Tuesday, September 22, 2020

Joseph Roth, Τα χρόνια των ξενοδοχείων

Joseph Roth, Τα χρόνια των ξενοδοχείων (μετ. Μαρία Αγγελίδου), Άγρα 2019, σελ. 368

 


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

 

  Μου άρεσαν περισσότερο τα «Χρόνια των ξενοδοχείων» από ό,τι ο «Ιστός της αράχνης», το πρώτο μυθιστόρημα το Ροτ.

  Στα «Χρόνια των ξενοδοχείων» περιέχονται άρθρα, δημοσιευμένα τα περισσότερα στη Frankfurter Zeitung. Αυτό που τα κάνει ξεχωριστά είναι όχι τόσο το περιεχόμενο όσο το ύφος. Λογοτεχνικότατο, είναι διάσπαρτο με μπόλικες δόσεις χιούμορ. Το πιο παλιό είναι δημοσιευμένο το 1921 και το τελευταίο το 1939, τη χρονιά του θανάτου του στο Παρίσι. Αυτοεξόριστος, ξέροντας πολύ καλά το ναζισμό όπως δείχνει ο «Ιστός της αράχνης», κατέφυγε στο Παρίσι αμέσως μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, το 1933.

  Ο Michael Hoffman, ο ανθολόγος που γράφει και την εισαγωγή, ανάλογα με το περιεχόμενό τους τα ομαδοποιεί σε «μέρη». Το πρώτο μέρος τιτλοφορείται «Γερμανία», το δεύτερο «Προσωπογραφίες», το τρίτο «Αυστρία και αλλού», το τέταρτο «ΕΣΣΔ», το πέμπτο «Αλβανία», το έκτο δίνει τον τίτλο στη συλλογή, το έβδομο «Χαρές και θλίψεις», και το τελευταίο «Τέλος».

  Όμως να παραθέσουμε αποσπάσματα.

  «Οι συνεντεύξεις του είναι το άλλοθι του δημοσιογράφου που δεν έχει ιδέες» (σελ. 18).

  Μήπως και οι βιβλιοκριτικές είναι το άλλοθι του κριτικού που δεν έχει ιδέες για να γράψει βιβλία;

  Δεν συμφωνώ. Καθένας έχει ξεχωριστό ταλέντο για κάτι.

    «Η καταστροφή του, η άμεση τουλάχιστον, ήταν μια γυναίκα. Καταστράφηκε λοιπόν σαν άντρας».

  Πνευματώδες. Το cherchez la femme προηγείται χρονολογικά.

  «Η ομιλία του είναι στρατιωτική παρέλαση. Οι κινήσεις του γυμνάσια στο πεδίο ασκήσεων» (σελ. 85).

  Τίνος;

  Ενός πρίγκηπα εμιγκρέ.

  «Από την εποχή του Μέττερνιχ [πίσα στα κόκκαλά του] ήδη οι θυρωροί και οι επιστάτες είναι τα μάτια και τ’ αυτιά της αστυνομίας» (σελ. 134).

  Για τους θυρωρούς το ήξερα, την εποχή της χούντας, όμως όχι για τους επιστάτες.

  Όμως κάθε κανόνας έχει και τις εξαιρέσεις του.

  1972, κάνω «διαφώτιση» σε ένα φίλο μου, μέχρι τα ξημερώματα. Είναι σχεδόν καλοκαίρι, ανοικτό το παράθυρο.

  -Μα τι λογοδιάρροια ήταν αυτή που είχες χθες βράδυ με το φίλο σου, μου λέει η θυρωρός την επομένη το πρωί.

  -Ακουγόμασταν;

  -Αν ακουγόσασταν λέει; Πεντακάθαρα.

  Τη βάψαμε, σκέφτηκα.

  Όμως η θυρωρός ήταν από τις εξαιρέσεις. Και δεν βρέθηκε κανείς από όσους τυχόν μας άκουσαν που να είναι χουντικός και να μας καταδώσει.

  Λεωφόρος Αλεξάνδρας 100. Γράφω στο ημερολόγιό μου ότι η 17 Νοέμβρη 1972 είναι για μένα μια μέρα σημαδιακή. Το βράδυ εκείνης της ημέρας ταξίδευα για την Κρήτη, έχοντας πάρει το πτυχίο μου. Δεν φανταζόμουνα ότι η ίδια μέρα, αλλά της επόμενης χρονιάς, θα ήταν μια μέρα ορόσημο της νεότερης ιστορίας μας.

  «Ξέρω Ρωσοεβραίους που έχασαν τα πάντα πριν από λίγα χρόνια στο πογκρόμ του Ντενίκιν και του Πετλιούρα, αλλά σήμερα μισούν σαν τις αμαρτίες τους τον Τρότσκι, που δεν τους έκανε τίποτα» (σελ. 158).

  Υπάρχουν αρκετά ιστορικά ψήγματα στα κείμενα του Ροτ που συμπληρώνουν τις ιστορικές μου γνώσεις. Για τα πογκρόμ αυτά δεν ήξερα.

  «Πολλά χωριά εδώ ήταν αποκομμένα από την πρόοδο. Οι Τσούκτσι, για παράδειγμα, εξακολουθούν στα κρυφά να είναι ακόμα ειδωλολάτρες. Λατρεύουν είδωλα, θυσιάζουν στα είδωλα. Για τους απλοϊκούς ανθρώπους, που έχουν μεγαλώσει σ’ ένα χωριό του Βόλγα, ο κουμμουνισμός είναι πρόοδος. Είναι πολιτισμός. Για τον νεαρό Τσούκτσι ο στρατώνας του Κόκκινου Στρατού είναι παλάτι, και μάλιστα ένα παλάτι ανοιχτό για τον ίδιο, ένα παλάτι στον έβδομο ουρανό. Ηλεκτρισμός, εφημερίδες, ραδιόφωνο, βιβλία, μελάνι, γραφομηχανή, κινηματογράφος, θέατρο-όλα αυτά δηλαδή που εμείς βρίσκουμε τόσο κουραστικά, αναζωογονούν κι ανανεώνουν τον πρωτόγονο άνθρωπο. Κι όλα τα έφερε “το Κόμμα”. Το Κόμμα δεν νίκησε μόνο τους μεγάλους και τρανούς. Το κόμμα εφηύρε το τηλέφωνο και το αλφάβητο» (σελ. 170).

  Να τα λέμε κι αυτά, να μη θυμόμαστε μόνο τις δίκες της Μόσχας.

  «Ένας αντισημίτης μου εκμυστηρεύεται πως από την επανάσταση μόνο οι Εβραίοι βγήκαν κερδισμένοι. “Ακόμα και στη Μόσχα” τους αφήνουν να ζούνε» (σελ. 172).

  Κάπου αλλού το διάβασα αλλά δεν το υπογράμμισα, σε κάποιες πόλεις της Ρωσίας ήταν απαγορευμένο να ζούνε Εβραίοι.

  «Πριν από δύο χρόνια η γη εδώ ήταν γυμνή, εχθρική, βαλτωμένη, έρημη. Ανάσαινε θάνατο. Το ότι τώρα ζει, επαληθεύει την πίστη των εργατών στη θαυματουργό δύναμη του σοσιαλισμού. Τι ολιγαρκείς που είναι! Στη δική μας βιομηχανική περιοχή του Ρουρ, που επισκέφτηκα την άνοιξη, χρησιμοποιούνται τα ίδια μέσα για να μετατραπούν οι προλετάριοι σε μικροαστούς. Εδώ, με τα ίδια μέσα, οι προλετάριοι γίνονται επαναστάτες» (σελ. 186).

  Παραπέμπω στο προ-προηγούμενο σχόλιο.

  «Ένας άντρας ο οποίος στη χώρα των γενειοφόρων ελπίζει πως θα πουλήσει ξυράφια της Gillette...» (σελ. 197).

  Για το χιούμορ που λέγαμε.

  «Στα παχιά πράσινα λιβάδια ένας βοσκός βόσκει σύννεφα από άσπρα προβατάκια» (σελ. 198).

  Για τη λογοτεχνικότητα που λέγαμε.

  «…ένα πρωτόγονο καφενείο, όπου οι θαμώνες ψήνονται και τα φέσια κουβεντιάζουν» (σελ. 199).

  Παραδείγματα συνεκδοχής.

  «Ποτέ δεν είναι σίγουρος κανείς απ’ τη βεντέτα» (σελ. 202).

  Έχω πάψει να επισημαίνω ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, όμως αυτόν τον κατέγραψα για τη λέξη «βεντέτα». Σε εμάς εδώ υπάρχει στην Κρήτη (όχι σε όλη, στη δυτική) και στη Μάνη, στην Αλβανία όμως είναι διάσπαρτη σε ολόκληρη τη χώρα. Παρεμπιπτόντως, η εικόνα που δίνει για τους Αλβανούς δεν είναι καθόλου κολακευτική.

  «Αναρωτιέμαι πότε δεν κάνει γυμνάσια ο αλβανικός στρατός» (σελ. 205).

  Τι μου θύμισε!

  Κοζάνη, 1973, αμέσως μετά τη σχολή αξιωματικών. Έρχεται θίασος με τον Μίμη Φωτόπουλο και τον Λαυρέντη Διανέλλο. Παίζει τον «Δον Καμίλο».

  Διανέλλος: Οι λαϊκές δυνάμεις αγρυπνούν (σε εφέ επανάληψης, αμέτρητες φορές).

  Φωτόπουλος: Ήθελα να ήξερα πότε κοιμούνται αυτές οι λαϊκές δυνάμεις (ήθελα και να κάτεχα, στα κρητικά).

  «Άντρες μαθημένους να σκαρφαλώνουν στα βράχια ξυπόλυτοι τους αναγκάζει ο στρατός να φορέσουν άρβυλα βαριά με καρφιά στις σόλες τους» (σελ. 207).

  Κι εμάς μας είχαν δώσει τέτοια άρβυλα στην Κόρινθο (1973). Όμως αμέσως μετά τα κατάργησαν. Στη Σχολή Αξιωματικών στη Σπάρτη είχαμε άρβυλα χωρίς καρφιά στις σόλες.

  «Με ξέρει τόσο καλά που θα ’ταν πρόθυμος να μου κάνει πίστωση στα πουρμπουάρ – με τον νόμιμο τόκο, βέβαια» (σελ. 225).

  Χιούμορ με το εφέ της υπερβολής.

  «…συνδυάζει όλα τα θετικά παραδοσιακά χαρίσματα: την εργατικότητα των Τσέχων, τη μεθοδικότητα των Γερμανών, τη φαντασία των Σλοβάκων και την πονηριά των Εβραίων» (σελ. 243).

  Είναι δύσκολο να απαλλαγεί κανείς από τα στερεότυπα που κουβαλάει για διάφορους λαούς.

  «Με βρίσκει συμπαθητικό [ο σερβιτόρος] όσο συμπαθητικά του είναι τα λεφτά μου. (Οι φίλοι μου βρίσκουν πιο συμπαθητικά τα λεφτά μου)» (σελ. 263).

  Μάλλον για να κάνει χιούμορ το γράφει. Αν το εννοεί, είναι πραγματικά να τον λυπάσαι.

  «Η μέρα είναι ατέλειωτη, επειδή δεν υπάρχει καθόλου μελαγχολία να τη γεμίσει» (σελ. 264).

  Συνήθως παραθέτω αποσπάσματα που προσυπογράφω. Εδώ έχω την ακριβώς αντίθετη άποψη: μια μελαγχολική μέρα είναι ατέλειωτη. Οι ευτυχισμένες μέρες είναι που φεύγουνε σαν αστραπή.  

  «Υπάρχουν εφημερίδες χτεσινές, που δεν ξέρουν ότι ξημέρωσε κιόλας το σήμερα» (σελ. 313). Είναι μια ποιητική φράση που μου άρεσε. Η αναφορική πρόταση είναι εντελώς περιττή για την μετάδοση του μηνύματος. Δεν συμφωνώ με τη ρήση του Marshal Mc Luhan The medium is the message, αλλά κάποιες φορές ισχύει. Η παραπάνω πληροφορία μου είναι αδιάφορη, όχι όμως και η λογοτεχνική της διατύπωση.

  «Κανείς από τους επαγγελματίες πολιτικούς προφήτες του καιρού του δεν μπορούσε να δει το μέλλον όπως αυτός, που έγραψε “Από τον ανθρωπισμό μέσω του εθνικισμού στην αποκτήνωση”. Δεν είναι λογοπαίγνιο αυτό, είναι μια κραυγή φόβου ενόψει της επικείμενος κατάρρευσης της μοναρχίας, της τελικής νίκης της αναδυόμενης εθνικής βαρβαρότητας».

  Αντιστρέφει το σχήμα του Lewis Henry Morgan «αγριότητα-βαρβαρότητα-πολιτισμός» σε «ανθρωπισμό-εθνικισμό-βαρβαρότητα». Τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα οδηγούν στην ίδρυση εθνικών κρατών, τα οποία όμως, αν και δεν καταφεύγουν όλα σε εθνοκαθάρσεις μειονοτήτων, είναι πολύ λιγότερο ανεκτικές σ’ αυτές. Το παρακάτω απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό.

  «…της επακόλουθης εθνικής υπεροψίας (της «δικτατορίας» θα μπορούσε να πει κανείς) των Γερμανών έναντι όλων των άλλων εθνοτήτων της Αυστρίας, καταστράφηκε άνωθεν ένα από τα τελευταία καταφύγια της λατινικής παγκοσμιότητας…» (σελ. 234).

  Εξαιρετικό βιβλίο, σας το συνιστώ.

 

No comments:

Post a Comment