Tuesday, March 7, 2017

Umberto Eco, 8 βιβλία



Umberto Eco


Ουμπέρτο Έκο, Πώς να διαψεύσετε μια διάψευση και άλλες οδηγίες χρήσης, (μετ. Έφη Καλλιφατίδη), Γνώση χχ

  Τον Ουμπέρτο Έκο ο περισσότερος κόσμος τον γνώρισε από το «Όνομα του ρόδου». Εγώ τον γνώρισα από την «Σημειωτική». Στη «Σημειωτική» μιλάει ο επιστήμονας. Στο «Όνομα του ρόδου» ο λογοτέχνης. Η «Σημειωτική» είναι ένα υπέροχο βιβλίο, και, αν θυμάμαι καλά, το διάβασα δυο φορές. Το «Όνομα του Ρόδου» δεν το διάβασα. Την ταινία βέβαια την είδα. Είχα τη φαεινή ιδέα να το διαβάσω στο πρωτότυπο. Διάβασα καμιά εβδομηνταριά σελίδες. Πιο πριν βέβαια είχα αγοράσει και την ελληνική μετάφραση. Από ένα πείσμα είπα ότι κάποτε θα το διαβάσω ολόκληρο στα ιταλικά. Τα οποία εκείνη την εποχή τα κουτσομιλούσα. Έκανα εξάσκηση με τον συγχωρεμένο τον Μαριάνο. Ο Μαριάνο ήταν ο άνδρας της Λορέτας. Και η Λορέτα ήταν κόρη του Αντόνιο και της Καλλιόπης. Η Καλλιόπη, μια όμορφη κοπέλα, αρρώστησε με φυματίωση την κατοχή. Ο Αντόνιο, ο ιταλός γιατρός, την γιάτρεψε και την ερωτεύτηκε. Μια ιστορία αγάπης για την οποία δεν έχει γραφτεί μυθιστόρημα, ενώ έχει γραφτεί για άλλες παρόμοιες. Σε μια μάλιστα ήμουν από τους παρουσιαστές στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, πριν κάμποσα χρόνια.
  Αλλά ας κλείσουμε την παρέκβαση. Πεθαίνει ο Μαριάνο και δεν έχω με ποιον να κάνω practice. Όταν το 1993 ξεκίνησα να κάνω ιδιαίτερα στα ισπανικά, που τα είχα κουτσομάθει μόνος μου, σε επίπεδο όμως που να διαβάσω στο πρωτότυπο το Cien años de soledad, όλο τα μπέρδευα με τα ιταλικά. Η Σόνια η δασκάλα μου μού είπε ότι οι χειρότεροι μαθητές των ισπανικών είναι οι ιταλοί. Έτσι συνειδητοποίησα ότι θα έπρεπε, αν ήθελα να μην μπερδεύω τα ισπανικά με τα ιταλικά, να περιοριστώ μόνο στην αναγνωστική μου ικανότητα στα ιταλικά. Την ίδια απόφαση πήρα και για τα πορτογαλικά. Σ’ αυτές τις δυο γλώσσες έχω ένα αρκετά καλό αναγνωστικό επίπεδο, αλλά για να μιλήσω, αδύνατον. Εκ των υστέρων, για λόγους πολύ προσωπικούς, αποδείχτηκε ότι η επιλογή των ισπανικών ήταν πολύ καλή. Πάντως δεν αποκλείεται να διαβάσω μελλοντικά (αν βρω που είναι καταχωνιασμένα) το «Όνομα του Ρόδου», είτε στα ιταλικά είτε στα ελληνικά. (Στο μεταξύ διάβασα σε ιταλική μετάφραση ένα απολαυστικό μυθιστόρημα μιας ιρλανδής, που έχω ξεχάσει τον τίτλο. Θέμα είχε το άγχος των γυναικών να κάνουν παιδί).
  Τελικά δεν την κλείσαμε την παρέκβαση, αλλά διάβολε, δεν γράφουμε για κανένα έντυπο, για το blog μας γράφουμε, δηλαδή για την απόλαυση του κειμένου (όχι αυτού που διαβάζουμε, που έλεγε ο Μπαρτ, αλλά αυτού που γράφουμε εμείς οι ίδιοι). Τώρα αν βρεθεί και κανείς και το διαβάσει (μάλλον απίθανο, ή γιατί κάνω μια ανάρτηση την ημέρα ή γιατί, από τις πρώτες γραμμές που θα διαβάσει δεν θα το βρει του γούστου του) τόσο το καλύτερο.
  Το βιβλίο το πήρα σε προσφορά στην Πρωτοπορία, τρία μόνο ευρώ. Τα περισσότερα βιβλία έτσι τα παίρνω, στη φτήνια, επειδή με ενδιαφέρουν κάπως αλλά όχι τόσο ώστε να πληρώσω την αρχική τους τιμή. Και κάποτε τα διαβάζω. Όπως αυτό εδώ. Που το πήρα στο πλοίο στην επιστροφή μου στην Αθήνα γιατί ο Φουέντες μπορεί να μην μου έφτανε, όπως και «Ο αγαπημένος των μελισσών», το τελευταίο μυθιστόρημα του Ανδρέα Μήτσου, που το διάβασα πηγαίνοντας στην Κρήτη και μου περίσσεψαν δυο ώρες που δεν είχα τι να κάνω από το να κρυφακούω, θέλοντας και μη, τι έλεγαν άλλοι επιβάτες δίπλα, πίσω και μπροστά μου.
  Νόμιζα ότι ήταν θεωρητικό βιβλίο. Με έκπληξη βρήκα μπροστά μου έναν Έκο χρονογράφο, αλλά διαφορετικό από τον Έκο της «Σημειολογίας της καθημερινής ζωής», όπου καταπιάνεται με καυτά θέματα της σύγχρονης πραγματικότητας, βιβλίο που συνιστώ πάντα στους μαθητές μου σαν βοήθημα για τις εκθέσεις τους, μαζί με τα «8 θανάσιμα αμαρτήματα του πολιτισμού» του Κόνραντ Λόρεντς. Έναν χρονογράφο με ένα ξέφρενο χιούμορ. Καλύτερο βιβλίο για το πλοίο δεν θα μπορούσα να βρω. Απολαυστικότατος ο Έκο. Καταπληκτικός. Υπέροχος. Αν ήξερα τι πράγμα ήταν αυτό το βιβλίο, θα το είχα διαβάσει αμέσως μόλις το αγόρασα. Εξίσου καταπληκτικό ήταν και το «Ερμηνεία και υπερερμηνεία» που διάβασα πέρυσι, χρόνια αφού το αγόρασα, και που παρουσίασα στο blog μου.
  Το χιούμορ του Έκο είναι άλλοτε κουλτουριάρικο, δηλαδή απαιτεί μια κάποια επάρκεια από τον αναγνώστη για να το απολαύσει πλήρως – το «Πώς να παρουσιάσετε έναν κατάλογο τέχνης», το πρώτο κείμενο, είναι το πιο αντιπροσωπευτικό – άλλοτε μακάβριο, άλλοτε σατιρικό, άλλοτε…
  Αλλά ας μην καθίσω τώρα να κατηγοριοποιήσω το χιούμορ του. Νομίζω ότι είναι πολύ καλύτερο να αντιγράψω τα πιο σπαρταριστά, κατά τη γνώμη μου, αποσπάσματα.
  Στο «Πώς να οργανώσετε μια δημόσια βιβλιοθήκη» βγάζει προφανώς ένα προσωπικό άχτι. Θα πρέπει να τον ταλαιπώρησαν αρκετά οι δημόσιες βιβλιοθήκες. Από τις 18 οδηγίες, διαβάζουμε την 13η: «Τα ωράρια θα πρέπει να συμπίπτουν απόλυτα με τα ωράρια εργασίας... Ο μεγαλύτερος εχθρός μιας βιβλιοθήκης είναι ο εργαζόμενος σπουδαστής. Ο καλύτερος φίλος της είναι ο Ντον Φεράντε, κάποιος που έχει δική του βιβλιοθήκη και επομένως δεν έχει κανένα λόγο να έλθει στη δική σας και όταν πεθάνει, σας την αφήνει ως κληροδότημα.
  Και την 17η: «Ει δυνατόν, να μην υπάρχουν τουαλέτες». Οδηγίες δηλαδή που θα αποθαρρύνουν κάθε φιλαναγνώστη και ερευνητή να επισκεφθεί τη βιβλιοθήκη, διαταράζοντας έτσι το χουζούρι των βιβλιοθηκάριων.
  Στο «Πώς να αποφεύγετε τις μεταδοτικές ασθένειες» διαβάζουμε: «Επί πλέον, υψηλό ποσοστό κινδύνου διατρέχουν οι ετοιμοθάνατοι που φιλούν το σταυρό. Οι καταδικασμένοι σε θάνατο (διότι η λάμα της γκιλοτίνας δεν έχει αποστειρωθεί πριν από τη χρήση). Τα παιδιά των ορφανοτροφείων και των βρεφοκομείων που η κακιά καλόγρια τα υποχρεώνει να γλείψουν το πάτωμα, αφού πρώτα τους έχει δέσει το ένα πόδι στην κούνια» (σελ. 34).
  Στο «Πώς να αγοράζετε gadgets», γράφει για το biobet. «Μπαίνει στο κολάρο του σκύλου σας και εκπέμπει υπερήχους που σκοτώνουν τους ψύλλους. Κοστίζει μόνο 25 δολάρια. Δεν ξέρω αν μπορείτε να το βάλετε στο δικό σας λαιμό, για να απαλλαγείτε από τις μουνόψειρες, αλλά ως συνήθως φοβάμαι τις παρενέργειες. Οι μπαταρίες λιθίου Duracell δεν περιλαμβάνονται στη συσκευασία. Ο σκύλος πρέπει να πάει να τις αγοράσει μόνος του» (σελ. 44).
  Και για το Pulse trainer:
«Ως γνωστόν, οι αμερικανοί, για να μειώσουν τη χοληστερόλη, κάνουν τζόγκινγκ, δηλαδή τρέχουν για ώρες, ώσπου να πέσουν ξεροί από έμφραγμα» (σελ. 44). Σήμερα έκανα εξετάσεις αίματος, χοληστερόλη 238 (τι άλλο, μετά τις πασχαλινές διακοπές). Όμως δεν σκοπεύω να κάνω τζόγκινγ. Και το περπάτημα καλό είναι, και το κολύμπι ακόμη καλύτερο. Το becel και το πράσινο τσάι έχω ακούσει ότι βοηθάνε.
  Στο «Πώς να γράψετε μια εισαγωγή:
 «Τα παιδιά μου υπήρξαν μεγάλη παρηγοριά για μένα και μου πρόσφεραν τη στοργή, τη δύναμη και την πίστη να φέρω σε πέρας τα καθήκοντα που είχα αναλάβει. Χάρη στην απόλυτη και ολύμπια αδιαφορία τους για τη δουλειά μου, βρήκα τη δύναμη που μου επέτρεψε να τελειώσω αυτό το κείμενο μέσα σε μια καθημερινή πάλη σώμα με σώμα με τον ίδιο τον ορισμό του ανθρώπου των γραμμάτων μέσα στη μεταμοντέρνα κοινωνία» (σελ. 62).
  Στο «Πώς να χρησιμοποιείτε την καταραμένη καφετιέρα»:
  «Επί πλέον υπάρχει ο καφές νερομπλούκι. Αυτός συνήθως αποτελείται από κριθάρι που έχει σαπίσει, κόκαλα νεκρού και κόκκους αληθινού καφέ που βρέθηκαν στα απορρίμματα κάποιου κελτικού πολυιατρείου. Αναγνωρίζεται από το χαρακτηριστικό άρωμα ποδαριών μουλιασμένων σ’ αποπλύματα πιάτων…» (σελ. 69).
  Στο «Πώς να χρησιμοποιείτε τον ταξιτζή». Το κείμενο τελειώνει έτσι:
  «Εν πάει περιπτώσει, υπάρχει ένας αλάνθαστος τρόπος για ν’ αναγνωρίσετε έναν ταξιτζή. Είναι αυτός ο άνθρωπος που δεν έχει ποτέ ρέστα» (σελ. 77).
  Και, βλέποντας ότι φτάνω στο τέλος της δεύτερης σελίδας, να παραθέσω ένα ακόμη, από το «Πώς να ταξιδεύετε στα αμερικάνικα τρένα».
  «…Μπορεί κανείς να ταξιδέψει αεροπορικώς με έλκος, ψώρα, γόνατο της πλύστρας, αγκώνα του τενίστα, έρπητα ζωστήρα, AIDS, καλπάζουσα φθίση και λέπρα. Μα όχι κρυολόγημα. Όποιος το έχει δοκιμάσει ξέρει ότι, όταν το αεροπλάνο κατεβαίνει ξαφνικά από τα δέκα χιλιάδες μέτρα, αρχίζει να νιώθει πόνους στ’ αυτιά, το κεφάλι του πάει να σκάσει κι αρχίζει να χτυπάει τις γροθιές του στο παράθυρο ζητώντας να βγει έξω, ακόμα και χωρίς αλεξίπτωτο» (σελ. 119).
  Συνειδητοποιώ τώρα ότι γράφοντας όχι για αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας που, για κάποιο λόγο, μια φθηνή έκδοση βγήκε στις προσφορές, αλλά για βιβλία που είναι απίθανο να τα βρει κανείς σε άλλη έκδοση, η βιβλιοκριτική μου είναι άνευ νοήματος, αφού μια βιβλιοκριτική έχει νόημα να παροτρύνει τον αναγνώστη να αγοράσει ένα βιβλίο-ή να τον αποτρέψει από το να το αγοράσει. Εγώ πάντα παροτρύνω. Δεν έχει νόημα να γράψω για ένα βιβλίο που –δεν θα το πω κακό – δεν μου αρέσει. Αλήθεια, αν ψάξει κανείς για αυτό το βιβλίο του Έκο, θα μπορέσει να το βρει;
  Πάντως υπάρχει λύση, αν κάποιος πείστηκε από τη βιβλιοκριτική μου αυτή ότι πρόκειται για υπέροχο βιβλίο. Να ξεκινήσει μαθήματα ιταλικών. Στην Ιταλία σίγουρα θα πουλιέται.

Umberto Eco, Ερμηνεία και υπερερμηνεία, Ελληνικά Γράμματα, 1993.

  Σε σχόλια στις τελευταίες αναρτήσεις μου για κινηματογραφικά έργα χρησιμοποίησα τον όρο «υπερερμηνεία». Ψάχνοντας λοιπόν το «ράφι των τύψεων» τώρα που κατέβηκα στην Κρήτη, βρήκα και το βιβλίο του Umberto Eco «Ερμηνεία και υπερερμηνεία». Είπα να το διαβάσω.
   Θα προσπαθήσω να καταγράψω κάποιες σκέψεις που μου προκάλεσε η ανάγνωση του βιβλίου, το οποίο αποτελείται από μια εισαγωγή του Stefan Kollini, τρεις ομιλίες του Έκο, σχόλια πάνω σ’ αυτές των Richard Rorty, Jonathan Culler και Christine Brooke-Rose, και κλείσιμο με την απάντηση του Έκο.
  Κατ’ αρχήν θα συμφωνήσω με την αντίληψη του Έκο, που αντιτίθεται στην «απεριόριστη σημείωση» και «… διερευνά τρόπους για να περιοριστεί ο αριθμός των αποδεκτών ερμηνειών και να χαρακτηριστεί μια κατηγορία κειμένων ως υπερερμηνεία» (Kollini, σελ. 21). Δεν μπορούν όλες οι ερμηνείες να θεωρηθούν έγκυρες. Όμως δέχομαι τις υπερερμηνείες σαν παιχνίδι μιας ευφάνταστης ρητορικής, όπως κάνουν οι αποδομιστές, τοποθετώντας τις όμως σε μια κατηγορία ολότελα διακριτή από τις ερμηνείες. Θα απολάμβανα π.χ. μια υπερερμηνεία που θα θεωρούσε τον Γκόργκι ως ένθερμο χριστιανό αν είχε κάποια «οιονεί πειστικά» επιχειρήματα, χωρίς βέβαια να ανατρέπουν την πεποίθησή μου ότι ήταν ένας στρατευμένος λογοτέχνης στην υπόθεση του σοσιαλισμού. Ο Kollini παραθέτει τον Culler που λέει «όπως όλες οι πρακτικές, έτσι και η ερμηνεία είναι ενδιαφέρουσα μόνο όταν είναι ακραία» (σελ. 35). Ο Έκο δεν διαφωνεί, απλώς τις ακραίες ερμηνείες τις κατατάσσει στις υπερερμηνείες, ή αλλιώς λαθεμένες ερμηνείες. Έτσι κι εμείς, απολαμβάνουμε την υπερερμηνεία αλλά δεν την συγχέουμε με την ερμηνεία.
  Διαβάζω στην Απάντηση: «Ο C.S. Peirce… προσπάθησε να καθιερώσει ένα ελάχιστο παράδειγμα αποδοχής μιας ερμηνείας στο πλαίσιο της ομοφωνίας της κοινότητας (πράγμα που δεν διαφέρει της ιδέας του Gadamer μιας ερμηνευτικής παράδοσης). Τι είδους εχέγγυα μπορεί να δώσει μια κοινότητα; Νομίζω ότι είναι μια πραγματική εγγύηση» (σελ. 189).
  Όμως και η εγγύηση αυτή έχει κάποια όρια. Έχω ένα προσωπικό παράδειγμα. Διορθώνω διδακτική Νέων Ελληνικών στον προηγούμενο ΑΣΕΠ. Το κείμενο προς διδασκαλία ήταν το «Πρώτο σκαλί» του Καβάφη. http://www.geocities.com/Athens/Olympus/4607/Greek/Kavafis/kkav4.html Ο νέος ποιητής παραπονιέται ότι σε ένα χρόνο μέσα έκανε ελάχιστα πράγματα. Ο φτασμένος ποιητής τον παρηγορεί λέγοντάς του ότι και στο πρώτο σκαλί που έφτασε, δεν είναι λίγο, ξεχωρίζει από τον απλό κόσμο, είναι ποιητής. Είχα βαρεθεί να διορθώνω γραφτά στα οποία υποστηριζόταν ότι ο φτασμένος ποιητής ενθάρρυνε τον νέο να προσπαθεί για να ανέβει ψηλότερα. Σίγουρα ήταν η ερμηνευτική προσέγγιση φροντιστηρίων. Εγώ είχα αντίθετη άποψη. Ο ποιητής, αυτό που σκέφτεται και το λέει κομψά στον νέο, είναι ότι «ταλέντο δεν έχεις, για πάντα θα μείνεις στο πρώτο σκαλί, αλλά πρέπει να είσαι ικανοποιημένος γιατί όπως και να έχει το πράγμα, είσαι ποιητής». Μετά από λίγες μέρες (πάλι οι συμπτώσεις), ξεσκονίζοντας τα βιβλία μου, ανοίχτηκε τυχαία ένα βιβλίο του Δημήτρη Κουκουλομάτη (καθηγητή λογοτεχνίας) σε μια σελίδα όπου σχολίαζε το ποίημα αυτό του Καβάφη. Με ικανοποίηση είδα ότι είχε την ίδια ερμηνευτική άποψη για το ποίημα. (Δυστυχώς το σχετικό post το έσβησα πανικόβλητος, μαζί με τα σόκιν ανέκδοτα, μόλις πήρα την ειδοποίηση για την ΕΔΕ που μου έκαναν, και έτσι δεν μπορώ να παραπέμψω σ’ αυτό). Βέβαια θα μπορούσε να πει κανείς, άλλη η κοινότητα των διδακτόρων και άλλη η κοινότητα των υποψηφίων. Όμως οι υποψήφιοι επαναλαμβάνουν αυτό που τους λένε στα φροντιστήρια, και στα φροντιστήρια κάνουν μάθημα κατά τεκμήριο διδάκτορες.
  Αναφέρεται από τον Έκο συχνά η διάκριση σε «πρόθεση του συγγραφέα», «πρόθεση του έργου» και «πρόθεση του αναγνώστη». Βέβαια αυτές οι διακρίσεις γίνονται σε σημειωτική-γλωσσολογική βάση κυρίως. Για μένα πιο χρηστική είναι η διάκριση ανάμεσα σε συνειδητή πρόθεση του συγγραφέα και στις ασυνείδητες προθέσεις του, που θα μπορούσαν να ταυτιστούν με την πρόθεση του έργου, και για τις οποίες μπορεί να μιλήσει καλύτερα η ψυχανάλυση. Τέτοιες ασυνείδητες προθέσεις συγγραφέων προσπάθησα να επισημάνω στο κείμενό μου «Η τιμωρία της μοιχαλίδας στο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα».
  Διαβάζω στο κείμενο του Rorty: O Έκο «…επιμένει σε μια διάκριση μεταξύ της ερμηνείας και της χρήσης των κειμένων. Αυτή φυσικά είναι μια διάκριση την οποία εμείς οι πραγματιστές δεν επιθυμούμε να κάνουμε» (σελ. 126). Ίσως έχει δίκιο ο Rorty, όμως, διαβάζοντας το «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη» της Αζάρ Ναφισί, για το οποίο έχουμε γράψει στο blog μας, http://hdermi.blogspot.com/2007/12/blog-post.html συνειδητοποίησα ότι μάλλον
πρέπει να δεχθούμε τη διάκριση που κάνει ο Έκο, βλέποντας τη χρήση (καταγγελία του φαλλοκρατισμού, ιδιαίτερα έντονος σε ένα ισλαμικό θεοκρατικό καθεστώς όπως αυτό του Ιράν), να οδηγεί σε κάτι περισσότερο από παρερμηνεία: σε λαθεμένη ανάγνωση του κειμένου.
  Διαβάζω, επίσης στον Rorty: «Ουδείς αναγνώστης, από όσο μπορώ να ξέρω, γοητεύτηκε ή συνταράχτηκε από το Heart of Darkness» (σελ. 143). Παραθέτω το απόσπασμα για να δηλώσω και εγώ ότι είμαι ένας από τους «ουδείς».
  Όμως θέλω να τελειώσω με κάποιες δικές μου σκέψεις πάνω στους παραπάνω προβληματισμούς. Ο αιώνας μας είναι ο αιώνας που οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας παθιάζονται με τη σημασία. Έχουν απαξιώσει σχεδόν ολοκληρωτικά τις αφηγηματικές στρατηγικές, τα υφολογικά παιχνίδια, αυτά που παλιά χαρακτηρίζαμε ως μαθητές «καλολογικά στοιχεία». Νομίζω ότι στα περισσότερα έργα, αναμφισβήτητα στη στρατευμένη λογοτεχνία, δεν υπάρχει πρόβλημα ερμηνείας, οι προθέσεις είναι διάφανες. Αυτό που κάνει ενδιαφέροντα τα έργα είναι οι αφηγηματικές τους τεχνικές και τα υφολογικά μέσα που χρησιμοποιούν. Σ’ αυτά σήμερα η θεωρία αναφέρεται πολύ λίγο. Η ανακάλυψη των «σημασιολογικών ισοτοπιών» στην οποία αναφέρεται ο Έκο δεν αποκαλύπτει τη σημασία, αλλά το υφολογικό παιχνίδι που υπογραμμίζει περισσότερο τη σημασία.
  Ποια είναι η σημασία (καλύτερα το νόημα, το θέμα) του βιβλίου «Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα» της Μάιρας Παπαθανασοπούλου; Εντελώς διάφανη, η καταγγελία του μοιχού. Και η αρετή του, που εκτίναξε τις πωλήσεις του στα ύψη; Στα υφολογικά του στοιχεία (να μην το επαναλαμβάνουμε κάθε φορά, κατά τη γνώμη μας). Όμως ας παραπέμψουμε καλύτερα στη βιβλιοκριτική που κάναμε για το βιβλίο (είναι στην ιστοσελίδα μας, στην κατηγορία «βιβλιοκριτικά σημειώματα», αριθμός 117).
  Αυτά. Εύχομαι στους τυχόν επισκέπτες του blog μου
ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ

Ουμπέρτο Έκο, Η ομορφιά της λίστας, (μετ. Δήμητρα Δότση-Ανταίος Χρυσοστομίδης), Καστανιώτης  2010, σελ. 408.

Μια οξυδερκής απαρίθμηση και ανάλυση των ειδών και των μορφών της λίστας

  Έχουμε ξαναγράψει για τον Ουμπέρτο Έκο, τον οποίο θεωρούμε ως ένα από τους καλύτερους θεωρητικούς της λογοτεχνίας, ιδιαίτερα οξυδερκή, με μια λογοτεχνικότητα στα κείμενά του που θα την ζήλευε και ο Ανρί Μπεργκσόν (τιμήθηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας αν και φιλόσοφος), και που, ως γνωστόν, έχει γράψει και λογοτεχνία. Ακόμη και εκείνοι που δεν έχουν διαβάσει το «Όνομα του ρόδου» έχουν δει την ταινία.
  Το τελευταίο του βιβλίο, την «Ομορφιά της λίστας», θα ήθελα πολύ να το είχα διαβάσει πριν δεκαοκτώ χρόνια, όταν ξεκίνησα το διδακτορικό μου. Γράφηκε όμως μόλις πρόπερσι, και «πραγματοποιήθηκε με την ευκαιρία της εκδήλωσης Vertige de la liste οργανωμένη από το Μουσείο του Λούβρου τον Νοέμβριο του 2009 με την εποπτεία του Ουμπέρτο Έκο», διαβάζουμε στη δεύτερη σελίδα (στην ίδια σελίδα διαβάζουμε ότι τυπώθηκε στην Κίνα). Οι εκδόσεις Καστανιώτη προχώρησαν αμέσως στην έκδοση στα ελληνικά.
  Θα ήθελα να το είχα διαβάσει πριν δεκατρία χρόνια, ώστε να αναπτύξω περισσότερο το εφέ της απαρίθμησης. Δεν το ονοματίζει έτσι ο Έκο, όμως μιλάει εκτενώς για τις λογοτεχνικές λίστες, σε αντίθεση με τις πραγματολογικές λίστες. Μια λογοτεχνική λίστα, γράφει, μπορεί να μη στηρίζεται στα σημαινόμενα ή στα αντικείμενα αναφοράς, τα πράγματα δηλαδή, αλλά στα σημαίνοντα, δηλαδή στους ήχους των λέξεων, με τη δημιουργία εφέ παρηχήσεων, ομοιοτέλευτων κ.λπ.
  Θα ήθελα επίσης να είχα διαβάσει τότε και τον Ραμπελέ, μεγάλο λάτρη της λίστας, καθώς παραθέτει κάμποσες λίστες στο «Γαργαντούας και Πανταγκρουέλ».  Ο Έκο απλώς αναφέρει τη λίστα με «όλους αυτούς τους ανήκουστους τρόπους να καθαρίσει κανείς τον πισινό του» (έναν από αυτούς τους τρόπους τον χρησιμοποίησε ο Κουστουρίτσα στο έργο του «Μαύρη γάτα, άσπρη γάτα» όπου βάζει έναν από τους ήρωές του να σκουπίζει τον πισινό του με μια κότα), όμως παραθέτει όλη τη λίστα με τα παιχνίδια που έπαιζε ο Γαργαντούας, που καλύπτει μιάμιση σελίδα.
  Στο σημείο αυτό πρέπει να εξομολογηθώ κάτι: ενώ με ενδιαφέρει πάρα πολύ ο λόγος περί λίστας σαν αφηγηματολόγος που είμαι, δεν συμμερίζομαι καθόλου την αγάπη για τη λίστα που διακρίνει τόσο ορισμένους συγγραφείς, όσο και, φαντάζομαι, ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού. Όταν διαβάζω ένα βιβλίο που περιέχει λίστα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων διαβάζω την αρχή της λίστας και αμέσως μετά το βλέμμα μου αναζητά το τέλος της. Δεν έχω την υπομονή να τη διαβάσω όλη.
  Το βιβλίο αυτό έχει τη φιλοσοφία του υπερκειμένου (hypertext). Ενώ ένα κλασικό βιβλίο μπορεί να έχει τη συνηθισμένη εικονογράφηση και κάποιες υποσημειώσεις, εδώ έχουμε μια πληθώρα πινάκων ζωγραφικής και εκτεταμένα αποσπάσματα από συγγραφείς που εικονογραφούν την ανάλυση του Έκο. Σε ένα υπερκείμενο στο διαδίκτυο, τόσο οι πίνακες όσο και τα αποσπάσματα θα συνδέονταν με το κυρίως κείμενο με links. Κάτι ανάλογο έχω κάνει εγώ με το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας», πριν εκδοθεί από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ, στην φιλόξενη ιστοσελίδα Περι-γραφής (www.peri-grafis.com) του φίλου μου του Πάτροκλου Χατζηαλεξάνδρου.
  Υπάρχει όμως και ένα όριο. Διαβάζουμε: «Ωστόσο το θέμα της λίστας μπορούμε να το συναντήσουμε και σε άλλες τέχνες: το Μπολερό του Ραβέλ, με τον επίμονο ρυθμό του, υπαινίσσεται πως θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρον» (σελ. 47). Σε ένα βιβλίο μπορούμε να έχουμε λέξεις, μπορούμε να έχουμε εικόνες, ακόμη και μουσικές νότες, όμως όχι την ίδια τη μουσική. Σε ένα υπερκείμενο όμως αυτό θα ήταν δυνατό. Και η μινιμαλιστική μουσική, παρεμπιπτόντως, δίνει συχνά την εντύπωση του ατέλειωτου, ότι θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρον με τα επαναλαμβανόμενα ρυθμικά σχήματα που τη διακρίνουν.
  Η μετάφραση είναι πολύ καλή (να αναφέρουμε εδώ πόσο απολαύσαμε τις συνεντεύξεις του Ανταίου Χρυσοστομίδη με διάφορους συγγραφείς στο cine+), με μοναδική ένσταση στο παρακάτω απόσπασμα: «Αναφορά είναι η χρήση της ίδιας λέξης στην αρχή κάθε διατύπωσης ή, στην περίπτωση της ποίησης, στην αρχή κάθε στίχου» (σελ. 137). Ο όρος μου είναι γνωστός ως επαναφορά και όχι ως αναφορά. Και βέβαια θα λέγαμε όχι υποχρεωτικά στην αρχή «κάθε» στίχου, αλλά κάποιων στίχων μέσα σε ένα ποίημα. Το πιο γνωστό παράδειγμα επαναφοράς φαντάζομαι βρίσκεται στο ποίημα «Αν» του Κίπλινγκ.
  Ο Έκο είναι ένας ευφυέστατος συγγραφέας. Θα ήθελα να κλείσω αυτή την παρουσίαση με έναν ευφυέστατο ορισμό της ευφυΐας που δίνει:  «Η ευφυΐα δεν είναι παρά η ικανότητα να ταξινομούμε τα μυστικά αντικείμενα σε διάφορες κατηγορίες και να τα συνταιριάζουμε-με άλλα λόγια η ικανότητα να ανακαλύπτουμε αναλογίες και ομοιότητες που θα περνούσαν απαρατήρητες αν το καθετί παρέμενε ταξινομημένο στην κατηγορία του» (σελ. 233-234).

Umberto Eco, Περί λογοτεχνίας (μετ. Έφη Καλλιφατίδη), Ελληνικά γράμματα 2002, σελ. 411

  Έχω γράψει για επτά βιβλία του Έκο. Τον θεωρώ ως εξαιρετικό συγγραφέα, αν και ως δοκιμιογράφος εκτιμώ περισσότερο το θεωρητικό του έργο από το λογοτεχνικό. Σήμερα θα γράψουμε για το «Περί λογοτεχνίας», μια συλλογή κειμένων που αποτελείται κυρίως από εισηγήσεις σε ημερίδες και συνέδρια. Το βιβλίο το δανείστηκα, ή μάλλον μου προσφέρθηκε να το διαβάσω από τη φίλη μου την Ελένη τη Στασινού. Εδώ θα καταγράψω ό,τι θεωρώ πιο αξιόλογο, σχολιάζοντας κατά περίπτωση.
  Ενδιαφέρον βρήκα το κεφάλαιο «Wild. Παράδοξα και αφορισμοί». Για πρώτη φορά διαβάζω εκεί για τους καρκινικούς αφορισμούς. Καρκινικοί αφορισμοί είναι οι αφορισμοί που μπορούν να αντιστραφούν, όπως «Δίνουμε υποσχέσεις σύμφωνα με τους φόβους μας και τις τηρούμε ανάλογα με τις ελπίδες μας» και «Δίνουμε υποσχέσεις ανάλογα με τις ελπίδες μας και τις τηρούμε ανάλογα με τους φόβους μας».
  Ήξερα ότι είχε αμφισβητηθεί η πατρότητα των σαιξπηρικών έργων, με τον ισχυρισμό ότι είναι αδύνατο τόσα έργα και μιας τέτοιας ποιότητας να τα έγραψε ένας μόνο άνθρωπος. Εδώ διαβάζω ότι παλιά κάποιοι τα απέδιδαν στον Francis Bacon.
  Διαβάζουμε:
  «Συμβούλεψα τον Enaudi να εκδώσει αυτό το βιβλίο, δεν πουλήσαμε ούτε πεντακόσια αντίτυπα, διαβάστε το γιατί είναι πολύ ωραίο» (σελ. 155). Ο λόγος για το Ficciones του Μπόρχες. Θυμάμαι ότι και τα έργα του Νίτσε δυσκολεύτηκαν αρχικά να βρουν εκδότη και έκαναν ελάχιστες πωλήσεις.
  Διαβάζω τη φράση: «Ανίκανοι όπως είμαστε… δηλητηριασμένοι από την κουλτούρα της καχυποψίας και των συνομωσιών…» (σελ. 188).
  Πριν λίγες μέρες, σε συζήτηση σε φιλικό σπίτι, εξέφρασα αυτή την αντίληψη, για το πόσο ο νεοέλληνας είναι καχύποπτος και βλέπει παντού συνομωσίες. Τσακωνόμουνα συχνά σε παρέες που υποστήριζαν ότι η 17 Νοέμβρη είναι μια ασφαλείτικη οργάνωση. Αποκλείεται, τους έλεγα, να είναι γνήσιοι επ@ν@στ@τες, που διάλεξαν βέβαια ένα αδιέξοδο δρόμο; Αποκλείεται, μου έλεγαν. Έπρεπε να συλληφθούν κάποια μέλη της για να καταλάβουν ότι είχαν άδικο.
  Το ίδιο θυμάμαι έγινε και την περίοδο της δικτατορίας. Είχα βαρεθεί να τσακώνομαι με διάφορους, που υποστήριζαν ότι η απόπειρα κατά του Παπαδόπουλου ήταν στημένη, για να ενισχύσει το κύρος του. Αποκλείεται δηλαδή, τους έλεγα, ένας πατριώτης να έκανε αυτή την απόπειρα; Έπρεπε να πέσει η δικτατορία για να μάθουμε για τον Αλέξανδρο Παναγούλη. Νομίζω ότι η αρχή της οικονομίας των υποθέσεων, γνωστή και ως το ξυράφι του Όκαμ, ισχύει σ’ αυτή την περίπτωση. Είναι λογικότερο να υποθέτουμε το προφανές, εκτός και αν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν κάτι διαφορετικό. Όμως, «δηλητηριασμένοι από την κουλτούρα της καχυποψίας και των συνομωσιών», ψάχνουμε πάντοτε και για τις παραμικρότερες ενδείξεις για να υποστηρίξουμε το μη προφανές.
  Διαβάζουμε:
  «Μπορούμε να περιοριστούμε στο να πούμε σ’ αυτούς τους προκατειλημμένους χρήστες ότι οι αφηγηματολογικές θεωρίες δεν χρησιμεύουν ούτε στην ανάγνωση ούτε στην κριτική» (σελ. 210).
  Εδώ θα διαφωνήσω κάθετα. Πιστεύω ότι η ενασχόλησή μου με την αφηγηματολογία με έχει κάνει πιο επαρκή αναγνώστη και καλύτερο κριτικό.
  Και ένα λάθος (μεταφραστικό; επιμέλειας; δεν ξέρω, μια και δεν έχω το πρωτότυπο): «Όταν η μετωνυμία κατονομάζει το περιέχον με το περιεχόμενο («ας πιούμε ένα ποτήρι»…» (σελ. 244). Είναι προφανές ότι πρόκειται για το ανάποδο. Η μετωνυμία κατονομάζει το περιεχόμενο με το περιέχον.
  Μάθαμε και καινούρια πράγματα. Η αναπαράσταση του χώρου με τις λέξεις λέγεται υποτύπωση ή evidential (σελ. 221). Κρίμα να μην υπάρχει και ο ιταλικός όρος, που πιθανόν να είναι κοινός στις λατινογενείς γλώσσες. Επίσης μάθαμε για τον «τάκο», zeppa στα ιταλικά. «Οι τάκοι θεωρούνται σημεία στήριξης αναγκαία για το στήσιμο του συνόλου, δεσίματα, συγκολλήσεις όπου “ο καλλιτέχνης λειτουργεί με λιγότερη φροντίδα, με μεγαλύτερη ανυπομονησία ή ακόμα και με αδιαφορία, ξεμπερδεύοντας μαζί τους βιαστικά, διότι, ακριβώς επειδή του επιβάλλονται από την ανάγκη να προχωρήσει παραπέρα, μπορούν να αφεθούν στη συμβατικότητα, χωρίς να επηρεάζουν το όλον”» (σελ. 253-254). Σε μικροκλίμακα, ένας τάκος είναι για παράδειγμα το «είπε», μετά την παράθεση του λόγου ενός προσώπου σε μια αφήγηση. Ο Σολωμός άφησε ημιτελές το έργο του γιατί δεν ήθελε καθόλου να ασχοληθεί με τους «τάκους». Έχω γράψει σχετικά σε ένα κείμενό μου για το Σολωμό, αγνοώντας βέβαια τον όρο.
  Και πάλι ένα μεταφραστικό. Ο «ελεύθερος έμμεσος λόγος» (σελ. 266) είναι ελεύθερος πλάγιος λόγος.
  Ήξερα ότι τα διακείμενα μπορεί να τα αντιληφθεί ο επαρκής αναγνώστης, αλλά δεν φανταζόμουν ότι ο συγγραφέας θα τα ανέπτυσσε ως μια «στρατηγική της διακειμενικής ειρωνείας» για τον τύπο του αναγνώστη που «αντιλαμβάνεται ολόκληρο το κείμενο σαν μια ευχάριστη πρόσκληση και δεν συνειδητοποιεί πια τις επικλήσεις αυτού του κειμένου σε ελιτίστικα στοιχεία (και επομένως, απολαμβάνει το έργο, αλλά χάνει τις αναφορές του)» (σελ. 269). Δεν αποκλείεται τα διακείμενα να εκφράζουν μια ειρωνεία, όμως και ένα ναρκισσισμό.
  Στο κείμενο που μιλάει για την «Ποιητική» του Αριστοτέλη διαβάζουμε:
  «Ο Αριστοτέλης είναι ένας αλεξανδρινός που έχει εν μέρει χάσει το θρησκευτικό πνεύμα από το οποίο διαπνεόταν ο πέμπτος αιώνας» (σελ. 301). Δεν νομίζω ότι μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον Αριστοτέλη (384-322) αλεξανδρινό.
  Δεν θέλω να ανοίξω διάλογο με αυτά που υποστηρίζει εδώ ο Έκο όσον αφορά την κάθαρση, απλά πρέπει επί τέλους να αναρτήσω ένα κείμενο που έγραψα για την τραγωδία, με καθυστέρηση δέκα χρόνων, πριν ένα χρόνο περίπου, και το άφησα για να το ξανακοιτάξω. Τώρα έχω ένα κίνητρο να το κάνω.
  Όλοι οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας ασχολούνται με αβανταδόρικα κείμενα, όπως είναι αυτά των μοντερνιστών. Ο Τζόυς είναι η μεγάλη αγάπη του Έκο, και ακολουθούν ο Προυστ και ο Μπόρχες. Ελάχιστες φορές αναφέρει τους γάλλους κλασικούς, ενώ για τους ρώσους κλασικούς δεν λέει τίποτα. Μια αναφορά που κάνει στον Ντοστογιέφσκι είναι, χωρίς πρόθεση θέλω να πιστεύω, απαξιωτική. «Αν αναλογισθώ τη δική μου προσωπική ανάπτυξη, θα έπρεπε να βάλω στη λίστα των πνευματικών πηγών μου τα μυθιστορήματα της πεντάρας, τον Ντοστογιέφσκι και τον Ντόναλντ Ντακ» (σελ. 318).
  Ξαναδιαβάζω τη λατινική ρήση που μου είπε πριν χρόνια ο λυκειάρχης μου, ο Κώστας Τσαντίνης, στο 40ο λύκειο στην Γκράβα: nulla dies sine linea, να μην περνάει μέρα χωρίς να γράψεις μια γραμμή. Τώρα όλο και κάτι γράφουμε στο facebook.
  Ο Κλωντ Λεβί Στρως στην «Άγρια σκέψη» μίλησε για τις δυαδικές αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν τη φύση, και πώς ο ένας όρος φωτίζει τον άλλο. Το μαύρο σε λευκό πλαίσιο τονίζεται περισσότερο, όπως και αντίστροφα. Αυτό βοηθάει πολύ και στην απομνημόνευση. Ο Έκο, συγκρίνοντας τον εαυτό του με τον Μπόρχες ως μυθιστοριογράφο, λέγει ότι «Ο Borgues υπήρξε μινιμαλιστής, ενώ εγώ μαξιμαλιστής» (σελ. 168). Συγκρίνοντας επίσης τον Μπόρχες με τον Τζόυς, λέγει ότι «Ο Joyce έπαιξε με τις λέξεις, ο Borgues με τις ιδέες» (σελ. 144).
  Και το βιβλίο καταλήγει:
  «Γράφουμε μόνο για έναν Αναγνώστη. Και όποιος λέει ότι γράφει μόνο για τον εαυτό του, δεν είναι ότι λέει ψέματα. Είναι ότι είναι αποτρόπαια άθεος. Ακόμη και από μιαν αυστηρά λαϊκή άποψη.
  Δυστυχής κι απελπισμένος όποιος δεν μπορεί ν’ απευθυνθεί σ’ έναν μελλοντικό Αναγνώστη».
  Έχει δίκιο. Αυτές οι βιβλιοκριτικές και οι κριτικές για ταινίες που γράφω, τις γράφω ελπίζοντας ότι θα τις διαβάσει κάποιος αναγνώστης στο διαδίκτυο. Ακόμη και αν την συγκεκριμένη βιβλιοκριτική δεν την διαβάσει τώρα κανείς, υπάρχει πάντα η ελπίδα ότι θα διαβαστεί στο μέλλον. Μια βιβλιοκριτική μου για τον Έκο τη διάβασε κάποια μετά από ένα χρόνο και μου άφησε σχόλιο. Παλιά που δεν υπήρχε το διαδίκτυο, οπότε αν έγραφα μια βιβλιοκριτική για κάποιο βιβλίο δεν υπήρχε περίπτωση να τη διαβάσει κανείς γιατί δεν θα υπήρχε έντυπο να τη δημοσιεύσει, ακόμη και για βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα (με μόνιμη εξαίρεση τα Κρητικά Επίκαιρα για κρητικούς συγγραφείς, και ελάχιστα άλλα), ε, δεν έγραφα, γιατί να γράψω; Τώρα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Υπάρχουν τα blogs. Ακόμη και τρία αυτοβιογραφικά κείμενα που έχω γράψει (τα δυο καθ’ υπόδειξη, το άλλο για εκτόνωση), έχω την ελπίδα ότι θα τα διαβάσει ένας μελλοντικός αναγνώστης, όταν εγώ θα έχω αναχωρήσει για τας αιωνίους μονάς (είναι πιο κομψό από το να γράψω: όταν με φάνε τα σκουλήκια).
  Α, ναι, και μια και δεν γράφω για τον εαυτό μου, πιστεύω στο Θεό. Εκτός και αν εδώ δεν ισχύει η εις άτοπον απαγωγή. Ή μήπως είμαι απλά άθεος, και όχι αποτρόπαια άθεος;

Umberto Eco, Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας (μετ. Έφη Καλλιφατίδη) Ελληνικά Γράμματα 2000, σελ. 141

  Για να ξεμπερδεύουμε με τον Έκο (για φέτος το καλοκαίρι, εννοείται), αφού διαβάσαμε το «Κοιμητήριο της Πράγας» (η προηγούμενη ανάρτησή μας), είπαμε να διαβάσουμε και δυο άλλα του βιβλία, δοκιμιακά αυτά. Και ξεκινάμε με το πρώτο.
  Το «Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας» περιλαμβάνει τέσσερα κείμενα, τρεις ανακοινώσεις και μια εισαγωγή σε βιβλίο. Ο Έκο βρήκε ως κοινό συνδετικό στοιχείο τους το ψεύδος (η ειρωνεία στηρίζεται στο ψεύδος, ή στην ψευδή αντίληψη) για να τα εκδώσει μαζί σε ένα τόμο.
  Το πρώτο κείμενο αναφέρεται στον Καλλιόστρο. Δεν έχω ξεφύγει ακόμη από την ατμόσφαιρα του «Κοιμητηρίου» και ξαναμπαίνω σ’ αυτήν. Διαβάζω σημεία και τέρατα για τον Καλλιόστρο εδώ. Τελικά τι σόι άνθρωποι ήταν αυτοί του 17ου αιώνα, να πιστεύουν τέτοιες απιθανότητες; Ο άνθρωπος λέει ήταν αθάνατος, είχε γνωρίσει τον Πόντιο Πιλάτο, είχε παρευρεθεί στον γάμο στην Κανά…
  Το δεύτερο κείμενο αναφέρεται στους «Μελλόνυμφους» του Αλεσσάντρο Μαντσόνι, ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Ο Έκο το «διαβάζει» με τα εργαλεία της σημειωτικής. Μαθαίνουμε για τη ρηματική γλώσσα και τη λαϊκή σημείωση, και το πόσο η ρηματική γλώσσα μπορεί να παραπλανήσει, ακόμη και για τα (μη γλωσσικά) σημεία της λαϊκής σημείωσης. Τα «σημεία» της πανώλης πάνω στα σώματα των νεκρών είναι εμφανή, όμως η ρηματική σημείωση (των αρχών που θέλουν να κρατήσουν μυστική την επιδημία όσο είναι δυνατό) τα διαστρέφει συστηματικά. Για να καταλήξει ειρωνικά ο Έκο ότι και το βιβλίο ως λόγος, μεταφράζοντας δηλαδή το μη ρηματικό σε ρηματικό, μπορεί να παραπλανήσει.
  Το κείμενο για τον Ακίλε Καμπανίλε, έναν κορυφαίο ιταλό χιουμορίστα συγγραφέα, είναι απολαυστικότατο, και όχι μόνο γιατί ο Έκο παραθέτει σπαρταριστά αποσπάσματα από έργα του. Ο Έκο, το έχω ξαναγράψει, μου αρέσει, γιατί και αυτός μέσα στα δοκίμιά του συχνά εμφανίζεται ως εξαιρετικός χιουμορίστας.
  Το τελευταίο κείμενο αναφέρεται στον Ούγκο Πρατ, έναν ιταλό σκιτσογράφο και συγγραφέα. Μικρό κείμενο, που με ζάλισε με συνεχείς αναφορές σε γεωγραφικούς τόπους.
  Και κάτι που παρατηρήσαμε: ενώ στη βιογραφία των άλλων τριών αναφέρεται η χρονολογία γέννησης και η χρονολογία θανάτου, στη βιογραφία του Πρατ απουσιάζουν. Είναι φυσιολογικό να μην υπάρχει η ημερομηνία θανάτου αφού ο συγγραφέας ζούσε ακόμη, όμως γιατί να μην υπάρχει η ημερομηνία γέννησης;
  Μα τι λέτε τώρα, να αποκαλύψει την ηλικία του; Πιθανότατα ήταν απαίτηση του Πρατ. Μόνο οι νεκροί δεν έχουν τέτοιους ενδοιασμούς, και στις ταφόπλακες πάνω γράφεται φαρδιά-πλατιά η χρονολογία, αν όχι η ημερομηνία, γέννησης και η ημερομηνία θανάτου του εκλιπόντος. Έτσι αυτούς που πεθαίνουν σε προχωρημένη ηλικία τους μακαρίζουμε για την τύχη τους να εξαντλήσουν τα περιθώρια ζωής τους και αυτούς που πεθαίνουν νέοι τους λυπόμαστε που πέθαναν νέοι και δεν χάρηκαν τις χαρές της ζωής (το ότι γλίτωσαν από τις λύπες της δεν μας περνάει από το νου).
  Το έχουμε παρατηρήσει στους συγγραφείς: Όταν είναι νέοι, στα βιογραφικά τους που συνοδεύουν τα βιβλία τους υπάρχει η ημερομηνία γέννησης, όμως μετά από μια ηλικία αρκετοί από αυτούς σταματούν να τη γράφουν.
  Γιατί άραγε, για να ξορκίσουν το θάνατο; Μάλλον για να ξορκίσουν τα γηρατειά. Πάντως στα βιογραφικά του Ουμπέρτο Έκο υπάρχει η ηλικία του. Γεννήθηκε το 1932. Πολύχρονος να είναι, να μας μορφώνει και να μας τέρπει με τα δοκίμιά του και να μας τέρπει και να μας μορφώνει με τα μυθιστορήματά του.  

Ουμπέρτο Έκο, Τα όρια της ερμηνείας (μετ. Μαριάννα Κονδύλη), Γνώση 1993, σελ. 442

Το βιβλίο το είχα ξεκινήσει παλιά, διάβασα κάπου ογδόντα σελίδες, και για λόγους που δεν θυμάμαι το παράτησα. Μετά το έχασα, και το ανακάλυψα τώρα. Διάβασα τα σημεία που είχα υπογραμμίσει και το τέλειωσα-σχεδόν.
Διαβάζουμε στην εισαγωγή: «Κι ερχόμαστε στο τέταρτο και τελευταίο μέρος, που οι πιο ανήσυχοι θεωρητικά αναγνώστες μπορούν να διαβάσουν πρώτο».
Εγώ είμαι θεωρητικά ανήσυχος, αλλά έχω περιορίσει το πεδίο των ανησυχιών μου στην αφηγηματολογία, στην ηθολογία, στην ψυχολογία και στην κοινωνική ανθρωπολογία. Πριν 25 χρόνια ήμουν αρκετά νέος ώστε να διαβάσω τη «Θεωρία σημειωτικής» του Έκο δυο φορές, και τουλάχιστον δύο άλλα βιβλία περί σημειολογίας (Τη «Σημειολογία» του Pierre Guiraud, νομίζω τρεις φορές, και ένα τόμο με σχετικές μελέτες που δεν θυμάμαι πια τον τίτλο του), καθώς και αρκετά άλλα κείμενα. Έτσι αυτό το μέρος που είναι εντελώς σημειολογικό, με αρκετά στοιχεία τυπικής λογικής την οποία δεν χώνεψα ποτέ μου, δεν άντεξα να το διαβάσω όλο, παρά μόνο μερικές σελίδες.
Το «Κειμενική ιδιόλεκτος και παραλλαγή ερμηνειών» είναι ένα κομμάτι δύσκολο. Ο λόγος; Αποδέκτης στην πραγματικότητα δεν είναι ο αναγνώστης αλλά ο Luciano Nanni, ο οποίος αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος ενός βιβλίου του για να κρίνει τη «Θεωρία σημειωτικής». Ο Έκο ανταπαντάει με όχι λιγότερες από 21 σελίδες. Αυτή την πολεμική είναι δύσκολο να την παρακολουθήσει εξ ολοκλήρου ο αναγνώστης που δεν έχει υπόψη του το έργο του Nanni, και πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει σε κάθε πολεμική τέτοιου είδους.
Διαβάζουμε: «Απαγωγή είναι μια διαδικασία συμπερασμού (αλλιώς αποκαλούμενη υπόθεση) που αντιπαρατίθεται στην παραγωγή, καθόσον η παραγωγή ξεκινάει από έναν κανόνα, εξετάζει μια περίπτωση αυτού του κανόνα και συμπεραίνει αυτομάτως κάποιο αναγκαίο αποτέλεσμα» (σελ. 281).
Και εμείς ρωτάμε: η επαγωγή πού βρίσκεται; Γιατί αυτή είναι που αντιπαρατίθεται στην απαγωγή. Υποθέτουμε ότι η μεταφράστρια μεταφράζει τον όρο inductio σε απαγωγή, λαθεμένα, γιατί πρόκειται για την επαγωγή, και τον όρο deductio σε παραγωγή, πολύ σωστά. Μόνο που ο όρος deductio μεταφράζεται στα ελληνικά και ως απαγωγή και ως παραγωγή.
Εδώ εντοπίζεται ένα μεταφραστικό πρόβλημα: Διάφοροι όροι, όπως για παράδειγμα το deductio, μεταφράζονται με περισσότερους από ένα τρόπους, για τους οποίους ο αναγνώστης δεν είναι πάντα ενήμερος, ενώ μπορεί να ξέρει μια χαρά τον ξένο όρο. Πιστεύω λοιπόν ότι θα ήταν καλό όταν πρωτοσυναντάται σε ένα κείμενο ένας όρος να δίνεται στο πρωτότυπο μαζί με τη μετάφρασή του, και στη συνέχεια ας υπάρχει μόνο η μετάφραση. Ο αναγνώστης θα ξέρει ποιος είναι ο όρος που μεταφράζεται έτσι.
Ο μεταφραστής μπορεί να μην ξέρει ότι η George Eliot είναι γυναίκα, οφείλει όμως να το ξέρει ο επιμελητής. Και εδώ επιμελητής δεν υπάρχει, ενώ είναι αναγκαίος για ένα τέτοιο έργο. Ακόμη ο διορθωτής θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός στη διόρθωση των δοκιμίων, ειδικά με τα ξένα ονόματα. Σε πολλά βιβλία τα βλέπω να σφαγιάζονται, προπαντός αν είναι άγνωστα. Ο Mukařovskỳ είναι σχετικά άγνωστος για το ευρύ αναγνωστικό κοινό, όμως δεν νομίζω να υπάρχει κανένας Κukařovskỳ. Πάλι καλά που δεν τον απόδωσε και στα ελληνικά, γιατί είμαι σίγουρος ότι θα έγραφε Κουκαρόφσκι, όπως κάποιος μεταφραστής είδε Dvořak και έγραψε Ντβόρακ αντί Ντβόρζακ. (Ο θεωρητικός της γλωσσολογικής σχολής της Πράγας λέγεται Μουκαρζόφσκι (Το Μουκαργιόφσκι, αλλά με κρητική προφορά, είναι πιο κοντά στην τσέχικη προφορά του ονόματος).
Διαβάζουμε: «Ίδια φαίνεται να είναι η περίπτωση τους απόδοσης του έργου Del sublime στο Λογγίνο» (σελ. 223). Ο Έκο γνωρίζει το έργο στα λατινικά, όμως ο Λογγίνος είναι έλληνας, και το έργο του έχει τον ελληνικό τίτλο «Περί ύψους». Θα μπορούσε να μπει ο ελληνικός τίτλος αντί του λατινικού.
Τα «Όρια της ερμηνείας» εκδόθηκαν την ίδια χρονιά στην Ελλάδα με το άλλο σχετικό βιβλίο του Έκο «Ερμηνεία και υπερερμηνεία», αυτό από τα Ελληνικά Γράμματα. Πάντως το «Τα όρια της ερμηνείας» πρέπει να προηγείται, γιατί στο δεύτερο διαβάζουμε ένα απόσπασμα από ένα κείμενο του Richard Rorty: O Έκο «…επιμένει σε μια διάκριση μεταξύ της ερμηνείας και της χρήσης των κειμένων».
Τη διάκριση αυτή την βρήκαμε στα «Όρια της ερμηνείας». Μας φάνηκε πολύ χρήσιμη διάκριση, γιατί διαπιστώσαμε μια κραυγαλέα περίπτωση χρήσης στο βιβλίο της Αζάρ Ναφισί «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη». Αλλά γι’ αυτή την περίπτωση έχουμε γράψει στο «Ερμηνεία και υπερερμηνεία», από όπου παραπέμπουμε στη βιβλιοκριτική που κάναμε στο βιβλίο της Ναφισί.
Διαβάζουμε: «Υποστηρίζω ότι είναι αντιοικονομικό να θεωρούμε ότι (ο Λεοπάρντι) έχανε καιρό (πολύτιμο, δεδομένης της κατάστασης της υγείας του) να σπέρνει στα ποιήματά του μυστικά μηνύματα όταν ποιητικά καταπιανόταν τόσο πολύ να καταστήσει σαφή την ψυχική του κατάσταση με εντελώς διαφορετικά γλωσσικά και υφολογικά μέσα» (σελ. 142).
Όπως παλιά υπήρχε ο φετιχισμός της αισθητικής, έτσι και σήμερα υπάρχει ο φετιχισμός της ερμηνείας. Ψάχνουμε αδιάκοπα να εντοπίσουμε γρίφους, να λύσουμε αινίγματα, όπως κάποιοι μανιωδώς λύνουν σταυρόλεξα. Είναι κληροδότημα φαντάζομαι του σκοτεινού μοντερνισμού. Εγώ, συντηρητικός και παραδοσιακός, είμαι οπαδός της αισθητικής. Ένα κείμενο δεν κοιτάζω να το ερμηνεύσω, κοιτάζω να δω για ποιους λόγους είναι όμορφο, πράγμα που έχει να κάνει με υφολογικές και αφηγηματικές τεχνικές. Και στη μεταφορά, με την οποία ασχολείται διεξοδικά ο Έκο, το όχημα δεν έχει σαν στόχο να κάνει πιο κατανοητό το μεταφερόμενο, παρά μόνο στην καθημερινή χρήση, και εκεί όχι πάντα. Στη λογοτεχνική χρήση το όχημα τίθεται για την φαντασμαγορία της εικονοπλασίας του ή για την τολμηρότητα της σύνδεσής του με το μεταφερόμενο, και πολύ χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι μεταφορές που χρησιμοποιεί ο Γιάννης Ξανθούλης, στα πρώτα του έργα τουλάχιστον.
Θα φέρω ένα ακραίο παράδειγμα: Η στρατευμένη λογοτεχνία είναι άραγε δυνατόν να κρύβει νοήματα και να περιμένει τον επαρκή αναγνώστη να τα αποκαλύψει; Θα έχανε το στόχο της. Το μήνυμά της πρέπει να είναι –και είναι- διάφανο, αν όχι για όλους, τουλάχιστον για τους περισσότερους αναγνώστες. Για να το ανασυστήσουμε δεν χρειάζονται ερμηνευτικές ακροβασίες. Το αν θα μεταδοθεί ή όχι το μήνυμα δεν εξαρτάται από τις ερμηνευτικές ικανότητες του αναγνώστη αλλά από τη ρητορική, δηλαδή τη λογοτεχνικότητα, του κειμένου. Και η λογοτεχνικότητα δεν «κρύπτεσθαι φιλεί», τουλάχιστον όχι πάντα.
Κάπου εδώ θα πρέπει να σταματήσουμε. Θα τελειώσουμε εκφράζοντας για άλλη μια φορά το θαυμασμό μας για αυτόν τον μεγάλο θεωρητικό.

Ουμπέρτο Έκο, Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει; Συνομιλία με τον Κάρλο Μαρία Μαρτίνι (μετ. Τότα Τσάκου-Κονβερτίνο), Ελληνικά Γράμματα 1998, σελ. 162.

  Στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, ο φύλακας που αναφέρει την είδηση στον Κρέοντα ότι κάποιος έθαψε τον Πολυνείκη, αφού άκουσε τα εξ αμάξης από τον Κρέοντα, ευχαριστημένος που δεν τον σκότωσε (είναι γνωστό ότι στην αρχαιότητα σκότωναν τους αγγελιοφόρους κακών ειδήσεων), φεύγει λέγοντάς του «Άμα με ξαναδείς γράψε με». Και όταν επί τέλους βρίσκουν την Αντιγόνη και την φέρνει στον Κρέοντα λέει «Ποτέ μη λες ποτέ».
  (Δεν του τα λέει έτσι ακριβώς. Για την ακρίβεια, την πρώτη φορά του λέει ἐὰν δέ τοι ληφθῇ τε καὶ μή, τοῦτο γὰρ τύχη κρινεῖ, οὐκ ἔσθ' ὅπως ὄψει σὺ δεῦρ' ἐλθόντα με.
Και τη δεύτερη: ναξ, βροτοσιν οδέν στ' πώμοτον· ψεύδει γὰρ ἡ 'πίνοια τὴν γνώμην· ἐπεὶ σχολῇ ποθ' ἥξειν δεῦρ' ἂν ἐξηύχουν ἐγὼ τας σας πειλας ας χειμάσθην τότε).
  Έτσι κι εγώ. Σε ένα σχόλιο πάνω στην παρουσίαση του «Κοιμητηρίου της Πράγας» από τον Νίκο Σαραντάκο, του έλεγα ότι είχα γράψει επίσης για αυτό το βιβλίο του Έκο, αλλά πριν κάνω την ανάρτηση θα διάβαζα και κάποια άλλα δοκίμιά του –είχα ήδη διαβάσει για τον Καλλιόστρο, ένα πρόσωπο που απαντάται και στο «Κοιμητήριο». Ήταν τα βιβλία: «Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας» και «Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει». Εκδόθηκαν στη δεκαετία του ’90, και τα αγόρασα τρία ευρώ το ένα, σε προσφορά, από το βιβλιοπωλείο των «Ελληνικών Γραμμάτων» (Να το εξομολογηθώ: λατρεύω τις προσφορές, από τα καλάθια των εμπορικών με ρούχα και παπούτσια μέχρι το e-shop, που τώρα τις έχει σε καθημερινή βάση και τις ανακοινώνει στο facebook). Διάβασα το «Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας» (είναι η προηγούμενη ανάρτηση) και συνέχισα με το «Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει». Όταν το αγόρασα δεν πρόσεξα τον τίτλο, πρόσεξα μόνο το όνομα του συγγραφέα, Ουμπέρτο Έκο, και την τιμή της προσφοράς. Τώρα που άνοιξα να το διαβάσω είδα ότι επρόκειτο για μια ανταλλαγή επιστολών με ένα καρδινάλιο, που θα δημοσιεύονταν σε τριμηνιαία βάση σε κάποιο περιοδικό. Ξεκίνησα να το διαβάζω, και δεν είδα να με τραβάει καθόλου. Μέχρι την εβδομήντα σελίδα που διάβασα, συζητούσαν για την καταστροφολογία, για την οικολογία (με τρία βιβλία σχετικά με την οικολογία που έχω γράψει σεμνύνομαι ότι ξέρω περισσότερα από αυτούς), και για θέματα όπως οι εκτρώσεις και το διαζύγιο που απαγορεύονται από την καθολική εκκλησία και η αγαμία των ιερέων που είναι υποχρεωτική. Από τη στιγμή που η δική μας ορθόδοξη εκκλησία έχει λύσει τα θέματα αυτά με τον καλύτερο τρόπο, που με βρίσκει σύμφωνο, δεν έβρισκα το λόγο να παρακολουθήσω αυτή τη συζήτηση. Και μια και δεν είμαι ιδιαίτερα θρήσκος, αυτές οι παραπομπές στη Βίβλο και σε συγγραφείς όπως ο άγιος Αυγουστίνος και ο Θωμάς ο Ακινάτης που ο Ουμπέρτο Έκο τους γνωρίζει πολύ καλά μια και σπούδασε μεσαιωνική φιλοσοφία και λογοτεχνία, με ξένιζαν. Κάποια στιγμή παράτησα την ανάγνωση για να κάνω δεν θυμάμαι τι, ξαναγύρισα, συνέχισα, και είδα να ενοχλούμαι. Τι με ενδιαφέρει εμένα τι λέει ο καρδινάλιος. Με έκπληξη όμως διαπίστωσα ότι το κείμενο που διάβαζα δεν ήταν του καρδινάλιου αλλά του Έκο. Έτσι αποφάσισα να κάνω αυτό που συστήνει ο Μπόρχες σε κάποιο από τα δοκίμιά του που τα διάβασα πρόσφατα: αν ένα βιβλίο δεν σας αρέσει, να το παρατάτε. Και το παράτησα.
  Δεν το συνηθίζω. Έχω την τάση να διαβάζω ένα βιβλίο μέχρι τέλους, ακόμη και αν δεν μου πολυαρέσει, όπως και να βλέπω μια ταινία μέχρι το τέλος, ακόμη και αν δεν με τραβάει και τόσο. Ελάχιστες είναι οι ταινίες που δεν τις είδα μέχρι τέλους, όπως και τα βιβλία που τα παράτησα στη μέση (μπορεί και στην αρχή, πάντως όχι πριν το τέλος – μια και φάγαμε το βόδι, έλεγα, να μη μείνουμε στην ουρά).
  Είναι το δεύτερο βιβλίο για το οποίο γράφω έχοντας διαβάσει το μισό. Το άλλο είναι ο «Οδυσσέας» του Τζόυς. Ήταν από τις πρώτες μου βιβλιοκριτικές, το 1990. Υπάρχει όμως μια διαφορά: Το βιβλίο του Τζόυς σκόπευα να το τελειώσω κάποτε στο μέλλον, όταν οι ορίζοντές μου στη λογοτεχνία θα είχαν διευρυνθεί, και επειδή έβλεπα ότι ήταν ένα βιβλίο που δεν θα άντεχα να διαβάσω δεύτερη φορά. Αυτό το βιβλίο όμως του Έκο δεν έχω σκοπό να το τελειώσω. Αν και, πού ξέρεις, η επίνοια…

Ουμπέρτο Έκο, Το κοιμητήριο της Πράγας (μετ. Έφη Καλλιφατίδη), Ψυχογιός 2011, σελ. 567
Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα, με άφθονο σασπένς

  Τον Ουμπέρτο Έκο τον έχω γνωρίσει ως θεωρητικό της σημειολογίας και ως δοκιμιογράφο. Ως μυθιστοριογράφο τον γνώρισα για πρώτη φορά. Είχα κάποτε την ευγενή φιλοδοξία να διαβάσω το «Όνομα του ρόδου», που εν τω μεταξύ το είχα δει και στο σινεμά, στο πρωτότυπο. Διάβασα κάπου εβδομήντα σελίδες, και μετά, κάτι έγινε, το παράτησα, και δεν το ξανάπιασα πια. Ούτε τα επόμενα βιβλία του διάβασα, γιατί σκεφτόμουνα την εκκρεμότητα με το «Όνομα του ρόδου». Τώρα άφησα κατά μέρος αυτή την εκκρεμότητα (στο μεταξύ δεν ξέρω πού βρίσκεται καταχωνιασμένο) και διάβασα το τελευταίο του μυθιστόρημα, το «Κοιμητήριο της Πράγας».
  Πρόσφατα παρουσιάσαμε στο Λέξημα την «Ομορφιά της λίστας», μια μελέτη του Έκο πάνω σε ένα φαινόμενο το οποίο στη λογοτεχνία ονομάζεται «εφέ της απαρίθμησης», που απαντάται όμως και σε άλλες μορφές τέχνης, όπως η ζωγραφική και η μουσική. Εκτός από λογοτεχνικά αποσπάσματα υπάρχουν και άφθονοι πίνακες ζωγραφικής. Στο μυθιστόρημα αυτό το συνάντησα αρκετές φορές, πράγμα που φυσικά δεν με εξέπληξε. Επίσης και με μια ειδική μορφή: απαρίθμηση των συστατικών για το μαγείρεμα κάποιων φαγητών, καθώς και απαρίθμηση φαγητών σε διάφορα δείπνα. Νομιμοποιούμαι νομίζω να βγάλω το συμπέρασμα ότι ο Ουμπέρτο Έκο είναι ένας καλοφαγάς.
  Αλλά ας πάμε στο μυθιστόρημα. Αυτό που παρατηρούμε σαν μυθιστορηματική τάση, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένους συγγραφείς, είναι η διολίσθηση της μυθοπλασίας στην αφήγηση πραγματικών γεγονότων. Στο «Κοιμητήριο της Πράγας» το ιστορικό πλαίσιο δεν λειτουργεί σαν φόντο αλλά είναι το ίδιο το προσκήνιο, στο οποίο τα πρόσωπα που παρελαύνουν είναι σχεδόν όλα πραγματικά, και κάποια αρκετά γνωστά. Και για να μην έχουμε καμιά αμφιβολία γι’ αυτό, μιας και δεν μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε όλα, μας το λέει ο ίδιος ο Έκο σε ένα επιλογικό δισέλιδο που το τιτλοφορεί «Άχρηστες λόγιες διευκρινίσεις». Η μία σελίδα αναφέρεται στην ιστορικότητα των προσώπων και η άλλη στη διάκριση μεταξύ ιστορίας και πλοκής, δηλαδή της ευθύγραμμης ακολουθίας των γεγονότων και της μη ευθύγραμμης εξιστόρησής τους.
  Η ιστορία τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Ο ήρωας είναι ένας πλαστογράφος, που επινοεί ιστορίες που τίθενται στην υπηρεσία των αντισημιτών. Στο «Κοιμητήριο της Πράγας» έγινε μια δήθεν συνάντηση ραβίνων που εξέθεσαν τα σχέδιά τους για την κυριαρχία του περιούσιου λαού πάνω στη γη. Το παραμύθι πουλούσε, μια και υπήρχε έντονος αντισημιτισμός τότε στην Ευρώπη. Θύμα του υπήρξε και ο Ντρέυφους. Μαθητής, είχα διαβάσει το περίφημο «Κατηγορώ» του Ζολά. Νόμιζα ότι υπήρξε θύμα συκοφαντίας, αλλά εδώ μαθαίνω ότι υπήρξε θύμα συνομωσίας, με πλαστογραφημένα έγγραφα.
  Δίπλα στον αντισημιτισμό παρελαύνουν ο μασονισμός και ο σατανισμός. Είναι αρκετά ενδιαφέροντα τα στοιχεία που παραθέτει ο Έκο.
  Το μυθιστόρημα δεν είναι roman à these, όμως μπορούμε να εξαγάγουμε ως θέση ότι ο άνθρωπος μπορεί να εξαπατηθεί από κάθε λογής απατεώνες, ή μάλλον καλύτερα από οργανωμένα κέντρα τα οποία διασπείρουν ψευδείς ειδήσεις για να χειραγωγούν τις μάζες (δηλαδή εμάς). Αυτό πια το έχουμε εμπεδώσει όλοι, καθημερινά κυκλοφορούν ειδήσεις στο διαδίκτυο που διαψεύδονται την επόμενη στιγμή, πράγμα που σου δημιουργεί μια σύγχυση. Δεν θυμάμαι ποιος το είπε, αλλά σήμερα φαίνεται να ισχύει περισσότερο από κάθε άλλη φορά: de omnibus dubitandum est, για όλα πρέπει να αμφιβάλλουμε.
  Για όλα; Θυμάμαι τις πρώτες σειρές από την «Αθλιότητα της φιλοσοφίας» του Μαρξ, μια πολεμική ενάντια στην «Φιλοσοφία της αθλιότητας» του Προυντόν (ο οποίος, διαβάζουμε στο «Κοιμητήριο της Πράγας», είχε γράψει μια προσευχή στον Εωσφόρο-αν μας λέει αλήθεια ο Έκο!!!). Ο Προυντόν υποστηρίζει κάτι λέγοντας ότι αυτό είναι τόσο αναμφισβήτητο όσο δυο και δυο κάνουν τέσσερα. Ο Μαρξ επαναλαμβάνει τα λόγια του Προυντόν λέγοντας ότι αμφισβητεί όλα τα παραπάνω εκτός από το ότι δυο και δυο κάνουν τέσσερα. Και έρχεται μετά από χρόνια ένας συνάδελφός μου στο Βαρβάκειο για να μου πει ότι ένας Ιάπωνας επινόησε μια θεωρία όπου δυο και δυο δεν κάνουν πάντα τέσσερα, αλλά μπορεί να κάνουν κάτι λιγότερο από τέσσερα ή κάτι παραπάνω από τέσσερα, και αυτή η θεωρία έχει βρει εφαρμογές στη βιομηχανία, όπως στην κατασκευή πλυντηρίων και ψυγείων. Δεν είμαι μαθηματικός και δεν κατάλαβα την επιχειρηματολογία, απλά έμεινα στο ότι δυο και δυο δεν κάνουν πάντα τέσσερα, όπως για παράδειγμα είχα μάθει χρόνια πριν (από ένα βιβλίο του Ευτύχη Μπιτσάκη) ότι σύμφωνα με τη γεωμετρία του Ρήμαν από ένα σημείο εκτός ευθείας μπορείς να φέρεις άπειρες παραλλήλους.
  Ένα βιβλίο για να είναι τραβηχτικό πρέπει να περιέχει έρωτα και σεξ. Όμως στο βιβλίο του Έκο ο έρωτας είναι ανύπαρκτος και το σεξ ελάχιστο (στη σατανιστική τελετή). Τι μένει; Ο αντισημιτισμός, ο σατανισμός και ο μασονισμός. Όμως πόσο μπορεί να ενδιαφέρουν αυτά τα θέματα το ευρύ αναγνωστικό κοινό;
  Λίγο ασφαλώς. Όμως λογοτεχνία δεν είναι μόνο το περιεχόμενο, είναι και η μορφή. Και ο Έκο είναι αρκετά επινοητικός στις αφηγηματικές του τεχνικές ώστε να κρατάει αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη ακόμη και αν το θέμα δεν τον ενδιαφέρει και τόσο. Ο κεντρικός ήρωας είναι μια διχασμένη προσωπικότητα. Όταν δολοφόνησε έναν αβά διχάστηκε η προσωπικότητά του. Σαν δόκτωρ Τζέκυλ και κύριος Χάιντ, εμφανίζεται με δυο πρόσωπα. Το πλαστό πρόσωπο είναι το πρόσωπο του αβά που δολοφόνησε. Την ιστορία την παρακολουθούμε από ένα ημερολόγιο στο οποίο γράφουν εναλλάξ ο Σιμονίνι και ο αβάς Ντάλα Πίκολα. Ό,τι δεν θυμάται, γιατί το έχει απωθήσει, ο Σιμονίνι, το καταγράφει ο Ντάλα Πίκολα. Και πλάι σε αυτούς τους δυο πρωτοπρόσωπους αφηγητές υπάρχει και ο αφηγητής-μάρτυρας (καλύτερα ένας αφηγητής που βρίσκεται ανάμεσα στον αφηγητή-μάρτυρα και στον τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή), ο οποίος συνδέει τις δικές τους αφηγήσεις. Έχουμε λοιπόν τρεις αφηγηματικές φωνές και ζιγκ ζαγκ στην αφήγηση, με άφθονα φλας μπακ, που δημιουργούν μια ατμόσφαιρα μυστηρίου, γεμάτη σασπένς. Και βέβαια ενδιαφέρον από μόνο του είναι το ότι ο Έκο αφηγείται πραγματικά γεγονότα.
  Και θα ήθελα να κλείσω με ένα πρόβλημα που, ως λάτρη του πραγματικού στην αφήγηση, με έχει απασχολήσει: Πόσα από τα περιστατικά που αναφέρονται σε ένα μυθιστόρημα είναι πραγματικά και πόσα φανταστικά; Πριν λίγους μήνες είχα δει ένα ντοκιμαντέρ για τους Ναΐτες ιππότες, και είδα ότι αυτά που λέει ο Έκο γι’ αυτούς είναι αληθινά. Πρόσφατα επίσης διάβασα ότι ο Μάκβεθ, το ιστορικό πρόσωπο, δεν ήταν καθόλου έτσι όπως τον παρουσιάζει ο Σαίξπηρ: υπήρξε ένας αγαθός βασιλιάς, και τον Ντάνκαν δεν τον δολοφόνησε, αλλά τον σκότωσε σε μια μάχη.  Όμως όλος ο κόσμος ταυτίζει τον σαιξπηρικό ήρωα με το πραγματικό πρόσωπο. Ο Έκο, στο επιλογικό του σημείωμα, μας ξεκαθαρίζει τη σχέση πραγματικού-φανταστικού σ’ αυτό του το μυθιστόρημα. Ο μόνος φανταστικός ήρωας, μας λέει, είναι ο Σιμονίνι. Στο τέλος όμως μας δηλώνει ότι στην πραγματικότητα είναι «αποτέλεσμα ενός κολλάζ» άλλων προσώπων. «Όλες οι υπόλοιποι ήρωες (εκτός από μερικές δευτερεύουσες μορφές…) υπήρξαν πραγματικά και έκαναν και είπαν τα πράγματα που κάνουν και λένε σ’ αυτό το μυθιστόρημα» (σελ. 567). Το οποίο το συνιστώ ανεπιφύλακτα.  

No comments:

Post a Comment