Monday, November 28, 2016

Ernest Hemingway, Ο ήλιος ανατέλλει ξανά



Ernest Hemingway, Ο ήλιος ανατέλλει ξανά (μετ. Γιάννης Γ. Θωμόπουλος), Μίνωας 1996, σελ. 276

  Το «Αποχαιρετισμός στα όπλα» είναι ένα από τα βιβλία που «έσωσα» από το λεβητοστάσιο όπου ήταν μπλοκαρισμένα. Αποφάσισα πριν το διαβάσω να διαβάσω το προηγούμενο μυθιστόρημα του Χέμινγουέϊ, το «Ο ήλιος ανατέλλει ξανά», που είναι και το πρώτο του.
  Έχουμε ξαναγράψει για τον Χέμινγουεϊ, και θα ξαναγράψουμε. Είναι από τους κορυφαίους αμερικανούς, και αυτός που μου αρέσει περισσότερο.
  Όλοι οι συγγραφείς λίγο πολύ αυτοβιογραφούνται στα έργα τους, όμως ο Χέμινγουεϊ αυτοβιογραφείται ίσως περισσότερο από όλους. Στο «Ο ήλιος ανατέλλει ξανά» μας μιλάει για τις ταυρομαχίες, τις οποίες είχε γνωρίσει από ταξίδια του στην Ισπανία, αρκετά διεξοδικά. Ο ήρωας-αφηγητής του είναι δημοσιογράφος, όπως και ο ίδιος. Περισσότερο βέβαια αυτοβιογραφείται στο «Αποχαιρετισμός στα όπλα», για το οποίο θα γράψουμε αμέσως μετά.
  Μια γυναίκα, και όχι δύο, όχι τρεις, αλλά τέσσερις άντρες είναι οι ήρωες της ιστορίας που μας αφηγείται ο Τζέηκ, ως ενδοδιηγητικός-ομοδιηγητικός αφηγητής. Η γυναίκα είναι η Μπρετ, η νοσοκόμα που τον περιποιήθηκε όταν τραυματίστηκε ως οδηγός ασθενοφόρου στον ιταλικό στρατό στον παγκόσμιο πόλεμο.
  Η Μπρετ είναι μια κούκλα με διαταραγμένο ψυχισμό. Μεθάει συχνά, περισσότερο από ότι οι άνδρες φίλοι της, και παρατάει τον ένα για τον άλλο. Ο πρώτος στη σειρά για τον οποίο μας μιλάει o Τζέηκ, η αληθινή της αγάπη, πέθανε από δυσεντερία. Δεν μας λέει για τη δική τους σχέση, αλλά ότι μετά παντρεύτηκε τον Λόρδο Άσλεϋ, χωρίς να τον αγαπά. Το διαζύγιο βγαίνει όπου να ’ναι. Και η ιστορία ξεκινάει με τους ήρωές μας να βρίσκονται στο Παρίσι.
  Πριν συνεχίσω, θα ήθελα να σχολιάσω κάτι.
  Πόσο καλά θυμόμαστε πράγματα που διαβάσαμε πριν; Ή πόσο καλά τα καταλάβαμε; Κάποιος συγγραφέας είπε ότι ένα βιβλίο δεν μπορούμε να το διαβάζουμε για πάνω από δεκαπέντε μέρες γιατί μετά ξεχνάμε αυτά που διαβάσαμε πριν. Αυτή την εμπειρία την έχουμε όλοι λίγο πολύ, αλλά εγώ επί πλέον έχω και ένα άλλο πρόβλημα: αν δεν ξεπετάξω ένα βιβλίο όσο πιο σύντομα γίνεται, χάνω σιγά σιγά το ενδιαφέρον μου γι’ αυτό, και πολλές φορές έχω συλλάβει τον εαυτό μου εντελώς απρόθυμο να το συνεχίσω.
  Δεν θυμόμουνα για την δήθεν ανικανότητα του Τζέηκ, λόγω τραυματισμού του στον πόλεμο. Στην ταινία (ναι, είδαμε και την ταινία του Henry King, 1957) γίνεται μια αναφορά, αλλά εγώ την κατάλαβα διαφορετικά.
  Τον έχει ψωνίσει ένα κορίτσι σε ένα μπαρ, και αφού την κέρασε κάμποσα ποτά πρέπει να συνεχίσουν με το «ψητό» (Ξαναβλέπω τη σκηνή, για τις ανάγκες αυτής της ανάρτησης). Βγαίνουν από το μπαρ. -Και τώρα πού πάμε; την ρωτάει. –Από σένα εξαρτάται. –Πάμε να χορέψουμε στο Bal Musette; -Ποιο είναι το πρόβλημα, δεν σου αρέσω; τον ρωτάει πιάνοντάς του το χέρι. [Προφανώς περίμενε να της προτείνει να πάνε κάπου να πηδηχτούνε]. –Μα και βέβαια μου αρέσεις. –Τότε γιατί; -Τραυματίστηκα στον πόλεμο. –I am sorry. –Αλήθεια, πώς σε λένε; -Ζωρζέτ.
  Δεν της λέει ότι είναι ανίκανος, απλά το αφήνει να υπονοηθεί. Και, όπως το κατάλαβα, το λέει για να την ξεφορτωθεί. Δεν έχει διάθεση να κάνει σεξ μαζί της, απλά ήθελε μια γυναικεία συντροφιά. Όμως παραπέρα στην ταινία γίνεται σαφής αναφορά στην ανικανότητά του.
  Και στο βιβλίο;
  «Με κοίταξε, περιμένοντας ένα φιλί. Άπλωσε το χέρι της και με άγγιξε, αλλά της έσπρωξα το χέρι. –Όχι αυτό. –Γιατί, είσαι άρρωστος; -Ναι. –Όλος ο κόσμος είναι άρρωστος. Κι εγώ άρρωστη είμαι. Βγήκαμε από τον Κεραμεικό…». 
  Μπορεί να μείνει κανείς ανίκανος λόγω τραυματισμού στον πόλεμο;
  Ναι. Ήταν η περίπτωση του Πωλ Φεγεράμπεντ. Το διάβασα πριν χρόνια στην αυτοβιογραφία του. Όμως δεν ήταν η περίπτωση του Τζέηκ.
  Δεν ήταν;
  Στο αγγλικό λήμμα της βικιπαίδειας διαβάζω «Jake Barnes—a man whose war wound has made him impotent». Όμως πιο πριν είχα ψάξει στο ίδιο το κείμενο. Στο ηλεκτρονικό αγγλικό έδωσα τη λέξη-κλειδί «impotent» και μου έβγαλε το παρακάτω απόσπασμα:
  "You don't work. One group claims women support you. Another group claims you're
impotent."
"No," I said. "I just had an accident."
  Αν κατάλαβα καλά, αρνείται ότι είναι ανίκανος, απλά είχε ένα ατύχημα.
  Η ανικανότητα αυτή δεν μου κολλάει με τη συνέχεια της ιστορίας.  Αλλά θα μιλήσουμε παρακάτω γι’ αυτό.
  Η Μπρετ τα φτιάχνει με τον Μάικ. Θα παντρευτούν. Όμως ο Κον είναι μαγεμένος με την ομορφιά της. Θα πάει μαζί του για ολιγοήμερες διακοπές, παρατώντας τον Μάικ· Όμως θα παρατήσει τον Κον και θα ξαναγυρίσει στον Μάικ. Ο Κον, τρελά ερωτευμένος μαζί της, δεν ξεκολλάει από την παρέα, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του Μάικ.
  Θα βρεθούν όλοι μαζί στην Παμπλόνα, να παρακολουθήσουν τις ταυρομαχίες. Εκεί η Μπρετ θα ξελογιαστεί με τον δεκαεννιάχρονο ταυρομάχο Ρομέρο (στην ταινία είναι εικοσιδυάχρονος), και θα παρατήσει πάλι σύξυλο τον Μάικ.
  Η παρέα θα σκορπίσει, και ο Τζέηκ θα πάρει ένα τηλεγράφημα από την Μπρετ που τον παρακαλεί να πάει να τη βρει στο τάδε ξενοδοχείο στη Μαδρίτη. Θα τρέξει. Θα του πει ότι παράτησε τον Ρομέρο πριν είναι πολύ αργά, και γι’ αυτόν, που ήθελε να την παντρευτεί, και γι’ αυτήν. Είναι τριαντατεσσάρων χρονών, τι μέλλον μπορεί να έχει μια τέτοια σχέση;
  Επί τέλους ήλθε στα λογικά της.
  Μήπως εδώ ο Χέμινγουεϊ εκδραματίζει τη δική του σχέση με την Agnes, επτά χρόνια μεγαλύτερή του, που τον παράτησε για έναν ιταλό αξιωματικό;
  Στο τέλος του μυθιστορήματος, αλλά και της ταινίας, τους βλέπουμε μαζί σε ένα ταξί. Και το μυθιστόρημα τελειώνει:
  «Στρογγυλοκάθισα στο βάθος του αμαξιού. Η Μπρετ ήλθε κοντά μου. Καθόμασταν πλάι πλάι. Την πήρα στην αγκαλιά μου και αυτή ζάρωσε πλάι μου. Ο αέρας ήταν καυτός και φωτεινός, και τα σπίτια είχαν μια τραχιά λευκότητα. Στρίψαμε στη Γκραν Βία.
  -Ω! Τζέηκ, είπε η Μπρετ. Θα μπορούσαμε να είμαστε τόσο ευτυχισμένοι μαζί.   
  …………………..
  -Και βέβαια, λέω, είναι πάντοτε ευχάριστο να το σκέφτεσαι».
  Και η ταινία; Πώς τελειώνει η ταινία;
  -Είσαι ο μόνος άνδρας που θα μπορούσα να αγαπήσω, Τζέηκ.
  -Λοιπόν, πού καταλήγουμε;
  -Δεν ξέρω.
  Ακουμπάει το κεφάλι της πάνω στον ώμο του.
  -Ω, αγάπη μου, κάπου πρέπει να υπάρχει για μας μια απάντηση γι’ αυτό.
  Της πιάνει την παλάμη με τα δυο του χέρια.
  -Σίγουρα υπάρχει.
  Και στο κλασικό τέλος, η κάμερα παρακολουθεί το αμάξι που απομακρύνεται.
  Αυτό δεν μοιάζει άραγε με χάπι εντ, τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στην ταινία; Δεν είναι βέβαια τόσο ξεκάθαρο, αλλά αυτό νομίζω γίνεται σκόπιμα από την πλευρά του Χέμινγουεϊ, καθώς η σχέση του με την Agnes την οποία εκδραματίζει εδώ δεν είχε happy end.  
  Να διαφωνήσω με τη βικιπαίδεια πάνω στο ζήτημα της ανικανότητας του Τζέηκ;
  Παράθεσα αποσπάσματα που στηρίζουν την άποψή μου. Είναι βέβαια και η αγάπη μου για τα χάπι εντ, και θέλω τους δυο ήρωες να τα ξαναφτιάχνουν.  
  Το «Αποχαιρετισμός στα όπλα» έκανε πάταγο. Ο λόγος, πιστεύω, είναι ότι αφενός υπάρχει το ρομάντζο, και αφετέρου ο πόλεμος είναι «πράξις σπουδαία», όπως θα έλεγε και ο Αριστοτέλης. Περισσότερο σπουδαία από τη ζωή στα μπαρ με τους ήρωες να μπεκροπίνουνε, όπως τους βλέπουμε στο «Ο ήλιος ανατέλλει ξανά».
  Και τα δυο έργα βρίθουν από διάλογο. Όμως δεν είναι ο θεατρικός διάλογος, όπου η οικονομία του θεατρικού έργου υποχρεώνει να έχει σχεδόν εξολοκλήρου σχέση με την πλοκή. Είναι διάλογος casual, μου έρχεται στο νου η αγγλική λέξη, ανέμελος, πρόχειρος, τυχαίος, διαβάζω τη μετάφραση στο λεξικό magenta. Είναι όμως δεικτικός για την προσωπογράφηση των ηρώων.  
  Δεν θυμάμαι πώς ήταν οι διάλογοι στο «Για ποιον κτυπά η καμπάνα» και στο «Να έχεις και να μην έχεις». Έχω την εντύπωση όμως ότι ήταν λιγότερο casual, παραχωρώντας περισσότερο χώρο στην αφήγηση.
  Αυτό είναι το πρόβλημα με τους συγγραφείς. Ένα σκηνοθέτη μπορώ να τον δω πακέτο και να συγκρίνω κάθε μεταγενέστερο έργο του με τα προηγούμενα. Όλες τις ταινίες του Όζου που βλέπω τώρα δεν χρειάζεσαι πάνω από εξήντα ώρες για να τις δεις. Όμως για να διαβάσεις όλα τα βιβλία ενός συγγραφέα χρειάζεσαι πολλαπλάσιες ώρες.  

No comments:

Post a Comment