλλης κάρτας που ήταν εύκολο να
απομνημονεύσω, αλλά καθώς την χρησιμοποιώ σπάνια το έφερνα κατά καιρούς στο
μυαλό μου, έχοντας το άγχος μην το ξεχάσω.
Με έκπληξη όμως διαπίστωσα ότι τώρα είχα
ξεχάσει πάλι το όνομα του συνθέτη. Σαν να υπήρχαν στον εγκέφαλό μου δυο
κουτάκια μνήμης. Όταν έκλεισε το ένα λόγω κούρασης άνοιξε το άλλο. Και όταν
ξεκουράστηκα, έκλεισε πάλι για να ανοίξει το πρώτο. Τα pin φαίνεται ήταν στο ένα κουτάκι και το όνομα του
συνθέτη στο άλλο.
Το συνάντησα διαβάζοντας το «Κουτσό».
Πουλένκ. Αυτή τη φορά είπα να εφαρμόσω μνημοτεχνική μέθοδο για να μην το
ξαναξεχάσω: Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, ο Φτωχούλης του θεού, Φρανσίς Πουλένκ.
Παρεμπιπτόντως ο Πουλένκ είναι νεοκλασικός. Ανήκει σε ένα κίνημα άρνησης των πειραματισμών
του δωδεκαφθογγισμού (τα ονόματα του Μπεργκ και του Σαίνμπεργκ τα συναντάμε στο
βιβλίο) και επιστροφή στην κλασική καθαρότητα. Κάτι ανάλογο έχει κάνει και ο
μεταμοντερνισμός στο μυθιστόρημα: εγκατέλειψε τις ακρότητες του μοντερνισμού
και των διαφόρων πειραματισμών του μεσοπολέμου επιστρέφοντας στη διαύγεια του
ρεαλιστικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, έστω και με κάποιες
προσθήκες, όπως αυτές του λατινοαμερικάνικου «μαγικού». (Εν τάξει είπα ότι
βαριέμαι, αλλά όχι και τόσο. Έψαξα το έργο, είναι το κονσέρτο για πιάνο).
Και πάλι λέξη: doppelgänger (σελ. 165).
Καταρχήν να διορθώσουμε το λάθος: Στα
γερμανικά το πρώτο γράμμα στα ουσιαστικά γράφεται πάντα κεφαλαίο. Doppelg
änger
λοιπόν. Για να καταλάβει ο αναγνώστης,
δεν πρέπει να ξέρει μόνο γερμανικά – η λέξη σημαίνει «σωσίας»- αλλά και το
ψυχολογικό σύνδρομο, το «σύνδρομο του σωσία». Ο μεγάλος ψυχολόγος πριν την
ψυχανάλυση, ο Ντοστογιέφσκι, έχει δώσει το πορτραίτο του ανθρώπου που πάσχει
από αυτό στην ομώνυμη νουβέλα του, ενώ ο φίλος μου ο Πρατικάκης που εκτός από ποιητής είναι και
ψυχίατρος περιγράφει μια τέτοια περίπτωση στο αφήγημά του «Το σύνδρομο fregoli», όπως ονομάζεται τώρα στην ψυχιατρική κοινότητα
το σύνδρομο του σωσία.
Το ίδιο αμετάφραστα μένουν και τα idola fori, τα είδωλα της αγοράς για τα οποία μιλάει ο Francis Bacon. Αναφέρομαι σ’ αυτά στο βιβλίο μου «Η αναγκαιότητα του μύθου».
Να πούμε και του στραβού το δίκιο, κάποιες
φορές υπάρχουν και διευκρινιστικές υποσημειώσεις. Αμετάφραστο το δίστιχο, όμως
διαβάζουμε στην υποσημείωση: «Οι στίχοι είναι από ένα ποίημα του Coleridge, kubla khan, που το
εμπνεύστηκε υπό την επήρεια οπίου» (σελ. 279).
Εν τάξει ποιητές αναγνώστες μου, μην τρέξετε
να αγοράσετε όπιο, σίγουρα και άλλα ποιήματα γράφηκαν υπό την επίδραση οπίου
χωρίς να έχουν την τύχη του kubla khan.
Στις σελίδες 501 κ.ε. υπάρχει η ποιητική αυτή
που λέγαμε. Θα παραθέσω μόνο το πιο χαρακτηριστικό απόσπασμα, που χαρακτηρίζει
το «Κουτσό».
«Μια αφήγηση που ενεργεί ως συγκολλητική ύλη
των εμπειριών, ως καταλύτης για τις συγκεχυμένες και παρανοημένες ιδέες, και η
οποία εγγράφεται κατά πρώτο λόγο σ’ αυτόν που τη γράφει, γεγονός που οδηγεί
υποχρεωτικά στο αντιμυθιστόρημα, γιατί κάθε κλειστό σύστημα αφήνει συστηματικά
απ’ έξω εκείνα τα μηνύματα που θα μπορούσαν να γίνουν φορείς της αφήγησης,
πλησιάζοντάς μας στα όριά μας, από τα οποία παραμένουμε απομακρυσμένοι και
ταυτοχρόνως δίπλα-δίπλα» (σελ. 502).
Δεν έχω πρόθεση να επιστρέψω στον Κορτάσαρ,
όμως δεν αποκλείεται. Δεν λέμε εξάλλου «ποτέ μη λες ποτέ;»