Saturday, October 24, 2015

Νίκος Καζαντζάκης, Βούδας



Νίκος Καζαντζάκης, Βούδας

Ο «Βούδας» γράφηκε το 1922, την εποχή που ο Καζαντζάκης, ενθουσιασμένος, έκανε την γνωριμία του με τον βουδισμό. «Αντιθεατρικό», όπως λέγεται για τα περισσότερα έργα του, ευτύχησε να ανέβη στο Εθνικό Θέατρο το 1978 σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού, αλλά ατύχησε στην πρόσληψη: δεν δέχθηκε καλές κριτικές. Εκτενέστατο, 300 τόσες σελίδες, ήταν αδύνατο να ανέβη στη σκηνή. Ο Αλέξης Σολωμός αφαίρεσε το ένα τρίτο περίπου των στίχων, δημιουργώντας συχνά μια ασάφεια, όπως διατείνεται ένας κριτικός.
Τα θεατρικά του Καζαντζάκη που διάβασα, και αυτά που θα διαβάσω ακόμη, δεν τα κρίνω από τη σκηνική τους αρτιότητα, δεν έχω κάνει θεατρικές σπουδές και δεν με ενδιαφέρει εξάλλου, αλλά σαν λογοτεχνικά έργα.
Η υπόθεση του έργου πρέπει να τοποθετείται στα μέσα του 19ου αιώνα, τότε που η Δύση εισβάλει στην Κίνα, και με την καλή και με την κακή έννοια. Εδώ εισβάλει με την καλή. Μηχανικοί από τη Δύση κάνουν αντιπλημμυρικά έργα στον μεγάλο ποταμό Γιανγκ Τσε.
Και θυμήθηκα το μυθιστόρημα της Περλ Μπακ, «Ανατολικός και Δυτικός άνεμος», από τα πρώτα που αγόρασα μαθητής. Ο μανδαρίνος γέρο Τσανγκ είναι προσκολλημένος στην παράδοση. Όχι όμως και ο γιος του και η κόρη του, που καλοδέχονται τον πολιτισμό της Δύσης. Όταν ο ποταμός θα σπάσει τα φράγματα, ο γέρο Τσανγκ θα προσφέρει θυσία στους προγόνους του το γιο του, για να σταματήσει το κακό. Τον σκοτώνει ενώ κοιμάται.
Μάταια, και τα τρία φράγματα σπάζουν διαδοχικά. Αναρίθμητα τα πτώματα που επιπλέουν πάνω στα νερά του. Ο λαός που έχει μαζευτεί στο αρχοντικό του απαιτεί να θυσιάσει και την κόρη του. Μυαλά, tale quale. Ο γερο-Μανδαρίνος συνειδητοποιεί ότι ξεγελάστηκε, μάταιη η θυσία, ανίκανοι οι πρόγονοι.
«Καταργώ τη λατρεία των Προγόνων, υψώνω τη λατρεία των Απογόνων· δε θα κοιτάξουμε πια πίσω, θα κοιτάξουμε μπροστά! (σελ. 562).
Αυτό σκέπτομαι κι εγώ όταν συναντώ κείμενο σε πολυτονικό. Το παρόν βέβαια εξαιρείται, που είναι φωτοτυπική επανέκδοση της πρώτης έκδοσης του 1956, καθώς και όλα τα πριν το μονοτονικό.
Μάταιη η θυσία του γιου, όμως η κόρη θα προχωρήσει εθελοντικά στη θυσία.
Δεν φαίνεται να άλλαξαν και πολύ τα πράγματα τον 20ο αιώνα. Θυμάμαι τον καθηγητή μου στα κινέζικα, τον κύριο Zhou, που μας έλεγε ότι αν κάποιος πνίγεται σε ένα ποτάμι δεν θα κοιτάξουν να τον σώσουν. Ο λόγος; Γιατί τον θέλει το πνεύμα του ποταμού.
Μάο, Μάο, ξεσήκωσες τους ερυθροφρουρούς ενάντια στους καλλιεργημένους αστούς και άφησες τον αμαθή λαό να κουβαλάει προλήψεις αιώνων.
Αλλά ας συνεχίσουμε με το έργο.
Ιντερμεδιακά, βλέπουμε σε θεατρική παράσταση που διοργανώνει ο μάγος τα Πάθη του Βούδα, σκηνές δηλαδή από τη ζωή του.
Και η κόρη θυσιάζεται μάταια. Ο ποταμός συνεχίζει να φουσκώνει. Ο γέρο Τσαγκ τώρα ξέρει: χωρίς φόβο και ελπίδα, χωρίς αυταπάτες πια, αντιμετωπίζει ήρεμος, αξιοπρεπής, το θάνατο. Το έργο τελειώνει με τα νερά να ορμούν στο αρχοντικό του.
Πολλοί από τους στίχους δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να εκθέτουν τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του Καζαντζάκη, επηρεασμένες είπαμε από το βουδισμό. Ποτέ δεν τις εγκατέλειψε, ακόμη και όταν υιοθέτησε καινούριες. Ο αγωνιζόμενος άνθρωπος που προσπαθεί να ανέβη σε μια συνεχώς μετακινούμενη προς τα πάνω κορυφή δεν είναι βουδιστική αντίληψη. Όμως είναι η στωική υπερηφάνεια και καρτερικότητα απέναντι στις συμφορές της ζωής.
Θα παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα που εκφράζουν αυτές τις αντιλήψεις.
«Να βρει τη λύτρωση. Ποια λύτρωση; Το Τίποτα» (σελ. 462).
«Δεν έγινε ακόμα όλη μου η σάρκα πνέμα, πεινώ, πονώ, αγαπώ, θέλω να φιλήσω ακόμα (σελ. 480).
«Λι-Λι-Φου, μου αρέσεις, γιατί ένα μονάχα λόγο λες, τον πιο γυναίκειο, τον πιο παντοδύναμο: Πρόσταξε. Τίποτ’ άλλο δε χρειάζεται η γυναίκα» (σελ. 489).
Μοιάζει με Νίτσε, αλλά μάλλον είναι Κοράνι.
Και ένα ακόμη:
«Νίκησα; Αλάκερη η δόξα δική μου· νικήθηκα; Αλάκερο το φταίξιμο δικό μου-αυτό θα πει άρχοντας» (σελ.553).
Δεν ξέρω γιατί, διαβάζοντας αυτές τις γραμμές θυμήθηκα το «Μαζί τα φάγαμε».
Και ένα τελευταίο:
«…ακούγονται μακρινές βροντές…» (σελ. 578).
Γιατί αυτή η παράθεση;
Για τη σύμπτωση.
Ακριβώς καθώς διάβαζα αυτές τις γραμμές ακούστηκε μια μακρινή βροντή. Τη διαδέχτηκαν και άλλες. Ακολούθησε η μπόρα.
Έχω γράψει στην κριτική μου για το «Ο Οθέλος ξαναγυρίζει» ότι δεν σκοπεύω να ασχοληθώ με το ποιητικό έργο του Καζαντζάκη, και φυσικά με τις έμμετρες τραγωδίες του. «Να ήταν τουλάχιστον γραμμένη [η «Οδύσσεια] στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο του «Ερωτόκριτου», έστω και στον ανομοιοκατάληκτο του δημοτικού τραγουδιού, θα το επιχειρούσα», αντιγράφω από αυτή την κριτική. Εκεί που ο Διονύσιος Σολωμός τον αγκαλιάζει, ο Καζαντζάκης  του γυρίζει την πλάτη.
Εντελώς;
Ήταν χόμπι μου να ανιχνεύω τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που παρεισφρέουν, εντελώς ασυνείδητα, σε έργα πεζά αλλά και ποιητικά που είναι γραμμένα στον ελεύθερο στίχο και να τους παραθέτω στο τέλος της βιβλιοκριτικής. Κάποια στιγμή σταμάτησα. Τώρα όμως θα τους παραθέσω πάλι· Ο Καζαντζάκης μπορεί να γύρισε την πλάτη στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, όμως αυτός βρήκε τρόπο και χώθηκε, χωρίς ο ίδιος να το πάρει χαμπάρι, ακόμη και στα «παρακείμενα» (Nebentext). Τους σχετικούς στίχους τους έχουμε σε παρένθεση, όπως είναι και στο κείμενο.  

Ε γέρο-Τσαγκ, κατάλαβες; Ζύγωσε, μη φοβάσαι (σελ. 463)
Κρεμάστε το στα σπίτια σας να φέγγετε τη νύχτα (σελ. 464)
(απλώνοντας περίτρομες την αγκαλιά στο Βούδα) (σελ. 487)
(αποτραβιέται ο λαός, διπλοποδίζει χάμω) (σελ. 520)
Κατάκαρπη οράματα, σα μελωμένα σύκα (σελ. 528). Σολωμό μου θυμίζει αυτός.
Συμπόνεση με θέρισε βαθιά για τους ανθρώπους (σελ. 531)
Έπεσε πάνω στους ανθούς σαν κάρβουνο αναμμένο! (σελ.540)
(συννέφιασε ο ουρανός, κρύφτηκε το φεγγάρι) (σελ. 578)
Ω θάμα, ω θάμα αθάνατο του κακομοίρη ανθρώπου! (σελ. 609)
Δεν έχει άστρο ο ουρανός, Αφέντη· βρέχει… βρέχει… (σελ. 610)
Μεγάλη μέρα σήμερα, έχω να του μιλήσω! (σελ. 615)
Εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδιες είχα βάλει (σελ. 616) Λάθος. Αυτός, όπως και οι δυο επόμενοι, είναι μοιρολόι της νύφης, της γυναίκας του γιου του που σκότωσε ο γερο-μανδαρίνος, συνειδητά γραμμένος δηλαδή σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Όμως οι επόμενοι, στην άλλη σελίδα, είναι από λαϊκό μοιρολόι. Το επιβεβαίωσα ψάχνοντας στη google.
Είχα τον ήλιο στα βουνά και τον αϊτό στους κάμπους
Και το βοριά το δροσερό τον είχα στα καράβια
Και συνεχίζει το μοιρολόι τρεις σελίδες παρακάτω
Μα ο ήλιος εβασίλεψε κι ο αϊτός αποκοιμήθη
Και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια (σελ. 620)
Και συνεχίζουμε:
Μακρύς εμένα ο δρόμος μου, πάει χιλιάδες μίλια (σελ. 621)
Να δέσουμε τον ποταμό! Ήρθα να σε ξυπνήσω (σελ. 621)
Εγώ ’μαι η γυναίκα του· εγώ θα πάω μαζί του (σελ. 622)
Μήτε Θεός μήτε άνθρωπος, μήτε θεριό στο δάσο (σελ. 624)
Δε θ’ ασκωθώ πρι σφηνωθεί μέσα στα δυο μου χέρια (σελ. 646) η Σωτηρία.
Πουρνό και σούρουπο έσμιξαν, το μεσημέρι εχάθη (σελ. 649)
Κι ο Μογαλάνος γύμνωσε με σεβασμό τον ώμο (σελ. 719)
Ξοφλήθηκε, ξεκλήρισε, ο σπόρος του ανθρώπου (σελ. 722)

  Στην κριτική μου για το «Ο Οθέλος ξαναγυρίζει», έργο που ο Καζαντζάκης έγραψε μετά από δεκαπέντε χρόνια, παραθέτω τους δυο ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που συνάντησα. Είμαι σίγουρος ότι θα συναντήσω κι άλλους στις τέσσερις πεζές τραγωδίες που μου μένουν ακόμη να διαβάσω, αλλά δεν θα τους παραθέσω. Οι παραπάνω νομίζω είναι αρκετοί.   


No comments:

Post a Comment