Thursday, December 31, 2015

John H. Lee, 71 into the fire




  Η ταινία αναφέρεται σε ένα πραγματικό περιστατικό, ένα επεισόδιο στον πόλεμο της Κορέας. Ήταν στον αρχή του πολέμου, στις 25 Ιουνίου 1950, όταν 71 μαθητές-στρατιώτες οχυρωμένοι σε ένα λύκειο θηλέων αντιστάθηκαν στις επιθέσεις των βορειοκορεατικών δυνάμεων.
Δεν έχεις να πεις και πολλά πράγματα για μια πολεμική ταινία. Καλογυρισμένη, κρατάει σε όλη τη διάρκεια την αδρεναλίνη σου σε υψηλά επίπεδα. Την είδα μετά τα μεσάνυχτα, χωρίς να νυστάξω.
Συνήθως για αυτές τις ταινίες δεν κάνω ξεχωριστή ανάρτηση. Εδώ κάνω για να παραπέμψω σε μια άλλη ταινία του John H. Lee, «Ο τρίτος δρόμος του έρωτα», την οποία είδα πριν λίγες μέρες.  

Woody Allen, Irrational man



Woody Allen, Irrational man (2015).

 Κάπου στην αρχή της ταινίας το άκουσα, και σταμάτησα για να το αναρτήσω στο facebook.
Ο καθηγητής της φιλοσοφίας Abe Lucas, υπερθεματίζοντας στην άποψη ενός φοιτητή ότι στον πραγματικό κόσμο δεν μπορούμε να αποφύγουμε το ψέμα όπως στον ιδανικό ηθικό κόσμο του Καντ όπου κυριαρχεί η κατηγορική προσταγή, λέει: «Αν οι ναζί έρχονταν σπίτι σου και εσύ έκρυβες την Άννα Φρανκ και την οικογένειά της και ρωτούσαν αν υπήρχε κανείς στη σοφίτα, θα έλεγες μήπως «Ναι, η οικογένεια Φρανκ είναι επάνω;». Πολύ αμφιβάλλω. Επειδή υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε ένα θεωρητικό κόσμο της ανόητης φιλοσοφίας (philosophy bullshit) και στην πραγματική ζωή· στην αληθινή, άγρια, άσχημη ζωή που περιλαμβάνει την απληστία, το μίσος και τη γενοκτονία. Θυμηθείτε, αν δεν είναι να μάθετε τίποτα άλλο από μένα, τουλάχιστον θα πρέπει να μάθετε ότι ένα μεγάλο μέρος της φιλοσοφίας είναι λεκτικός αυνανισμός (verbal masturbation)».
Πάρα πολύ μεγάλο μέρος, θα έλεγα. Την έχω κατεβάσει από το βάθρο όπου την είχα στήσει στα νιάτα μου.
Η φιλοσοφία για μένα είναι ποίηση ντυμένη με πρόζα. Ίσως γι’ αυτό μου αρέσει περισσότερο από την ποίηση. Πότε πότε επιστρέφω σ’ αυτήν, για να τη βαρεθώ όμως πολύ γρήγορα. Και οι «αλήθειες» της είναι απλά πιο κομψά διατυπωμένες από αυτές της θρησκείας. Αλλά μεγάλο το ζήτημα για να το συζητήσω εδώ.   
Για τη φιλοσοφία υπήρχαν δυο ατάκες, για τον Κίρκεγκορ και τον Σαρτρ, και δυο φορές αναφορά στον Χάιντεγκερ και τη σχέση του με τον ναζισμό. Όσο για το υπόλοιπο έργο, ήταν ένα αστυνομικό θρίλερ, στα πρότυπα του μυθιστορήματος του Ντοστογιέφσκι «Έγκλημα και τιμωρία».
Ο καθηγητής Έημπ, διαταραγμένος ψυχολογικά μετά την εγκατάλειψη της συζύγου του με τον καλύτερό του φίλο, τα φτιάχνει με μια συνάδελφό του αλλά και με μια φοιτήτριά του. Είναι σεξουαλικά ανίκανος εδώ και ένα χρόνο, και έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή. Κάποια στιγμή, καθισμένος με τη φοιτήτρια σε μια καφετέρια, ακούνε στο πίσω τραπέζι να μιλάνε για έναν διεφθαρμένο δικαστή που είναι έτοιμος να πάρει την επιμέλεια των παιδιών από τη γυναίκα και να τη δώσει στον άντρα της. Αποφασίζει να τον σκοτώσει. Θα προσφέρει μια υπηρεσία στην κοινωνία απαλλάσσοντάς την από ένα τέτοιο άτομο, και φυσικά στη γυναίκα, που ίσως καταφέρει να κρατήσει τα παιδιά της. Τον δηλητηριάζει. Το τέλειο έγκλημα. Μια και δεν έχει καμιά σχέση μαζί του, ποιος μπορεί να τον υποψιαστεί; Αμέσως ξαναβρίσκει το ενδιαφέρον του για τη ζωή, και επανέρχεται η σεξουαλική του ικανότητα.
Μέχρις εδώ όλα καλά. Είναι ο ιδανικός εγκληματίας για τον Νίτσε, που στέκεται στο ύψος της πράξης του. Όμως υπάρχουν επεισόδια που οδηγούν στη σταδιακή αποκάλυψη ότι αυτός είναι ο δολοφόνος. Και αυτός που το αποκαλύπτει δεν είναι άλλος από τη φοιτήτρια. Όταν η αστυνομία συλλαμβάνει ένα άλλο άτομο ως ένοχο, η φοιτήτρια τον πιέζει να παραδοθεί. Δεν μπορεί να αφήσει να καταδικαστεί ένας αθώος. Αυτός το υπόσχεται. Όμως δεν έχει σκοπό να το κάνει. Και σχεδιάζει να σκοτώσει το μοναδικό άτομο που ξέρει για την ενοχή του.
  Στο Match point ο δολοφόνος ξεφεύγει. Η ποιητική δικαιοσύνη πάει περίπατο. Εδώ όμως όχι. Σαν την Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη ο Abe βρήκε το θάνατο «εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».
  Έχω ξαναγράψει ότι ο Woody Allen μου αρέσει στις κωμωδίες του. Όταν γυρίζει ταινίες με αστυνομική πλοκή, όχι και τόσο. Ειδικά αυτή η ταινία, με τα αλληλοαναιρούμενα μηνύματα, αν υπάρχουν και αυτά και δεν είναι απλώς απαραίτητα στοιχεία της πλοκής, δεν θα πω ότι μου άρεσε ιδιαίτερα. Αλλά Woody Allen είναι αυτός, μου άρεσε, αλλά είπαμε, όχι ιδιαίτερα.

Wednesday, December 30, 2015

Παναγιώτα Μπλέτα, Unfuck Greece



Παναγιώτα Μπλέτα, Unfuck Greece, ΑΛΔΕ 2015, σελ. 62

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

  Πεζόμορφα ποιήματα μιας στρατευμένης ποιήτριας

  Μετά το «Unfuck the world» η Παναγιώτα Μπλέτα εκδίδει το «Unfuck Greece», τίτλος παρμένος από ένα σύνθημα που έγραψε σε ένα πλακάτ. Όπως μας γράφει στην αρχή της συλλογής,
«Το πλακάτ παρουσίασα για πρώτη φορά στην Πλατεία Συντάγματος, κατά τη συμμετοχή μου στις διαδηλώσεις κατά της λιτότητας το Φεβρουάριο του 2015. Συνέχισα να συμμετέχω με αυτό, σε όλες τις διαδηλώσεις που διενεργήθηκαν από το Φεβρουάριο 2015 μέχρι και τις αρχές καλοκαιρού 2015. Φωτογραφήθηκε και προβλήθηκε από όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, εγχώρια και ξένα, ενώ γράφτηκαν και πολλά άρθρα για αυτό, σε διεθνές επίπεδο» (σελ. 9).
Το σύνθημα άρεσε. Το χρησιμοποίησε, όπως μας λέει παρακάτω η Μπλέτα, το μουσικό συγκρότημα U2, ενώ «τον Ιούνιο του 2015 γίνεται κεντρικό μήνυμα στο επετειακό ROCK WAVE FESTIVAL που λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα, με Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες» (σελ. 20). «Σε ελεύθερη μετάφραση, ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΤΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», μας λέει πιο πριν η ίδια.
Η Μπλέτα εγκαταλείπει εντελώς τους μορφικούς πειραματισμούς του «Unfuck the world» και περιορίζεται σε αυτό που της πηγαίνει περισσότερο, αλλά και αυτό το οποίο είναι η ακραία συνέπεια της σύγχρονης ποίησης: η εγκατάλειψη του στίχου, η ροή του ποιήματος σε συνεχές, πεζόμορφο κείμενο. Ο «Μανόλης Πρατικάκης», όπως φαίνεται και στην τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο «Λιθοξόος», δεν τολμάει να του αφοσιωθεί ολότελα, και έτσι δίπλα στα πεζόμορφα κείμενά του υπάρχουν και ποιήματα με την παραδοσιακή μορφή. Η δύναμη της αδράνειας είναι ακόμη αρκετά ισχυρή.
Η Μπλέτα έχει ασχοληθεί με την πολιτική, στο χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Είναι λοιπόν φυσικό αρκετά από τα ποιήματά τις να έχουν έντονο κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα. Η συμμετοχή της εξάλλου στις διαδηλώσεις για τη λιτότητα δείχνει ότι είναι πάντα πολιτικά παρούσα.
Στη «Γραμματική της επανάστασης» διαβάζουμε:
«Το αίμα είναι κινητήριος δύναμη. Πρέπει να βγάλουν το αίμα τους οι ζωντανοί, να το δώσουν στους νεκρούς να αναστηθούν, να ξαναρχίσουν τους αγώνες. Γιατί αυτοί εδώ οι ζωντανοί είναι ανεπαρκείς στη γραμματική της επανάστασης…» (σελ. 18).
Και στο «Προνόμιο της φτώχειας»:
  «Έπρεπε να απελευθερώσουμε το χρήμα, να αποχτήσουμε το προνόμιο της φτώχειας. Καθώς πλησιάζουμε την πείνα, αποκτούμε εκείνη την ανισορροπία μεταξύ της οικονομικής αποτελεσματικότητας και της απλής υπαρκτικότητας. Η ταλάντευση μεταξύ της αυθυπαρξίας και της καπιταλιστικής ευημερίας, θα γεννήσει καινούργια ιδεολογικά σώματα – ιδεολογικά corpus- που θα υπακούν όχι στο αντικείμενο της οικονομικής πραγματικότητα, αλλά στο υποκείμενο, που αποτελεί η ανθρώπινη φύση» (σελ. 37).
Σε αρκετά ποιήματα υπάρχει έντονος λυρισμός. Παραθέτουμε το 22 που έχει τον αγγλικό τίτλο «The smell of the sea never gets old».
«Τελευταίο Σαββατοκύριακο του καλοκαιριού και η δροσιά του ξεπερνάει τα μάτια μου, αγγίζει την όσφρησή μου. Είναι η θάλασσα αυτή που τεντώνει όλες σου τις αισθήσεις. Τα κύματά της σου θρυμματίζουνε τις λύπες και η γαλήνη της σου μεγαλώνει τις χαρές. Αυτή η χώρα εκεί συνωμοτεί» (σελ. 25).
Και οι «Βροχές».
«Συμπληρωματικά παιχνίδια οι βροχές. Σκύβουν να τις πιεις με ευγνωμοσύνη. Να καθαρίσουν τα μέσα σου. Αποτοξίνωση διαθέτει ο κύκλος της φύσης. Κυλάει το νερό στον πέτρινο τροχό της γης, να ποτίσει τις ιδρωμένες ψυχές» (σελ. 49).
Σε κάποια από τα ποιήματά της η Μπλέτα φιλοσοφεί, θυμίζοντάς μου τα εξίσου μικρά κείμενα από τα οποία αποτελούνται τα περισσότερα έργα του Νίτσε. Στο «Περί ηθικής» διαβάζουμε:
«Η ηθική κυκλοφορεί ανάμεσά μας, στα συναισθήματά μας. Δεν υπακούει σε στερεοτυπικούς αλγόριθμους, αλλά και δεν υποτάσσεται σε φαντασιωτικές ερμηνείες αγάπης. Έχει σάρκα και οστά, περπατάει αργά, μιλάει λιτά, χαιρετάει τον άνθρωπο και τις αδυναμίες του…» (σελ. 12).
Και στη «Μουσική» διαβάζουμε:
«Η μουσική είναι η τροφή όλων των έμψυχων. Είναι το «μάνα» της καρδιάς. Όταν ανθρώπινα χέρια συνθέτουν σονέτα της βροχής, μουσικές συγχορδίες γεννιούνται που ενώνουν τον κόσμο» (σελ. 41).
«Μουσικές συγχορδίες γεννιούνται που ενώνουν τον κόσμο». Κανονικός ανάπαιστος. Υπάρχουν και άλλοι εμβόλιμοι σε περιόδους. Εμείς όμως ξεχωρίζουμε πάντα τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους:

Βάλε το μήλο δίπλα σου και ψυχανάλυσέ το (σελ. 29)
Για να μου πεις τι έμαθες από την εμπειρία (σελ. 31-32)
Ασύνορη, εξόριστη τους έστηνα ενέδρα (σελ. 33)

Πρωταρχικά στρατευμένη, ευαίσθητα λυρική και βαθιά φιλοσοφική, η Μπλέτα μας έδωσε μια ακόμη θαυμάσια ποιητική συλλογή.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Tuesday, December 29, 2015

Δραματική ειρωνεία



Δραματική ειρωνεία

  Γράφοντας το ένα «θυμάμαι», θυμάμαι το άλλο. Συγκεκριμένα θυμάμαι ένα επεισόδιο που έχει να κάνει με ποδήλατα και που το ενέταξα στην πρώτη μορφή του διδακτορικού μου (το ξεκίνησα το 1993 και το υποστήριξα το 1996), σαν υποσημείωση την οποία στη συνέχεια παρέλειψα. Ήταν στη σελίδα 288, στη λέξη «παρατηρητή». Η όλη παράγραφος έχει ως εξής: 
  «Όπως επισημαίνει ο D. C. Muecke, η Ειρωνεία των γεγονότων (χωρίς είρωνα δηλαδή, παρά μόνο ειρωνικό παρατηρητή) βρίσκεται πιο κοντά στη δραματική ειρωνεία. Και η δραματική ειρωνεία των γεγονότων, αν θα μεταφραστεί σε κωμική ή τραγική, εξαρτάται εδώ από τον παρατηρητή».
  Και η υποσημείωση που παρέλειψα, και που είδα και έπαθα να τη βρω σε παμπάλαια back up:
  «Θα δώσω ένα προσωπικό παράδειγμα δραματικής ειρωνείας που με είχε απασχολήσει ως επεισόδιο μια εποχή.
  Ήμασταν τρεις φίλοι και κατεβαίναμε τρέχοντας την κατηφόρα του χωριού μας με τα ποδήλατά μας, μαθητές τρίτης Λυκείου. Οι δυο φίλοι μου [ο Θόδωρας ο Σφακιανάκης και ο Γιώργος ο Μαυρόματος, μπορώ να γράψω τώρα τα ονόματά τους] αρχίζουν χαριεντιζόμενοι να γρονθοκοπούνται, ενώ τρέχουν δίπλα δίπλα. Εγώ είμαι πίσω τους. Ξαφνικά βλέπω το «ποδαράκι» του ποδηλάτου του ενός να μπλέκεται με τον προφυλακτήρα του άλλου, ενώ αυτοί, χωρίς να το πάρουν χαμπάρι, συνεχίζουν να κτυπιούνται. Ήταν ζήτημα δευτερολέπτων να πέσουν κάτω. Η θέα αυτή μου προκάλεσε ακράτητα γέλια. Πράγματι σε λίγο είχαν σωριαστεί στη μέση του δρόμου. Το γέλιο μου αυτό με προβλημάτισε, και σωστά το απέδωσα στο γεγονός ότι εγώ ήξερα κάτι που εκείνοι αγνοούσαν, το ότι δηλαδή σε λίγο θα γκρεμοτσακίζονταν. Όταν αργότερα διδαχθήκαμε για την τραγική ειρωνεία, βρήκα ότι ταίριαζε σ’ αυτό το περιστατικό. Η πληροφόρηση στη δική μου περίπτωση ήταν μια πρόβλεψη. Όμως γιατί να γελάσω, αντί να κλάψω;
  Την απάντηση τη βρήκα τώρα που, διαβάζοντας μια βιβλιογραφία για τις ανάγκες αυτής της εργασίας, έπεσα πάνω σε μια ρήση του Walpole: «O κόσμος είναι κωμωδία για όσους σκέφτονται, τραγωδία για όσους αισθάνονται». Σίγουρα ανήκω σ’ αυτούς που σκέφτονται, και γι’ αυτό άλλωστε είμαι καλύτερος δοκιμιογράφος από λογοτέχνης. Μάλιστα, διαβάζοντας αυτή τη ρήση, ήλθε στο μυαλό μου μια ξεχασμένη ανάμνηση, από τα μαθητικά μου χρόνια. Θυμήθηκα πόσο εξοργιζόταν η παρέα μαζί μου που, όταν μας συνέβαινε τίποτα δυσάρεστο, η άμεση και αυθόρμητη αντίδρασή μου ήταν να σκάω στα γέλια».

Τα φρένα



Τα φρένα

  Στην προηγούμενη ανάρτησή μου στο blog μου με ετικέτα «Θυμάμαι», πριν τέσσερις μέρες, έγραφα για μια «από τις ελάχιστες φορές στη ζωή μου που ένοιωσα τέτοια ντροπή». Σήμερα θα γράψω για μια από τις ελάχιστες φορές στη ζωή μου που ένιωσα τέτοια τρομάρα.
  Περπατάγαμε χθες βράδυ κατά τις 7.30 με τους δυο Δημήτρηδες στο παρκάκι στα Καραγιαννέικα. Πηγαίναμε δίπλα δίπλα κουβεντιάζοντας. Ήμασταν προς τη μεριά του χάους, όχι προς τη μεριά του καφενείου, δηλαδή σε απόλυτο σκοτάδι. Ακούμε ξάφνου το κουδούνι ενός πιτσιρικά να κτυπάει δαιμονισμένα και να έρχεται ακάθεκτος. ΄ταΔεν
Δεν θα ’ταν πάνω από πέντε χρονών, και καθόταν σε ένα από αυτά τα μικρά τρίροδα ποδήλατα, για αυτές τις ηλικίες. Μόλις που προλάβαμε να μπούμε εφ’ ενός ζυγού και πέρασε βολίδα δίπλα μας.   
  Και θυμήθηκα.
  Μαθητής γυμνασίου κατεβαίνω με τη ποδήλατό μου την κατηφόρα του Κάτω Χωριού. Είναι χειμώνας, οι χωριανοί μου με τα γαϊδουράκια τους πηγαίνουν στις ελιές. Βαδίζουν όπως πάντα εφ’ ενός ζυγού, στην άκρη του δρόμου.
  Δεν ξέρω τι τους έπιασε ξαφνικά, και απλώνονται κατά πλάτος του δρόμου. Εγώ πατάω έντρομος φρένα, όμως αυτά είναι χαλασμένα εδώ και μέρες, με την ταχύτητα με την οποία κατεβαίνω την κατηφόρα πού να πιάσουν. Πλησιάζω ακάθεκτος. Τώρα, σκέφτομαι, όποιον πάρει ο χάρος.
  Ο χάρος πήρε τη γυναίκα του Αντώνη του Βογιατζή, του θείου του Θοδωρή, στο περβόλι του οποίου, έχω γράψει κάπου αλλού, παίζαμε πορτοκαλοπόλεμο.
  Ευτυχώς ο χάρος την πήρε μεταφορικά. Κουτρουβαλιαστήκαμε κάτω, όμως χωρίς να σπάσουμε κανένα κόκαλο. Είχαμε άγιο. Δηλαδή αγία, την αγία Κυριακή, που στη θέση που ήταν το ερειπωμένο εκκλησάκι της κτίστηκε αργότερα καινούρια εκκλησία. Ο άγιος Νεκτάριος, αυτός ακριβώς δίπλα στο δρόμο, δεν είχε κτισθεί ακόμη.
  Μόλις σχολάσαμε πήγα το ποδήλατο αμέσως στον ποδηλατά. Τον Ανέστη υιό, του πατέρα Βενιζέλου, μου ήλθαν τώρα στο νου και τα ονόματα. Το ποδηλατάδικό τους ήταν στην παραλία, εκεί που είναι τώρα οι καφετέριες.
  Ποτέ πια δεν τόλμησα να κυκλοφορήσω με χαλασμένα φρένα.  
  28 Δεκεμβρίου σήμερα. Να μνημονεύσω τη μητέρα μου, πέθανε ίδια μέρα το 1979, εβδομήντα ενός χρονών.