Τζεμίλ Τουράν, Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα, Εκεί ο θεός
κοιμόταν
Τζεμίλ Τουράν, Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα, Καστανιώτης 2006,
σελ. 261
Συνδικαλιστικοί αγώνες, διώξεις και βασανιστήρια, αλλά και
ένας μεγάλος έρωτας, είναι τα θέματα που πραγματεύεται ο συγγραφέας στο
θαυμάσιο αυτό μυθιστόρημα.
Ο Τζεμίλ Τουράν
είναι Κούρδος πολιτικός πρόσφυγας. Το βιβλίο του Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα είναι το τρίτο βιβλίο που γράφει στα
ελληνικά.
Δεν συναντάμε συχνά
βιβλία αυτού του είδους, της στρατευμένης λογοτεχνίας, η οποία έχει λίγο πολύ
απαξιωθεί στις μέρες μας. Το θέμα όμως είναι μεγάλο και δεν έχει νόημα να το
συζητήσουμε εδώ.
Το βιβλίο
χαρακτηρίζεται ως μυθιστόρημα. Είναι όμως αλήθεια; Και το βιβλίο της Ελένης
Στασινού Νύχτες υποταγής που
παρουσιάσαμε πρόσφατα χαρακτηρίζεται και αυτό ως μυθιστόρημα, όμως, γνωρίζοντας
τη συγγραφέα, μάθαμε ότι τόσο τα πρόσωπα όσο και τα γεγονότα σ’ αυτό το βιβλίο
είναι εντελώς πραγματικά. Διαβάζοντας το βιβλίο του Τουράν κατάλαβα ότι το
βίτσιο μου να θέλω να μάθω αν αυτά που γράφει ένα βιβλίο είναι πραγματικά
γεγονότα ή φανταστικά – έκανα μάλιστα και μια σχετική εισήγηση σε συνέδριο μ’
αυτό το θέμα – δεν έχει κανένα νόημα. Έχει άραγε νόημα αν υπήρξε ένας
πραγματικός Κασίμ του οποίου τα βασανιστήρια στις φυλακές της τουρκικής χούντας
περιγράφει ο Τουράν, από τη στιγμή που ξέρουμε ότι τα βασανιστήρια αυτά είναι
πραγματικά, και τα πέρασαν πολλοί Τούρκοι και Κούρδοι αγωνιστές; Ρεαλιστική
πεζογραφία εξάλλου αυτό δεν σημαίνει, ότι το φόντο είναι πραγματικό, και οι
ήρωες δεν είναι παρά διπλότυπα (δανείζομαι τον όρο από τη Σημειολογία του Ουμπέρτο Έκο) πραγματικών ανθρώπων;
Στο βιβλίο αυτό
περιγράφονται κυρίως οι συνδικαλιστικοί αγώνες των τούρκων εργατών, η
στρατιωτική χούντα και τα βασανιστήρια των αγωνιστών στις τουρκικές φυλακές. Η
περιγραφή των βασανιστηρίων αποτελεί την κορύφωση του αφηγηματικού
ενδιαφέροντος, καταλαμβάνοντας τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Για την
ακρίβεια τις προτελευταίες, αφού η τελευταίες αναφέρονται στον θάνατο του
βασανισμένου αγωνιστή.
Έχω γράψει ότι τα
ανθρωπολογικά στοιχεία είναι στοιχεία που με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα σε μιαν
αφήγηση, είτε μυθιστορηματική είναι αυτή είτε κινηματογραφική. Τα προσλαμβάνω
ως ανθρωπολογική γνώση, και υποσυνείδητα ίσως ως γραφικότητα, αλλά με αφήνουν
συναισθηματικά σχετικά αδιάφορο. Όχι όμως και αυτά που συνάντησα σε αυτό το
μυθιστόρημα. Κι αυτό γιατί συμπλέκονται με τα ιστορικά, και αφορούν μια γείτονα
χώρα. Δίπλα στο πώς πίνουν οι Κούρδοι το τσάι μαθαίνουμε και για την ιστορία
των Κουρδικών επαναστάσεων τον 20ο αιώνα.
Γράφοντας τις
παραπάνω γραμμές έκανε πάλι την εμφάνιση το συγκριτολογικό μου βίτσιο. Θυμήθηκα
το Περί έρωτος και σκιάς, το δεύτερο
βιβλίο της Ιζαμπέλ Αλλιέντε, που και αυτό αναφέρεται σε παρόμοιες καταστάσεις,
και συγκεκριμένα στη Χούντα του Πινοτσέντ στη Χιλή. Και σ’ αυτό υπάρχει ένας
έρωτας, κυρίαρχος ακόμη και στον τίτλο, και στη σκιά του περιγράφεται η
κατάσταση στην δικτατοροκρατούμενη Χιλή. Και στο βιβλίο του Τουράν υπάρχει ο
έρωτας, ανάμεσα στον Κασίμ και στη Νεσρίμ. Όμως ο έρωτας αυτός βρίσκεται σε
δεύτερο πλάνο, πίσω από την απεργία, το στρατιωτικό νόμο και τη δικτατορία που
ακολουθούν, και τέλος την παρανομία και τα βασανιστήρια.
Προηγουμένως έγραψα
για τη διπλοτυπία των ηρώων. Είναι διπλοτυπία ο Κασίμ; Όχι, δεν είναι ακριβές
αντίγραφο. Ο Κασίμ διαφέρει από τους άλλους αγωνιστές σε ένα βασικό
χαρακτηριστικό: είναι τυφλός, από τα παιδικά του χρόνια, από μια έκρηξη φιάλης
υγραερίου. Γιατί λοιπόν επέλεξε έναν τέτοιο ήρωα ο Τουράν;
Αφήνω κατά μέρος το
ενδεχόμενο να είναι πραγματικός (αν συναντήσω τον Τουράν καμιά φορά σίγουρα θα
τον ρωτήσω) και εξετάζω πώς ένας τέτοιος ήρωας εξυπηρετεί την οικονομία του
έργου και τους στόχους του συγγραφέα.
Ο Τουράν θέλει να
προβάλει ανάγλυφα την αγωνιστικότητα, και για να την προβάλλει χρησιμοποιεί
ακραίες περιπτώσεις που σπάνια υπάρχουν στην πραγματική ζωή (για παράδειγμα ο Stephen W. Hawking, ακόμη πιο ακραία περίπτωση). Ο Κασίμ δεν αγωνίζεται μόνο ενάντια στη
χούντα, ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση (είναι ο αρχηγός των
απεργών). Αγωνίζεται επίσης για τη ζωή. Ξεπερνάει γρήγορα την απελπισία του από
την τύφλωσή του και αγωνίζεται να κατακτήσει πράγματα που αν είχε το φως του θα
του ήταν πιο εύκολο. Για παράδειγμα, μη έχοντας τη δυνατότητα να μάθει γραφή
μπράιγ βάζει φίλους να του διαβάζουν βιβλία που τα μαγνητοφωνεί, όπως το Κεφάλαιο του Μαρξ.
Για έναν τέτοιον
άνθρωπο ο Τουράν δεν ικανοποιείται να εμπνέει απλώς τον θαυμασμό. Θέλει να
προκαλεί και τον έρωτα, γι’ αυτό βάζει την Νεσρίν να τον ερωτεύεται.
Υπάρχει και ένας
άλλος διπλοτυπικός ήρωας σαν τον Κασίμ, ήρωας αληθινός αυτή τη φορά. Είναι ο Ένας πραγματικός άνθρωπος, που την
πραγματική ιστορία του αφηγείται ο Μπορίς Πολεβόι στο ομώνυμο μυθιστόρημά του.
Πρόκειται για την ιστορία ενός αεροπόρου που με κομμένα τα δυο του πόδια
αγωνίζεται για τη ζωή.
Το ύφος του Τουράν
είναι απλό και λιτό. Αυτό είναι ταυτόχρονα πλεονέκτημα και μειονέκτημα. Στις
αρχικές σελίδες του έργου φαίνεται σαν μειονέκτημα. Μας παρουσιάζει τους ήρωες
με τις καθημερινές τους ασχολίες, παράλληλα με την απομάκρυνση του φίλου του
αφηγητή από τη Νεσρίν για μια άλλη γυναίκα. Εδώ το αφηγηματικό ενδιαφέρον είναι
πολύ μικρό, πράγμα που αποθαρρύνει τον αναγνώστη. Τώρα μόλις ήλθε για επίσκεψη
ένας φίλος και συζητήσαμε για το βιβλίο. Το είχε αγοράσει, αλλά δεν του άρεσε
και το παράτησε μετά από κάμποσες σελίδες. Ίσως να υπάρχουν και άλλοι
αναγνώστες σαν κι αυτόν. Όμως ο αφηγηματικός ρυθμός του βιβλίου είναι
επιτυχημένος. Αργός στην αρχή, επιταχύνεται στη συνέχεια αυξάνοντας την
αφηγηματική αγωνία του αναγνώστη, για να φτάσει στο κρεσέντο του τέλους.
Πιστεύουμε ότι οι αρχικές
σελίδες θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν. Το επεισόδιο με το χωρισμό της Νεσρίν,
εστιασμένο μάλιστα στο πρόσωπο του φίλου που την άφησε, ίσως να ήταν περιττό.
Μόνο σαν πραγματικό επεισόδιο μπορούμε να το φανταστούμε, το οποίο ο Τουράν
ήθελε να αφηγηθεί χωρίς να κολλάει πολύ με την οικονομία του έργου. Πάντως αυτά
είναι μικρολεπτομέρειες που δεν ακυρώνουν την ποιότητα του έργου. Αν σκεφτούμε
μάλιστα ότι ο Τουράν γράφει σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του, το έργο
αυτό φαίνεται ακόμη πιο πολύ αξιοθαύμαστο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Τζεμίλ Τουράν, Εκεί ο θεός κοιμόταν, novelbooks 2013, σελ. 231
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένα ακόμη συναρπαστικό μυθιστόρημα του Κούρδου
συγγραφέα, που αναφέρεται στον πόλεμο της Κορέας
Είναι
το δεύτερο βιβλίο που παρουσιάζουμε του Τζεμίλ Τουράν, του Κούρδου αγωνιστή
που, αφού ξέφυγε από τις τούρκικες φυλακές, βρήκε πολιτικό άσυλο στην Ελλάδα.
Το πρώτο ήταν το «Η νύχτα που έβλεπε τη
μέρα». Όπως ο Καντέρ Αμπτολλάχ, Κούρδος πολιτικός πρόσφυγας που γράφει στη
γλώσσα της χώρας που κατέφυγε, την Ολλανδία (έχουμε παρουσιάσει το βιβλίο του «Το σπίτι του τεμένους»), έτσι
και ο Τζεμίλ Τουράν γράφει στα ελληνικά.
Ενώ με
το μυθιστόρημα εκείνο ο Τουράν εξαίρει τους αγώνες των Κούρδων και των Τούρκων
αγωνιστών ενάντια στο στρατοκρατικό καθεστώς της Τουρκίας, στο καινούριο του
μυθιστόρημα καταφέρεται εναντίον του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Υπάρχει όμως
κάτι το ασυνήθιστα κοινό ανάμεσα στα δυο μυθιστορήματα: ο τυφλός ήρωας. Εν
τούτοις οι δυο τυφλοί ήρωες διαφέρουν. Στο πρώτο μυθιστόρημα ο ήρωας τυφλώνεται
όταν ήταν μικρός, αλλά παρά την τύφλωσή του η λαχτάρα του για ζωή και η δύναμη
για τον αγώνα παραμένουν αμείωτες. Στο δεύτερο μυθιστόρημα ο ήρωας, ένας από
τους Τούρκους στρατιώτες, κουρδικής όμως καταγωγής, που πολέμησαν στο πλευρό
των Αμερικανών στην Κορέα, τυφλώνεται στη διάρκεια μιας μάχης.
Όχι
εντελώς, μόνο από το ένα μάτι, όμως και το άλλο έχει τραυματισθεί πολύ σοβαρά.
Τον περιθάλπουν οι κινέζοι, στα χέρια των οποίων έχει πέσει αιχμάλωτος. Θα το
χάσει από την αδιαφορία των υγειονομικών υπηρεσιών της Τουρκίας, όταν θα
επιστρέψει στην πατρίδα του, μετά την ειρήνευση και την ανταλλαγή των
αιχμαλώτων. Η πενιχρή σύνταξη που καταφέρνει με χίλια βάσανα να αποσπάσει από
το κράτος δεν του είναι αρκετή για να ζήσει, και συμπληρώνει το εισόδημά του ως
περιπλανώμενος αοιδός, τραγουδώντας ιστορίες. Η όμορφη γυναίκα του θα του συμπαρασταθεί,
όπως και του Κασίμ στο μυθιστόρημα «Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα».
Οι
ιδέες του σοσιαλισμού που εμπνέουν τον Τουράν, παρά την πτώση του ανατολικού
μπλοκ, προβάλλονται σε πάρα πολλά σημεία του βιβλίου. Ο Τζεμίλ τονίζει
ιδιαίτερα τον ανθρωπισμό των «εχθρών» κινέζων, πώς περιέθαλπαν τους
τραυματισμένους αιχμαλώτους, καθώς εμπνέονταν από τα ανθρωπιστικά ιδανικά του
σοσιαλισμού. Και φυσικά καταφέρεται ενάντια στον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ που
χρησιμοποίησαν τις χώρες του ΟΗΕ σε ένα πόλεμο που δεν ήταν δικός τους. Στον
αγώνα για την ενοποίηση της χώρας τους οι Κορεάτες δεν τα κατάφεραν, τα
κατάφεραν όμως οι Βιετναμέζοι, χρόνια αργότερα.
Θα
καταθέσω εδώ μια ανάμνησή μου. Θυμάμαι, μαθητής του δημοτικού, που σε ένα
κείμενο του αναγνωστικού μας διαβάζαμε για τις νίκες του δικού μας, του
ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, στην Κορέα, και κάπου μιλούσε για έναν
«κίτρινο». Αυτό το «κίτρινο» με είχε σοκάρει. Τέτοιος ρατσισμός περνούσε στα
παιδιά του δημοτικού, επίσημα, μέσα από την εκπαίδευση.
Είχα τελειώσει
την βιβλιοκριτική όταν σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να βρω το σχετικό απόσπασμα. Και
το βρήκα.
«Καθὼς
ὁ Μπάτζογλου ἐκάθητο μέσα εἰς ἓν χωματένιον κοίλωμα, βάθους 50 ἑκατοστῶν, ἡ
χειροβομβὶς ἔπεσεν ἀκριβῶς ἀνάμεσα εἰς τὰ σκέλη του. Χωρὶς νὰ χάσῃ τὴν ψυχραιμίαν
του, τὴν ἥρπασεν ἀστραπιαίως καὶ τὴν ἔστειλεν ὀπίσω. Ἡ χειροβομβὶς ἐξερράγη ἄνω
τῆς κεφαλῆς τοῦ Κιτρίνου, ὁ ὁποῖος ἐπλήρωσεν οὕτω ἀκριβὰ τὸ θράσος του».
Είναι
από το αναγνωστικό της έκτης δημοτικού του 1955 (εγώ έκτη
δημοτικού πήγα το 1961), κεφάλαιο 70, με τίτλο «Το ύψωμα Ντικ εις την Κορέαν»,
διασκευή από κείμενο που δημοσιεύτηκε στα «Στρατιωτικά νέα», σελ. 144.
Θα
παραθέσουμε ένα ακόμη απόσπασμα, από το βιβλίο του Τουράν αυτή τη φορά, αφενός
σαν δείγμα γραφής και αφετέρου γιατί έχουμε μια μικρή αντίρρηση σε ένα σημείο.
Διαβάζουμε:
«Έτσι
έδωσαν κάποιες ψωροσυντάξεις και καθάρισαν. Ποιος μπορεί να βγει να πει ότι οι
πολιτικοί που πήραν την απόφαση να πάμε να πολεμήσουμε στην Κορέα, όπου χάθηκαν
τόσοι στρατιώτες, πρέπει να πληρώσουν; Τι ζητούσαμε εκεί; Γιατί πολεμήσαμε,
γιατί σκοτωθήκαμε και σκοτώσαμε, γιατί βιάσαμε; Αυτά άμα ρωτήσεις, και απάντηση
δεν πρόκειται να πάρεις και κομμουνιστή κι αναρχικό θα σε πουν, πράκτορα θα σε
βαφτίσουν» (σελ. 185).
Στα
ερωτήματα «Τι ζητούσαμε εκεί; Γιατί πολεμήσαμε, γιατί σκοτωθήκαμε και
σκοτώσαμε;» θα απαντούσαμε «Τίποτα δεν ζητούσαμε εκεί, μας υποχρεώσανε να πάμε,
μας ανάγκασαν να πολεμήσουμε, σκοτώσαμε για να μη σκοτωθούμε, όσοι δεν
σκοτωθήκαμε». Όμως στο ερώτημα «Γιατί βιάσαμε;» η απάντηση είναι ξεκάθαρη:
Γιατί έτσι θέλαμε. Δεν υποχρεώνει κανείς ένα στρατιώτη να βιάσει, αν το κάνει
είναι από δική του προαίρεση, προαίρεση που αποκαλύπτει τον βρωμοχαρακτήρα του,
και μακάρι όλοι οι στρατιώτες σε όλους τους στρατούς του κόσμου που έχουν
τέτοιες διαθέσεις να σκοτώνονται, αν όχι πριν προλάβουν να βιάσουν, τουλάχιστον
μετά.
Η
σεξουαλική στέρηση δεν είναι καθόλου δικαιολογία. Όλοι οι στρατιώτες νοιώθουν
τη σεξουαλική στέρηση, αλλά δεν βιάζουν.
Η
ιστορία του Κούρδου στρατιώτη είναι εγκιβωτισμένη. Την κατέγραψε ο αφηγητής,
που είναι πιθανόν ο ίδιος ο συγγραφέας καθώς έχουν το ίδιο όνομα και κοινά
βιογραφικά στοιχεία. Και ενώ το μυθιστόρημα ξεκινάει με την περιέργεια του
αφηγητή για τον πόλεμο της Κορέας που τον οδηγεί να ψάξει για βιβλία που
αναφέρονται σε αυτόν, καταλήγει με την παράθεση μιας σύντομης ιστορίας της Κορέας
όπου κεντρικός πυρήνας είναι βέβαια ο πόλεμος, και με την αφήγηση ενός Κούρδου
σοβιετικού που συμπαραστάθηκε στον τραυματισμένο στρατιώτη, συμπληρώνοντας έτσι
τη δική του αφήγηση.
Εξαιρετικό το «μυθιστόρημα» αυτό του Τζεμίλ Τουράν, του ευχόμαστε να
είναι καλοτάξιδο.
Τζεμίλ Τουράν, Τα παιδιά του Αραράτ.
Επειδή
μπορεί να μην κάνω παρουσίαση για το βιβλίο, ας παρουσιάσω τουλάχιστον την
παρουσίαση που του έγινε την περασμένη Δευτέρα, 31-3-2008 στην αίθουσα
ανταποκριτών ξένου τύπου.
Ο
Τζεμίλ Τουράν είναι Κούρδος πρόσφυγας και ήλθε στην Ελλάδα στις αρχές της
δεκαετίας του 80. Έγραψε, απ’ όσο ξέρω, δυο ακόμη βιβλία.
Μίλησαν για το βιβλίο οι Ήρα Βαλσαμάκη, ο Τηλέμαχος Χυτήρης και η Μαρία
Πίνιου-Καλλή.
Την
παράσταση την έκλεψε η τελευταία ομιλήτρια, γιατρός δερματολόγος και μέλος της
Διεθνούς Αμνηστίας που ερευνά τις περιπτώσεις βασανιστηρίων. Τα όσα αφηγήθηκε
ήταν ανατριχιαστικά.
Και
δυο πληροφορίες που έδωσε:
Πριν
λίγες μέρες δόθηκε πολιτικό άσυλο σε Ιρανό ομοφυλόφιλο που βασανίστηκε άγρια
από τις ιρανικές αρχές.
Οι
λαθρομετανάστες, μόλις φτάνουν καραβοτσακισμένοι στις ακτές, τους υποβάλλουν σε
βασανιστήρια για να μαρτυρήσουν ποιος τους μετέφερε. Το πιο συνηθισμένο, τους
βουτάνε το κεφάλι στο νερό.
Μίλησαν και δυο ακόμη, φίλοι του Τουράν.
Ενδιαφέρουσα η παρατήρηση του ενός:
Στη
δεκαετία του 80, τότε που το ΠΑΣΟΚ είχε όραμα, δινόταν χωρίς δυσκολία πολιτικό
άσυλο.
Έπειτα με το σταγονόμετρο.
Το
δικό μου σχόλιο:
Τότε τα
στελέχη του ΠΑΣΟΚ, ατσαλωμένα από την αντίσταση στη χούντα είχαν όραμα. Κάποια
απ’ αυτά το έχασαν στη συνέχεια.
Και τα
νέα στελέχη;
Όλων
των κομμάτων.
Φοβάμαι ότι δεν οδηγούνται από κανένα όραμα, αλλά απλά από την προοπτική
μιας επιτυχημένης, και εν πολλοίς επικερδούς, καριέρας.
15-4-2008