Γιάννης
Καλπούζος, Κάποιοι δεν ξεχνούν ποτέ, Ψυχογιός 2017, σελ. 205
Η παρακάτω
βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Εξαιρετικά
διηγήματα ενός εξαίρετου μυθιστοριογράφου
Μετά το τελευταίο του μυθιστόρημα «Σέρρα, η ψυχή του
Πόντου», που τόσο συνάρπασε πόντιους και μη, ο Γιάννης Καλπούζος
επανεκδίδει τα διηγήματά του, που εκδόθηκαν το 2002 από τις εκδόσεις «Κέδρος»
με τον τίτλο «Μόνο να τους άγγιζα», εμπλουτισμένα με ένα διήγημα και μια
παραλογή.
Στη μικροκλίμακα του διηγήματος διαπιστώνουμε
πολύ καλύτερα αυτό που είχαμε διαπιστώσει στα μυθιστορήματά του: την πλούσια
φαντασία του. Εδώ μάλιστα αυτή εκφράζεται καλύτερα γιατί του επιτρέπει να
παίξει με το φανταστικό και με οριακές καταστάσεις που αιχμαλωτίζουν αμέσως το
αναγνωστικό ενδιαφέρον, κάτι που δεν είναι εύκολο στο ιστορικό μυθιστόρημα με
το οποίο έχει κυρίως καταπιαστεί. Το «Σάος, παντομίμα
φαντασμάτων», κι αυτό σε δεύτερη έκδοση, μυθιστόρημα όχι ιστορικό, δείχνει
επίσης την πλούσια φαντασία του με τη σύνθεση μιας σουρεαλιστικής πλοκής.
Τα περισσότερα διηγήματά του, ιδιαίτερα αυτά
που βρίσκονται στην αρχή, θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε σαν σονάτες για
πιάνο και βιολί. Το πιάνο, ο κύριος χαρακτήρας, έρχεται σε επαφή, σε σχέση, σε
σύγκρουση, με το βιολί, τον δεύτερο χαρακτήρα. Αν υπάρχουν άλλα πρόσωπα αυτά
είναι απλές φιγούρες.
Στο πρώτο διήγημα που δίνει και τον τίτλο στη
συλλογή, η παρατημένη από το φίλο της κοπέλα κλείνεται σε μοναστήρι. Προσπαθεί
να ξεχάσει. Όμως δεν μπορεί. Ζωγραφίζει την εικόνα του αγαπημένου της σαν να
ήταν εικόνισμα. Σουρεαλιστική η πλοκή, εικονογραφεί καίρια το παρακάτω:
«Αγάπη με ημερομηνία λήξης δεν υπάρχει,
τουλάχιστον από τα πριν γραμμένη. Αλλιώς δεν μπορεί να γίνει καν η αρχή» (σελ.
18).
Και το διήγημα τελειώνει με την ηγουμένη να
μονολογεί.
«Πού ξέρεις, μπορεί να βρεθεί μια μέρα και
κάποια που δεν θα ξεχάσει ποτέ» (σελ. 20).
«Η Λουνέμα» είναι ένα ερωτικό διήγημα, κάτι
σαν αντιστροφή του «Η παρθένα και ο τσιγγάνος» του Ντέηβιντ Χέρμπερτ Λώρενς.
Αυτή είναι τσιγγάνα.
Στον «Κάδο» έχουμε έναν παρατηρητή που βλέπει
με έκπληξη κάποιον να τρυπώνει σε ένα κάδο. Μήπως ψάχνει για τροφή;
Καθόλου. Εξάλλου το διήγημα γράφηκε πριν την
κρίση, και τελειώνει με τον αφηγητή να υποθέτει:
«Γι’ αυτό εκείνος πέταξε τον εαυτό του. Ίσως
φοβόταν να βουτήξει από τον τρίτο όροφο» (σελ. 36).
Το φανταστικό του «Μόνο να τους άγγιζα» που
έδωσε τον τίτλο στην πρώτη έκδοση μου θύμισε τον «Πέδρο Πάραμο» του Χουάν Ρούλφο. Οι νεκροί μπορεί να
στοιχειώνουν τη φαντασία μας, αλλά και να εμφανίζονται σαν παραισθήσεις.
Το «Χάντρα χάντρα» μου θύμισε τον παππού μου,
τον Γιάννη το Ζωγραφάκη. Όχι, αυτός δεν ήταν ναυτικός αλλά ξενιτεύτηκε στην
Αργεντινή, κάπου το 1915. Μήπως έκανε κι αυτός εκεί άλλη οικογένεια; Γιατί κάποια
στιγμή ξέχασε τη γιαγιά μου.
Στη «Βέβηλη επιλογή» έχουμε πάλι έναν άνδρα
και μια γυναίκα, σε ένα φρικιαστικό, απροσδόκητο φινάλε.
Το φανταστικό του «Φιλ» θυμίζει Κάφκα. Ένας
άντρας και ένα ποτήρι, ένα ποτήρι που μιλάει.
Στην «Απόχρωση ονείρου», ένα επίσης
σουρεαλιστικό διήγημα, το πιάνο είναι ένας άνθρωπος που αποφάσισε να μπαρκάρει.
Δεν υπάρχει βιολί αλλά όργανα ορχήστρας δωματίου, οι άλλοι ναυτικοί.
Αντιγράφουμε το παρακάτω, σαν δείγμα ποιητικής γραφής.
«Και να με τώρα εδώ. Να εμβολίζει η πλώρη τη
συμμαχία ουρανού και θάλασσας. Να εισχωρεί στην αμφικτιονία των σαπφείρινων και
κυανών εκτάσεων. Να ισορροπεί ανάμεσα στην οροφή του υγρού στοιχείου και στην
κάτοψη του σύμπαντος επί γης» (σελ. 75).
Στο «Αγίασμα» έχουμε πάλι έναν άντρα και μια
γυναίκα. Κάποια στιγμή θα γίνουν ζευγάρι, όμως καθόλου τυπικό.
Ο «Ακινητισμός» είναι και αυτό ένα
σουρεαλιστικό διήγημα, που έχει αλληγορικό-σατιρικό χαρακτήρα. Διαβάζουμε:
«Θυμήθηκα και τον Νταλί που έβγαζε βόλτα έναν
αστακό. Ναι, ορισμένα πράγματα δεν πρέπει να τα ξεχνά κανείς ποτέ. Το παράδοξο
τέρπει τα βλέμματα και ελκύει την προσοχή» (σελ. 107).
Προφανώς τον έβγαλε βόλτα με τα πόδια και όχι
με το αυτοκίνητό του. Παρεμπιπτόντως, ένας τρόπος να μην ξεχνάς πράγματα που
διαβάζεις είναι να τα αντιγράφεις, όπως έκανα εγώ τώρα.
Στο «Όχι άλλα λάθη» έχουμε πάλι ένα ντούο, με
δυο παντρεμένους και χωρισμένους που ζουν στην ίδια πολυκατοικία. Αμφιθυμικές
σχέσεις τους χαρακτηρίζουν. Στο τέλος θα βρουν τρόπο να καταπολεμήσουν τη
μοναξιά τους, όχι όμως πριν βρεθούν και οι δυο στο νοσοκομείο. Αντιγράφουμε την
ατάκα:
«…και μόνο να έχει κάποιος να περιμένει κάτι
είναι λόγος να κρατηθεί στη ζωή» (σελ. 116).
Ακόμη και τον Γκοντό.
«Ο γκρεμός» είναι πολυφωνικό, με έναν όμως
κεντρικό ήρωα. Συναρπαστικά εγκιβωτισμένα επεισόδια και ανατροπές το κάνουν από
τα κορυφαία της συλλογής. Θα μπορούσα να το φανταστώ γυρισμένο σε ταινία, ακόμη
και μεγάλου μήκους. Εγώ πέταξα την ιδέα, ελπίζω να βρεθεί κάποιος.
Στη «Βαβυλωνία εξουσιών» έχουμε πάλι μια
μεγάλη ανατροπή. Τώρα που το σκέφτομαι, Γιάννη, μήπως θα έπρεπε να ασχοληθείς και
με το σενάριο;
«Το στοίχημα» είναι επίσης ένα σουρεαλιστικό
διήγημα. Εδώ έχουμε πιάνο και έξι άλλα όργανα, τους έξι φίλους του κεντρικού
ήρωα με τους οποίους στοιχηματίζει. Και πάντα κερδίζει. Όχι για το ποια ομάδα
θα κερδίσει αλλά, να αναφέρουμε ένα από τα στοιχήματα, να κάνει ένα μήνα χωρίς
να μιλήσει.
«Στο τρίτο φλας» έχουμε μια πρωτότυπη
αυτοκτονία. Συναρπαστικό και αυτό. Θυμήθηκα ένα βιβλίο, ενός ιταλού, που
αναφερόταν σε πρωτότυπους τρόπους αυτοκτονίας. Στην κριτική που διάβασα γι’
αυτό μου έμεινε το παρακάτω.
Ένας πάμπλουτος καλεί τους φίλους του σε
ρεβεγιόν. Τους ξεναγεί στον κήπο του, όπου βρίσκεται ένα κλουβί με ένα
λιοντάρι. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους ανοίγει την πόρτα του κλουβιού και
μπαίνει μέσα. Το λιοντάρι τον κατασπάραξε. Το είχε αφήσει για μέρες νηστικό.
Τα ιταλικά μου είναι καλά, είπα να το αγοράσω
αλλά μετάνιωσα. Άσε λέω, να μη μου μπαίνουν ιδέες.
Τι γίνεται όταν συναντάς κάποιον που κάπου
τον ξέρεις, όμως δεν θυμάσαι πού, και ξαφνικά θυμάσαι, και η ανάμνηση που έχεις
είναι εντελώς δυσάρεστη; Αυτή είναι η περίπτωση ενός από τους δυο ήρωες στο
«Κακές συνήθειες».
Διαβάζουμε:
«Άμα ο άλλος θέλει κάτι κι εσύ δε θέλεις
τίποτα, πάντα βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση. Στέκει ένα σκαλί παραπάνω από
σένα κι έτσι σου επιβάλλεται» (σελ 180).
Θα το έχετε περάσει.
Το «Αυξομειώσεις» εικονογραφεί τους γνωστούς
στίχους «Μην απελπίζεσαι, και δεν θ’ αργήσει, κοντά σου θα ’ρθει μια χαραυγή, καινούργια αγάπη να
σου ζητήσει, κάνε λιγάκι υπομονή».
Από αυτό αντιγράφουμε την παρομοίωση:
«Έτρεχα σαν τους πολιτικούς πίσω από τις
κάμερες, μην τύχει και ρίξει απάνω μου το βλέμμα της» (σελ. 186-187).
Από το τελευταίο διήγημα, το «Κάστρο του
παράλογου», που κάτι μου λέει ότι είναι το διήγημα που προστέθηκε, αντιγράφω:
«Βελόνι που καρφώθηκε στο κορμί, κυλά στις
φλέβες κι όλο το μαγνητίζει η καρδιά. Να της φέρει κάποτε το θάνατο» (σελ.
194).
Από τις προειδοποιήσεις της μητέρας μου:
«κοίταξε μη σου καρφώσει βελόνα». Ήμουν τρομοκρατημένος στα παιδικά μου χρόνια
με αυτή την προειδοποίηση.
Μετά τον de profundis επίλογο ακολουθεί η παραλογή. Μιλάει
για ένα «ματωμένο γάμο». Και ενώ στον Καλπούζο ρέει ο ιαμβικός
δεκαπεντασύλλαβος (παραθέτουμε παρακάτω αυτούς που εντοπίσαμε), εδώ χρησιμοποιεί
τον ελεύθερο στίχο.
Ευφάνταστος, πληθωρικός, ποιητικός,
πρωτότυπος, είναι κρίμα που ο Καλπούζος εγκατέλειψε ολότελα το διήγημα για χάρη
του μυθιστορήματος. Ελπίζουμε να επανέλθει.
Και, όπως πάντα (ή σχεδόν πάντα) ακολουθούν
οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι.
Τα χέρια της ζωγράφιζαν
ξανά το πρόσωπό του (σελ. 10)
Να δένεσαι, να
λύνεσαι, κι όλο δεμένος να ’σαι (σελ. 26)
Μονάχος του αν θα
πεταχτεί, όχι να τον τραβήξουν (σελ. 35)
Κι είχε αδειάσει
μέσα μου το φορτηγό του κόσμου (σελ. 53)
Χόρευα στο
δωμάτιο αντάμα με αγγέλους (σελ. 53)
Χαμήλωσε η οροφή,
χτύπησα στο ταβάνι (σελ. 53)
Φαλλοί αιωνίως
κυνηγοί, μα και κυνηγημένοι (σελ. 61)
Αν και ασκούσα
πάνω του απόλυτη εξουσία (σελ. 68)
Και ξαφνικά μια
αναλαμπή σάρωσε το γυαλί του (σελ. 70)
Απ’ το μπαλκόνι
μου έβλεπα μονάχα ένα κλάσμα (σελ. 75)
Ακαριαία
τινάχτηκα και πάλι προς τα πάνω (σελ. 78)
Είχε απλωθεί στη
γειτονιά κι όλη τη συνοικία (σελ. 91)
Πήρα πάλι τη θέση
μου στο κέντρο της πλατείας (σελ. 105)
Στον Άγιο Ιλάριο,
στον φύλακα άγγελό μου (σελ. 119)
Τρία μερόνυχτα
σχεδόν στην κορυφή της ράχης (σελ. 127)
Του έδειξα τα
δόντια μου κι έπιασα να γαβγίζω (σελ. 142)
Τίποτα δε μου
θύμιζε κι έκανα μια γκριμάτσα (σελ. 179)
Το χέρι της στο
στέρνο μου κι έψαχνε την καρδιά μου (σελ. 189)
Νερό που
εξατμίζεται και εξάτμιση του χρόνου (σελ. 197)
Κι ένας
ανάπαιστος: Κουβαλούσα το ασήκωτο βάρος του πόθου (σελ. 53).
Κι ένας αμφίβραχυς:
Οι άλλοι μου είχαν κολλήσει ευθύς εξαρχής (σελ. 76)
Και ένας
τροχαίος: Όλα χάρη σε ένα γράμμα (σελ. 120)
Μπάμπης
Δερμιτζάκης
Μόλις τελείωσα την ανάγνωση του. Συμφωνώ απόλυτα με την γλυκιά κριτική σας. Συγχαρητήρια.
ReplyDeleteΣ' ευχαριστώ πολύ, να είσαι καλά.
ReplyDelete