Saturday, February 25, 2017

Italo Calvino, Τελευταίο έρχεται το Κοράκι, Έξι προτάσεις για την επόμενη χιλιετία, Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές, Δύσκολοι έρωτες



Italo Calvino, Τελευταίο έρχεται το Κοράκι, Έξι προτάσεις για την επόμενη χιλιετία, Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές, Δύσκολοι έρωτες.

Ιτάλο Καλβίνο, Τελευταίο έρχεται το κοράκι (μετ. Ανταίος Χρυσοστομίδης), Καστανιώτης 2010, σελ. 270

Συναρπαστικά διηγήματα με φόντο την ιταλική αντίσταση

  Ο τόμος με τα διηγήματα «Τελευταίο έρχεται το κοράκι», όπως μας πληροφορεί ο μεταφραστής, εκδόθηκε το 1949, όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις 26 χρόνων. Ήδη ο Καλβίνο είχε γίνει γνωστός με το μυθιστόρημά του «Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές», που είχε εκδοθεί δυο χρόνια πριν. Στα περισσότερα από τα διηγήματα ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως υλικό τις εμπειρίες του από την αντίσταση, στην οποία συμμετείχε από το 1944.
  Το πρώτο χαρακτηριστικό των διηγημάτων αυτών είναι η εμπειρία της ματαίωσης και της αποτυχίας που βιώνουν οι ήρωές του. Ο Πιπίν στο «Με το πρώτο φως στα γυμνά κλαδιά» δεν καταφέρνει να φυλάξει τους λωτούς από τους κλέφτες. Ο αφηγητής στο «Ο άνθρωπος από τα ρείκια» αφήνει να του ξεφύγει ένας λαγός. Στο «Το μάτι του αφεντικού» ο γιος του αφεντικού δεν καταφέρνει να φλερτάρει σωστά την Φραντζεσκίνα, ενώ ταυτόχρονα νιώθει ξένος στη γη αυτή που του ανάθεσε ο πατέρας του να φυλάει. Ο αστυνομικός στο «Ο γάτος και ο αστυνομικός» νοιώθει διαλυμένος μετά από μια αποτυχημένη έρευνα. Είναι χαρακτηριστικό το τέλος αυτού του διηγήματος: «Ο Μπαραβίνο άκουσε σφυρίγματα και το βουητό των μηχανών: η αστυνομία εγκατέλειπε το κτήριο. Θα ήθελε να δραπετεύσει κάτω από την αλυσίδα των σύννεφων του ουρανού, να θάψει το πιστόλι του σε μια μεγάλη τρύπα μέσα στη γη» (σελ. 263).
  Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η φοβερή διεισδυτικότητα του Καλβίνο στην ψυχολογία των ηρώων του. Είναι εντυπωσιακή η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του βιαστή στο «Το σπίτι με τα μελίσσια», που αφηγείται ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να απωθήσει τη φρικιαστική του πράξη. Το ίδιο και η αμφιβολία και η αμφιταλάντευση του Τομάγκρα στο «Η περιπέτεια ενός στρατιώτη», που «βάζει χέρι», διακριτικά και διστακτικά, στη χήρα που κάθεται δίπλα του στο κουπέ του τρένου. Τα κορυφαία όμως διηγήματα από αυτή την άποψη, που προσφέρουν ταυτόχρονα άφθονο σασπένς, είναι το «Ναρκοπέδιο», όπου δείχνεται ανάγλυφα η αγωνία του ήρωα καθώς διασχίζει ένα ναρκοπέδιο (δεν θα τα καταφέρει τελικά, θα τιναχθεί στον αέρα από μια νάρκη) και το «Ο φόβος στο μονοπάτι», όπου περιγράφεται ο φόβος του νεαρού αγγελιοφόρου καθώς διασχίζει μια περιοχή που δεν ελέγχεται απόλυτα από τους αντάρτες. (Αυτός θα τα καταφέρει).
  Είναι καταπληκτικό το πώς ο Καλβίνο εστιάζει στον «εχθρό». Στο «Ο δρόμος για το αρχηγείο» ο Καλβίνο περιγράφει την αγωνία και την ελπίδα του χαφιέ, καθώς ο παρτιζάνος τον μεταφέρει στο αρχηγείο, ότι θα τους ξεγελάσει και θα τους πείσει για την αθωότητά του. Δεν ξέρει ότι στο δρόμο τον περιμένει η εκτέλεση. Την ίδια αγωνία έχει και ο στρατιώτης του εχθρού στο διήγημα που δίνει τον τίτλο στη συλλογή, ότι θα ξεφύγει από τον νεαρό παρτιζάνο που τον πυροβολεί. Όσο για τον δικαστή που συστηματικά αθωώνει τους ένοχους στη μεταπολεμική Ιταλία στο «Ο απαγχονισμός ενός δικαστή», ούτε που περιμένει το μακάβριο τέλος του μετά από μια αθωωτική απόφαση. Όμως στο «Ο ένας από τους τρεις είναι ακόμα ζωντανός», ο Καλβίνο θα τον αφήσει να ξεφύγει τελικά, σε ένα διήγημα γεμάτο αγωνία.
  Τέλος θα ήθελα να αναφερθώ σε τρία διηγήματα, που έχουν ένα ξεχωριστό χαρακτήρα. «Το δάσος με τα ζώα» έχει ένα σπαρταριστό χιούμορ και μια παραμυθιακή δομή, με διαδοχικά παρόμοια επεισόδια. Το «κλοπή σε ζαχαροπλαστείο», χωρίς το ξέφρενο χιούμορ του προηγούμενου, φέρνει αθέλητα στο νου την ταινία «Ο κλέψας του κλέψαντος» του Μάριο Μονιτσέλι. Τέλος το «Οι αδελφοί Μπανιάσκο» εικονογραφεί χαρακτηριστικότατα την «ψευδοσυμπερίληψη», μια αφηγηματική τεχνική κατά την οποία ένα γεγονός που ο αφηγητής μας λέει ότι επαναλαμβάνεται συχνά το αφηγείται με τόσες λεπτομέρειες που είναι αδύνατο να επαναλαμβάνεται κάθε φορά με αυτές τις λεπτομέρειες, και αυτό γίνεται σε όλη την έκταση του διηγήματος.
  Ο Ιτάλο Καλβίνο είναι ένας κορυφαίος πεζογράφος, διεκδικητής του Νόμπελ, ένα βραβείο που του το στέρησε ο πρόωρος θάνατός του. Αν δεν είχε πεθάνει μόλις σε ηλικία 62 ετών, το 1985, σίγουρα θα είχε προλάβει να τιμηθεί με την κορυφαία αυτή διάκριση.

Ιτάλο Καλβίνο, Έξι προτάσεις για την επόμενη χιλιετία (μετ. Μαρία Σπυριδοπούλου), Αλεξάνδρεια 1995, σελ. 220

  Οι έξι προτάσεις στην πραγματικότητα είναι πέντε. Πρόκειται για διαλέξεις που θα έδινε ο Καλβίνο στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Δυστυχώς ο θάνατος τον πρόλαβε πριν να γράψει την έκτη.
  Έχουμε ξαναγράψει για τον Καλβίνο, για τη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Τελευταίο έρχεται το κοράκι». Παρά το νεαρό της ηλικίας του (ήταν μόλις 26 χρονών όταν εκδόθηκε η συλλογή) τα διηγήματα αυτά δείχνουν ήδη τον ταλαντούχο συγγραφέα στον οποίο επρόκειτο να εξελιχθεί.
  Και τώρα οι «προτάσεις».
  Κάθε πρόταση αναφέρεται και σε μια γενικότερη αντίληψη για τη λογοτεχνία που κατά περίπτωση λειτουργεί και ως υπόδειξη γραφής. Έτσι έχουμε την «ελαφρότητα», την «ταχύτητα», την «ακρίβεια», την «οπτικότητα» και την «πολλαπλότητα». Για την «ελαφρότητα» διαβάζουμε για παράδειγμα: «η λογοτεχνία ως υπαρξιακή λειτουργία, η αναζήτηση της ελαφρότητας ως αντίδραση στο βάρος της ζωής» (σελ. 60).
  Οι προτάσεις αυτές λειτουργούν ως θεματικοί άξονες και όχι ως δεσμευτικά θέσφατα. Γράφει χαρακτηριστικά:
  «Όπως στο εγκώμιό μου περί ελαφρότητας ήταν αυτονόητος ο θαυμασμός μου για το βάρος, έτσι και εδώ η εξύμνηση της ταχύτητας δεν επιδιώκει να αρνηθεί τις απολαύσεις της βραδύτητας. Η λογοτεχνία έχει επεξεργαστεί πολλές τεχνικές για να καθυστερεί τη ροή του χρόνου. Έχω ήδη αναφέρει την επανάληψη· δε μένει λοιπόν παρά να αναφερθώ στις παρεκβάσεις» (σελ. 84).
  Στη συνέχεια αναφέρεται στον «Τρίσταμ Σάντι» του Λώρενς Στερν. Αυτό το έργο το διαβάσαμε στο νοσοκομείο, όμως δεν γράψαμε ακόμη γι’ αυτό. Όταν θα γράψουμε θα αναφερθούμε στις παρεκβάσεις, που χαρακτηρίζουν συχνά και τα δικά μου κείμενα.
  Στα δοκίμια αυτά ο Καλβίνο κάνει πάμπολλες αναφορές σε αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας αλλά και σε μύθους και παραμύθια, για τα οποία είχε κάνει ειδικές μελέτες. Διαβάζουμε: «Το πρώτο χαρακτηριστικό του λαϊκού παραμυθιού είναι η οικονομία των εκφραστικών του μέσων» (σελ. 73).
  Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν.
  Και ένα τελευταίο απόσπασμα.
«Ο Τζάκομο Λεοπάρντι υποστήριζε πως όσο πιο αόριστος και ανακριβής είναι ο λόγος τόσο περισσότερο ποιητικός γίνεται» (σελ. 98).
  Να γιατί δεν μου αρέσει η ποίηση, γιατί ο λόγος της είναι αόριστος και ανακριβής.
  Δεν ξέρω αν κάπου στο «ράφι των τύψεων» κρύβεται και άλλο έργο του Καλβίνο, πάντως αν κρύβεται, αργά ή γρήγορα θα το ξετρυπώσω.

Italo Calvino, Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές (μετ. Ανταίος Χρυσοστομίδης), Θεμέλιο 1997, σελ. 239

  Συνήθως βλέπω πακέτο ένα σκηνοθέτη, τώρα για πρώτη φορά θα διαβάσω quasi-πακέτο ένα συγγραφέα. Πριν λίγες μέρες ανακάλυψα στο «ράφι των τύψεων» το «Έξι προτάσεις για την επόμενη χιλιετία» του Καλβίνο. Χθες ανακάλυψα άλλα τρία βιβλία του. Το «Μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές» το διάβασα χθες το απόγευμα. Ξεφυλλίζοντας όμως το «Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς» είδα ότι πρόκειται για τίτλο-καμουφλάζ, για αναγνώστες σαν και μένα.
  Θα εξηγήσω γιατί.
  Είναι τραγική ειρωνεία: έχω γράψει το «Ο χορός της βροχής: οικολογικά παραμύθια και διηγήματα» αλλά δεν διαβάζω παιδική λογοτεχνία, διάβαζα μόνο όταν ήμουν παιδί. Έχω γράψει το «Μυστικό των εξωγήινων» αλλά δεν μου αρέσει η επιστημονική φαντασία, ποτέ δεν μου άρεσε. Γράφω βιβλιοκριτικές αλλά δεν μου αρέσει να διαβάζω βιβλιοκριτικές παρά μόνο για βιβλία που έχω διαβάσει. Έτσι μπορώ να συμφωνήσω ή να διαφωνήσω με τον βιβλιοκριτικό, πράγμα που δεν μπορώ να κάνω αν δεν έχω διαβάσει το βιβλίο. Και το «Γιατί διαβάζουμε τους κλασικούς» αποτελείται στο μεγαλύτερό του μέρος από βιβλιοκριτικές, ενώ υπάρχουν βέβαια και κείμενα γενικότερα, όπως αυτό που επέλεξαν σαν τίτλο του βιβλίου. Βέβαια οι βιβλιοκριτικές αυτές αναφέρονται σε αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που πιθανότατα να γράφηκαν με την ευκαιρία μιας καινούριας έκδοσής τους. Θα διαβάσω για παράδειγμα τι γράφει ο Καλβίνο για τον Ροβινσώνα Κρούσο, αφού τον έχω διαβάσει. Όμως δεν θα ήταν σωστό να γράψω βιβλιοκριτική αφού και δεν πρόκειται να διαβάσω όλο το βιβλίο. Να πω μόνο ότι και αυτό είναι σε μετάφραση του Ανταίου Χρυσοστομίδη, και εκδόθηκε το 2003 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
  Αλλά ας επιστρέψουμε στο «Μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές».
  Είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Καλβίνο (1947) και αναφέρεται στην αντίσταση κατά της γερμανικής κατοχής. Ως γνωστό μετά την ανατροπή του Μουσολίνι, το 1943, η Ιταλία πολέμησε στο πλευρό των συμμάχων και κατελήφθη από τους γερμανούς.
  Κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ένας αλητάκος που έχει μια αδελφή πόρνη. Ο Καλβίνο τον παρακολουθεί στις περιπέτειές του, περιπέτειες που τον οδήγησαν στο βουνό, με τους αντάρτες. Αντάρτης και ο ίδιος, έχοντας μάλιστα ως μοντέλο του ήρωά του ένα παιδί που συνάντησε εκεί, «ξέρει από μέσα» το αντάρτικο.
  Όπως γράφει στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης, δεν είχε σαν στόχο να ηρωοποιήσει την αντίσταση, αλλά να την υπερασπιστεί λέγοντας το αυτονόητο, ότι οι αντάρτες ήσαν και αυτοί άνθρωποι, με τις μικροκακίες και τις μικροαδυναμίες τους. «…ήθελα να πολεμήσω ταυτόχρονα σε δύο μέτωπα: να ρίξω το γάντι στους μειωτές της Αντίστασης, και ταυτόχρονα στους ιερείς μιας αγιογραφικής και ωραιοποιημένης Αντίστασης» (σελ. 216).
  Για την επιλογή του ήρωά του γράφει: «Τι ενδιαφέρον παρουσιάζει κάποιος που είναι ήδη ήρωας, κάποιος που έχει ήδη ταξική συνείδηση; Είναι η διεργασία για να φτάσει κανείς μέχρι εκεί, αυτό που πρέπει να δείχνουμε» (σελ. 218).
  Και όντως αυτή τη διεργασία θέλει να δείξει, και όχι τα ηρωικά κατορθώματα. Μια μεγάλη μάχη που γίνεται την παρουσιάζει off-stage.
  Όμως να σχολιάσουμε κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.
  «Διότι με τα ποινικά αδικήματα δεν βγάζεις άκρη, όποιος κλέβει λίγα πηγαίνει στη φυλακή, όποιος κλέβει πολλά έχει βίλες και παλάτια» (σελ. 59).
  Κοίτα να δεις, και στην Ιταλία τα ίδια συμβαίνουν!!!
  «Φυσικά. Σε όλες τις ιστορίες που τελειώνουν άσκημα, υπάρχει στη μέση πάντα μια γυναίκα, αυτό είναι σίγουρο. Εσύ είσαι νέος, άκου καλά αυτό που σου λέω: ακόμα και για τον πόλεμο φταίνε οι γυναίκες…» (σελ. 79).
  Πολύ φαλλοκρατικό.
  Αλλά και του Δήμου Μούτση «Για όλα φταίνε οι γκόμενες» τι είναι;
  Έχω ξαναγράψει ότι δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις. Και το να γενικεύεις μόνο από τον Τρωικό πόλεμο, που φαίνεται μόνο αυτόν είχε υπόψη του ο αντάρτης που λέει τα παραπάνω, είναι ανεπίτρεπτο. Εξάλλου μόνο ο Όμηρος θεωρεί ως αιτία του πολέμου την Ωραία Ελένη, οι ιστορικοί έχουν άλλη άποψη.
  Και ένα τελευταίο.
  «…η γυναίκα του τον πρόδωσε στους Γερμανούς για να τον βγάλει από τη μέση…» (σελ. 137).
  Έχω υπόψη μου μια τέτοια περίπτωση.

Italo Calvino, Οι δύσκολοι έρωτες (μετ. Ανταίος Χρυσοστομίδης), Αστάρτη 1985, σελ. 295

  Μετά το μυθιστόρημα «Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές του Καλβίνο σειρά έχει η συλλογή διηγημάτων του «Οι δύσκολοι έρωτες».
  Για την ακρίβεια πρόκειται για 13 διηγήματα και δυο νουβέλες.
  Αν ένα μυθιστόρημα είναι σαν ένα συμφωνικό έργο, το διήγημα είναι σαν μουσική δωματίου. Τα διηγήματα του Καλβίνο είναι ένα duo, ένα duo για βιολί και βιόλα. Η βιόλα είναι η γυναίκα, το βιολί ο άντρας. Το βιολί έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο ενώ η βιόλα είναι ο απαραίτητος συνοδός, με μόνο δυο εξαιρέσεις.
  Στα περισσότερα από τα διηγήματα δεν υπάρχει διάλογος, υπάρχει μόνο η αφήγηση είτε του πρωτοπρόσωπου αφηγητή είτε του τριτοπρόσωπου που εστιάζει στον ήρωα.
  Όλα τους είναι διηγήματα ατμοσφαιρικά, με συχνό το εφέ της υπερβολής. Καθώς οι σχέσεις με το άλλο φύλο κυριαρχούν στις περισσότερες αφηγήσεις, ο τίτλος «Οι δύσκολοι έρωτες» είναι ο μόνος που θα μπορούσε να ενοποιήσει τα διηγήματα αυτά, τα οποία γράφηκαν σε διάφορες εποχές. Το «δύσκολοι» είναι βέβαια πλεονασμός, αλλά και μόνο «έρωτες» θα ήταν πολύ ξηρός σαν τίτλος.
  Θα γράψω δυο λόγια για το καθένα, για να μου ανακαλέσουν συνειρμικά την πλοκή αν χρειαστεί να επανέλθω.
  Στην «Περιπέτεια ενός στρατιώτη» ο στρατιώτης θα κολλήσει διακριτικά στη γυναίκα που κάθεται δίπλα του στο κουπέ του τραίνου. Του φαίνεται απίστευτο ότι τελικά θα την καταφέρει.
  Στην «Περιπέτεια ενός κακοποιού» ο κακοποιός, ξεφεύγοντας από την καταδίωξη της αστυνομίας,  καταφεύγει σε μια πόρνη. Σ’ αυτήν πηγαίνει και ένας αστυνομικός. Δεν θα τον πάρει χαμπάρι, αλλά αυτός βαριεστημένος θα παραδοθεί. Είναι συνηθισμένος στα τραβολογήματα με την αστυνομία.
  Στη «Περιπέτεια μιας κολυμβήτριας» το κεντρικό πρόσωπο είναι γυναίκα. Καθώς κολυμπάει της φεύγει το κάτω μέρος από το μαγιό της. Ο Καλβίνο περιγράφει την αγωνία της μήπως τη δουν, αλλά και το άγχος της πώς να βγει στην παραλία. Ευτυχώς ένας πιτσιρικάς αντιλαμβάνεται τη θέση της και με τον πατέρα του σπεύδουν με τη βάρκα τους να τη σώσουν από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται.
  Στην «Περιπέτεια ενός υπαλλήλου» ο υπάλληλος νοιώθει ενθουσιασμένος που κατάφερε να περάσει τη βραδιά του με μια ωραία γυναίκα. Θέλει να κοκορευτεί σε διάφορους, αλλά όλο κάτι συμβαίνει και δεν τα καταφέρνει.
  Το πάθος του φωτογράφου στο «Η περιπέτεια ενός φωτογράφου» για τη φωτογραφία (το ΞΥΛΙΝΟ ΑΛΟΓΑΚΙ του, θυμήθηκα τον Τρίστραμ Σάντι) ήταν η αιτία που τον εγκατέλειψε η φιλενάδα του. Όμως το πάθος πάθος, βουλιάζει όλο και περισσότερο σ’ αυτό.
  Στην «Περιπέτεια ενός ταξιδιώτη» παρακολουθούμε το νυχτερινό του ταξίδι με το τραίνο για να συναντήσει την αγαπημένη του. Κουραστικό, όμως «Στον κεντρικό σταθμό της Ρώμης, ο πρώτος που πήδηξε έξω από το βαγόνι, φρέσκος σαν λουλούδι, ήταν αυτός» (σελ. 98).
  Το «Η περιπέτεια ενός αναγνώστη» είχε πολύ πλάκα. Μανιώδης αναγνώστης όπως κι εγώ, η γυναίκα που περίπου του κολλάει στην παραλία αποτελεί μια όχληση. Τελικά θα τον καταφέρει. «-Έλα κι εσύ, ας κάνουμε ένα τελευταίο μπάνιο… Ο Αμεντέο, δαγκώνοντας τα χείλια του, λογάριαζε πόσες σελίδες του έλειπαν ακόμα από το τέλος» (σελ. 119).
  Έτσι τελειώνει το διήγημα.
 Χιουμοριστικότατο με το εφέ υπερβολής (δεν νομίζω να υπάρχει στον κόσμο τέτοιος αναγνώστης, όσο φανατικός και να είναι, που να προτιμάει τα πουρνάρια από το γάμο), ήταν πραγματικά απολαυστικότατο.
  Στο «Η περιπέτεια ενός μύωπα» αναφέρεται στην επιστροφή του ήρωα στην γενέθλια πόλη, μήπως συναντήσει μια παλιά του αγάπη. Ελάχιστοι τον αναγνωρίζουν. Αλλά και ο ίδιος αναγνωρίζει ελάχιστους. Μήπως φταίνε τα καινούρια του γυαλιά; Λες να την προσπέρασε χωρίς να την αναγνωρίσει; «Ο Αμιλκάρε Καρούγκα καταλάβαινε ότι ο ενθουσιασμός που είχε νιώσει με τα καινούρια του γυαλιά ήταν ο τελευταίος της ζωής του, και πως τώρα πια όλα είχαν τελειώσει» (σελ. 131). Μ’ αυτή του τη διαπίστωση τελειώνει και το διήγημα.
  Στην «Περιπέτεια μιας παντρεμένης» το κύριο πρόσωπο είναι πάλι γυναίκα. Ξεπορτίζει, αλλά δεν θα τολμήσει να πέσει στην αγκαλιά του νεαρού που τη φλερτάρει. «Είχε μείνει παρέα με εκείνο το αγόρι, περιμένοντας να περάσει η ώρα ν’ ανοίξουν την εξώπορτα. Αυτό ήταν όλο» (σελ. 133).
  Όταν όμως κατά τις έξι επέστρεψε στην πολυκατοικία της είδε ότι ακόμη δεν είχε ανοίξει η εξώπορτα. Πηγαίνει σε ένα κοντινό μπαρ όπου συναντάει διάφορους.   
  «Η Στεφανία κατάλαβε πως είχε συμβεί κάτι, από το οποίο δε θα μπορούσε ποτέ να κάνει πίσω. Αυτός ο νέος τρόπος να βρίσκεται ανάμεσα στους άντρες –τον ξενύχτη, τον κυνηγό, τον εργάτη – την έκανε διαφορετική. Αυτή ήταν η μοιχεία που είχε κάνει, το γεγονός ότι είχε μείνει ανάμεσά τους έτσι, ίση απέναντι σε ίσους» (σελ. 141).
  Οι δυο παντρεμένοι στο «Η περιπέτεια δυο παντρεμένων» αγαπιούνται, όμως η νυχτερινή βάρδια του άντρα στη δουλειά του τους κάνει να βλέπονται ελάχιστα. Στο διήγημα κυριαρχεί η συμπερίληψη, η αφήγηση δηλαδή καθημερινών, επαναλαμβανόμενων σκηνών, με το ρήμα στον παρατατικό. Και τελειώνει:
  «Η Έλιντε πήγαινε στο κρεβάτι, έσβηνε το φως. Ξαπλωμένη, άπλωνε το πόδι της προς την πλευρά του άντρα της, να βρει τη ζέστα του κορμιού του, αλλά κάθε φορά καταλάβαινε πως η δική της η μεριά ήταν πιο ζεστή, σημάδι ότι και ο Αρτούρο είχε κοιμηθεί εκεί, κι ένιωθε να την κατακλύζει η τρυφερότητα» (σελ. 147).
  Στην «Περιπέτεια ενός ποιητή» ο πεζογράφος Καλβίνο σατιρίζει τους ποιητές, οι οποίοι δεν μπορούν να απολαύσουν την ομορφιά αν δεν την μεταφράσουν σε λέξεις. Τον Ουσνέλι τον παρέσυρε στο όμορφο νησάκι η φίλη του.
  «Η Ντέλια ήταν μια παθιασμένη, σχεδόν φανατική, θαυμάστρια του Νότου, και μιλούσε ξαπλωμένη στη βάρκα με πάθος για όλα όσα έβλεπε, ίσως μάλιστα και με μια διάθεση κριτικής προς τον Ουσνέλι που, νιόφερτος σε τούτα τα μέρη, της φαινόταν ότι δε συμμεριζόταν όσο έπρεπε το δικό της ενθουσιασμό» (σελ. 149).
  Και το διήγημα τελειώνει:
  «Στο μυαλό του Ουσνέλι συνέχισαν να έρχονται λέξεις, πυκνές, ατέλειωτες, διασταυρωμένες η μία με την άλλη, χωρίς ανάπαυλα, χωρίς σειρά, ώσπου σιγά σιγά δεν μπορούσε να τις ξεχωρίσει, ένας χείμαρρος λέξεων που εξαφάνιζε το άσπρο της σελίδας και άφηνε μόνο το μαύρο, ένα μαύρο απόλυτο, αδιαπέραστο, απελπισμένο σαν κραυγή» (σελ. 155).
  Στην «Περιπέτεια ενός χιονοδρόμου» βλέπουμε το αγόρι να θαυμάζει την επιδεξιότητα της κοπέλας. Και το διήγημα τελειώνει: «…και του φαινόταν ότι εκεί, σ’ εκείνο το μπερδεμένο κουβάρι της ζωής, υπήρχε κάπου κρυμμένη η μυστική γραμμή, η αρμονία, που μονάχα η γαλάζια κοπέλα μπορούσε να ενσαρκώσει, κι αυτό ήταν το δικό της θαύμα, να ξέρει να διαλέγει κάθε στιγμή, μέσα από το χάος των χιλιάδων πιθανών κινήσεων, μονάχα εκείνη που ήταν σωστή, ανάλαφρη και αναγκαία, εκείνη μονάχα την κίνηση που ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες χαμένες κινήσεις έχει σημασία» (σελ. 165).
  Ναι, οι έρωτες είναι δύσκολοι. Στο τελευταίο διήγημα «Η περιπέτεια ενός αυτοκινητιστή» ο άντρας τρέχει να συμφιλιωθεί με την κοπέλα του με την οποία είχε τσακωθεί τηλεφωνικά. Μήπως όμως και αυτή τρέχει να τον βρει, πηγαίνοντας προς την πόλη του, με στόχο επίσης να συμφιλιωθεί μαζί του; Αλλά αν προλάβει ο αντίζηλος; Βρίσκεται κανείς τους σε κάποιο από τα αυτοκίνητα που συναντά στο δρόμο του; Όλο το διήγημα είναι η συνεχής ανακύκλωση στο μυαλό του αυτών των εκδοχών, με διάφορες παραλλαγές.
  Το «Αργεντινό μυρμήγκι», μια εκτενής νουβέλα, μου θύμισε τα «Πουλιά» του Χίτσκοκ. Μια πλημμύρα από μυρμήγκια κάνουν τη ζωή δύσκολη όχι μόνο στο ζευγάρι αλλά και στους γείτονές τους. Μεγάλο λάθος να νοικιάσουν εκείνο το σπίτι. Όλες οι προσπάθειες να τα εξοντώσουν αποβαίνουν μάταιες. Μακριά από το σπίτι, στο λιμάνι, θα βρουν επί τέλους κάποιες στιγμές ηρεμίας.
  Η δεύτερη νουβέλα έχει τίτλο «Το νέφος».
  Το νέφος είναι το «smog», smoke and fog, προϊόν της ρύπανσης του περιβάλλοντος. Σ’ αυτήν ο Καλβίνο σατιρίζει την αδιαφορία του κοινού απέναντι στο πρόβλημα, αλλά και εκείνους που δήθεν το πολεμάνε για να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου ενώ είναι οι ίδιοι που το δημιουργούν.
  Και τελειώσαμε με τον Καλβίνο. Αν ανακαλύψω και κάποιο άλλο βιβλίο του στο ράφι των τύψεων θα επανέλθω.

No comments:

Post a Comment