Friday, November 30, 2018

Ανδρέας Μήτσου, Ο Ορφέας και ο Ανδρέας


Ανδρέας Μήτσου, Ο Ορφέας και ο Ανδρέας, Καστανιώτης 2018, σελ. 167


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

  Ένα ακόμη βιβλίο με εξαιρετικά διηγήματα του Ανδρέα Μήτσου

  Διαβάζοντας την τελευταία συλλογή διηγημάτων του Ανδρέα Μήτσου που έχει τίτλο «Ο Ορφέας και ο Ανδρέας» (συμμετρία με εφέ ομοιοτέλευτου), συνειδητοποίησα γιατί ο Ανδρέας προτιμά τη μικρή φόρμα του διηγήματος, αν και τα περισσότερα βραβεία τα κέρδισε από τα λίγα μυθιστορήματα που έγραψε, σε σχέση με τις συλλογές διηγημάτων. Ο Ανδρέας αρέσκεται να προσωπογραφεί· να προσωπογραφεί αποκλίνοντες ήρωες. Σε ένα μυθιστόρημα ο αποκλίνων ήρωας θα είναι ένας, όπως ο «Σκύλος της Μαρί» για παράδειγμα, ενώ σε κάθε διήγημα υπάρχει και από ένας, πράγμα που του δίνει την δυνατότητα σε μια συλλογή διηγημάτων να παρουσιάζει μια ολόκληρη πινακοθήκη με τέτοιους ήρωες. Και βέβαια κάθε διήγημα έχει να προσφέρει και ένα κορυφαίο γεγονός, πράγμα που σε ένα μυθιστόρημα θα ήταν πληθωριστικό, με αποτέλεσμα την πτώση του κατωφλιού ερεθισμού του αναγνώστη. Τέτοιοι ήρωες είναι ο μοχθηρός δάσκαλος, οι κουφοί στο «Χωριό των κουφών», ο νεαρός που φοράει το κουστούμι του εκτελεσμένου γιατρού, τρύπιο από τις σφαίρες, και παρουσιάζεται σαν να είναι αυτός, ο τέως φαντάρος που κουβαλώντας μια τραυματική εμπειρία από την εισβολή στην Κύπρο θανατώνει τα σκυλιά, ο ήρωας της «Άγνωστης γυναίκας» που αναζητάει ψυχαναγκαστικά μια παλιά του αγάπη σε κάθε γυναίκα που της μοιάζει έστω και ελάχιστα, τον ήρωα της «Τελευταίας συνάντησης» που υιοθετεί ασυνείδητα το χαμόγελο και το ψεύδισμα μιας αγαπημένης που σε λίγο θα ανήκει στο παρελθόν, η θεία Ευφροσύνη που μια γάτα την κατατρομάζει και νομίζει πως εισβάλουν στο σπίτι της «Κλέφτες, δολοφόνοι, φονιάδες», ο δίκαιος που στον ύπνο του τα επτά νεογέννητα γατάκια κόβουν βόλτες πάνω στο κορμί του, κ.λπ.
  Οι τέτοιοι ήρωες του δίνουν την ευκαιρία να δίνει στην πλοκή του μια γεύση γκροτέσκου, μια διάσταση ελληνικού μαγικού ρεαλισμού. Διαβάζουμε:
  «Πέρασε πολλή ώρα ώσπου να φτάσει κάτω και να τσακιστεί. Γιατί σαν πουλί έμενε ακίνητος στον αέρα, μέχρι να σκάσει με γδούπο πάνω στα χοντρά κάτασπρα βότσαλα» (σελ. 33).
   Συχνά το γκροτέσκο αυτό έχει το ντύμα της παραίσθησης ή του εφιάλτη:
  «Έβλεπα τις γαρίδες που δεν ήθελαν να ξεψυχήσουν και να παραδοθούν προτού μ’ αρπάξουν, προτού τυλιχτούν στο λαιμό μου, προτού με πνίξουν και μ’ εκδικηθούν. Τις έβλεπα να πλησιάζουν όλες μαζί» (σελ. 66).
  Κορυφαίο από αυτή την άποψη είναι το τελευταίο και πιο μεγάλο διήγημα που δίνει και τον τίτλο της συλλογής, με τον πιο διαταραγμένο από τους ήρωές του.
  Και πάλι ο Ανδρέας αρέσκεται στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, καθώς έχει έναν αυτοβιογραφικό και εξομολογητικό χαρακτήρα. Κάποιες φορές που χρησιμοποιεί την τριτοπρόσωπη αφήγηση χαρακτηρίζει, συχνά με σκληρότητα, τον ήρωά του («Αντίθετα, καταλήγει να πιστέψει, ο ανίδεος, πως…» σελ. 99). Και εστέτ της γραφής καθώς είναι, κόβοντας αδυσώπητα, δίνει μια απίστευτα λιτή γραφή, με πολύ μικρές παραγράφους. Η redundancy (περισσότητα έχει μεταφράσει τον όρο ο συγχωρεμένος ο Σωτήρης Δημητρίου, ο καθοδηγητής μας στην Ομάδα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας για τριάντα τόσα χρόνια) είναι περιορισμένη στο ελάχιστο. Να δώσουμε ως δείγμα ένα απόσπασμα που μας άρεσε ιδιαίτερα.
    «Τα καλά μας χρόνια βρίσκονται πίσω μας. Εκεί στέκονται και μας περιμένουν. Για έναν ζεστό καφέ, μες στην απόλυτη ασφάλεια του κήπου.
  Ευωδιάζει ο παλιός χρόνος. Απλώνεται το άρωμά του και φτάνει ως εμάς, μας τυλίγει.
  Έτσι γεμίζει το σήμερα, από το χθες. Έτσι «γίνεται».
  Ωριμάζει σαν τον καρπό.
  Γιατί υπάρχει μόνο το παρελθόν. Το μέλλον αφορά πάντα τους άλλους» (σελ. 132-133). 
  Στον «Μοχθηρό δάσκαλο», το πρώτο διήγημα της συλλογής, διαβάζουμε ότι ο πατέρας του αφηγητή, κατά συμβουλή του δασκάλου, μάζεψε και έβαλε φωτιά στα βιβλία του γιατί τον απέτρεπαν από το να διαβάζει τα μαθήματά του. Όμως «χύμηξε την τελευταία στιγμή, μετανιωμένος, πάνω στη φωτιά και την ποδοπατούσε σαν αναστενάρης και την απόσβησε. Και μου ’φερε πίσω, μισοκαμμένα, μέσα από τις στάχτες, δυο μόνο βιβλία που μπόρεσε να σώσει, την Πείνα του Κνουτ Χάμσουν και τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ του Τζόναθαν Σουίφτ (σελ. 16).
  Εμένα η μητέρα μου δεν χρειαζόταν να ακούσει τις συμβουλές κανενός δασκάλου, ήξερε η ίδια. Μάζεψε τα βιβλία μου του Νίτσε και ετοιμαζόταν να τα βάλει προσάναμμα στο φούρνο, γιατί λέει με είχανε κάνει άθεο. Όχι, αυτή δεν μετάνιωσε την τελευταία στιγμή, εγώ την πρόλαβα την τελευταία στιγμή όταν γυρνώντας σπίτι και βλέποντας τι πήγαινε να κάνει της όρμηξα και της τα πήρα από τα χέρια. Η Πείνα φυσικά, από τα πρώτα βιβλία που είχα αγοράσει, δεν ήταν ανάμεσά τους.
  Διαβάζουμε:
  «Θα τον φάω το γέρο…Θα το πάρω το χάκι μου» (σελ. 48).
  Είναι η δεύτερη φορά που συναντάω τη λέξη. Η πρώτη ήταν από τη συγχωρεμένη τη γιαγιά μου που καταριότανε κάποιον συχνά: «Κι ως μου φαε το χάκι μου…». Της είχε φάει μια κληρονομιά.
  Εξαιρετικά και αυτά τα διηγήματα του Ανδρέα Μήτσου, του ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδα.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

No comments:

Post a Comment