Sunday, August 18, 2019

Λέων Τολστόι, Ο πάτερ Σέργιος

Λέων Τολστόι, Ο πάτερ Σέργιος (μετ. Κοραλία Μακρή), Κορόντζη 1978, σελ. 75


  Είδα πριν πάρα πολλά χρόνια την ταινία και έλεγα ότι κάποια στιγμή θα διάβαζα και το βιβλίο. Έμεινε επί χρόνια στο «ράφι των τύψεων» ώσπου αποφάσισα, αδειάζοντάς το σιγά σιγά, να πάρουν προτεραιότητα κάποια μικρά βιβλία. Είναι τέσσερα, τα διάβασα και τα τέσσερα, σε δυο μέρες, και γράφω τώρα γι’ αυτά σιγά.
  Ο Τολστόι, εγκαταλείποντας το επικό ύφος των μεγάλων μυθιστορημάτων του «Πόλεμος και ειρήνη» και «Άννα Καρένινα», καταφεύγει στα σύντομα διηγήματα και στις νουβέλες. Δεν ενδιαφέρεται πια να πει «ιστορίες», αλλά να εικονογραφήσει τη σκέψη του με τη μικρή φόρμα αυτών των λογοτεχνικών ειδών.
  Τα μεγάλα μυθιστορήματά του τα διαβάσαμε πριν χρόνια, και ευελπιστούμε ότι κάποια στιγμή θα τα ξαναδιαβάσουμε. Επίσης διαβάσαμε και κάποια από τα διηγήματα και τις νουβέλες του, χωρίς να γράψουμε γι’ αυτά, αφού τότε δεν είχα blog. Πριν εννιά μήνες διάβασα και έγραψα για τον «Θάνατο του Ιβάν Ίλιτς».
  Νομίζω ότι στον «Πάτερ Σέργιο» (εκδόθηκε το 1998 και πιστεύω, όπως γίνεται με τα περισσότερα έργα, σχεδόν αμέσως μετά τη συγγραφή του) ο Τολστόι «δραματοποιεί» ένα δικό του πρόβλημα. Αριστοκράτης με μια λαμπρή καριέρα στο στρατό μπροστά του, ο Στεπάν Κασάτσκη εγκαταλείπει τα εγκόσμια όταν μαθαίνει ότι η αρραβωνιαστικιά του είναι ερωμένη του τσάρου και γίνεται καλόγερος, με το όνομα Σέργιος. Ο Τολστόι, άνθρωπος με βαθιά πνευματικότητα, έβλεπε στη ζωή του μοναχού την απόλυτη έκφρασή της.
  Σχεδόν.
  Γιατί, όπως θα δούμε στη συνέχεια της νουβέλας, ο πειρασμός της σάρκας δεν εγκαταλείπει τον ήρωά του. Στο τέλος δεν καταφέρνει να τον νικήσει και «δραπετεύει» από το ερημητήριό του, όπου τον επισκέπτονταν δεκάδες άνθρωποι καθημερινά καθώς η φήμη ότι κάνει θαύματα θεραπεύοντας ασθενείς είχε απλωθεί παντού. Εξάλλου είχε αμφιβολίες για την «αγιοσύνη» του, νοιώθοντας ότι κατά βάθος κολακευόταν απ’ αυτή του τη φήμη.
  «Ναι, δεν υπάρχει Θεός για κείνον που ζει, όπως εγώ, μονάχα για τη ματαιοδοξία. Θα τον αναζητήσω από δω και πέρα» (σελ. 67).
  Και πώς τον αναζήτησε;
  Έγινε ένας απλός «διακονιάρης», άσημος, που ζούσε ζητιανεύοντας. 
  Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει και ένα άλλο διήγημα, πολύ μικρό, μόλις δυο σελίδες, όπου ο Τολστόι, «συμπυκνώνοντας» τη ζωή του Σέργιου στο πρόσωπο του «Ιερομόναχου Ισίδωρου», καταλήγει σε μια παράγραφο που τιτλοφορείται «Από το ημερολόγιο του Ισίδωρου». Την παραθέτουμε όλη.
  «15 Σεπτεμβρίου 1902.-Τέλειωσαν όλα. Δεν υπάρχει διέξοδο, δεν υπάρχει σωτηρία. Μα το κυριότερο, δεν υπάρχει Θεός, κείνος ο θεός τον οποίο υπηρετούσα, που τούδωσα όλη μου τη ζωή, που τον καθικέτεψα να μου αποκαλυφτεί, που θα μπορούσε να μ’ ακούσει. Δεν υπάρχει… δεν υπάρχει Θεός…» (σελ. 75).
  Υπάρχει μεγαλύτερο δράμα από το να συνειδητοποιήσει ένας άνθρωπος ότι αυτός ο υπέρτατος αγώνας, αυτή η υπέρτατη θυσία, ήταν για «ένα πουκάμισο αδειανό;».
  Το θέμα της πίστης σε αντίθεση με το θέμα του σαρκικού πειρασμού δεν δραματοποιείται στη νουβέλα, όμως θίγεται.
  «Θεέ μου, Θεέ μου, -σκεφτόταν, γιατί δε μου δίνεις πίστη; Καλά ο σαρκικός πόθος. Ενάντιά του όμως πάλεψαν οι άγιοι, ο Άγιος Αντώνιος και άλλοι. Μα η πίστη;… Κείνοι την είχαν, ενώ εγώ, είναι στιγμές, ώρες, μέρες, που δεν την έχω» (σελ. 28).
  Όμως να παραθέσουμε κάποια ακόμη αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.
  «Την υψηλή κοινωνία αποτελούσαν κείνη την εποχή (μα θαρρώ πώς και πάντα αυτή είναι η σύνθεσή της) τέσσερις τάξεις ανθρώπων: 1) οι πλούσιοι αυλικοί, 2) οι οικονομικά ξεπεσμένοι αυλικοί, 3) οι πλούσιοι που κολακεύουν τους αυλικούς και 4) άνθρωποι χωρίς περιουσία και τίτλους, που κολακεύουν και τους μεν και τους δε» (σελ. 10).
  Ο Τολστόι δεν ανήκε σ’ αυτήν, τουλάχιστον όπως την περιγράφει. Πλούσιος και με αριστοκρατικό τίτλο (κόμης), δεν ανήκε στο περιβάλλον της αυλής.
  «Ο Κασάτσκη ήταν από τους άντρες κείνης της εποχής του 1840 που σήμερα δεν υπάρχουν πια τέτοιοι, οι οποίοι ενώ ενσυνείδητα επέτρεπαν για τον εαυτό τους κάθε ελευθερία στις σχέσεις των φύλων, χωρίς να τη θεωρούν ανήθικη, απαιτούσαν από τη γυναίκα που διάλεγαν για σύντροφο της ζωής τους αγνότητα ουράνια, ιδανική, και την απόδιδαν σ’ όλα τα κορίτσια του κύκλου τους και τέτοια τα θεωρούσαν» (σελ. 11-12).
  Θα έλεγα ότι τέτοιοι άνδρες υπάρχουν και παραϋπάρχουν· και στη δική μας εποχή, και στη χώρα του Πούτιν.
  Ξαναείδα και την ομώνυμη ταινία σε σκηνοθεσία Igor Talankin, γυρισμένη το 1979, με τον υπέροχο Σεργκέι Μπονταρτσούκ. Καμιά ταινία δεν μένει απόλυτα πιστή στο μυθιστόρημα, στη νουβέλα ή στο διήγημα του οποίου αποτελεί μεταφορά. Θυμόμουνα μια φράση που είχα ακούσει στην ταινία. «Εγώ αναγνωρίζω τον παλιό Στεπάν, τον ισχυρογνώμονα και υπερήφανο», λέει κάποιος παλιός συνάδελφός του, που όταν πήγε να τον δει αυτός σηκώθηκε και έφυγε μόλις του είπε ποιος είναι, βάζοντας τις φωνές στον ηγούμενο που κανόνισε τη συνάντηση. Διαβάζοντας τη νουβέλα βρήκα το επεισόδιο, αλλά όχι τη φράση.
  Είδα και την ταινία των Yakov Protazanov και Alexandre Volkoff, βουβή ταινία του 1918 (υπάρχει στο youtube με αγγλικούς υπότιτλους). Εδώ ο Βολκόφ που υπογράφει και το σενάριο εστιάζει στη σχέση του Κασάτσκι με την ερωμένη του τσάρου. Μάλιστα στο μοναστήρι δεν υποφέρει από τη λαχτάρα της σάρκας αλλά από την ανάμνησή της. Επίσης παρουσιάζονται σκηνές ανάμεσα σ’ αυτήν και στον τσάρο που δεν υπάρχουν στη νουβέλα. Τέλος η επαφή του Σέργιου με την Πάσενκα μετά που φεύγει από το ερημητήριό του είναι συντομότατη, επεισόδιο το οποίο ο Talankin παρουσιάζει σε ανάλογο μάκρος με τη νουβέλα του Τολστόι. Κατά τα άλλα την ακολουθεί αρκετά πιστά.
  Κάτι που δεν γράφει ο Τολστόι και οι δυο σκηνοθέτες το έδειξαν εντελώς υπαινιχτικά, είναι ότι μπορεί μεν ο πάτερ Σέργιος να κολάστηκε, όμως η κοπέλα θεραπεύτηκε.   
  Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι, με τους οποίους τελειώνουμε τις αναρτήσεις μας.
Και έμεινε ακίνητος σε στάση ικεσίας (σελ. 49)
Παρακαλώ να με δεχτείς και να με βοηθήσεις (σελ. 58)
Ο πόνος της ανάμνησης τα έδειχνε ωραία (σελ. 62)

No comments:

Post a Comment