(Σκύλος προς το Αφεντικό του) ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ
ΜΟΥ ΦΙΛΕ ΚΑΙ ΑΦΕΝΤΗ...
Όταν ήμουν κουταβάκι σε ψυχαγωγούσα με τα καμώματα μου και σε έκανα να γελάς. Με αποκαλούσες «παιδί σου» και αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι σου μασουλούσα τις παντόφλες σου και δολοφόνησα 1-2 διακοσμητικά μαξιλάρια, έγινα ο καλύτερος σου φίλος. Όποτε ήμουν «κακό παιδί» συνήθιζες να μου κουνάς επιβλητικά το δάχτυλο σου και να με ρωτάς «ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΣΕΣ» αλλά μετά με συγχωρούσες και μου χάριζες απλόχερα τα χάδια σου.
Δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνες τις νύχτες που νανουριζόμασταν παρέα και παρακολουθούσα τα κρυφά σου όνειρα και πραγματικά πίστευα ότι η ζωή δεν μπορούσε να είναι πιο τέλεια. Πηγαίναμε ατελείωτες βόλτες στο πάρκο, κάναμε βόλτες με το αυτοκίνητο και σταματούσαμε για ένα χωνάκι παγωτό (εγώ βέβαια έπαιρνα μόνο το χωνάκι γιατί «το παγωτό κάνει κακό στα σκυλιά» έλεγες). Αργότερα άρχισες να αφιερώνεις περισσότερο χρόνο στην δουλειά και στην καριέρα σου και φυσικά στην αναζήτηση κάποιου συντρόφου. Σε καρτερούσα πάντοτε με αγάπη, προσέχοντας να σε παρηγορήσω και να σε χαλαρώνω από τις όποιες απογοητεύσεις είχες και να σε κάνω να ξεχαστείς.
Η κυρία που επέλεξες για σύντροφό σου, δεν είναι αυτό που λέμε «φίλη των σκυλιών», μολονότι την υποδέχτηκα στο σπίτι μας όλο χαρά δείχνοντας ακέραια αφοσίωση και υπακοή κάθε στιγμή. Ήμουν πολύ ευτυχισμένο γιατί ήσουν και εσύ ευτυχισμένος. Αυτό μου ήταν αρκετό!!!
Μετά κάνατε μωράκια και η χαρά μου ήταν απερίγραπτη και την μοιράστηκα μαζί σας. Ήταν τόσο συναρπαστικό το πόσο ροδαλό χρώμα είχαν, η μωρουδίστικη μυρωδιά που πλημμύρισε το σπίτι, και πόσο ήθελα να τα νταντεύω και να τα προσέχω και εγώ. Μόνο η σύζυγος σου και εσύ ανησυχούσατε ότι μπορούσα να βλάψω τα μωρά και έτσι περνούσα τον περισσότερο χρόνο απομονωμένα σε άλλο δωμάτιο. Αχ! Πόσο ήθελα να τα αγαπώ και να το δείχνω αλλά έγινα «αιχμάλωτος της αγάπης μου». Όταν μεγάλωσαν τα μωρά έγινα ο κολλητός τους, μου έβαζαν κατά λάθος τα χεράκια τους στα μάτια, εξερευνούσαν όλο περιέργεια τα αυτιά μου και μου έδιναν κλεφτά φιλάκια. Αγάπησα και λάτρεψα τα πάντα πάνω τους και αυτό το αθώο άγγισμά τους και ήμουν έτοιμο να τα προστατεύσω με την ίδια μου την ζωή σε οποιαδήποτε στιγμή χρειαζόταν. Χωνόμουν κάτω από το κρεβατάκι τους και άκουγα τις έννοιες τους και τα μυστικά τους όνειρα. Μαζί περιμέναμε να ακούσουμε τον ήχο του αυτοκινήτου σας και τρέχαμε όλο χαρά να σας υποδεχτούμε όταν γυρίζατε σπίτι.
Στο παρελθόν όταν σε ρωτούσαν αν έχεις σκύλο, όλο περηφάνια έβγαζες την φωτογραφία μου από το πορτοφόλι σου και διηγιόσουν αστείες ιστορίες με μένα πρωταγωνιστή. Τα τελευταία χρόνια όταν σε ρωτούν αν έχεις σκύλο απαντάς με ένα ξερό «ναι» και αλλάζεις αμέσως θέμα. Απέγινα με τον καιρό λοιπόν από «σκύλος σου» απλώς ένα σκυλί.
Τώρα σου προσφέρθηκε μια δουλειά σε άλλη πόλη και εσύ μαζί με την έως τώρα οικογένεια μου θα μετακομίσετε σε ένα διαμέρισμα που δεν δέχονται κατοικίδια. Πήρες όπως λες την σωστή απόφαση για την οικογένεια σου αλλά ξέχασες ότι κάποτε για σένα ήμουν η μόνη σου οικογένεια.
Είχα ενθουσιαστεί με την βόλτα με το αυτοκίνητο μέχρι που συνειδητοποίησα ότι με πήγαινες σε άσυλο ζώων. Ολόγυρα μύριζε απόγνωση, φόβο και απορία από τα υπόλοιπα ζωάκια που υπήρχαν εκεί. Συμπλήρωσες ένα έντυπο και είπες «Είμαι σίγουρος ότι θα βρεθεί ένα καλό σπίτι γι’ αυτό». Σε κοίταζαν όλο νόημα εφόσον καταλάβαιναν απόλυτα ποια ήταν η πραγματικότητα για ένα μεσήλικα σκυλί ακόμα και για ένα με «χαρτιά» από σπίτι. Μετά ξεκόλλησες με μανία τα χεράκια του γιου σου από το κολάρο μου καθώς ούρλιαζε «Όχι μπαμπά! Σε παρακαλώ μην τους αφήσεις να πάρουν το σκυλί μου». Πραγματικά ανησύχησα τόσο πολύ γι’ αυτόν και τα μαθήματα που μόλις είχε διδαχθεί από σένα σχετικά με την φιλία, την αφοσίωση, την αγάπη, την υπευθυνότητα και τον σεβασμό για κάθε μορφή ζωής. Μου έριξες ένα αποχαιρετιστήριο χάδι στο κεφαλάκι μου, απέφυγες να με κοιτάξεις στα μάτια και αυτό ήταν!
Αφού έφυγες, δύο ευγενικές κυρίες συζητούσαν ότι προφανώς την μετακόμιση σου την ήξερες εδώ και καιρό αλλά δεν έκανες καμία ενέργεια για να μου βρεις κάποιο α σπίτι να με δώσεις. Κούνησαν το κεφάλι τους και αναρωτήθηκαν «ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΣΕΣ» Η ενασχόληση των ανθρώπων εδώ στο κυνοκομείο είναι τόση όση τους επιτρέπει το βεβαρημένο πρόγραμμα τους. Μας ταΐζουν φυσικά, αλλά, εγώ έχω χάσει την όρεξη μου μέρες τώρα. Στην αρχή όποτε άκουγα ανθρώπινο ήχο έτρεχα μπροστά ελπίζοντας ότι ήσουν εσύ, ότι άλλαξες γνώμη, ότι όλα ήταν ένα κακό όνειρο ή τουλάχιστον ήλπιζα ότι ήταν κάποιος που ενδιαφερόταν, κάποιος που θα με διέσωζε. Συνειδητοποίησα σύντομα ότι δεν είχα καμία ελπίδα σε σύγκριση με τα τρισχαριτωμένα κουτάβια που είχαν καλύτερη μοίρα και έτσι απομονώθηκα σε μια γωνιά περιμένοντας.
Άκουσα τα βήματα της, καθώς ερχόταν για μένα στο τέλος της ημέρας και την ακολούθησα ήρεμα σε ένα εξαιρετικά ήσυχο δωμάτιο. Με έβαλε επάνω στο ιατρικό τραπέζι, μου έτριψε τα αυτάκια και μου είπε να μην ανησυχώ. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από την αγωνία για το άγνωστο που με περίμενε, αλλά συγχρόνως υπήρχε και μία αίσθηση ανακούφισης.
Ο χρόνος τελείωνε για τον «αιχμάλωτο της αγάπης». Όμως όπως στην φύση μου είναι να ανησυχώ και να σκέφτομαι τους ανθρώπους, έτσι ανησυχούσα και γι' αυτήν. Ένιωσα απόλυτα το αίσθημα της ευθύνης που βάρυνε τον εαυτό της εκείνη την στιγμή, με τον ίδιο τρόπο που ένιωθα κάθε διάθεση καλή ή κακή δική σου. Ευγενικά μου έβαλε μία σύριγγα στο ποδαράκι μου καθώς κυλούσε ένα δάκρυ στο μάγουλο της. Της έγλυψα το χεράκι με τον ίδιο τρόπο που συνήθιζα να το κάνω και σε σένα όλα αυτά τα χρόνια. Καθώς ένιωσα την βελόνα και το κρύο υγρό να διαπερνά τις φλέβες μου, παραδόθηκα μισονυσταγμένα, την κοίταξα στα μάτια και μουρμούρισα «ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΣΕΣ». Νιώθοντας τον πόνο της ψυχής μου, είπε ότι πάω σε ένα καλύτερο μέρος, όπου δεν θα με αγνοούσαν, κακοποιούσαν η θα με εγκατέλειπαν. Ένα μέρος γεμάτο αγάπη και φως τόσο διαφορετικό από αυτόν τον επίγειο τόπο. Με την τελευταία σταγόνα ενέργειας που μου απέμεινε κούνησα την ουρά μου, προσπαθώντας να της εξηγήσω ότι το «ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΣΕΣ» δεν αναφερόταν σε αυτήν. Αναφερόταν σε «ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ ΦΙΛΕ ΚΑΙ ΑΦΕΝΤΗ».
Θα σε σκέφτομαι και θα σε περιμένω πάντα. Μακάρι όλοι στην ζωή σου από δω και πέρα να σου δείξουν τέτοιους είδους αφοσίωση.
Ο καλύτερος σου φίλος
* (Σημείωση Εκδότη:
Ο Συγγραφέας είναι Άγνωστος.)
Σημείωση Μπάμπη Δερμιτζάκη.
Ο εκδότης (εκδόσεις mini-book) μου είπε ότι ένας σεμνός άνθρωπος τον επισκέφτηκε κάποτε στο γραφείο του και του άφησε το παραπάνω διήγημα. Όταν το διάβασε μετά από μέρες είδε ότι ήταν καταπληκτικό, αλλά ανώνυμο, χωρίς διεύθυνση και τηλέφωνο. Το δημοσίευσε σε διαφημιστικό προσπέκτους και μου το έδωσε. Θα ήθελα να διδάξετε αυτό το κείμενο ως ένα φόρο τιμής στον άγνωστο, σεμνό συγγραφέα.
Αυτό, κάπου το 2002. Τότε που ήμουν σχολικός σύμβουλος (2003-2007) το συνιστούσα στους συναδέλφους να το διδάξουν. Το έχω αναρτήσει στη σελίδα μου στο Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο
No comments:
Post a Comment