Sunday, September 3, 2017

Ισίδωρος Ζουργός, Λίγες και μία νύχτες

Ισίδωρος Ζουργός, Λίγες και μία νύχτες, Πατάκης 2017, σελ. 573

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε και στο Λέξημα.
  Είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Ζουργού που διαβάζουμε, μετά το «Στη σκιά της πεταλούδας». Πρέπει να πω ότι το μυθιστόρημα αυτό, παρά την εξαίσια γραφή, δεν μου άρεσε και τόσο. Συγκεκριμένα δεν μου άρεσε ο κλειστοφοβικός χαρακτήρας του (τα δυο κεντρικά πρόσωπα, ο άνδρας και η γυναίκα, είναι εγκλωβισμένα σε ένα ασανσέρ που έχει χαλάσει) και το unhappy end. Όμως το «Λίγες και μία νύχτες» μου άρεσε.
  Έχω μια ένσταση. Δεν είναι η παράφραση του «Χίλιες και μια νύχτες» που σίγουρα κάνει ελκυστικό τον τίτλο, είναι το ότι το «μια» γίνεται «μία», καταστρέφοντας έτσι τον κανονικό τροχαίο που υπάρχει στον πρωτότυπο τίτλο, και μάλιστα ενώ στο ίδιο το μυθιστόρημα υπάρχει μια μουσικότητα με κανονικά μέτρα. Εκτός από τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που παραθέτουμε πάντα στο τέλος κάθε βιβλιοκριτικής μας θα παραθέσουμε και κάποιους αμφίβραχεις, ανάπαιστους και δάκτυλους. Κατά τα άλλα το μυθιστόρημα αυτό, το τελευταίο του Ζουργού, μου άρεσε πάρα πολύ.
  Μου άρεσε καταρχάς σαν αφηγηματολόγος που είμαι. Ίσως να μην είναι πρωτότυπη η επινόηση του εγκιβωτισμού της ιστορίας σε μια ιστορία που διαδραματίζεται στο quasi-παρόν της συγγραφής, και της οποίας αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ένα σύνολο αναδρομών. Είναι όμως πρωτότυπη η χρήση της, με αρκετά σχόλια πάνω στον τρόπο συγγραφής μιας βιογραφίας. Ο Ορέστης στα κεφάλαια που τιτλοφορούνται «στάσιμα» διαβάζει στον Ευγένιο αποσπάσματα από την βιογραφία του τα οποία μόλις έγραψε, αντιμετωπίζοντας συχνά τα σαρκαστικά του σχόλια για τις αποκλίσεις της από τα πραγματικά βιογραφικά του στοιχεία. Κορυφαία απόκλιση είναι να μπάσει στην πλοκή έναν άλλο μυθιστορηματικό ήρωα, τον «Γιούγκερμαν» του Καραγάτση. Όμως να παραθέσουμε δυο σχετικά αποσπάσματα.
  «-Βλέπετε, η αλήθεια του μυθιστορήματος είναι αυτή που μένει, αυτή που κρατάει την αξία της.
  -Όμως τι γίνεται όταν μου καταπίνει τη δικιά μου τη ζωή, την πραγματική;
  -Δεν υπάρχει πραγματική ζωή, κύριε Ευγένιε, υπάρχει απλά η δική σας, ο δικός σας τρόπος που θυμάστε αυτά που ζήσατε τότε.
  -Άλλο και τούτο πάλι. Τι εννοείς δεν υπάρχει πραγματική ζωή;
  -Κάποιος άλλος που σας έζησε, στη δουλειά σας ας πούμε, κι έχει μείνει στην ίδια πόλη, έχει την δική του “αληθινή ιστορία”» (σελ. 329).
  Το θέμα αυτό το πραγματεύεται ο Σαρτρ στο βιβλίο του «Το είναι και το μηδέν». Το προσωπικό, ρευστό και ελεύθερο pour soi (δι’ εαυτόν) μετατρέπεται στο παγωμένο en soi (καθ’ αυτόν), στην εικόνα που έχουν οι άλλοι για μας.
  Κάπου προς το τέλος διαβάζουμε επίσης:
  «-Και η πραγματική, η ακριβής ζωή του Ευγένιου Ζιρντό, πού θα πάει αυτή όταν πεθάνω; Στο χαρτί θα μείνει ο δικός σου Ζιρντό, αυτός νικάει πάντα, έτσι δεν μου έχεις πει;
  -Έτσι είναι κύριε Ευγένιε. Αυτός του χαρτιού νικάει πάντα» (σελ. 497).
  Το σχήμα της διπλής πλοκής το είδαμε και στη «Σκιά της πεταλούδας», όπου πάλι η κύρια ιστορία είναι αναδρομές μιας οιονεί συγχρονικής με την συγγραφή ιστορίας, με τους δυο ήρωες εγκλωβισμένους στο ασανσέρ.
  Μου αρέσουν οι ιστορίες αγάπης (η πιο πρόσφατη που διάβασα είναι το «Υ.Γ. Σ’ αγαπώ» της Cecilia Ahern), και αυτή είναι μια τέτοια συναρπαστική ιστορία. Και την κάνει πιο συναρπαστική το γεγονός ότι η αγάπη δεν ξεθυμαίνει με τα χρόνια, με τα γηρατειά.
  Ο Ευγένιος έχει τα χαρακτηριστικά των νεαρών ηρώων του Σταντάλ: φιλόδοξος, από ταπεινός γιος ενός κηπουρού θα ανέλθει κοινωνικά, σε μια μακροχρόνια διαδρομή το φόντο της οποίας είναι η σύγχρονη ελληνική ιστορία από τις αρχές του 20ου αιώνα. Και βλέπουμε πάλι το μοτίβο του σταχτοπούτου, του ταπεινής καταγωγής νέου που θα ερωτευθεί τη Μίρζα, μια μουσουλμάνα εβραϊκής καταγωγής, με ένα πολύ πλούσιο πατέρα στην υπηρεσία του εκθρονισμένου σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ που βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Θεσσαλονίκη από τους Νεότουρκους που έχουν καταλάβει την εξουσία.
  «Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα σου σπάσει ο κλώνος/ και θα σου φύγει το πουλί και θα σου μείνει ο πόνος», λέει η κρητική μαντινάδα. Έσπασε ο κλώνος (ο πατέρας της όταν ανακάλυψε τη σχέση τους φρόντισε να τον στρατολογήσουν, και καθώς ήταν η περίοδος των βαλκανικών πολέμων στάλθηκε στο μέτωπο, ενώ την ίδια την μαστίγωσε και τα σημάδια έμειναν στην πλάτη της για πάντα). Θα ξαναβρεί βέβαια το πουλί του, όμως πολύ πιο αργά από ό,τι στον «Ερωτόκριτο». Στην επεισοδιακή ζωή του θα χωρέσουν τρεις έρωτες, που δεν θα σβήσουν όμως ποτέ από τη συνείδησή του την πρώτη του αγάπη.
  Και θυμήθηκα ένα ευφυολόγημα που διάβασα κάποτε: ο άνδρας δεν ξεχνά ποτέ την πρώτη του αγάπη, και η γυναίκα την τελευταία.
  Όμως καιρός είναι να περάσουμε στο σχολιασμό κάποιων αποσπασμάτων.  
  «Σε ασπάζομαι, στρατιώτης Λευτέρης Ζεύγος, 2η Μεραρχία, 34ο Σύνταγμα Πεζικού, 2ο Τάγμα» (σελ. 172).
   Προς: Δερμιτζάκη Εμμανουήλ, Κάτω Χωρίο Ιεραπέτρας, Κρήτη. Από: Δερμιτζάκη Χαράλαμπο, 34ου Συντάγματος 42 Γουδί, Αθήνα.
  Αυτά έγραφε απ’ έξω ο φάκελος με τα γράμματα που έστελνα στους γονείς μου, τριτοετής φοιτητής. Έμαθα επιτέλους ότι ο δρόμος που έμενα είχε το όνομα του συντάγματος που πήγε και πολέμησε τους μπολσεβίκους μετά την οκτωβριανή επανάσταση. Ευτυχώς που δεν το ήξερα τότε, γιατί θα είχα αλλάξει σπίτι.
  «Του χαμογελούσε, και δεν το περίμενε. Οι όμορφες γυναίκες που είχε γνωρίσει κοστολογούσαν το χαμόγελό τους ακριβά και το ’διναν με το δράμι σαν να ήταν κανέλα ή κινίνο» (σελ. 262).
  Τι λέτε εσείς; Η δική μου εμπειρία είναι, όχι όλες.
  «Κάποια στιγμή είχε γράψει σ’ ένα γράμμα του στον Γιούγκερμαν ότι οι πόρνες της ζωής του ήταν πολλές αλλά ήταν ακόμη νωρίς να τις αξιολογήσει. Στα γεράματά του, του έγραφε, τότε θα πάρει η καθεμιά τη θέση που της αρμόζει. Σ’ εκείνο το γράμμα έμενε τελικά αδιευκρίνιστο αν προσμετρούσε τη Σάνε σ’ αυτή τη συλλογή» (σελ.343).
  Τη Σάνε την είχε ερωτευθεί και την έφερε μαζί του από την Αμβέρσα στην Θεσσαλονίκη. Ήταν πόρνη. Και θυμήθηκα που διάβασα κάπου πρόσφατα, ότι μια πόρνη επισκέφτηκε τον Επίκουρο για μια βραδιά και έμεινε μαζί του μέχρι το θάνατό του.
  Είδα και κάποιες τούρκικες λέξεις που εμείς στην Κρήτη τις λέμε λίγο διαφορετικά. Το μουσλούκι εμείς το λέμε μουσουλούκι (βρυσάκι) και το μισμίζης εμείς το λέμε μισμιτζής (λεπτολόγος, ψείρας).
  Να το ξαναπούμε, πολύ μας άρεσε αυτό το μυθιστόρημα.
  Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι.
Να πάρει την τραγιάσκα του με το μεγάλο γείσο (σελ. 26)
Ενώ εκείνη, η κόρη του, είχε αλλού το νου της (σελ. 38)
Που βγάζει από μέσα της τον πρόγονο του δάσους (σελ. 93)
Αισθάνονται αμήχανα στο κράτημα της πένας (σελ. 102)
Δεν είναι έτσι τα γράμματα αυτών που αγαπάνε (σελ. 103)
Μόνο μαζί σου θα αφεθώ, να πάμε όπου θέλεις (σελ. 105)
Περνούσαν δίπλα απ’ τις βραγιές, σπάνια σταματούσαν (σελ. 105)
Δεν είχε κάποιο σχέδιο για να επιβιώσει (σελ. 186)
Στις στάσεις των καραβανιών και στους σταθμούς των τρένων (σελ. 202)
Κάτω απ’ το υπόστεγο που έβλεπε στο δρόμο (σελ. 342)
Για πολύ λίγο το κερί, και να το ξανασβήσει (σελ. 386)
Μνήμη κι αυτό, αγάπη μου, δική μου όμως μνήμη (σελ. 481)
Που είχε πεθάνει πρόσφατα αφήνοντάς τον χήρο (σελ. 496)
Γυρνώντας με τη σούστα του όλη τη συνοικία (σελ. 500)
Δίπλα στα ζεστά σώματα που έχω αγαπήσει (σελ. 500)
Με κεφαλαία γράμματα και μάλιστα αναρτώνται (σελ 542)
Κάποιο φωτογραφίζονταν με θέα τον Χορτιάτη (σελ. 548)
Του Θόδωρου του αμαξά θα δέσποζε στο κάδρο (σελ. 551)
Ο κόσμος της τυφλότητας βρίθει από εικόνες (σελ. 557)
Θα έσβηνε ανώδυνα, αν με καταλαβαίνεις (σελ.558)
 Οι ανάπαιστοι.
Να χαζέψει το τραμ που περνούσε (σελ. 19)
Στο γραφείο που βλέπει στον κήπο (σελ. 41)
Φλυαρείς και η ώρα περνάει (σελ. 78)
Τις πατούσαν με πόδια χτισμένα στον γύψο (σελ. 401)
Ένας ύπουλος κόσμος γεμάτος παγίδες (σελ. 478)
Που γυαλίζει χωρίς να το δείχνει/ και σε κάνει να νιώθεις μαζί της αλλιώτικα (σελ. 543)
Ο δάχτυλοι.
Πόδι σβαρνώντας  το χώμα απ’ όπου περνούσε (σελ. 19)
Όνειρο ήταν ο πλούτος και η Μίρζα. (σελ. 42)
Βρέχει κι ο Θόδωρος λείπει, γιατί όπως ξέρεις εδώ και δυο μέρες (σελ. 133)
Κι έγιναν χώμα στην άκρη των δρόμων (σελ. 548)
Κόκκινο χρώμα της δύσης τού μπέρδευε κάπως το χώρο (σελ. 549).
Οι αμφίβραχεις.
Να το ’χεις στον κόρφο σου πάντα (σελ. 28). Αν ο Ζουργός είχε τη δική μου μέριμνα, όλη η πρόταση θα ήταν σε αμφίβραχυ: «Αυτό το χαρτί να το (έ)χεις στον κόρφο σου πάντα.

Και μια παρατήρηση για τους αμφίβραχεις. Συχνά μπορούν να διαβαστούν και σαν δάχτυλοι. Για παράδειγμα. (να)βγαίνει τη νύχτα χωρίς συνοδό (σελ. 550). 

No comments:

Post a Comment