Saturday, January 19, 2019

Preston Sturges, Sullivan’s travels (1941)


Preston Sturges, Sullivan’s travels (1941)

  Την είδαμε απόψε στο «Σχολείο του σινεμά».
  Εν τάξει, δεν είναι τα «Ταξίδια του Γκάλιβερ», όμως είναι πολύ καλή αισθηματική κομεντί.
  Ο Σάλιβαν είναι επιτυχημένος σκηνοθέτης, όμως έχει σιχαθεί να φτιάχνει χολιγουντιανές ταινίες, θέλει να κάνει μια ταινία που να μιλάει για τον απλό λαό. Και όταν λέει τον απλό λαό, εννοεί τους απόκληρους της κοινωνίας, σαν αυτούς που είδαμε στη «Γειτονιά των καταφρονεμένων» και στους «Κλέφτες καταστημάτων». Έτσι θα ξεκινήσει το ταξίδι του, ντυμένος παλιόρουχα και με δέκα σεντς στην τσέπη. Μαζί του είναι και μια κοπέλα που συνάντησε λίγο μετά. Τον είδε φουκαρά και προσφέρθηκε να του πληρώσει τον καφέ και το ντόνατς του. Όταν της αποκάλυψε την ταυτότητά του και το σχέδιό του αυτή θέλησε να τον ακολουθήσει στα ταξίδια του. Δεν έχει καμιά υστεροβουλία, τον έχει ερωτευθεί πραγματικά.
  Κάποιο βράδυ κοιμούνται σε ένα χώρο για αστέγους. Μικρός ο χώρος, είναι όλοι τους κολλημένοι σαν σαρδέλες. Ένας από τους άστεγους του έκλεψε τις μπότες ενώ κοιμόταν. Στις σόλες σε μια από αυτές είχε κρύψει την ταυτότητά του. Πιο ύστερα τον παρακολούθησε και τον κτύπησε το κεφάλι. Του βούτηξε τα χρήματα που είχε πάνω του και που τα μοίραζε στους φτωχούς, και αναίσθητο τον πέταξε μέσα στο βαγόνι ενός τραίνου. Όμως εδώ πληρώνονται όλα. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί και τον πάτησε το τραίνο και ας μην ήταν μάγκας παρά ένας φτωχός φουκαράς. Τον έκανε κυριολεκτικά λιώμα. Από την ταυτότητα που βρήκαν στη μια από τις μπότες του υπέθεσαν ότι ήταν ο Σάλιβαν. Και ενώ οι εφημερίδες είναι γεμάτες με την είδηση του θανάτου του, ο Σάλιβαν, μετά από ένα καυγά που είχε με έναν υπάλληλο του τραίνου βρέθηκε στη φυλακή, σε καταναγκαστικά έργα.
  Κάποια μέρα τους πάνε σινεμά. Εκεί βλέπει τους υπόλοιπους φυλακισμένους να σκάνε στα γέλια με τα κινούμενα σχέδια που βλέπουν. Με έκπληξη βλέπει ότι γελάει και αυτός. Ναι, έχει συνειδητοποιήσει ότι η φτώχεια θέλει καλοπέραση, ότι οι ταλαιπωρημένοι από τη ζωή χρειάζονται την κωμωδία σαν ανακούφιση της δυστυχίας τους, ακριβώς όπως τη χρειάζονταν και οι θεατές του αρχαίου δράματος μετά την παράσταση των τριών τραγωδιών. Έτσι, όταν τελικά θα τον ανακαλύψουν και θα τον βγάλουν από τη φυλακή, δεν έχει πια διάθεση να γυρίσει μια «Γειτονιά των καταφρονεμένων», έχει καταλάβει ότι αυτό που χρειάζεται ο κόσμος είναι το γέλιο, και το γέλιο του το προσφέρει η κωμωδία.
  Πέρασα κι εγώ μια εμπειρία αρκετά συγγενική μ’ αυτή του Σάλιβαν. Την αναφέρω στο αυτοβιογραφικό απόσπασμα που τιτλοφορείται «Η σχέση μου με την πολιτική». Κάνω αντιγραφή και επικόλληση.
  «Στο φροντιστήριο δούλευα μόνο δυο μέρες την εβδομάδα, κατόπιν δικής μου επιλογής. Οι οργανωτικές δουλειές γίνονταν μόνο το βράδυ, και δεν ήθελα να αφιερώνω τέσσερα βράδια τη βδομάδα στο φροντιστήριο. Ταυτόχρονα έψαξα να βρω και πρωινή δουλειά. Δουλειά προλετάριου.
  Η οργάνωση τότε έδινε κατεύθυνση στα μέλη της που ήσαν φοιτητές να δουλεύουν σαν εργάτες για να «προλεταριοποιηθούν», να ζήσουν τη ζωή της εργατικής τάξης την οποία ήθελαν να ελευθερώσουν από το ζυγό του καπιταλισμού ώστε να τη γνωρίσουν καλύτερα.
  Βρήκα δουλειά σε ένα επιπλοποιείο. Η δουλειά μου ήταν να τρίβω με γυαλόχαρτο το λούστρο από τα έπιπλα. Ήμουν μέσα στη σκόνη. Σε όσους κάναμε αυτή τη δουλειά μας έδιναν και ένα μπουκάλι γάλα, που υποτίθεται καθάριζε τα πνευμόνια.
  Ήλθε το τέλος της εβδομάδας για να πληρωθούμε. Στηθήκαμε στη σειρά. Θα παίρναμε 198 δραχμές. Έφτασε και η σειρά μου. Ο επιστάτης μετρούσε τα λεφτά για να με πληρώσει. Του λέω: -Καλά, δεν μπορούσατε να το στρογγυλέψετε σε 200 δραχμές; Με κοιτάζει καλά καλά, μου δίνει τα λεφτά και μου λέει: -Εσύ να μην ξανάρθεις.
  Δεν μπορούσε να υπάρξει πιο βίαιος τρόπος για την ταξική μου συνειδητοποίηση».
    

No comments:

Post a Comment