Αλμπέρ Καμύ, Ο ξένος (μετ. Νίκη Καρακίτζου-Ντούζε και Μαρία
Κασαμπάλογλου-Ρομπλέν), Καστανιώτης 1998, σελ. 140
Δεν έχω διαβάσει μόνο τη βιογραφία του(Ολιβιέ Τοντ, «Αλμπέρ Καμύ, μια ζωή»), αλλά
και την «Πτώση»
και το «Μύθο
του Σίσυφου». Τώρα ξαναδιάβασα για δεύτερη φορά (την πρώτη πρέπει να ήμουν
φοιτητής) τον «Ξένο».
Στη βιβλιοκριτική μου για την «Πτώση» έγραψα: «Ο Καμύ έχει
μια διαυγή, λαγαρή πρόζα, που παρά την ανυπαρξία μύθου τραβάει τον αναγνώστη».
Την ίδια διαυγή, λαγαρή πρόζα ξαναβλέπω και στον «Ξένο».
Υπάρχει όμως μια κεφαλαιώδης διαφορά: εδώ υπάρχει μύθος, μύθος με σασπένς που
κρατάει αδιάπτωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Υπάρχει όμως και μια μεγάλη ομοιότητα: και ο Κλαμάνς και ο Μερσώ
του «Ξένου» είναι αρνητικοί ήρωες. Ο Κλαμάνς μένει αδιάφορος στην αυτοκτονία
μιας κοπέλας (πέφτει από μια γέφυρα και ούτε που γυρνάει να δει), ενώ ο Μερσώ
ξεφορτώθηκε τη μητέρα του σε ένα γηροκομείο.
Το ότι ξεφορτώθηκε τη μητέρα του τον κάνει άσπλαχνο γιο, και
δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. Το ότι όμως πυροβολεί χωρίς
αποχρώντα λόγο έναν άραβα, αυτό τον παρουσιάζει και διαταραγμένο.
Είναι ο Μερσώ ο αντιπροσωπευτικός ήρωας του παράλογου;
Είχα σχολιάσει λίγο το παράλογο γράφοντας για το «Μύθο του
Σίσυφου», εδώ όμως θα γράψω δυο λόγια ακόμη.
Το παράλογο δεν είναι αντικειμενική κατηγορία, είναι
υποκειμενική. Το να μην πιστεύεις στο Θεό, όπως ο Μερσώ, για πολλούς είναι
παράλογο, όχι όμως για τον ίδιο, και για αρκετούς άλλους. Υπάρχει βέβαια και
μια εξαίρεση, ποιος είναι αυτός που είπε credo, quia absurdum est;
(Πιστεύω γιατί είναι παράλογο). Ας το ψάξω στη google.
Το βρήκα, είναι μια παράφραση κάτι παρόμοιου που είπε ο Τερτυλλιανός.
Αυτοί που βρίσκουν τον κόσμο παράλογο και τον αντιμετωπίζουν
αδιάφορα σίγουρα υποφέρουν από μια νευρωσική διαταραχή. Τέτοιος είναι ο Μερσώ,
που όταν η φίλη του τού ζητάει να παντρευτούνε, λέει «και δεν παντρευόμαστε;».
Για πολλά που τον ρωτάνε μας λέει περίπου ότι ούτε κρύο του κάνει ούτε ζέστη,
τον αφήνουν αδιάφορο, όπως η πρόταση του γείτονα να γίνουν φίλοι.
Χωρίς να είμαι ψυχίατρος (θα ρωτήσω απόψε το φίλο μου το
Μανόλη να μου το επιβεβαιώσει) πιστεύω ότι είναι καταθλιπτικός. Το να βρίσκεις
τον κόσμο χωρίς νόημα είναι σύμπτωμα κατάθλιψης, που μπορεί να οδηγήσει στην
αυτοκτονία. Βέβαια δεν είναι καταθλιπτικοί όλοι όσοι μιλάνε σήμερα για το
«παράλογο», που έχει περιβληθεί με το λούστρο της φιλοσοφίας και της
λογοτεχνίας (Με δυσκολία διάβασα τον «Μύθο του Σίσυφου», και το «Περιμένοντας
τον Γκοντό» τον είδα – και τον διάβασα – από περιέργεια, την ίδια περιέργεια με
την οποία διάβασα τον Οδυσσέα του
Τζόυς, και φυσικά από «επαγγελματική» υποχρέωση, σαν φιλόλογος με διδακτορικό
στην αφηγηματολογία, που μάλιστα πατάει και στο θέατρο).
Όμως ο Καμύ επεξεργάζεται μια έξυπνη πλοκή για να
δοκιμιογραφήσει. Έπρεπε να καταδικάσει με κάποιο τρόπο τον ήρωά του σε θάνατο.
Έτσι επινοεί διάφορα επεισόδια στα οποία εμπλέκεται ο Μερσώ με διάφορους, που
σχεδόν όλα τον επιβαρύνουν στη δίκη.
Και το δοκίμιο;
Είναι ένας «πλατωνικός» διάλογος με τον παπά για την ύπαρξη
του θεού και τη μετά θάνατο ζωή, που τον βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Τελικά
κάτι ήξερε ο Πλάτωνας που τις φιλοσοφικές του αντιλήψεις τις εξέθετε σε
θεατρική μορφή.
Τελικά μου άρεσε το έργο;
Μου άρεσε, παρά τον αρνητικό ήρωα. Έχω ξαναγράψει ότι, χωρίς
να είμαι οπαδός του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, έργα με τέτοιους ήρωες όπως το «Άρωμα»
του Patrick Zuskind,
δεν μου αρέσουν. Ο διάλογος αυτός, η λαγαρή πρόζα, το σασπένς, βάρυναν πολύ στο
να μου αρέσει, και μάλιστα πάρα πολύ, σε αντίθεση με τα άλλα δυο έργα του που
διάβασα.
Όμως ας το ξεφυλλίσουμε για να σχολιάσω τυχόν υπογραμμίσεις.
«-Η μητέρα σας είναι;… -Ναι. -Ήταν μεγάλη; Απάντησε: -Έτσι
κι έτσι, γιατί δεν ήξερε ακριβώς την ηλικία της» (σελ. 27).
Τέτοιος γιος!!! Αργότερα σε ίδια ερώτηση θα πει «γύρω στα
εξήντα».
«Τη βοήθησα ν’ ανέβη στη σαμπρέλα και μ’ αυτή την κίνηση
άγγιξα το στήθος της» (σελ. 30).
Θυμήθηκα κι εγώ, φοιτητής, που ανέβαινα σε μια σαμπρέλα
ρόδας αυτοκινήτου και ανοιγόμουνα σε αρκετή απόσταση από την παραλία της
Ιεράπετρας. Όταν με καψάλιζε αρκετά ο ήλιος επέστρεφα.
Όχι, δεν θυμάμαι να βοήθησα καμιά να ανέβη στη σαμπρέλα μου,
και πολύ περισσότερο να της άγγιξα το στήθος.
Αυτά για τον Καμύ, ίσως διαβάσω και άλλο έργο του.
No comments:
Post a Comment