Babak
Anvari, Under the
shadow (2016)
Θα γίνω βαρετός, αλλά θα επαναλάβω για άλλη μια
φορά: περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Δεν μου αρέσει ο μοντερνισμός, προτιμώ την
κλασική αφήγηση. Δεν μου αρέσει ο κινηματογράφος με την κατακερματισμένη
αφήγηση, μια μορφή του ποιητικού (Χοντορόφσκι, Ιναρίτου, David Lynch, κ.ά., τουλάχιστον στα έργα τους που είδα), τον οποίο αντιδιαστέλουν με
την κλασική αφήγηση την οποία χαρακτηρίζουν υποτιμητικά χολιγουντιανή γιατί την
ακολουθεί το Χόλυγουντ, ξεχνώντας ότι αυτή την αφήγηση ακολουθούν στα έργα τους
ο Κουροσάβα και ο Όζου, οι κινέζοι και οι ιρανοί.
Δεν μου αρέσουν τα thriller, και προπαντός τα horror. Βλέπω ευχάριστα war και adventures, καθώς και western βέβαια, μια παλιά μου αγάπη, και
λιγότερο τα αστυνομικά. Οι κωμωδίες μου αρέσουν πάρα πολύ αν είναι καλές,
ξέροντας ότι είναι για να μου φτιάξουν τη διάθεση. Αλλά top θεωρώ τις drama, αυτές που εμείς χαρακτηρίζουμε κοινωνικές, και
αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών σινεφίλ. Είναι το αντίστοιχο
της λογοτεχνίας, ενώ τα άλλα συγγενή είδη συνήθως τα χαρακτηρίζουν
παραλογοτεχνικά.
Δεν μου αρέσουν τα thriller και τα horror, όμως καμιά φορά κάνω εξαιρέσεις. Μια
εξαίρεση είναι όταν βλέπω πακέτο ένα σκηνοθέτη που τυχαίνει να σκηνοθετήσει μια
τέτοια ταινία. Έτσι είδα για παράδειγμα το «Ψυχώ» του Gus van Sant, remake του γνωστού έργου του Χίτσκοκ, και τον
«Αντίχριστο» του Lars von Trier. Το «Arsenic and Old Lace» του Frank Capra, που επίσης
βλέπω πακέτο τώρα, είναι μια απολαυστικότατη «μαύρη κωμωδία». Όμως έχω δει
μαύρες κωμωδίες που ήταν περισσότερο μαύρες παρά κωμωδίες, και δεν μου άρεσαν.
Μια ακόμη εξαίρεση: καθώς είμαι φαν του
ιρανικού κινηματογράφου θα δω όποια ιρανική ταινία πέσει στα χέρια μου. Έχω
δει, ελάχιστα είναι αλήθεια, ιρανικά θρίλερ. Οι περισσότερες ιρανικές ταινίες
είναι drama. Και,
παρεμπιπτόντως, θα δω τα θρίλερ που μας προγραμματίζει για τις επόμενες
προβολές του ο Γιάννης ο Καραμπίτσος στο Σχολείο του Σινεμά.
Η ταινία «Κάτω από τη σκιά» είναι τρόμου, και
είναι η πρώτη ταινία του ιρανικής καταγωγής Babak Anvari.
Η υπόθεση του έργου τοποθετείται στα χρόνια
του πολέμου Ιράν-Ιράκ (1980-1988). Η Σιντέ μένει μόνη της με την μικρή κόρη της
την Ντόρσα στο διαμέρισμά τους. Ο άντρας της, γιατρός, έχει επιστρατευθεί. Της
λέει να πάει στα βόρεια, στους γονείς του, για να είναι ασφαλείς. Αυτή
αρνείται. Όταν όμως ένας ιρακινός πύραυλος τρυπήσει την ταράτσα της
πολυκατοικίας τους χωρίς να εκραγεί, θα την εγκαταλείψουν όλοι οι ένοικοι σιγά
σιγά. Το υπόγειο στο οποίο κατέφευγαν κατά τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς δεν
είναι πια ασφαλές.
Και περνάμε στο φανταστικό του horror. Η Ντόρσα βλέπει μια γυναίκα. Της μιλάει
γλυκά. Θέλει να την πάρει μαζί της, θα την φροντίσει καλύτερα.
Η Ντόρσα έχει χάσει την κούκλα της την Κίμια.
Ζητάει από τη μητέρα της να τη βρει. Αυτή ψάχνει, δεν την βρίσκει.
Και η Σιντέ επίσης αρχίζει να βλέπει
πράγματα. Είναι εφιάλτες ή παραισθήσεις; Στην αρχή εμφανίζονται σαν εφιάλτες: ο
άνδρας της δίπλα στο κρεβάτι που ξαφνικά αλλάζει πρόσωπο τρομάζοντάς την. Όμως μετά
φαίνονται να είναι κάτι περισσότερο από παραισθήσεις, φαίνονται πραγματικά.
Όπως και η κόρη της βλέπει και αυτή την
παράξενη γυναίκα. Τρομάζει.
Όταν και οι τελευταίοι ένοικοι φεύγουν από
την πολυκατοικία ξέρει ότι δεν έχει άλλα περιθώρια να μείνει. Όμως το κοριτσάκι
της αρνείται. Λέει ότι θα πεθάνει αν δεν βρουν την Κίμια. Τι να κάνει η μητέρα
του, θα ψάξει παντού.
Οι σκηνές τρόμου στο τέλος είναι
εντυπωσιακές.
Θα βρουν επί τέλους την Κίμια σε ένα
κλειδωμένο συρτάρι, κομματιασμένη. Θα τη συναρμολογήσει και θα πάρει την κόρη
της να φύγουν. Η πόρτα του γκαράζ όμως δεν ανοίγει. Με όπισθεν θα τη σπάσει.
Επί τέλους, γλίτωσαν.
Γιατί το λέω αυτό.
Γιατί τα έργα τρόμου, τουλάχιστον αυτά που
έχω δει, δεν έχουν καθόλου ευχάριστο τέλος, όπως π.χ. αυτό με τον
χαρακτηριστικό τίτλο «No one lives» με την Laura Ramsey.
Διαβάζω στον σύνδεσμο που παραπέμπω ότι στο
έργο αυτό ο σκηνοθέτης εκδραματίζει τους δικούς του φόβους, καθώς έζησε τον
τρόμο των βομβαρδισμών στην Τεχεράνη, ακριβώς όπως και η Ντόρσα. Αλλά και η Narges Rashidi που ενσαρκώνει την Σιντέ έζησε τις ίδιες καταστάσεις, και η
ταινία της έδωσε την ευκαιρία, μας λέει, να εκδραματίσει και τους δικούς της
τρόμους εκείνης της εποχής.
Βλέπουμε και την κριτική στο καθεστώς
Χομεϊνί. Στην αρχή της ταινίας η Σιντέ ζητάει να συνεχίσει τις σπουδές της στην
ιατρική. Ο υπεύθυνος της λέει να μην τρέφει φρούδες ελπίδες. Συμμετείχε σε μια
αριστερή οργάνωση την εποχή της επανάστασης (1979), οπότε απορρίπτεται το
αίτημά της.
Όλες οι δικτατορίες είναι οι ίδιες. Θυμάμαι,
την εποχή της Χούντας, το 1967, ένας κοντοχωριανός μου, συγχωρεμένος τώρα,
πανεπιστημιακός, πέρασε στη φυσικομαθηματική. Δεν τον άφησαν να εγγραφεί. Είχε
τον πατέρα, ή κάποιο θείο, δεν θυμάμαι, χαρακτηρισμένο αριστερό. Ευτυχώς ήταν
παιδί της εκκλησίας, βοηθούσε τον παπά, μεσολάβησε ο Δεσπότης, και έτσι
κατάφερε να εγγραφεί. Φαντάζομαι ότι άλλα παιδιά δεν ήταν το ίδιο τυχερά.
Η Σιντέ αλαφιασμένη με τις παραισθήσεις της παίρνει
την Ντόρσα στην αγκαλιά και ορμάει στους δρόμους. Ξέχασε να φορέσει το τσαντόρ.
Τη συλλαμβάνουν. Χάρη στη μεσολάβηση κάποιου γλίτωσε τις βουρδουλιές.
Και κάτι που αγνοούσαμε: το βίντεο
απαγορευόταν. Η Σιντέ χρησιμοποιούσε μια κασέτα με τον Τζέην Φόντα που έδειχνε
γυμναστικές ασκήσεις, για να γυμνάζεται. Όταν κτύπησε η πόρτα του διαμερίσματος
το έκρυψε τρομαγμένη. Προειδοποίησε την κόρη της που της είχε τάξει να δει
βίντεο να μην μιλάει γι’ αυτό όταν έχουν επισκέπτες γιατί είναι απαγορευμένο.
Η ταινία, διαβάζω, είχε πολύ καλές κριτικές.
Και εμένα μου άρεσε.
No comments:
Post a Comment