Λαμπρίνα Μαραγκού, Η
σάρκα σου ως έμφυτος επίδεσμος, ερμηνευτική απόπειρα εν χρω έξι ποιητών της
μεταπολεμικής ποίησης, Εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2015, σελ. 108
Η παρακάτω βιβλιοκριτική
δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Διεισδυτικές μελέτες για
έξι νεοέλληνες ποιητές
Το βιβλίο το διαβάσαμε αμέσως μετά το μυθιστόρημα
«Ποτέ δεν φτάνει το αρκετό», επίσης της Λαμπρίνας Μαραγκού. Όπως επεξηγεί ο υπότιτλος, πρόκειται για
έξι δοκίμια για μια μεταπολεμική ποιήτρια και πέντε μεταπολεμικούς ποιητές. Η
ποιήτρια είναι η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, και οι ποιητές
είναι οι Έκτωρ Κακναβάτος (η Χριστίνα Αργυροπούλου έχει εκπονήσει τη
διδακτορική της διατριβή πάνω στο έργο του), ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Μιχάλης
Κατσαρός, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και ο Μιχάλης Γκανάς. Κίνητρο φαντάζομαι υπήρξε
η ανθολόγησή τους στα κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας της τρίτης Λυκείου, και
κάθε δοκίμιο τελειώνει με την ανάλυση του ανθολογούμενου ποιήματος. Η Λαμπρίνα
είναι φιλόλογος, συγγραφέας, διδάκτωρ, και διδάσκει σε πειραματικό σχολείο.
Η Μαραγκού τους πραγματεύεται χρονολογικά,
πηγαίνοντας από τους παλαιότερους στους νεότερους. Ξεκινάει με τον Έκτορα
Κακναβάτο. Ανάμεσα στ’ άλλα γράφει γι’ αυτόν.
«Δεν είναι εύκολο να ανιχνευθούν
κατευθυντήριες δίοδοι στο ποιητικό έργο του. Όπως και σε όλους τους
υπερρεαλιστές, η νόρμα και η αλληλουχία κατεστημένων νοημάτων καταργούνται και
αφήνονται να φανούν μόνο τα συναισθήματα, που μοιάζουν να παίζουν κρυφτό με τις
λέξεις» (σελ. 13).
Για τον Νάνο Βαλαωρίτη γράφει:
«Ο στόχος του ποιητή εδώ είναι να καταργήσει
την καθημερινή επικοινωνιακή γλώσσα και να αυτοκαθοριστεί, πράγμα που μπορεί να
φτάσει μέχρι τον «αυτισμό», την απομόνωσή του δηλαδή και τον εξοβελισμό του σ’
έναν άκρατο υποκειμενισμό, ο οποίος δεν θα μπορέσει να αποδώσει εξαιτίας των
αυτοτελών αναπτύξεων» (σελ. 30).
Για τον Μιχάλη Κατσαρό θα παραθέσουμε ένα
απόσπασμα από αυτά που γράφει για το ποίημα με το οποίο είναι περισσότερο
γνωστός, το «Αντισταθείτε».
«Ίσως το πιο αιρετικό ποίημα της νεότερης
ποίησης. Αποτελεί αντίσταση σ’ όλα όσα συνιστούν μια κοντόθωρη θεώρηση ευτυχίας
που εξαντλείται «στο μικρό σπιτάκι», «στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών»,
«στην κρατική εκπαίδευση», «στον φόρο», «σε μένα ακόμη που σας ιστορώ» (σελ.
41).
Σε μένα ακόμη που σας ιστορώ!!!
Και θυμήθηκα το τέλος του πρώτου βιβλίου του
«Τάδε έφη Ζαρατούστρα» του Νίτσε.
«Αληθινά σας συμβουλεύω, φύγετε μακριά μου
και φυλαχτείτε από τον Ζαρατούστρα… Είστε οι πιστοί μου. Μα τι σημασία έχουν
όλοι οι πιστοί;…».
Ίσως και ο Κατσαρός να το (κρυπτο) θυμότανε.
Ίσως και ο Κατσαρός να το (κρυπτο) θυμότανε.
Για τον Κατσαρό γράφει επίσης πιο κάτω:
«Με έντονο λυρισμό, λόγο υπαινικτικό, ενίοτε
και επικό («Μεσολόγγι»), σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό, ο Κατσαρός κινείται στο
κενό παρακάμπτοντας κανόνες, πράγμα αναμενόμενο για έναν επαναστάτη ποιητή. Οι
στοχασμοί και τα αισθήματα εκφράζονται με λεπτή ειρωνεία…» (σελ. 44).
Για τον Χριστιανόπουλο διαβάζουμε:
«Κάθε συνέντευξη του Χριστιανόπουλου, κάθε
δήλωσή του είναι και ένα συμβάν, μια πρόκληση που ταράζει τα νερά και που
δημιουργεί θύελλα αντιδράσεων, ευκαιρία για συζητήσεις. Η κοινή γνώμη δεν
υποτιμά τον ποιητή. Και ο ίδιος το γνωρίζει και δεν διστάζει να καταφερθεί
εναντίον προσώπων, δημοσίων ή καλλιτεχνικών, χωρίς δειλία, σαν να επιδιώκει την
αντιπαράθεση» (σελ. 60).
Πράγματι το προφίλ του κλέβει την παράσταση
από την ποίησή του. Θυμάμαι που πρόσφατα τάραξε πάλι τα νερά με την άρνηση του κρατικού
βραβείου.
Για την φίλτατη Κατερίνα γράφει:
«Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ αρέσκεται στις
στοχαστικές αποκλίσεις… απουσιάζει από τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα της
εποχής της, καθώς βρίσκεται βυθισμένη στα προσωπικά βιώματα, που κινούνται στη
γραμμή θάνατος-έρωτας, με όργανο το σώμα» (σελ. 78).
Και τέλος για τον Γκανά:
«Ο Γκανάς αυτοβιογραφείται μέσα από τον
αγροτικό χώρο, προσηλωμένος στην παράδοση που θέλει τον άνθρωπο ενωμένο με τη
φύση, τον καπνό του τζακιού και το χιόνι που πέφτει μαλακά και σκεπάζει τον
άγριο χώρο της Ηπείρου. Χρησιμοποιώντας το τοπίο υφαίνει μια ιδιότυπη ποίηση
που ακολουθεί τις επιταγές της μάχης ενωμένης με την παράδοση, που παραμένει
ακόμη ζωντανή, γιατί από αυτήν πιάνεται, ανιχνεύοντας τα χαμένα χρόνια της
ξενιτιάς» (σελ. 102).
Καίρια και διεισδυτική, η Μαραγκού δίνει μια
ακριβή εικόνα των έξι αυτών ποιητών, ενώ οι αναλύσεις των ποιημάτων τους είναι
από τις καλύτερες που έχω διαβάσει. Ευχάριστο ανάγνωσμα, αλλά και πολύτιμο
βοήθημα για φιλολόγους και μαθητές.
Και οι δεκαπεντασύλλαβοι, με τους οποίους
κλείνουμε πάντα τις βιβλιοκριτικές μας:
Συνήθιζε να κάθεται για
να τον βλέπει ο ήλιος (σελ. 40, ο Κατσαρός)
Μια σταθερή διαδρομή στον
κόσμο των γραμμάτων (σελ. 61, ο Χριστιανόπουλος)
Μέσα στην αμφισβήτηση που
τον χαρακτηρίζει (σελ. 63, επίσης ο Χριστιανόπουλος)
Μπάμπης Δερμιτζάκης