Λένα Μαντά, Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι, Ψυχογιός 2007, σελ.
600
Πριν γράψω για το «Σπίτι δίπλα στο ποτάμι» θα πω κάποια άλλα
πράγματα.
Η Μαντά από πολλούς θεωρείται συνώνυμο του παραλογοτέχνη.
Έχω ακούσει να λένε, «αυτό το βιβλίο είναι Μαντά», εννοώντας ότι δεν είναι
λογοτεχνία αλλά παραλογοτεχνία.
Πρέπει να νοιώθει υπερήφανη που το όνομά της χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της
παραλογοτεχνίας, αναγνωριζόμενη έτσι η καλύτερη εκπρόσωπός του, με τα βιβλία
της να κάνουν ρεκόρ πωλήσεων.
Έχω ακούσει συχνά να λένε ότι αυτό το βιβλίο είναι
παραλογοτεχνία. Ο όρος χρησιμοποιείται απαξιωτικά, πρώτον για τα ευπώλητα και
δεύτερον για την κακή λογοτεχνία.
Έχω ακούσει επίσης συχνά να χαρακτηρίζουν φίλη συγγραφέα ως
παραλογοτέχνιδα, αν και έχει τιμηθεί με κρατικό βραβείο πεζογραφίας. Κάποιοι μη
ευπώλητοι συγγραφείς, αν και όχι μόνο, έχουν την τάση να χαρακτηρίζουν τους
ευπώλητους ως παραλογοτέχνες.
Έχει μια βάση αυτό.
Έχω γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Η λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας», μια
ιστορία της κρητικής λογοτεχνίας που ξεκίνησε σαν προβληματισμός γιατί κάποιες
εποχές η υψηλή λογοτεχνία αγκαλιάζει πλατιές λαϊκές μάζες και κάποιες άλλες,
όπως είναι η δική μας, μόνο μια καλλιεργημένη ελίτ. «Ευπώλητος» και ο Κορνάρος,
ο «Ερωτόκριτός» του χαρακτηρίστηκε από τον Κοραή ως ανάγνωσμα κατάλληλο να το διαβάζουν
μόνο οι πόρνες. Ο Σεφέρης βέβαια είχε άλλη άποψη.
Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά σήμερα στην ποίηση, που δεν
είναι καθόλου ευπώλητη. Καθώς οι ποιητές γράφουν για ένα όλο και πιο
καλλιεργημένο κοινό –και συχνά ακατανόητα, γι’ αυτό και δεν μου αρέσει – ο
πολύς κόσμος την αγνοεί. Ευτυχώς που βρέθηκε ο Μίκης, αλλιώς ο Σεφέρης, ο
Ελύτης και ο Ρίτσος θα ήσαν άγνωστοι στο ευρύ κοινό.
Το αντίστοιχο της σύγχρονης ποίησης στην πεζογραφία είναι ο
μοντερνισμός. Όμως αυτός έχει περίπου εγκαταλειφθεί. Και αυτός επίσης είναι για
τους μυημένους. Έχει αφήσει όμως ίχνη, αλλά όχι στους «ευπώλητους».
Το «ευπώλητο» χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο της
παραλογοτεχνίας, δια της εις άτοπον απαγωγής: ένα βιβλίο που πουλάει δεν μπορεί
να είναι καλό, καθώς τα καλά βιβλία δεν μπορούν να τα κατανοήσουν «οι πλατιές
λαϊκές μάζες». Από τη ρετσινιά δεν γλίτωσαν ούτε τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά»,
που το θεωρώ ως ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της σύγχρονης ελληνικής
πεζογραφίας.
Δεν είμαι κατά της «παραλογοτεχνίας», όπως δεν είναι και ο
Πέτρος Μαρτινίδης, που το βιβλίο του «Συνηγορία
παραλογοτεχνίας» το διάβασα πριν χρόνια. Εδώ και χρόνια επίσης έχω
αποκρυσταλλώσει την άποψη ότι πρέπει στη ζωή σου να κάνεις ό,τι σε ευχαριστεί,
ότι πρέπει να αναζητάς την ηδονή, όπως δίδασκε ο Επίκουρος. Έτσι δεν θα
κατηγορήσω καμιά γυναίκα που διαβάζει τα ευπώλητα, γιατί αυτές κυρίως είναι το
κοινό τους. Ούτε τις γυναίκες που βλέπουν τα τούρκικα σήριαλ. Και εγώ έβλεπα
σήριαλ πριν 25 χρόνια, και παρόλο που το έκανα για εξάσκηση των ισπανικών και
των πορτογαλικών μου, τα απολάμβανα κιόλας, και περίμενα με ανυπομονησία το
επόμενο επεισόδιο. Βέβαια χωρίς το γλωσσικό κίνητρο δεν θα τα έβλεπα, όπως και
τα κινέζικα που βλέπω σήμερα.
Αυτοί που κατηγορούν τις γυναίκες που διαβάζουν «Μαντά» και
βλέπουν τα τούρκικα, θα στηθούν μπροστά στην τηλεόραση για να δουν τον
ποδοσφαιρικό αγώνα, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι δεν κάνουν τίποτα διαφορετικό
από ό,τι οι γυναίκες, βλέπουν κάτι που στην πνευματική τους ανάπτυξη δεν
προσφέρει απολύτως τίποτα (δεν θα ξαναγράψω το ανέκδοτο με τον Αϊνστάιν, θα
παραπέμψω στον σύνδεσμο),
αλλά όμως περνάνε ευχάριστα την ώρα τους. Εγώ πάλι έχω διαφορετικούς τρόπους
για να περνάω ευχάριστα την ώρα μου. «Και μες στην τέχνη πάλι ξεκουράζομαι από
τη δούλεψή της», θυμήθηκα τον Καβάφη. Περνάω ευχάριστα την ώρα μου διαβάζοντας
ή βλέποντας ταινίες –συνήθως πακέτο μεγάλους σκηνοθέτες όπως το Yasujiro Ozu που βλέπω αυτό τον καιρό
– και γράφοντας γι’ αυτές.
Όχι πάντα.
Μεταμεσονύκτιες ώρες, όταν δεν νοιώθω να νυστάζω, όμως
νοιώθω αρκετά κουρασμένος για να διαβάσω ένα βιβλίο ή να δω μια ταινία σινεφίλ,
βλέπω το αντίστοιχο της παραλογοτεχνίας, χολιγουντιανές ταινίες. Είναι
ευχάριστες, τις απολαμβάνω. Θα μπορούσα να διαβάζω και παραλογοτεχνικά βιβλία,
όμως αυτά έχουν το μειονέκτημα ότι δεν διαβάζονται στο δίωρο που θα αφιερώσω
για να δω μια ταινία.
Τη ρετσινιά της παραλογοτεχνίας την κολλούν οι άντρες στη
ροζ κυρίως λογοτεχνία, που και αυτή, παρά τον ουδέτερο χαρακτηρισμό,
αντιμετωπίζεται υποτιμητικά. Οι άντρες διαβάζουν αστυνομικά, και το είδος αυτό
δεν είδα ποτέ να αντιμετωπίζεται με την υποτίμηση που αντιμετωπίζεται η ροζ
λογοτεχνία. Θέλω να πω ότι τελικά οι άντρες, στη φαλλοκρατική κοινωνία που
ζούμε, καταξιώνουν ή απαξιώνουν τα λογοτεχνικά είδη.
Ένας φίλος χαρακτήρισε το μυθιστόρημα μιας φίλης ως «Μαντά».
Διαμαρτυρήθηκα έντονα. Είμαι σίγουρος ότι δεν το διάβασε, αλλά και μόνο το ότι είναι
γυναίκα συγγραφέας και στο βιβλίο της πραγματεύεται τον έρωτα το έκανε ύποπτο
στα μάτια του. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι οι κορυφαίοι λογοτέχνες τον έρωτα κυρίως
πραγματεύθηκαν, και το κορυφαίο ερωτικό βιβλίο που έχω διαβάσει είναι το «Μοναστήρι της Πάρμας»
του Σταντάλ.
Πριν λίγες βδομάδες είχα ρωτήσει τον πωλητή ενός
βιβλιοπωλείου εδώ στο Γαλάτσι να μου πει ποια είναι τα καλύτερα των «ευπώλητων»
συγγραφέων. Και μου είπε. Και τα έγραψα σε ένα χαρτί. Το «Σπίτι δίπλα στο
ποτάμι» μου το ανέφερε και ο εν λόγω φίλος ως το κορυφαίο της. Έτσι κάθισα και
το διάβασα.
Είμαι 66 χρονών, και έχω βάλει σαν πρόγραμμα να διαβάσω ένα βιβλίο από
κάθε συγγραφέα ώστε να έχω μια άποψη για τη γραφή τους – όσους προλάβω. Αυτό, σαν
παράπλευρη δραστηριότητά μου σε project
που έχουν προτεραιότητα, όπως «Σύντομη εισαγωγή στον ιρανικό κινηματογράφο»
(έχω γράψει για κάθε ιρανική ταινία που έπεσε στα χέρια μου) και «Σύντομη
εισαγωγή στον κινέζικο κινηματογράφο», όταν τελειώσω, αν τελειώσω, με τον
ιρανικό. Δεν ήταν δυνατόν να αφήσω απέξω τη Μαντά, απλώς πήρε προτεραιότητα
μετά την παραπάνω κουβέντα με το φίλο μου.
Το βιβλίο το διάβασα ευχάριστα. Η Μαντά είναι επινοητική
στην πλοκή, και δίνοντας το λόγο στους ήρωες (showing versus telling, τελειώνω τώρα το «The rhetoric of fiction» του Wayne Booth) κάνει πιο ζωντανή την
αφήγηση. Οι πέντε ηρωίδες της, η Μελισσάνθη, η Ιουλία, η Ασπασία, η Πολυξένη και η Μαγδαληνή, δεν
βλέπουν την ώρα να φύγουν από το σπίτι δίπλα στο ποτάμι, να ξεφύγουν από την
πληκτική ζωή ενός επαρχιώτικου χωριού κάτω από τον Όλυμπο. Και φεύγουν μια μια.
Η Μαντά τις παρακολουθεί στην πορεία τους, και μέσα από τις ζωές τους
παρουσιάζει διάφορες καταστάσεις που μπορεί να αντιμετωπίσει μια γυναίκα, καθώς
και τύπους γυναικών.
Η Μελισσάνθη φεύγει με τον πλούσιο μεσήλικα. Δεν τον
αγαπάει, αλλά ο έρωτας θα της κτυπήσει την πόρτα με το πρόσωπο ενός άλλου. Η
Ιουλία παντρεύτηκε από έρωτα έναν μηχανικό, αλλά η πεθερά της της έκανε τον βίο
αβίωτο, με αποτέλεσμα να φύγει με τον άντρα της στο Καμερούν.
Και η Ασπασία παντρεύτηκε από έρωτα, όμως η αγάπη της για το
τραγούδι και η φιλοδοξία της να γίνει τραγουδίστρια αναστάτωσαν την
οικογενειακή της ζωή. Όσο για την Πολυξένη που ονειρευόταν να γίνει μεγάλη
ηθοποιός, δεν έφυγε με κανέναν άντρα αλλά με ένα περιοδεύοντα θίασο, που εκείνη
την εποχή τους χαρακτήριζαν «μπουλούκια». Θα γνωρίσει τη δόξα, αλλά ο έρωτας με
ένα λάθος πρόσωπο θα αποβεί μοιραίος. Όσο για τη Μαγδαληνή που ονειρεύεται και
αυτή το φευγιό από το σπίτι στο ποτάμι, θα την πάρει μια θεία της στην Αμερική.
Θα ευτυχήσει στο πλευρό ενός μαφιόζου που την αγαπάει. Θα κάνει δυο παιδιά.
Όταν ανακαλύψει τις ύποπτες δραστηριότητές του, απαιτεί να σταματήσει. Θα τον
πείσει, όμως είναι πια αργά.
Με συντριμμένες τις ζωές τους οι πέντε αδελφές με τα παιδιά
τους –όσες έχουν παιδιά – θα γυρίσουν στις ρίζες τους, στο σπίτι δίπλα στο
ποτάμι, μια μεταφορά της αγνής και αμόλυντης επαρχίας.
Διάβασα σε ένα blog για το περίεργο, και
ρεαλιστικά απίθανο, να κόψουν οι πέντε γυναίκες σχεδόν κάθε δεσμό με τη μητέρα
και τη γιαγιά τους που ζουν πίσω στο χωριό, και εντελώς κάθε δεσμό μεταξύ τους.
Άσπλαχνες κόρες, κακές αδελφές.
Αλλά δεν μπορείς να έχεις και την πίτα σωστή και το σκύλο
χορτάτο. Η Μαντά τις παρουσίασε έτσι για να δώσει το εφέ της έκπληξης στο τέλος
του βιβλίου, όταν μια μια φτάνουν στο σπίτι στο ποτάμι, απροσδόκητα και χωρίς
να τις περιμένει κανείς, πέφτοντας στις ανοιχτές αγκαλιές όσων βρίσκονταν ήδη
εκεί, σε μια επαναλαμβανόμενη, συγκινητική σκηνή.
Με συχνά έξυπνους διαλόγους διανθισμένους με χιούμορ,
ερωτικές σκηνές που εξιτάρουν, ιδιαίτερα τις γυναίκες αναγνώστριες, γρήγορη,
κινηματογραφική αφήγηση με επεισόδια που διαδέχονται ταχύτατα το ένα το άλλο,
ανατροπές και σασπένς, κάνουν ευχάριστη την ανάγνωση και δεν είναι να απορεί
κανείς που το βιβλίο έχει πουλήσει ήδη 250.000 αντίτυπα και έχει μεταφραστεί
στα αλβανικά, στα ιταλικά και στα ισπανικά.
Διάβασα και τα σχόλια στο Goodreads και επιβεβαιώθηκε για μια
ακόμη φορά η άποψή μου ότι «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα». Μια προηγούμενη φορά
ήταν όταν διάβασα ότι ο Arthur Waley, διαπρεπής
σινολόγος που τον χρησιμοποίησα στη συγγραφή του βιβλίου μου «Εισαγωγή στο
θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας», θεωρούσε τον Σαίξπηρ εντελώς ασήμαντο. Και
ένα προσωπικό παράδειγμα: ένα βιβλίο που μου άρεσε πάρα πολύ, «Ο άνθρωπος χωρίς
ιδιότητες» του Ρόμπερτ Μούσιλ, ένας φίλος, επώνυμος στο χώρο της
λογοτεχνίας, είπε γι’ αυτό ότι είναι ένα βιβλίο «που δεν διαβάζεται».
Για να ξεμπερδεύω με την παραλογοτεχνία αποφάσισα να διαβάσω
ένα Άρλεκιν (δεν έχω διαβάσει ποτέ) και την «Ποντικοπαγίδα» της Αγκάθα Κρίστι,
που μαζί με τους «Δέκα μικρούς νέγρους» θεωρείται από τα καλύτερά της (ούτε
Αγκάθα Κρίστι έχω διαβάσει). Θα γράψω και γι’ αυτά εδώ, πριν αναρτήσω.
Λάθος.
Ξαναδιαβάζοντας τα παραπάνω θυμήθηκα ότι πριν χρόνια,
φοιτητής και λίγο μετά, διάβαζα κάτι γερμανικά αισθηματικά μυθιστορήματα σαν
άρλεκιν, για εξάσκηση της γλώσσας. Είχα ανακαλύψει ότι ο Konzalik και η Marie Louise Fischer είχαν μια σχετικά
απλή γλώσσα που την καταλάβαινα αρκετά εύκολα, και έτσι αγόραζα κυρίως δικά
τους βιβλία.
Διάβασα το άρλεκιν «Το τραγούδι του έρωτα» της India Gray (πρωτότυπος τίτλος:
«Hired for the Billionaire's Pleasure»).
Το διάλεξα στην τύχη. Εκ των υστέρων είδα ότι το 2009 τιμήθηκε με το Love Story of the Year από τον Romantic Novelists' Association.
Κι αυτό το διάβασα ευχάριστα. Μια ρομαντική ιστορία αγάπης
με happy end.
160 σελίδες, όσες περίπου έχουν όλα τα άρλεκιν, για να μπορεί να τα διαβάζει
κανείς (ή μάλλον καμιά) μονοκοπανιάς.
Και θυμήθηκα το φίλο μου το Μιχάλη που διάβαζε όλα τα
άρλεκιν της μητέρας του.
Αλλά πώς.
Αρχή, μέση και τέλος.
Διάβασα και την «Ποντικοπαγίδα».
Θα ξαναγράψω άλλη μια φορά ότι υπάρχουν ειδολογικές
προτιμήσεις. Το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν μου αρέσει. Θυμάμαι πως διάβασα με
μεγάλη προσπάθεια το «Μυστικό
του πατρός Μπράουν» του Τσέστερτον που το είχα αγοράσει σε προσφορά χωρίς
να υποπτευθώ ότι επρόκειτο για αστυνομικό μυθιστόρημα.
Ούτε και η «Ποντικοπαγίδα» μου άρεσε. Η Αγκάθα Κρίστι
κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να θολώσει τα νερά, δίδοντας στοιχεία που ενοχοποιούσαν
τα τέσσερα από τα έξι πρόσωπα.
Ποιο από όλα να είναι άραγε ο δολοφόνος;
Έχοντας δει αστυνομικές ταινίες (ναι, τέτοιες μπορώ να δω)
ήξερα ότι ο δολοφόνος είναι ο υπεράνω πάσης υποψίας. Και στην προκειμένη
περίπτωση ήταν ο αστυνομικός που ήλθε να ερευνήσει την υπόθεση. Δεν ήμουν
βέβαια απόλυτα σίγουρος, όμως η υποψία μου επιβεβαιώθηκε.
Το καλοκαίρι βρέθηκα για μια βδομάδα στο νοσοκομείο
με θεραπεία για τα αυτιά μου. Επειδή αρχικά ήταν να μείνω μόνο για τέσσερις
μέρες, πήρα βιβλία για να με καλύψουν αυτό το τετραήμερο, και κάτι παραπάνω.
Δεν μου έφτασαν.
Ευτυχώς ο φίλος μου ο Σταύρος μου έφερε κάποια ακόμη, και
έτσι έβγαλα το επταήμερο.
Έστω ότι βρεθώ πάλι σε νοσοκομείο (και φυσικά όχι στην
εντατική), και τα μόνα βιβλία που έχω στη διάθεσή μου είναι άρλεκιν και
αστυνομικά. Ποια θα προτιμούσα να διαβάσω;
Χωρίς καμιά αμφιταλάντευση, τα άρλεκιν.
Αν όμως είχα και τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι;
Ε, θα προτιμούσα να τα ξαναδιαβάσω, κάποια για τρίτη φορά,
και τους «Αδελφούς Καραμάζωφ» για τέταρτη.
Υπάρχει η ώρα για το απαιτητικό διάβασμα, που σε πάει μακριά, και υπάρχει η ώρα για πιο εύκολα αναγνώσματα που σε ξεκουράζουν. Η ανάρτησή σας μου θύμισε την ελληνική ταινία "Η Χαρτοπαίχτρα" με τη Ρένα Βλαχοπούλου: η Ρένα λοιπόν έπαιζε συνήθως "υψηλής αισθητικής" παίγνια μέχρι που γνώρισε στη φυλακή τον "παπά" και ξετρελλάθηκε. Συμπέρασμα: η καλή η χαρτοπαίχτρα λοιπόν όλα τα αλέθει...
ReplyDeleteΗ κακή όμως περιορίζεται στον παπά. Μόνο στην ξερή και την κολιτσίνα, όχι στην πρέφα.
ReplyDelete