Thursday, November 12, 2020

Béla Tarr, Ο ξένος (The outsider, 1981)

Béla Tarr, Ο ξένος (The outsider, 1981)

 


  Επιβεβαιώνω την «θεματική εμμονή» του Μπέλα Ταρ για τη διάλυση της οικογένειας με την ταινία «Ο ξένος».

  Ένα ιψενικό τρίγωνο είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες: Ο András, o Csotesz και η Kata (Γάτα στα κρητικά, αν και εδώ είναι Κατερίνα).

  O Andras δουλεύει σε ένα ψυχιατρείο. Παίζει βιολί. (Ο András Szabó που δανείζει και το όνομά του στον ήρωα που ενσαρκώνει υπογράφει και τη μουσική της ταινίας). Οι τρόφιμοι τον αγαπούν, όμως είναι αλκοολικός, και μάλιστα πίνει με τους ασθενείς του. Η απόφαση παίρνεται πλειοψηφικά: απολύεται.

  Έχει μια κόρη, όμως δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα γι’ αυτήν. Η μητέρα της του καταμαρτυρεί διάφορα. Όμως διεκδικεί την πατρότητα απέναντι στον τωρινό της σύντροφο.

  Οι αποκαλύψεις γίνονται σιγά σιγά.

  Έχει έναν πατέρα στον Καναδά. Κάποτε του έστειλε 10.000 δολάρια, αλλά του τα υπεξαίρεσαν. Δεν έχει σημασία, η χειρονομία του μετράει.

  Γιατί πήγε στον Καναδά, γιατί δεν γίνεται αναφορά στη μητέρα του, δεν θα το μάθουμε.

  Μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο. Αργότερα ανακάλυψε ότι έχει έναν αδελφό που μεγάλωσε κι αυτός σε ορφανοτροφείο, τον Scotesz.

  Θα γνωρίσουν ταυτόχρονα την Kata. Αυτή θα επιλέξει τον András.

  Ο András δείχνεται για μια ακόμη φορά ανεύθυνος. Όλο και πιο συχνά βρίσκεται στην παμπ, πίνει. Κάνει και άσχημη διαχείριση χρημάτων. Η γυναίκα του είναι αγανακτισμένη. Θα πέσει στην αγκαλιά του Scotesz, όμως η σκέψη της είναι στον András. Δεν σκοπεύει να τον εγκαταλείψει.

  Έρχεται το χαρτί της στράτευσης. Δυο χρόνια, όπως τότε και σε μας.

  Λες και η ταινία προηγείται χρονολογικά της «Οικογενειακής εστίας», όπου βλέπουμε τον ήρωα μόλις να έχει απολυθεί, ενώ μαθαίνουμε αργότερα ότι η γυναίκα του τον απατούσε στη διάρκεια της στράτευσής του.

  Ο Μπέλα Ταρ επιμένει και υφολογικά σ’ αυτή τη δεύτερη ταινία του. Ανεξάρτητες σκηνές που όμως είναι τέτοιες που αφήνουν να εννοηθούν τα αφηγηματικά κενά, αρκετοί μακροσκελείς «μονολογικοί» διάλογοι, αλλά και κανονικοί διάλογοι, στους οποίους η κάμερα εστιάζει για ώρα σε ένα από τα δυο πρόσωπα, δεν πηγαινοέρχεται σ’ αυτόν που μιλάει όπως γίνεται συνήθως, μπεργκμανικά γκρο πλαν (ο Bela Tarr αποστρέφεται τα μακρά πλάνα, όταν δεν έχει close up έχει μεσαία πλάνα), και φυσικοί ήχοι σαν υπόκρουση σε μεγάλο μέρος της ταινίας.

  Εξαιρετικός είναι ο μονολογικός διάλογος μέσα στη ντισκοτέσκ όπου δουλεύει σαν ντισκ τζόκεϊ, με τον εκκωφαντικό θόρυβο της μουσικής, στον οποίο η γυναίκα του του ζητάει να μιλήσουν, αργότερα της απαντάει, και αυτή αγανακτισμένη του καταμαρτυρεί τα μύρια όσα (εδώ μαθαίνουμε για την ανευθυνότητά του στη διαχείριση χρημάτων και το ότι πίνει), αλλά αυτός δεν δίνει σημασία. Δεν μας εκπλήσσει που στη μεθεπόμενη σκηνή τη βλέπουμε στην αγκαλιά του αδελφού του.

  Η ταινία τελειώνει με μια περίπου άσχετη σκηνή, μια συνάντηση με σλοβάκους αξιωματούχους στην οποία ακούμε την «Ουγγρική ραψωδία Νο 2» του Λιστ, ως υπογράμμιση της εθνικότητάς της. Πιο πριν είχα ακούσει ένα αγαπημένο μου τραγούδι των sixties, «The house of the rising sun».

  Πολύ ωραία κοπέλα η Jolan Fodor, έψαξα να τη βρω στο διαδίκτυο.

  Οποία απογοήτευση! Λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε.

  Λέω, ας ξαναδιαβάσω το βιογραφικό του Bela Tarr.

  Έτσι εξηγείται: όλοι οι ηθοποιοί στην ταινία, όπως και στην προηγούμενη, ήταν ερασιτέχνες.

  Πόσο να τους πλήρωσε άραγε;

  Την ταινία μπορείτε να τη δείτε στο youtube, αλλά μόνο οι ιταλομαθείς. Είναι με ιταλικούς υπότιτλους.

 

No comments:

Post a Comment