Wayne C.
Booth, The rhetoric of fiction, The university of Chicago press, 1983, σελ. 552
Το βιβλίο το ξεκίνησα, υποθέτω, το
1995, τότε που τέλειωσα το διδακτορικό. Δεν το διάβασα όλο, μόνο τα δύο τρίτα
περίπου. Ίσως γιατί λίγο μετά έκανα την υποστήριξη. Πάντα όμως είχα την έγνοια
να το τελειώσω. Αυτό εδέησε να γίνει μετά από 26 χρόνια. Από τα πρώτα δύο τρίτα
διάβασα τις υπογραμμίσεις, που δεν ήταν και λίγες. Είπα να γράψω και γι’ αυτό όπως
γράφω για όλα τα βιβλία που διαβάζω, όχι όμως και για όλες τις ταινίες που
βλέπω.
Ήδη κάθισα και έγραψα δυο λόγια στο facebook σχολιάζοντας
ένα απόσπασμα αμέσως μόλις το διάβασα. Είναι τα παρακάτω:
«Το πρόβλημα του αναγνώστη είναι να διακρίνει ανάμεσα στην γνησίως
λειτουργική δυσκολία και στα σκοτεινά σημεία που πηγάζουν από αφροντισιά,
υπεροψία ή απλή ανοησία» (σελ. 303).
Εγώ δεν έχω τέτοιο πρόβλημα. Τα σκοτεινά σημεία τα προσπερνώ. Και επειδή τα παραπάνω ισχύουν περισσότερο για την ποίηση, δεν διαβάζω ποίηση, παρά μόνο φίλων».
Εγώ δεν έχω τέτοιο πρόβλημα. Τα σκοτεινά σημεία τα προσπερνώ. Και επειδή τα παραπάνω ισχύουν περισσότερο για την ποίηση, δεν διαβάζω ποίηση, παρά μόνο φίλων».
Έκανα μια ακόμη σκέψη για το λόγο που δεν το τέλειωσα. Δεν
ήταν μόνο το ότι «δεν το χρειαζόμουν πια».
Σε τέτοιου είδους βιβλία γίνονται σχολιασμοί μυθιστορημάτων πολλά
από τα οποία δεν τα έχει διαβάσει ο αναγνώστης. Το ίδιο κι εγώ. Παρατήρησα ότι
αφομοίωνα πολύ καλύτερα αυτά που διάβαζα για βιβλία που ήξερα παρά για βιβλία
που δεν είχα διαβάσει. Μάλιστα, όταν έφτασα σε ένα σημείο όπου ο Booth σχολίαζε τον «Ξένο» του
Καμύ, σταμάτησα την ανάγνωση. Εδώ και χρόνια ήθελα να τον ξαναδιαβάσω, γιατί
μου άρεσε τότε που τον διάβασα φοιτητής. Έτσι και έκανα.
Αφού τον διάβασα και έκανα την ανάρτηση συνέχισα το βιβλίο, για να δω ότι και ο
Booth είχε τις
αμφιβολίες του για τον «Ξένο».
Πολλά και ενδιαφέροντα υπάρχουν σ’ αυτό το βιβλίο, το οποίο
θεωρείται κλασικό. Εγώ απλά θα παραθέσω, σχολιάζοντας, κάποιες από τις
υπογραμμίσεις που έκανα στο τμήμα του έργου που διάβασα τώρα. Να σημειώσω ότι
οι υπογραμμίσεις μου, μετά από 26 χρόνια, είχαν ελαττωθεί σημαντικά.
Στην προηγούμενη σελίδα (302) από όπου το παραπάνω
απόσπασμα, διαβάζω: «…φαίνονται να υπονοούν ότι η λογοτεχνία αν δεν είναι
δύσκολη, είναι κακή».
Αυτό δια της εις άτοπον απαγωγής. Τα ευπώλητα είναι πάντα
εύκολα, άρα...
«Το κυνήγι κρυμμένων συμβόλων και ειρωνείας τράβηξε μέχρι
την υπερβολή» (σελ. 368).
Έχω γράψει κι εγώ παλιά για τον φετιχισμό της αναζήτησης
κρυμμένων συμβόλων. Γέλασα πολύ όταν διάβασα κάποτε την απάντηση του Ελύτη όταν
τον ρώτησαν τι συμβολίζει η «Τρελή ροδιά»: -Τίποτα, είδα μια ροδιά που τη
φυσούσε ο άνεμος και εμπνεύστηκα το ποίημα. Όχι ότι είναι υπερερμηνεία το να
αναζητήσεις σύμβολα σαν αναγνώστης, εφόσον βέβαια το επιτρέπει το κείμενο (πιο
κάτω ο Booth μιλάει σχετικά
αναφερόμενος στον Θερβάντες), αλλά πολλοί όντως το παρατραβάνε.
«Μια ακόμη πιο ενοχλητική υποψία είναι ότι προτιμούν τη
σημασία από το συναίσθημα» (σελ. 369).
Το είχα γράψει σε σχέση με την τραγωδία. Όλοι αναζητούν
σημασίες, όμως ο Αριστοτέλης μιλάει για αισθήματα, φόβο και έλεο. Ο Νίτσε θα θεωρούσε
την εποχή μας, όπως θεωρούσε και την εποχή του Σωκράτη και του Πλάτωνα, σαν
εποχή παρακμής, εντελώς εγκεφαλική.
«Μαρτυρία από το βιβλίο δεν μπορεί ποτέ να είναι
αποφασιστική» (σελ. 369).
Ταιριάζει σαν κριτική του στρουκτουραλισμού, τουλάχιστον
μιας ακραίας εκδοχής του.
«Ένα έργο τέχνης που πρέπει να ερμηνευθεί έχει σε κάποιο
βαθμό αποτύχει» (σελ. 371).
Προσυπογράφω.
Αυτά τα ολίγα για τον Wayne Booth.
No comments:
Post a Comment