Monday, August 31, 2015

Honoré de Balzac, Les Chouans,



Honoré de Balzac, Les Chouans, Οι αντάρτες (μετ. Οθ. Αργυροπούλου) Δαρεμάς 1964, σελ. 272

  Δεν το φανταζόμουν ότι θα το έβρισκα, αλλά έπεσα πάνω του. Λίγες μέρες αφού διάβασα την Beatrix ανακάλυψα και τους «Αντάρτες», που αγόρασα μαθητής δευτέρας γυμνασίου. Στο εξώφυλλο είχα τον αριθμό 2. Ήταν το δεύτερο βιβλίο που αγόρασα. Το πρώτο ήταν «Η πείνα», του Κνουτ Χαμσούν.
  Σε αντίθεση με την «Πείνα» τους «Αντάρτες» δεν τους διάβασα  (που, ψάχνοντας στο διαδίκτυο, είδα ότι ο πραγματικός τίτλος του έργου είναι «Οι Σουάνοι», και με αυτό τον τίτλο κυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση από τις εκδόσεις Ηριδανός). Τώρα ξέρω γιατί. Στη βιβλιοκριτική που έγραψα για την Beatrix γράφω:  «Ο Μπαλζάκ είναι φλύαρος, αλλά ωραίος φλύαρος. Ξεκινάει το μυθιστόρημά του με μια διεξοδική περιγραφή του χώρου στον οποίο ζει ο ήρωάς του». Εδώ η φλυαρία του συνίσταται στην περιγραφή σε τρεις ολόκληρες σελίδες των ανταρτών, πώς ήσαν ντυμένοι, πώς βάδιζαν, τις εκφράσεις των προσώπων τους, κ.λπ., σε ένα μυθιστόρημα στο οποίο κατά τα άλλα κυριαρχεί ο διάλογος. Φαντάζομαι αυτή η «φλυαρία» στην περιγραφή τους είναι εκείνο που με αποθάρρυνε να το διαβάσω.
  Οι «Σουάνοι» (ας αναφερόμαστε στο εξής με τον πραγματικό τίτλο του έργου) είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Μπαλζάκ στο οποίο υπογράφει με το όνομά του, διαβάζουμε στην εισαγωγή. Εκδομένο το 1929, το χωρίζουν 10 ολόκληρα χρόνια από την Beatrix. Αυτά τα δέκα χρόνια ο Μπαλζάκ έχει κάνει μεγάλη στροφή.
  Στους «Σουάνους» βλέπουμε εντυπωσιακά επεισόδια, σκηνές μάχης, πολλούς νεκρούς, που κάνουν την πλοκή πολύ συναρπαστική. Στην Beatrix αντίθετα, όπως είδαμε, η πλοκή δεν έχει τίποτα το συναρπαστικό, ο διάλογος είναι περιορισμένος, και η «φλυαρία» του Μπαλζάκ συνίσταται στη διεξοδική περιγραφή των αισθημάτων και των συναισθηματικών καταστάσεων των ηρώων του που ταλανίζονται από τον έρωτα. Και βέβαια το happy end της Beatrix δεν έχει καμιά σχέση με το οπερατικό τέλος των δύο ηρώων στους «Σουάνους» οι οποίοι πεθαίνουν, τραυματισμένοι θανάσιμα, πλάι πλάι.
  Το έργο είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Αναφέρεται στην εξέγερση των Βρετόνων  που υποστήριζαν τον βασιλιά ενάντια στη δημοκρατία, και η οποία έγινε το 1797. Γίνεται συχνή αναφορά στον πρώτο ύπατο, τον Ναπολέοντα. Η ιστορία όμως των δυο ερωτευμένων είναι εξολοκλήρου επινοημένη.
  Το έργο μου θύμισε μια κινηματογραφική ταινία, την «Πορφυρή πεταλούδα» του κινέζου Lou Ye.  Η κοπέλα, όπως και στο κινέζικο έργο, προσπαθεί να παγιδεύσει τον μαρκήσιο, τον αρχηγό των βασιλοφρόνων ανταρτών, πουλώντας του έρωτα. Όμως καταλήγει να τον ερωτευθεί πραγματικά. Είναι ωραίος νέος. Δεν θα τον παραδώσει στους δημοκρατικούς. Και αυτός την ερωτεύεται, ακόμη και όταν του αποκαλύπτει ποιος ήταν ο σκοπός της. Ο Μπαλζάκ δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει πόσο όμορφη είναι. Αλλά ο μηχανορράφος τούς βάζει τρικλοποδιά πριν μπορέσουν να ξεφύγουν. Πρόλαβαν όμως να παντρευτούν.
  Όμως να σχολιάσουμε κάποια αποσπάσματα.
  «Κουρασμένη (η Μαρία ντε Βερνέιγ) από μια πάλη χωρίς αντίπαλο, έφθανε τότε μέσα στην απελπισία της να προτιμά το καλό από το κακό όταν προσφερόταν σαν μια ευχαρίστηση, το κακό από το καλό όταν είχε κάποια ποίηση, την αθλιότητα από τη μετριότητα σαν κάτι το πιο μεγάλο, το σκοτεινό μέλλον και το άγνωστο του θανάτου από μια ζωή φτωχή σ’ ελπίδες ή σε βάσανα» (σελ. 64).
  Είναι το πιο όμορφο εφέ της απαρίθμησης που έχω συναντήσει μέχρι τώρα.
  Διαβάζουμε:
  «…έψαξε στα μπαούλα και βρήκε ένα φόρεμα ελληνικό. Ήταν τότε πολύ της μόδας τα ελληνικά φορέματα» (σελ. 196).
  Υποθέτω ότι πρόκειται για αναχρονισμό. Την εποχή που γράφει το έργο ο Μπαλζάκ η ελληνική επανάσταση ήταν στο φόρτε της, και αυτή η μόδα πιθανόν να ήταν μια ακόμη έκφραση του φιλελληνισμού που κυριαρχούσε στη Δύση. Υποθέτω.
  Και ο μεγάλος ρεαλιστής Μπαλζάκ:
  «Ο πατριωτικός αυτός ενθουσιασμός [των νεαρών εθνοφρουρών που πήγαιναν να αντιμετωπίσουν τους αντάρτες] ίσως να προερχόταν από κάποια υπόσχεση διανομής εθνικών κτημάτων» (σελ. 232).  Και
  «Δεν είχε πια εκείνες τις αμφιβολίες και τους φόβους που την τυραννούσαν γιατί είχε πια πεισθεί πως ο μαρκήσιος την αγαπούσε στ’ αλήθεια. Κι έκανε τη σκέψη πως θα ξαναγύριζε στην πρώτη της κοινωνική ζωή που την είχε εγκαταλείψει από απελπισία. Θα γινόταν μαρκησία και θα ζούσε σ’ ένα περιβάλλον που της ταίριαζε. Διψούσε για μια ήσυχη ζωή μέσα σε οικογενειακό περιβάλλον, ύστερα από τις καταιγίδες που πέρασε. Κι αυτές οι σκέψεις τη σαγήνευαν» (σελ. 251).
  Οι γυναίκες, όσο ερωτευμένες κι αν είναι, κάνουν κι άλλους υπολογισμούς, σε αντίθεση με τον άντρα, φαίνεται να μας λέει ο Μπαλζάκ.
  Είναι άντρας, ας το δούμε με κάποια δυσπιστία.
  Μεγάλος ο Μπαλζάκ, σκοπεύω να διαβάζω κάθε του έργο που θα πέφτει στα χέρια μου.

No comments:

Post a Comment