Tuesday, December 13, 2016

Χριστόφορου Τσέρτικ, Η κόρη του Ιμάμη



Χριστόφορου Τσέρτικ, Η κόρη του Ιμάμη, Λάρισα 1973, σελ. 78



Το βιβλίο αυτό ήταν ανάμεσα σ’ εκείνα που ξέθαψα από το λεβητοστάσιο όπου ήταν καταχωνιασμένα. Διαβάζω την αφιέρωση: Στον αγαπητό φίλο μου Χαρ/μπον Δερμιτζάκην ως ενθύμιον. Εν Λαρίση τη 24η Δεκεμβρίου 1975.
  Ο Χριστόφορος Τσέρτικ (1896-1981) ήταν μια εξαιρετική προσωπικότητα. Αντιγράφω το σύντομο βιογραφικό του που βρίσκεται κάτω από την προτομή του.
  «Αξιωματικός του ρωσικού στρατού. Οπλαρχηγός των ελλήνων του Πόντου κατά των τούρκων. Δάσκαλος και πρωτεργάτης της δημιουργίας της Ολυμπιάδος. Βραβευμένος από την Πολιτεία για την κοινωνική του δράση». Ανάμεσα στη δράση αυτή, ξέρω, ήταν και οι ενέργειές του για την αποξήρανση μιας λίμνης-βάλτου, πρόξενος ελονοσίας στους γύρω κατοίκους.
  Πώς τον γνώρισα.
  Αντιγράφω από τις «Αυτοβιογραφικές σημειώσεις» μου.
  «Έχασα την υποτροφία, αλλά ουδέν κακόν αμιγές καλού. Για να πνίξω τη στενοχώρια μου αποφάσισα να μάθω ρώσικα. Και ξεκίνησα, αγοράζοντας από τη σειρά Assimil το βιβλίο «Τα ρώσικα χωρίς κόπο», που συνοδευόταν και με δίσκους, αυτά τα δισκάκια των 45 στροφών.
  Για την ακρίβεια ο τίτλος ήταν «Russian without toil». Μέσα στη χούντα δεν νομίζω  να κυκλοφορούσαν μέθοδοι εκμάθησης της ρώσικης γραμμένες στα ελληνικά.
  Εκείνη την εποχή διάβασα ότι και ο Μαρξ ήταν φοβερός κακογράφος. Ε, όσο να ’ναι, αυτό ήταν για μένα μια παρηγοριά.
  Στο στρατό υπηρέτησα ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Αφού έκανα επτά μήνες στην Κοζάνη πήγα στη Λάρισα, από όπου πήρα και το απολυτήριο».
  Από την Κοζάνη κουβάλησα στη Λάρισα και τα βιβλία μου, Μαρξ, Έγκελς, Λένιν, Λοκ, Μπέρκλεϋ, Χιουμ, Ντεκάρτ, Λάιμπνιτζ, την Assimil και δυο ρώσικα αναγνωστικά, της δευτέρας και της τετάρτης δημοτικού. Θυμάμαι ακόμη δυο στίχους από ένα ποίημα του Μαγιακόφσκι, νομίζω ήταν στο αναγνωστικό της δευτέρας, που είχα μάθει απ’ έξω.
  на ситцах, на бумаге, огонь на всём
  красные флаги несём!  несём! несём!
  Στα ρούχα, στα χαρτιά, σ’ όλα φωτιά.
  Κόκκινες σημαίες κουβαλάμε, κουβαλάμε, κουβαλάμε.  
  Πολύ αναρχικό μου φαίνεται σήμερα. Αν μάλιστα οι σημαίες αντί για κόκκινες ήταν μαύρες θα ήταν ολότελα αναρχικό.
  Στη Λάρισα γνώρισα τον Χριστόφορο Τσέρτικ. Ο φίλος μου ο Θανάσης, που με στρατολόγησε στη Νέα Αριστερά, όταν του είπα ότι μαθαίνω ρώσικα μου είπε πως γνωρίζει κάποιον που ξέρει ρώσικα και θα μπορούσε να μου κάνει μάθημα.
  Ο κάποιος αυτός ήταν ο Χριστόφορος Τσέρτικ.
  Δεν θυμάμαι πόσα μαθήματα έκανα μαζί του. Αυτός με έμαθε να γράφω, γιατί βέβαια δεν γράφουμε τα γράμματα όπως τα βλέπουμε στα βιβλία, τουλάχιστον όχι όλα. Και μου έκανε δώρο τότε την «Ηρωίδα του Αστραχάν». Την έχω στην Κρήτη, θα κοιτάξω να την ξαναδιαβάσω.
  Στην αφιέρωση βλέπω την ημερομηνία, 24 Δεκεμβρίου 1975. Αναρωτήθηκα: εγώ είχα απολυθεί στις 25 Αυγούστου. Πώς έγινε;
  Και θυμήθηκα.
  Είχα πάει στη Λάρισα για να πληρωθώ το δώρο των Χριστουγέννων. Δεν ήταν πολλά λεφτά, αφού θα έπαιρνα μόνο ότι αναλογούσε από το Πάσχα μέχρι την ημερομηνία απόλυσής μου, όμως δεν ήταν και να τα περιφρονήσω. Τότε πήγα και τον συνάντησα και μου το έκανε δώρο.
  Από τότε δεν ξανασυναντηθήκαμε. Στη Λάρισα πέρασα μετά από 27 χρόνια, βράδυ, και έκανα μια περιδιάβαση για μόλις μια ώρα, στη ΔΣΣ, στην πλατεία, και στο δρόμο που ήταν το σπίτι που έμενα, ένα παλιό αρχοντικό που, όπως μου είπαν τότε, είχαν γυριστεί εκεί κάποιες σκηνές από ένα έργο με τη Βουγιουκλάκη. Στη θέση του υψωνόταν τώρα μια πολυκατοικία.
  Την «Κόρη του Ιμάμη» την έβαλα στην άκρη μαζί με κάποια άλλα βιβλία, για να την ξαναδιαβάσω.
  Ως υπότιτλο έχει «Ποντιακό συναισθηματικό ειδύλλιο», και σαν μοτίβο της τα «Σύνορα της αγάπης».
  Έχω γράψει πολλές φορές για αυτό το μοτίβο, που είναι ο έρωτας δυο ατόμων που τους χωρίζουν εθνικά και/ή θρησκευτικά σύνορα, ή οικογενειακές αντιθέσεις. Παγκόσμια είναι γνωστός ο έρωτας του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, και πανελλαδικά γνωστός ο έρωτας της Κατερινιώς και του Μανούσου. Φορτουνάκαινα η Κατερινιώ, Βροντάκης ο Μανούσος, άσβεστο μίσος χωρίζει τις δυο οικογένειες, όμως ο έρωτας τελικά θα θριαμβεύσει, και η Κατερινιώ (Αλίκη Βουγιουκλάκη) θα σμίξει με τον αγαπημένο της Μανούσο (Δημήτρη Παπαμιχαήλ).
  Ο Χασάν, που στην πραγματικότητα ήταν κρυπτοχριστιανός με το όνομα Γιάννης Αϊδονίδης, ζούσε αρμονικά με τον γείτονά του τον Ιμάμη. Τα δυο παιδιά τους, ο Αλέξης και η Μεϊμάρα, ήταν αξεχώριστα. Μεγαλώνοντας, η στενή φιλία έγινε έρωτας. Και βέβαια οι γονείς δεν άργησαν να το αντιληφθούν. Ο Χασάν είχε στο μεταξύ αποκαλυφθεί ως κρυπτοχριστιανός, όταν κατέλαβαν την περιοχή οι ρώσοι, το 1916, κάτι που αγνοούσα και το έμαθα διαβάζοντας το «Σέρρα, η ψυχή του Πόντου» του Γιάννη Καλπούζου. Οι φιλικές σχέσεις των δυο οικογενειών βέβαια δεν διαταράχθηκαν, όμως ο Ιμάμης ήθελε πάση θυσία να αποθαρρύνει αυτό το ειδύλλιο, μια και στο Ισλάμ απαγορεύεται ο γάμος με άτομο άλλου θρησκεύματος. Το ίδιο και ο πατέρας του Αλέξη.
  «Οι Κρυπτοχριστιανοί το είχαν ωστόσο παράδοση να μη δίνουν ποτέ κορίτσι τους σε Τούρκους. Το ίδιο και οι Τούρκοι, να μην κάνουν κι αυτοί γαμπρό Χριστιανό. Μήτε να δίνουν –μ’ άλλα λόγια – μήτε να παίρνουν. Μπορούσαν σαν γείτονες αγαπημένοι, σαν στενοί φίλοι, να συζητούσαν για χίλια δυο πράγματα, για τη ζωή, για τα βάσανα και για τους μόχθους του κόσμου. Ποτέ ωστόσο δεν μιλούσαν για συγγένευση, για συμπεθέριασμα, σαν να το είχαν φυσικό φραγμό που ορθώθηκε μπροστά τους από τις διαφορετικές θρησκείες τους. Ο Κρυπτοχριστιανός αυτός δεν εκδήλωνε θερμή προσήλωση στη θρησκεία του Μωάμεθ. Σπάνια πήγαινε τις Παρασκευές στο τζαμί. Και η όλη του αδιάφορη στάση γι’ αυτήν προξενούσε υποψίες στον Ιμάμη…
  Σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα των Κρυπτοχριστιανών δηλαδή, ο Τούρκος γαμπρός, που θα ’θελε να πάρει μια Κρυπτοχριστιανή, έπρεπε να ασπασθεί τον Χριστιανισμό» (σελ. 13-14).
  Ο Ιμάμης λοιπόν, για να αποθαρρύνει το ειδύλλιο, έστειλε την κόρη του στην κουνιάδα του, στην πόλη, πολλά χιλιόμετρα μακριά, μαζί με τη μητέρα της, τάχα να την περιποιηθούν, γιατί ήταν άρρωστη. Ο χωρισμός των δυο νέων τους έριξε σε μαύρη απελπισία. Ο Αλέξης ήταν τότε δεκαοκτώ χρονών και η Μεϊμάρα, το τούρκικο της Μαρίας, δεκαέξι.
  Ο Αλέξης είναι αποφασισμένος. Θα πάει να κλέψει την Μεϊμάρα. Σ’ αυτό θα τους βοηθήσει ο ρώσος φρούραρχος της πόλης. Θα τους φυγαδεύσουν στο Καρς. Ο πατέρας του Παύλου που τους συνόδευσε θα γίνει ο κουμπάρος στο γάμο τους. Πιο πριν η Μεϊμάρα θα βαπτισθεί και θα πάρει το χριστιανικό όνομα της Μεϊμάρας, που είναι Μαρία. Θα συναντήσουν και τον αδελφό του Αλέξη που είχε έλθει στο Καρς και θα ενημερωθούν και οι οικογένειες, για να μην ανησυχούν.
  Ο Χριστόφορος Τσέρτικ εστιάζει στον έρωτα. Υπάρχει το σασπένς για το αν θα ευοδωθεί τελικά, αλλά τίποτα παραπέρα. Δεν ενδιαφέρεται να κάνει πιο περίπλοκη την ιστορία του για να μη μετατοπιστεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Θα μπορούσε για παράδειγμα να βάλει διάφορα προσκόμματα στην απαγωγή αυτή, όμως τη βλέπουμε να κυλάει εντελώς ομαλά, σαν να φρόντισε ένας θεός από πάνω, όχι μόνο απομακρύνοντας κάθε τυχόν εμπόδιο, αλλά βάζοντας στο δρόμο των δυο νέων ανθρώπους καλοδιάθετους που προθυμοποιούνται να τους βοηθήσουν.
  Το «Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα» δεν ικανοποιεί τον Χριστόφορο Τσέρτικ. Έτσι τελειώνει τη νουβέλα του ως εξής:
  «Βέβαια, οι καλόκαρδοι γονείς τους όχι μόνο δεν τους κράτησαν καμιά κακία, αλλά πολύ γρήγορα λησμόνησαν όσα είχαν συμβεί.
  Εδώ τελειώνει η αφήγηση [του προέδρου του Σεβδίκιοϊ στον συγγραφέα και τον αδελφό του, που έγινε εκείνη την εποχή. Η ιστορία είναι εγκιβωτισμένη]. Χρόνια πολλά πέρασαν από τότε που άρχισε η συναισθηματική περιπέτεια του Αλέξη και της Μαρίας.
  Οι ήρωές μας με το ξερίζωμα των Ελλήνων του Πόντου βρέθηκαν στην αγκαλιά της Μητέρας Πατρίδας. Έχουν εγκατασταθεί σ’ ένα από τα ακριτικά χωριά της Μακεδονίας.
  Ο Αλέξης και η Μαρία απέχτησαν απογόνους, παιδιά και εγγόνια, που μεγάλωσαν. Σήμερα ευημερούν και ζουν ευτυχισμένοι».
  Υπάρχει πιο ευτυχισμένο, happy, τέλος, end; Αν εξαιρέσουμε βέβαια τον ξεριζωμό.
  Θα παραθέσουμε όμως δυο αποσπάσματα ακόμη.
  «Η μητέρα μου μού είπε, πώς ο ήλιος θαμπώνει το φως του μόλις δει παιδιά που δεν πλύθηκαν το πρωί» (σελ. 13).
  Έξυπνο!!!
  Ο Σελήμ ο Ιμάμης λέει στη γυναίκα του:
  «-Είναι αδύνατο να συγγενέψομε με Χριστιανούς! Η Θρησκεία μας χωρίζει. Μέχρι χθες ο Χασάν ήταν Μουσουλμάνος, αλλά τώρα μάθαμε ότι είναι Χριστιανός. Αυτό που σου είπα μην το παίρνεις γι’ αστείο!
-Μα τι μπορώ να κάνω εγώ! Είπε με κάποια αγανάκτηση η γυναίκα του.
-Να της βάλεις φερετζέ, όπως γίνεται με όλα τα κορίτσια της ηλικίας της, είπε ο Ιμάμης.
-Σελίμ, δεν τον θέλει τον φερετζέ, επαναστατεί όταν ακούει φερετζέ. Μια μέρα μάλιστα μου είπε: Μαμά, καλύτερα πνίξε με, παρά να με φορέσεις φερετζέ! Τι συνήθεια είναι αυτή; Γιατί τα κορίτσια των Ρωμιών δεν βάζουν φερετζέ; Γιατί να κρύψω το πρόσωπό μου;… Όχι! Όχι! δεν το βάζω…
-Σουσάνα, μια που συ….» (σελ. 25-26).
  Σουσάνα είναι η γυναίκα του Ιμάμη. Και θυμήθηκα μια άλλη ιστορία «Τα σύνορα της αγάπης», πραγματική, που διαδραματίστηκε στην Κρήτη και έγινε τραγούδι. Η Σουσάνα ή Σούσα ήταν χριστιανή, και αγάπησε τον Σαλή Μπαχρή. Ο αδελφός της όταν το έμαθε, αντίθετα από ό,τι έκαναν οι πρόγονοί μου που σκότωσαν τον τούρκο (γράφω σχετικά σε μια από τις «Κατωχωρίτικες ιστορίες» μου), μαχαίρωσε την ίδια. Και ο Σαλή Μπαχρής, απελπισμένος, μαχαιρώνεται δίπλα της. Τους έθαψαν μαζί. Σε μια άλλη παραλλαγή όμως που έχει μάλιστα μελοποιηθεί, ο αδελφός της σκοτώνει τον τούρκο ενώ για τη δική της αυτοκτονία δεν μιλάει. Έχω γράψει σχετικά στο βιβλίο μου «Η λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας».  
  Με συγκίνησε πολύ αυτή η ιστορία του Χριστόφορου Τσέρτικ, όχι μόνο γιατί είναι συναρπαστική και τη διηγείται με λιτό και απέριττο ύφος, αλλά και γιατί με γέμισε με αναμνήσεις.
  Και, πάντα στο τέλος, οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι. Αυτή τη φορά βρήκα μόνο ένα.
  Όλο το απομεσήμερο εκείνης της ημέρας (σελ. 54).

No comments:

Post a Comment