Thursday, October 5, 2017

Ομιλία Νίκου Καζαντζάκη - Δεκέμβριος 1945



Αντιγράφουμε από τους «Μεσελέρους», φύλλο 70, Οκτώβρης-Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2017


Ομιλία Νίκου Καζαντζάκη - Δεκέμβριος 1945
Επιμελείται ο Γιάννης Ν. Περυσινάκης
Σοβαρό είναι το πρόσωπο της Κρήτης. Πο­λυβασανισμένο. Μαδάρες γυμνές, τραχειές, αγέλαστες. Κοιτάζεις από το αεροπλάνο την Κρήτη ν’ απλώνεται στη θάλασσα και νοιώθεις πως αληθινά το νησί τούτο είναι γιοφύρι ανά­μεσα σε τρεις ηπείρους. Σημαδεμένο κι απ’ τις τρεις τούτες μεγάλες Μοίρες. Για πρώτη φορά στην Ευρώπη πήδηξε κι έχτισε φωλιά στην Κρήτη το πεινασμένο αρπαχτικό πουλί που το λέμε Πνεύμα. Άπλωσε τις φτερούγες στο Κρητικό χώμα και γέννησε το μυστηριώ­δη, βουβό ακόμα, όλο ζωή χάρη, κίνηση και λαμπρότητα, Κρητικό πολιτισμό.
Η Κρήτη έχει αληθινά κάτι το πανάρχαιο, το άγιο, το πικραμένο και περήφανο που έχουν οι χαροκαμένες μάνες που γέννησαν παλλη­κάρια. Έχει τόσο πολύ πολεμήσει και υποφέ­ρει η γης ετούτη, έχει τόσο πολύ συνηθίσει το θάνατο, που τον ξεφοβήθηκε πια και μπορεί να γελάει και να παίζει μαζί του.
Σαράντα μέρες γύριζα το περασμένο καλο­καίρι την Κρήτη για να δω τα χωριά που γκρέ­μισαν κι έκαψαν οι βάρβαροι και τους άντρες και τις γυναίκες που τους έντυσαν τη μαύρη αρματωσιά του πένθους. Περίμενα ν’ ακού­σω κλάματα και να δω χέρια ν’ απλώνονται να ζητούν βοήθεια. Και βρήκα ανυπόταχτες, απαράδοτες ψυχές και κορμιά μισόγυμνα, πεινασμένα και αλύγιστα.
Τι δύναμη και τι αντοχή είναι τούτη, συλλο­γιζόμουν, και πού βρίσκουν τα κορμιά τούτα τόση ψυχή; Και ποια ακριτική πνοή τούς δίνει τόση αψηφισιά να παλεύουν με το θάνατο;
Οι Κρητικοί αλήθεια αγαπούν παράφορα τη ζωή και συνάμα ποτέ δε φοβούνται το θάνατο. Μέσα από τα χαλασμένα χωριά που πέρασα, πάνω από τα νεοανοιγμένα μνήματα που δρασκέλισα, πίσω από τις κουβέντες που άκουσα, ακατάπαυστα διαπίστωσα τούτη τη δισυπόστατη παλληκαριά: παράφορη αγάπη για τη ζωή και άφοβο αντίκρυσμα του θανάτου.
Τούτος είναι και ο πρώτος πολύτιμος καρπός που γεύεται όποιος τώρα που κα­πνίζουν ακόμα τα ερείπια κι είναι ακόμα νωπά τα αίματα στις πέτρες, περιοδεύει τα χωριά της Κρήτης.
Αδάμαστες ψυχές οι Κρητικοί, χιλιάδες τώρα χρόνια, παλεύουν στα κακοτράχηλα Κρητικά βουνά την πείνα, τη γύμνια, τους βαρβάρους. Κι ούτε η μοίρα, ούτε οι άν­θρωποι μπορούν ποτέ να τους κάμουν να σκύψουν το κεφάλι.
Οι Κρητικοί όπως όλες οι γενναίες ψυχές στην άκρα απελπισία βρίσκουν τη λύτρωση. Πολλοί Κρητικοί, μπροστά από τα τουφέκια των Γερμανών τη στιγμή που θα τουφεκί­ζονταν, έβρισκαν τη γαλήνη, και όχι μονάχα τη γαλήνη παρά και τη χαρά της αδάμαστης ψυχής που αγαλλιάζει γιατί της δίνεται η ευ­καιρία να δείξει την αρετή της. Πολλοί την ύστερη στιγμή, μπροστά από το εχτελεστικό απόσπασμα τραγουδούσαν μαντινάδες κρη­τικές ή τον Εθνικό Ύμνο.
Στα Χανιά, μέσα από το γκρεμισμένο σπίτι του, ένας γεροντάκος πρόβαλε και μας είπε:
-Έναν δάσκαλο, τον λέγαν Παπαδάκη, πή­γαιναν να τον εκτελέσουν. Ένας μαθητής του τού λέει: γιατί να σκοτωθείς; Να φύγεις. Κι ο δάσκαλος τού αποκρίθηκε. Όχι, εγώ αυτό που τόσα χρόνια σάς δίδασκα τώρα θα εφαρμόσω, θα πεθάνω για την Πατρίδα.
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή κι οι πιο σακάτες γίνουνταν ήρωες. Στις φοβερές φυλακές της Αγιάς, κοντά στα Χανιά, οι Γερμανοί διάλεξαν 42 παλληκάρια (διάλεγαν πάντα τους καλύτε­ρους) και πήγαιναν να τους σκοτώσουν. Στο δρόμο ένας σακάτης, καμπούρης, τους συνά­ντησε. «Σταθήτε», φώναξε στους Γερμανούς. «Σκοτώστε με εμένα να γλυτώση ένα παλλη­κάρι». «Όχι, φύγε», του είπαν εκείνοι. «Τότε σκοτώστε με και μένα να γίνουν 43», φώναξε ο καμπούρης. «Ντρέπουμαι να ζω εγώ ο σα­κάτης και να σκοτωθούν τούτοι οι λεβέντες».
Ανήμπορες γρηές, γέροι σαράβαλα, σή­κωσαν τη φωνή τους και μιλούσαν ατρόμητα στους Γερμανούς.
Σ’ ένα ωραιότατο χωριό, στα Μεσκλά, μια γρηά έκρυβε έξι μήνες με κίντυνο της ζωής της, δυο Εγγλέζους στο σπίτι της. Μια μέρα οι Γερμανοί τούς ανακάλυψαν, τους έπιασαν. Η γρηά τρέχει στον άγριο Γερμανό φρούραρ­χο, στάθηκε μπροστά του, του φώναξε.
-Να ξέρεις, Κομαντάντε, πως όλες οι μανάδες στον κόσμο πονούνε κι αυτός ο πόνος των μανάδων θα φάει τη Γερμανία. Η Γερμανία θα χαθή, βάνω την κεφαλή μου. Βάνεις στοίχη­μα, Κομαντάντε; Εγώ βάνω την κεφαλή μου. Στεκόταν απάνω σε μια πέτρα, απόξω από το καμμένο σπίτι της η γρηά τούτη και μας μιλούσε, με ορθό το κεφάλι, κουρελιασμένη σα φάντασμα. Τι δύναμη λοιπόν έχει η ψυχή του ανθρώπου και πώς μπορεί να νικήσει το θάνατο, συλλογιζόμουν!
Άοπλοι, ανοργάνωτοι, χωρίς βοήθεια από κανένα, οι Κρητικοί από τα χωριά, από τα βουνά κατέβαιναν στ’ ακρογιάλια να υπερα­σπιστούν το νησί τους από τους άγριους, πάνοπλους αλεξιπτωτιστές που κατέβαιναν. Στις 19 του Μάη σκοτείνιασε ο ουρανός της Κρήτης από τα αεροπλάνα, άρχισαν οι βομ­βαρδισμοί, οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές έπε­φταν στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, κοντά στα Χανιά, ύστερα στο Ρέθυμνο, στο Ηράκλειο, παντού.
Ένας γέρος, από ένα χωριουδάκι κοντά στο Μάλεμε, μας διηγείται:
Ευθύς ως είδαμε τ’ αεροπλάνα, φωνάξαμε: Απάνω τους μωρέ παιδιά. Πήραμε τ’ άρματα και χυθήκαμε.
- Ποια άρματα, ρώτησα. Είχατε άρματα;
- Πώς δεν είχαμε; Άλλοι είχαν παλιές καρα­μπίνες, άλλοι μαχαίρες κι άλλοι ραβδιά. Την ώρα που έπεφτε ένας ουρανίτης ήταν ακόμη ζαλισμένος και μεις χιμούσαμε απάνω του, τον σκοτώναμε με τα ραβδιά, με τις μαχαίρες, τον ξαρματώναμε και σιγά – σιγά γέμισε και μας η φούχτα μας πολυβόλο και περίστροφο.
Οι Γερμανοί είχαν ορίσει να πάρουν την Κρήτη σε 24 ώρες. Η παραμικρή αργο­πορία θα τους ήταν θανάσιμη. Ήξευραν πως οι Κρητικοί ήταν άοπλοι, πως όλοι οι νέοι ήταν επιστρατευμένοι και βρίσκονταν ακόμη στην Ελλάδα και πως οι Άγγλοι μήτε στρατό αρκετό είχαν μήτε αεροπλάνα. Ήταν λοιπόν σίγουροι πως σε 24 ώρες θα παίρναν την Κρήτη. Έκαμαν 8 μέρες. Έξι χιλιάδες αλεξιπτωτιστές σκοτώθηκαν από τα «ραβδιά» και τις «μαχαίρες».
Ένας Κρητικός χωριάτης όταν με είδε να ξαφνιάζομαι για την παλληκαριά και την αυ­τοθυσία των Κρητικών, μου είπε τα καταπλη­κτικά τούτα λόγια:
- Γιατί παραξενεύεσαι; Εμείς ξέραμε πως γρά­φαμε ιστορία.
Δεν ξέρω αν υπάρχει στον κόσμο μια άλλη χώρα όπου οι χωρικοί να βλέπουν τον πόνο, τη θυσία, την ατομική τους καταστροφή από τόσο ύψος. Ήξερε ο Κρητικός αυτός χωριά­της ότι υπάρχει στον κόσμο τούτο ένα αγαθό ανώτερο από τη ζωή και πως για το αγαθό αυτό πάλαιψε και θυσιάστηκε όλη η ράτσα μας και πρέπει τώρα κι αυτός ο Κρητικός χω­ριάτης να παλαίψει και να θυσιαστεί. Και το αγαθό αυτό λέγεται ιστορία, δηλαδή υστερο­φημία, δηλαδή αθανασία.
Πιστεύουν στο αγαθό αυτό οι Κρητικοί, όπως πιστεύουν στην ελευθερία. Πολεμούν, ξεύρουνε πως αν μείνει τ’ όνομά τους θα μεί­νει και θα ζήσει το έργο τους. Και τώρα που κανείς δε φαίνεται να θυμάται πως η Κρήτη έσωσε το Συμμαχικό αγώνα στην Εγγύς Ανα­τολή και πως επέδρασε οριστικά στην πορεία του Παγκοσμίου πολέμου και τώρα που μήτε οι ξένοι, μήτε η Ελλάδα φαίνονται να θυμού­νται τη θυσία και την εποποιία της Κρήτης, οι Κρητικοί δεν έχασαν το θάρρος τους και την πίστη τους. Άστεγοι, πεινασμένοι, νικημένοι στέκουνται μέσα στα χαλάσματα των σπιτιών τους και δεν μιλούν, σφίγγουν τα χείλια τους και δεν μιλούν. Έκαμαν βλέπετε το χρέος τους και τα καλά παλληκάρια δεν προσμέ­νουν αμοιβή. Η ιστορία που είναι σήμερα ένα με την ελευθερία θα τους κρίνει κάποτε. Και θα πει τότε για την υπερηφάνεια τους και την παλληκαριά τους και θα τους προβάλει τότε σαν παράδειγμα ηρωισμού και αυταπάρνη­σης σ’ όλους τους μεγάλους λαούς.
-Δεν έχουμε σκαμνί να σε βάλουμε να καθή­σεις, και δεν έχουμε ένα ποτήρι νερό να πιείς, δεν έχουμε ένα κομμάτι ψωμί αν πεινάς, δεν έχουμε τίποτα – τίποτα. Όλα μας τα ’καψαν και μας τα πήραν οι σκύλοι οι Γερμανοί.
Έτσι μούλεγαν κάτω από ένα πλάτανο, στη μέση του γκρεμισμένου χωριού, οι μαυροφό­ρες που ξεπρόβαλλαν από τα χαλάσματα.
- Δεν έχουμε μήτε και άντρες να κουβεντιά­σουν μαζί σου.
- Να μόνο τούτα τ’ αρσενικά απόμειναν, είπε μια χλωμή γυναικούλα, δείχνοντάς μου δυο– τρία μωρά που βύζαιναν στον κόρφο τους οι μανάδες.
- Φτάνουν αυτά για μαγιά!!! φώναξε μια γριά. Τα ίδια δεν πάθαμε και στην επανάσταση του ’66; Εγώ ήμουν μικρή μα θυμούμαι. Δυο–τρία μωρά είχαν πάλι απομείνει κι από αυτά ανα­πιάστηκε πάλι όλο το χωριό. Μη φοβάστε, πάντα μαγιά απομένει.
Τα περισσότερα χωριά στην Κρήτη χά­θηκαν, οι περισσότεροι άντρες σκοτώθηκαν γιατί φιλοξενούσαν Άγγλους. Σ’ ένα χωριό, τα Μεσκλά, είδα μια μάνα που της είχαν σκοτώ­σει τους δυο γιούς της γιατί είχε σπίτι της κι έκρυβε 9 μήνες δυο Άγγλους στρατιώτες. Το ’μαθαν αυτό οι Γερμανοί κι ήρθαν, της έκαψαν το σπίτι, της σκότωσαν τους γιούς της, και τώρα στέκουνταν απόξω από τα χαλάσματα λιγνή, χαροκαμένη, με τα μάτια όλο φλόγα και μου μιλούσε.
- Το ίδιο βράδυ που σκότωσαν τους γιούς μου πέρασαν νύχτα βαθειά δυο Εγγλέζοι που τους κυνηγούσαν οι σκύλοι οι Γερμανοί. Κάπνιζε ακόμα το σπίτι μου, μα εγώ είχα τρυπώσει σε μια γωνιά και έκλαιγα. Με άκουσαν οι Εγγλέ­ζοι, ζύγωσαν. Ψωμί, μου φώναξαν, ψωμί! Οι χωριανοί μου είχαν δώσει μια κουλούρα κρι­θαρόψωμο μα εγώ δεν είχα όρεξη να φάω, δεν εκατέβαινε η μπουκιά από το λαιμό μου. Τους έδωκα το ψωμί. Κρύωναν, τους έδωκα και μια κουβέρτα που μου είχαν δώσει, βγήκα από τη γωνιά, τους έβαλα να κοιμηθούν.
- Γιατί τά ’καμες όλα αυτά; ρώτησα. Οι Εγγλέ­ζοι δε φταίγαν που σκότωσαν τους γιούς σου;
- Τό ’κανα, αποκρίθηκε, γιατί είχαν κι αυτοί μανάδες, κατέχω ίντα θα πει πόνος της μάνας.
Ανθρωπιά μεγάλη είναι τούτη, η μεγάλη ψυχή νικάει τον πόνο τον ατομικό και τον πιο φοβερό. Άκουγα τη γριά και τα μάτια μου βούρκωναν. Ένα βράδυ μπήκα σε φτωχικό χαμόσπιτο, σ’ ένα Σφακιανό χωριό. Ο γέρο κα­πετάνιος, με τη μαύρη φέσα του, ο Κυριάκος Σπεριλάκης, κάθονταν πλάι στο τζάκι και κά­πνιζε ένα μακρύ τσιμπούκι, κάθισα δίπλα του, έφερα την κουβέντα στο θάνατο.
Στράφηκε ο γέρος Σφακιανός και μου είπε:
- Χαρά στον άνθρωπο, παιδί μου, που βάνει δυο φορές τη μέρα στο νου του το «θάνατο».
Κι ένας άλλος γέρος, εκατοχρονίτης, στον κάμπο της Μεσσαράς μου είχε πει μια μέρα ένα μεγάλο λόγο. Τον ρώτησα:
- Πώς σου φάνηκε παππού η ζωή αυτή στα εκατό αυτά χρόνια;
-Σαν ένα ποτήρι κρύο νερό, μου αποκρίθηκε.
- Και διψάς ακόμη παππού;
Στράφηκε με κοίταξε με τα θολά μικρού­τσικα μάτια του, σήκωσε τη χερούκλα του σα να καταριόταν και είπε:
- Ανάθεμά τον που ξεδίψασε.
Οι δυσκολίες και οι τραχύτητες της ζωής δεν λυγίζουν την Κρητική ψυχή. Αντίθετα, την πυρώνουν και την δυναμώνουν. Γέρικη, αβό­λευτη, τραχειά είναι η γη της Κρήτης. Κι όταν τα βουνά της κι οι θάλασσες ή οι ψυχές που πλάστηκαν από τέτοιους βράχους και τέτοιαν αρμύρα δεν σου επιτρέπουν ούτε στιγμή να βολευτείς, να γλυκαθείς, να πεις: Φτάνει. Τότε η Κρήτη έχει κάτι το απάνθρωπο, δεν ξέρω πια αν αγαπάει η μισεί τα παιδιά της, ένα μο­νάχα ξέρω: ότι τα μαστιγώνει ως το αίμα.
Υπάρχει και κάτι άλλο όμως στην Κρήτη, υπάρχει κάποια φλόγα – ας την πούμε ψυχή- κάτι πιο πάνω από τη ζωή και το θάνατο, που είναι δύσκολο να το ορίσεις, δηλαδή να το περιορίσεις. Υπάρχει αυτή η περηφάνια, το πείσμα, ανέκφραστο κι αστάθμητο, που σε κάνει να χαίρεσαι που είσαι άνθρωπος. Να χαίρεσαι, μα και συνάμα να σου δίνει μεγάλη ευθύνη. Γιατί ενώ νοιώθεις πως έχεις χρέος να κάμεις ό,τι μπορείς για να σώσεις αυτό το λαό, εκείνος βλέπει την προσπάθειά σου με ειρωνεία και περιφρόνηση. Δεν έχει την ανά­γκη κανενός για να σωθεί. Σώζει, δε σώζεται. Ένα μονάχα σου μένει τότε: να δοκιμάσεις να γίνεις άξιος αυτού του λαού, να κερδίσεις τη δύναμη της δικής του ψυχής, που ποτέ δεν καταδέχτηκε ν’ απατήσει τον εαυτό του ή τους άλλους και που πάντα τολμάει ν’ αντι­κρύζει, πρόσωπο με πρόσωπο, τη Θεά εκεί­νη που δεν κάνει χατήρια και δεν κάθεται στα πόδια κανενός, την αγέλαστη κι αδάκρυτη Θεά, την ευθύνη».
Πηγή:
Ν. Καζαντζάκης, Η Κρήτη: Πώς την ηύρα μετά την απελευθέρωσή της. Ομιλία στο ραδιοφω­νικό σταθμό Αθηνών (Δεκ. 1945), εκδ. Αλεξάν­δρεια 1945

No comments:

Post a Comment