Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου (1962)
Πήγαινα τρίτη γυμνασίου νομίζω όταν αγόρασα τα «Σταφύλια
της οργής» του Τζων Στάινμπεκ. Μα τι ωραία που είναι αυτή η μετάφραση, ο Κοσμάς
Πολίτης πρέπει να είναι σπουδαίος μεταφραστής, σκέφτηκα.
Χρόνια αργότερα
διάβασα την «Ερόικα» και το «Λεμονοδάσος». Μάλιστα σε μια εκδρομή πήγαμε και το
είδαμε.
Δεν μου άρεσαν.
Ο Κοσμάς Πολίτης
είναι από τους κορυφαίους πεζογράφους μας, αλλά εμένα ήταν ένας συγγραφέας «που
δεν μου πήγαινε». Δεν δοκίμασα να διαβάσω άλλο έργο του, όμως ήθελα πάρα πολύ
να διαβάσω το «Στου Χατζηφράγκου». Το απόσπασμα που ανθολογείται σε κάποια
κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας και που το δίδαξα αρκετές φορές, το οποίο έχει
τον τίτλο «Η ομορφιά του κόσμου», μου άρεσε πάρα πολύ.
Δεν θυμόμουνα να το
είχα διαβάσει τελικά, μετά από κάποια χρόνια εννοείται, έτσι όταν ειπώθηκε στη
Λέσχη Ανάγνωσης του Victoriasquareproject να διαβάσουμε κάποιο έργο του Κοσμά Πολίτη, πρότεινα το
«Στου Χατζηφράγκου».
Αδυνατίζει η μνήμη,
τελικά το πιο πιθανόν είναι να το είχα ξαναδιαβάσει και να μην το θυμόμουνα.
Όπως και να ’χει δεν το μετάνιωσα που το διάβασα.
«Στου Χατζηφράγκου»
είναι μια λαϊκή γειτονιά στη Σμύρνη την οποία ο συγγραφέας, παρόλο που ζούσε σε
μια αριστοκρατική συνοικία, γνώριζε πάρα πολύ καλά. Στη Σμύρνη έζησε από το
1890, όταν ήταν δυο χρονών (γεννήθηκε στην Αθήνα) μέχρι την μικρασιατική
καταστροφή.
Το μυθιστόρημα
δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» και το 1963 σε
βιβλίο. Σ’ αυτό ο Πολίτης αφηγείται ιστορίες από τη Σμύρνη, τις οποίες βέβαια
έχει διανθίσει με τη φαντασία του.
Χοντρικά θα λέγαμε
ότι χωρίζεται σε δυο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι γεμάτο με λαογραφικά στοιχεία, και
ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τους ήρωες των οποίων την ιστορία αφηγείται. Οι κεντρικοί
ήρωες είναι οι δυο φίλοι, ο Αρίστος και ο Σταυράκης, είναι ο Παντελής που
ονειρεύεται να φτιάξει λάμπα με ασετιλίνη (θα τα καταφέρει τελικά), είναι ο εβραίος
σιορ-Ζαχαρίας, η κόρη του η Πέρλα και η γυναίκα του η σιόρα-Φιόρα. «Την είχε
ξελογιάσει με το ούτι του…» (σελ. 166), όπως ο Πεδουλαύτης ξελόγιασε τη
Δέσποινα με το βιολί του.
Ο Παντελής είναι
κρυφά ερωτευμένος με την σιόρα-Φιόρα. Ναι, με τη μαμά, όχι με την κόρη. Μάλιστα
σκεφτόταν «να παντρευότανε την Πέρλα, για να ’χει πεθερά τη σιόρα-Φιόρα» (σελ.
171). Εντελώς αντίθετα από τον Χάμπερτ στη «Λολίτα» του
Ναμπόκοφ. Αυτός παντρεύτηκε τη μαμά για να βρίσκεται κοντά στην κόρη.
Είναι και οι δυο
παπάδες, ο παπα-Νικόλας και ο παπα-Νέστορας. Ο παπα-Νικόλας είναι ο μορφωμένος
παπάς, με διδακτορικό στη θεολογία, και γι’ αυτό το λόγο δεν είναι της σχολής του
«πίστευε και μη ερεύνα».
«Για τον παπα-Νικόλα,
ο Θεός ήταν κάτι ασύλληπτο για την ανθρώπινη φαντασία, κι ακόμη περισσότερο για
την ανθρώπινη σκέψη. Βέβαια, οι Γραφές λένε πως ο Θεός αποκαλύφθηκε στο Μωυσή
και στους προφήτες, αλλά γιατί, αν ήταν έτσι, δεν τους αποκάλυψε, κοντά στα
άλλα, πως η Γη, ας πούμε, είναι μια σφαίρα που γυρίζει γύρω στον ήλιο και όχι ο
Ήλιος γύρω στη Γη; Είχε δώσει εντολή στον Ιησού του Ναυή να προστάξει τον Ήλιο
να σταματήσει την πορεία του για να συνεχιστεί η μάχη και η ανθρωποσφαγή, ενώ
θα ’πρεπε να ’χε προστάξει τη Γη να σταματήσει το στριφογύρισμα γύρω στον άξονά
της» (σελ. 29).
Ανοικτόμυαλος, θα
προσπαθήσει να εμποδίσει το πογκρόμ που ετοιμάζουν οι ενορίτες του. Ο παπα-Νέστορας,
αντίθετα, είναι ο βαθιά θρησκευόμενος, που κάνει εξορκισμούς με το αμίλητο
νερό, ο παπάς τον οποίο εμπιστεύονται οι ενορίτες του, που όμως δεν προσπαθεί
να τους αποτρέψει από το σχεδιαζόμενο πογκρόμ.
Αυτός είναι πραγματικός
παπάς, σκέφτεται ο παπα-Νικόλας, όχι εγώ, και γι’ αυτό αποφασίζει να εγκαταλείψει
το ιερατικό σχήμα και να ξαναγίνει λαϊκός.
Στο δεύτερο μέρος
εγκαταλείπεται η ηθογραφία, όχι ολοκληρωτικά βέβαια, και παρακολουθούμε μια
ιστορία που εξελίσσεται με σασπένς. Ο Σταυράκης, χωρίς να το θέλει, έπνιξε τον
Αρίστο. Θα τον αναζητούν όλοι αγωνιωδώς. Μήπως τον άρπαξαν οι εβραίοι για να
φτιάξουν με το αίμα του τον άζυμο άρτο;
Τελικά ο ένοχος θα
αποκαλυφθεί. Ο Σταυράκης, γεμάτος τύψεις που άθελά του έπνιξε το φίλο του, θα
πνιγεί κι αυτός με τον ίδιο τρόπο, βάζοντας μια βαριά πέτρα μέσα στο βρακί του.
Το μυθιστόρημα
χωρίζεται σε κεφάλαια που, εκτός από τον αύξοντα αριθμό, φέρουν και τίτλο.
Εξαίρεση αποτελεί το πιο ενδιαφέρον ίσως κεφάλαιο που δεν έχει αύξοντα αριθμό
παρά μόνο τίτλο. Αυτός είναι η «Πάροδος», όπως στην αρχαία τραγωδία. Ένας γέρος
μικρασιάτης αφηγείται την ιστορία της καταστροφής της Σμύρνης, όπως την
έζησε.
Παλιά ιστορία ο
μοντερνισμός, όμως ο Πολίτης σε κάποια αποσπάσματα θα χρησιμοποιήσει τον
εσωτερικό μονόλογο (για παράδειγμα στη σελίδα 133) με τον μακροπερίοδο λόγο και
τις ασύνδετες προτάσεις, τον οποίο θα χρησιμοποιεί συχνά και στο υπόλοιπο
κείμενο. Είναι ιδιαίτερα γλαφυρός στις περιγραφές του και διεισδυτικός στην
ψυχολογία των ηρώων του, τις συναισθηματικές καταστάσεις των οποίων περιγράφει
με περισσή ακρίβεια. Εξαιρετικότατο από κάθε άποψη το μυθιστόρημα.
Μήπως αν ξαναδιάβαζα
την «Ερόικα» και το «Λεμονοδάσος» να άλλαζα γνώμη, όπως καλιώρα ο Κουμανταρέας
για τον Φιτζέραλντ;
Δυστυχώς, «δεν με
παίρνει ο τρύγος» (να μην αφηγηθώ ξανά την ιστορία). Όμως πιστεύω στο «ποτέ μη
λες ποτέ». Δεν αποκλείεται λοιπόν να τα ξαναδιαβάσω κάποια στιγμή.
Και τώρα κάποια
αποσπάσματα ακόμη, όπως το συνηθίζουμε.
«Ο μέγας Πυθαγόρας
απαγορεύει να τρώμε κουκιά, γιατί τα μαμουνάκια που έχουν μέσα είναι οι ψυχές
των πεθαμένων» (σελ. 38).
Αυτό το «απέχεσθε
κυάμων» ο Μπέρτραντ Ράσελ, του οποίου την «Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας» είχα
διαβάσει πρωτοετής, έγραφε ότι ήταν για την τοξική ιδιότητα που έχουν τα κουκιά
για εκείνους που δεν έχουν το ένζυμο (δεν θυμάμαι πώς το λένε), και που μπορεί
να τους στοιχίσει τη ζωή, όπως με είχαν τρομοκρατήσει μικρό. -Ποτέ κουκιά μαζί
με γάλα, μου έλεγε και μου ξανάλεγε η μάνα μου. Αργότερα διάβασα ότι αυτό το
είπε ο Πυθαγόρας με τη μεταφορική σημασία, να απέχουν από την πολιτική, μια και
τότε οι ψηφοφορίες γινόντουσαν με τα κουκιά. Αργότερα διάβασα πάλι τη διάψευση της
διάψευσης, όπως συμβαίνει συχνά με τις πληροφορίες του διαδικτύου, ότι πράγματι
το είπε για τον κίνδυνο δηλητηρίασης. Αυτή εδώ με τις ψυχές των πεθαμένων είναι
η τρίτη εκδοχή που διαβάζω. Είναι γνωστό ότι ο Πυθαγόρας πίστευε στη
μετεμψύχωση.
«-Διάολε τσ’
απομεινάρες τους, μουρμούρισε ένας Κρητικός» (σελ. 57).
Δεν τα θυμάται καλά
τα κρητικά ο Πολίτης. Η φράση είναι «Διάλε τσ’ απολειμμάρες
σου» (στο διαδίκτυο βρίσκω «απολυμάρες» και «απολιμάρες»).
«-Θέλω να παντρευτώ!
ξεφώνιζε υστερικά η Ανθίππη. Αν δε με παντρέψεις, θα πάω να μπω σε σπίτι στον
Άι Κωνσταντίνο. -Θα σε σκοτώσω με τα χέρια μου αν το κάνεις!» (σελ. 62).
Αναρωτιέμαι αν έχει
πει καμιά κοπέλα σήμερα στη μητέρα της: Θέλω να παντρευτώ. Αν δεν με παντρέψεις,
θα μπω σε σπίτι στη Φυλής ή στο Μεταξουργείο (ιαμβικός
δεκαπεντασύλλαβος. Στο τέλος παραθέτω αυτούς που έπεσαν στην αντίληψή μου
διαβάζοντας το μυθιστόρημα).
«Δίχως να
σταματήσει, έγλειψε το αίμα πάνω στην κάμα, την πέταξε πίσω του, και τρέχοντας
βγήκε από την αυλόπορτα της φάμπρικας κι εξαφανίστηκε. Γιατί, όπως ξέρομε όλοι,
αν δε γλείψεις το αίμα πού ’χυσες, αυτό σε κυνηγάει και σε τραβάει πίσω στο
μέρος πού ’κανες το φονικό, Και, γρήγορα ή αργά, σε πιάνουνε και σε δικάζουν»
(σελ. 75).
Σήμερα αυτό εξέλιπε,
όχι για άλλο λόγο, φαντάζομαι, αλλά γιατί τα φονικά, τα περισσότερα
τουλάχιστον, γίνονται με πιστόλι, για σιγουριά. Με μαχαίρι γίνονται μόνο εν
βρασμώ ψυχής, και βέβαια ο δράστης γίνεται αμέσως γνωστός.
«Ο Τσάκιτζης, ή
ζήταγε λεφτά σαν έπιανε κανένα πλούσιο τσιφλικά, και τα μοίραζε στους φτωχούς,
Τούρκους και χριστιανούς, ή, αν σκότωνε, σκότωνε μονάχα Αρβανίτες» (σελ. 77).
Η ανάμνηση είναι
πολύ ζωηρή:
Μια εφημερίδα απ’
αυτές που κυκλοφορούσαν στα καφενεία (σίγουρα δεν ήταν η «Αυγή», πιο πιθανόν να
ήταν «Το Βήμα») δημοσίευε σε συνέχεις την ιστορία του Τσακιτζή (και στο
διαδίκτυο έτσι τον βρίσκω, Τσακιτζή, όχι Τσάκιτζη), για χρόνια, και τελειωμό
δεν είχε. Στην πλατεία του χωριού, πάνω σε σχετική συζήτηση, ο πατέρας του
συγχωρεμένου του φίλου μου του Γιώργη, συγκάτοικου στην πανεπιστημιακή μου ζωή,
δήλωσε: -Αν αυτή η ιστορία του Τσακιτζή τελειώσει ποτέ, εγώ θα σταθώ να με
τουφεκίσουνε.
Τι μου θύμισε
τώρα!!!
«Έμπλεξε το μεσιακό
του δάκτυλο πάνω δεύτερο. -Χάλασέ το» (σελ. 88).
Αυτό το λέει ο
Σταυράκης στο φίλο του τον Αρίστο, για να βάλουνε «κακοσύνη». Δεν θυμάμαι τον τρόπο
που βάζαμε κι εμείς κακοσύνη, μικρά παιδιά, ίσως με τον ίδιο, σίγουρα με τα
δάκτυλα, θυμάμαι όμως τον τρόπο που βάζαμε μετά «καλοσύνη». Τον περιγράφει πιο
κάτω ο Πολίτης.
«Μπλέξε το μικρό σου
δάχτυλο στο δικό μου, έτσι… Φίλοι φίλοι καριοφύλι, του παπά το πετραχήλι, ό,τι
δικό μου είν’ εσένα, ό,τι δικό σου είν’ εμένα» (σελ. 114).
Εμείς κάναμε απλώς
την κίνηση, δεν λέγαμε στίχους.
«Και για να ξέρεις,
εγώ μπήκα στο νεκροταφείο, τότε που θάψανε τη νενέ, πριν τρία χρόνια. Εσύ,
μπήκες; (σελ. 122).
Εγώ μπήκα. Την
ιστορία την έχω γράψει σε ένα διήγημα.
Και μια ωραία
αποφθεγματική φράση: «Μπορείς να ζήσεις δίχως να σ’ αγαπάνε, μα όχι δίχως ν’
αγαπάς» (σελ. 179).
Το να αγαπάς και να
σ’ αγαπάνε είναι το καλύτερο. Αλλά για να μην υπάρξει παρανόηση, η καλύτερη
διατύπωση είναι «Το να την αγαπάς και να σ’ αγαπάει». Το να αγαπάς (μια) και να
σ’ αγαπάνε (άλλες), χμ, δεν είναι και το ιδανικό.
«Ίσως να ’ταν
αισθητικές οι δυο κυρίες» (σελ. 194).
Αισθητικές; Υπήρχε
το επάγγελμα «αισθητικός» στις αρχές του 20ου αιώνα;
Οι δυο κυρίες δεν
ήταν αισθητικές, ήταν esthetes.
Και ένα
χιουμοριστικό:
«-Δεν μοιάζει για
Οβραίος, είπε η μια.
Η άλλη γέλασε.
-Γιατί γελάς; Ρώτησε
η πρώτη.
-Για τίποτα.
-Πες μου!
-Να, γιατί αν
ενδιαφέρεσαι, υπάρχει ένας τρόπος να βεβαιωθείς αν είναι Οβραίος ή όχι.
-Ποιος ο τρόπος;
Η άλλη έσκυψε και
κάτι της ψιθύρισε στ’ αυτί» (σελ. 232).
Εκεί τελειώνει το
ενδέκατο και προτελευταίο μέρος. Το τι της ψιθύρισε δεν το λέει ο Πολίτης,
θεωρώντας δεδομένο ότι ο αναγνώστης ξέρει για την περιτομή.
«Να χαρώ τα μάτια
που βλέπω, έπαιρνε ο κυρ-Ανέστης τον οβραίικο όρκο» (σελ. 230).
Ποια μάτια; Αυτά με
τα οποία βλέπει ή αυτά που έχει απέναντί του;
Όσοι δεν έχετε
διαβάσει το «Στου Χατζηφράγκου», χάνετε. Θα σας συνιστούσα να το διαβάσετε
οπωσδήποτε.
Βρήκαμε και πάρα
πολλούς ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους.
Που δεν τα καλοχούφτιαζε το πασαένα χέρι (σελ. 9)
Αυτόν λοιπόν ρωτήσανε για κείνο το ζευγάρι (σελ. 103)
Λίγο θαλασσινό νερό μαζί μ’ ένα ψαράκι (σελ. 112)
Τα μάτια του τις χαίρονταν δίχως καμιά ιδέα (σελ. 125)
Τα κομματάκια ταιριαστά στο σχέδιο και στο χρώμα (σελ. 140)
Μια καλοσύνη επίμονη στο πρόσωπο του γέρου (σελ. 141)
Τους είχε κάψει τη μιλιά, τους στέγνωσε το σάλιο (σελ. 150)
Κάπου, νεράιδα του γιαλού, σε κάποιο μακροβούτι (σελ. 156)
Την έπιασε απ’ το κολιέ με τις γαλάζιες χάντρες (σελ. 194)
No comments:
Post a Comment