Χόρχε Λουίς
Μπόρχες, Διερευνήσεις (μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης) Ύψιλον 1990, σελ. 242
Μετά τα «Σιαμαία και ετεροθαλή» του Κωστή Παπαγιώργη, ένα ακόμη μισοδιαβασμένο
βιβλίο που ανακάλυψα ξεμπλοκάροντας τα βιβλία μου που βρίσκονταν στο
λεβητοστάσιο είναι και οι «Διερευνήσεις» του Χόρχε Λουίς Μπόρχες.
Για τον Μπόρχες έχουμε ξαναγράψει, και
συγκεκριμένα για μια επιλογή δοκιμίων του που έκανε ο Αχιλλέας Κυριακίδης και εκδόθηκαν
από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» το 2007 και έχει τον τίτλο «Δοκίμια». Εκεί γράφω πάρα πολλά για τον Μπόρχες, και γι’ αυτό θα παραπέμψω στη
βιβλιοκριτική μου αυτή. Εδώ απλά θα παραθέσω και θα σχολιάσω κάποια αποσπάσματα
από αυτά που έχω υπογραμμίσει.
Να προσθέσω ότι τα «Δοκίμια» είναι ένα από τα
βιβλία που αγόρασα με την δωροεπιταγή από το βιβλιοπωλείο της Εστίας που μου
έκανε δώρο ο φίλος μου ο Νίκος ο Παναγιώτου, ο φαρμακοποιός (Λυσίου 6, απέναντι
από Λυσίου 9 που κάθισα με νοίκι όταν παντρεύτηκα), που τον βοήθησα τότε με την
εγκατάσταση του υπολογιστή στο φαρμακείο του. Του έβαλα τις φωνές, γιατί το
θεώρησα σαν μια περίπου αμοιβή. Όμως χωρίς τη δωροεπιταγή εκείνη δεν νομίζω ότι
θα αγόραζα τα «Δοκίμια» του Μπόρχες, πανάκριβα, 40 τόσα ευρώ. Η κρίση είχε
ξεκινήσει. Παρεμπιπτόντως, μια φάρσα που σκάρωσα στο Νίκο, ξεπληρώνοντάς τον για ένα σωρό φάρσες που μου είχε
κάνει ο ίδιος, την έγραψα σε μια από τις «Εύθυμες κατωχωρίτικες και άλλες ιστορίες» που έχει ακριβώς αυτό τον τίτλο: «Η
φάρσα».
Σήμερα είναι του αγίου Νικολάου. Θα του
ευχηθώ και από αυτές τις γραμμές να είναι πολύχρονος.
Αντιγράφω ένα απόσπασμα από αυτή την
βιβλιοκριτική:
«Ακόμη απόκτησα πολύτιμες
βιογραφικές πληροφορίες για αρκετούς ποιητές αλλά και άλλους διανοούμενους,
όπως για τον Καρλάιλ που τον ήξερα ελάχιστα και τον Σβέντενμποργκ που μου ήταν
εντελώς άγνωστος. Περιττό να πω ότι οι βιογραφικές αυτές πληροφορίες δεν έχουν
καμιά σχέση με τα στεγνά λήμματα των εγκυκλοπαιδειών, γι’ αυτό πιστεύω ότι θα
μείνουν για αρκετό χρόνο χαραγμένες στη μνήμη μου».
Ε, λοιπόν, μετά από πέντε χρόνια δεν θυμάμαι τίποτα. Τελικά το μόνο
σίγουρο κέρδος που μας προσφέρει ένα βιβλίο είναι η ευχαρίστηση που νοιώθουμε
διαβάζοντάς το.
Πριν παραθέσω αποσπάσματα, να πω ότι οι εμμονές του Μπόρχες, ειδικά αυτή
με τον χρόνο, δεν με αγγίζουν καθόλου. Ακόμη, τα φιλοσοφούντα δοκίμια για τους
Μπέρκλεϋ και Χιουμ τα διάβασα με δυσκολία. Καθώς έχω δηλώσει ότι φιλοσοφικά
είμαι «απλοϊκός ρεαλιστής», ο ιδεαλισμός με ξενίζει απόλυτα. Όμως στην διένεξη
μεταξύ νομιναλισμού και ρεαλισμού είμαι με τον νομιναλισμό. Το «τραπέζι» είναι
μια γενίκευση και όχι μια πραγματική ιδέα στον πλατωνικό ουρανό.
Ξαναδιαβάζοντας για να παραθέσω αποσπάσματα βρήκα ένα που ξεκαθαρίζει
καλύτερα αυτή τη διένεξη:
«Ο Coleridge παρατηρεί ότι όλοι οι
άνθρωποι γεννιούνται η αριστοτελικοί ή πλατωνικοί. Οι δεύτεροι θεωρούν ότι οι
ομοταξίες, οι τάξεις και τα γένη είναι πραγματικότητες· οι πρώτοι, ότι είναι
γενικεύσεις· γι’ αυτούς, η γλώσσα δεν είναι παρά ένα προσεγγιστικό παιχνίδι συμβόλων·
για τους άλλους, είναι ένας χάρτης του σύμπαντος» (σελ. 145).
Και:
«Ο νομιναλισμός, πάλαι ποτέ νεωτερισμός ελάχιστων ανθρώπων, σήμερα
αγκαλιάζει όλο τον κόσμο· η νίκη του είναι τόσο ευρεία και τόσο ολοκληρωτική,
ώστε το όνομά του πια είναι άχρηστο. Κανείς δεν δηλώνει νομιναλιστής, γιατί
είναι αδύνατο να είναι κάτι άλλο» (σελ. 146).
Θα ξεκινήσω από τον επίλογο. Ο Μπόρχες μιλάει για τις δυο τάσεις που
διαπίστωσε στο έργο του. Μας ενδιαφέρει η πρώτη που είναι «να εκτιμώνται οι
θρησκευτικές ή φιλοσοφικές ιδέες επί τη βάσει της αισθητικής τους αξίας, αλλά
και του τυχόν μοναδικού και θαυμαστού που εμπεριέχουν. Ίσως αυτό να αποτελεί
ένδειξη ενός ανίατου σκεπτικισμού» (σελ. 187).
Εγώ νομίζω έχω πάει ένα βήμα παραπέρα: στις θρησκευτικές και φιλοσοφικές
ιδέες βλέπω κι εγώ μόνο μια αισθητική αξία, που όμως δεν πέφτω θύμα της, όπως
πέφτουν οι πολλοί, απαράλλαχτα όπως στην προπαγάνδα και τη διαφήμιση. Γι’ αυτό
προτιμώ βιβλία που μου προσφέρουν γνώση (Μαρξ, Φρόιντ, Κόνραντ Λόρεντς,
ιστορίες και βιογραφίες, της φιλοσοφίας και των φιλοσόφων μη εξαιρουμένων,
κ.λπ.) ή απόλαυση (λογοτεχνία).
Και, ξεφυλλίζοντας, βλέπω ότι ένα υπογραμμισμένο απόσπασμα το παραθέτω
και στη βιβλιοκριτική μου για τα «Δοκίμια». Νόμιζα ότι ο Κυριακίδης είχε κάνει
επιλογή από τα μη δημοσιευμένα. Παρακάτω βλέπω και δεύτερο απόσπασμα που έχω
παραθέσει.
Και ένα απόσπασμα αυτοκριτικής:
«Στη διάρκεια μιας ζωής αφιερωμένης στα γράμματα και (κατά καιρούς) στη
μεταφυσική σύγχυση, διείδα…» (σελ. 165).
Εγώ ευτυχώς ξέμπλεξα νωρίς από τη μεταφυσική σύγχυση.
Το δοκίμιο «Για τους κλασικούς» το βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Θα
παραθέσω αποσπάσματα.
«Τι είναι σήμερα ένα κλασικό βιβλίο; Έχω προ χειρών τους αναμφίβολα
τεκμηριωμένους και διαφωτιστικούς ορισμούς το Eliot, του Arnold και του Sainte-Beuve, και θα μου προσέδιδε χαρά να συμφωνήσω με αυτούς τους επιφανείς
στοχαστές, δεν θα τους συμβουλευτώ όμως. Έχω περάσει πια τα εξήντα·
οποιονδήποτε στην ηλικία μου, δεν τον ενδιαφέρουν τόσο οι συμπτώσεις κι οι
καινοτομίες, όσο αν αυτό που πιστεύει είναι αληθές. Θα περιοριστώ, επομένως, να
εκφράσω τις σχετικές σκέψεις μου» (σελ. 183).
Είμαι και εγώ ένας από αυτούς τους οποιουσδήποτε που έχουν περάσει τα
εξήντα. Να επαναλάβω άλλη μια φορά ότι όταν γράφω μια κριτική, είτε για βιβλίο
είτε για ταινία, ποτέ δεν διαβάζω τι έχουν γράψει άλλοι. Με ενδιαφέρει να
καταθέσω στην οθόνη του υπολογιστή αυτό που έχω προσλάβει εγώ.
«Για τους Γερμανούς και τους Αυστριακούς, ο Faust είναι ένα έργο ιδιοφυές· για άλλους, είναι μια από τις πιο ξακουστές
μορφές της πλήξης» (σελ. 185).
Ναι, ούτε εμένα με ενθουσίασε ιδιαίτερα ο Φάουστ του Γκαίτε, παρόλο που βρίσκω πολύ ενδιαφέροντα τον μύθο. Μπορεί να φταίει
που είναι ποίημα.
Παρεμπιπτόντως, μια και μιλάμε για γερμανούς, νομίζω ότι μας έχουν
επηρεάσει απίστευτα. Οι γερμανομαθείς το ξέρουν, όλα τα ουσιαστικά οι γερμανοί
τα γράφουν με κεφαλαίο γράμμα στην αρχή. Εμείς γιατί να γράφουμε το Γερμανούς
και Αυστριακούς με κεφαλαία; Να το χρεώσουμε στον Κυριακίδη ή στον επιμελητή;
Εγώ πάντως επιμένω στα μικρά, αν και καμιά φορά βαριέμαι επειδή με διορθώνει το
word υπογραμμίζοντας ως λάθος. Όχι σε όλα, τα εθνικά ονόματα όπως «γερμανός»
για παράδειγμα δεν μου τα υπογραμμίζει. Ας μη γινόμαστε λοιπόν βασιλικότεροι
της Microsoft.
«Δεν έχω τάλαντο εικονοκλάστη. Γύρω στο ’30, υπό την επίδραση του Macedonio Fernández, πίστεψα πως η ομορφιά είναι προνόμιο ελάχιστων συγγραφέων· σήμερα ξέρω
πως είναι διάσπαρτη και πως καραδοκεί στις τυχαίες σελίδες μια μετριότητας ή σε
μια κουβέντα του δρόμου» (σελ. 184).
Να το επαναλάβω άλλη μια φορά, έχω διαβάσει μαντινάδες-διαμάντια που
τύφλα να ’χουν και οι πιο ωραίοι στίχοι των καλύτερων ποιητών μας, όπως και
χιουμοριστικές ατάκες και ανέκδοτα που θα τα ζήλευαν οι καλύτεροι κωμωδιογράφοι.
Και τέλος:
«Κλασικό (το επαναλαμβάνω) δεν είναι κατ’ ανάγκην ένα βιβλίο που
διαθέτει αυτές ή τις άλλες αρετές· είναι το βιβλίο που οι ανθρώπινες γενεές,
ωθούμενες από διάφορους λόγους, διαβάζουν με προκαταβολική θέρμη και με μια
ανεξήγητη αφοσίωση» (σελ. 185).
Θα διαφωνήσω. Κλασικό είναι ένα έργο για το οποίο έχουν αποφανθεί οι
αιώνες, και δύσκολα ένα έργο που σήμερα θεωρείται κλασικό θα πάψει να είναι
κλασικό. Μπορεί ο Φάουστ να μην μου αρέσει ιδιαίτερα, αλλά είναι έργο κλασικό.
Και αυτό το «ανθρώπινες γενεές» είναι πολύ αφηρημένο. Υπάρχουν τόσοι και τόσοι
που δεν δείχνουν καμιά προκαταβολική θέρμη και ανεξήγητη αφοσίωση να διαβάσουν
κλασικά έργα. Εγώ, τώρα μόλις έβαλα πρόγραμμα να διαβάσω την «Αινειάδα» (τα
αποσπάσματα που κάναμε πρωτοετείς στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών δεν μετράνε) και
τη «Θεία κωμωδία». Μόλις αυτό το καλοκαίρι διάβασα την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια», και
τόσο ενθουσιάστηκα που τα ξαναδιάβασα για δεύτερη φορά (την «Οδύσσεια» την
τελειώνω τώρα). Βέβαια καθυστέρησα γιατί ήθελα να τα διαβάσω στο πρωτότυπο, και
ήξερα ότι αυτό θα μου έπαιρνε χρόνο.
Όταν διάβασα το μισό περίπου βιβλίο, πριν είκοσι τόσα χρόνια, δεν είχα
τη μανία να ανιχνεύω τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους. Στο δεύτερο μισό που
διάβασα τώρα σταχυολόγησα δύο.
Απ’ τα μυθιστορήματα του υπό κρίσιν
είδους (σελ. 128)
Η καθαρή παράσταση ομογενών πραγμάτων
(σελ. 174)
No comments:
Post a Comment