Friday, May 14, 2021

Ανατόλ Φρανς, Θαΐς η εταίρα

Ανατόλ Φρανς, Θαΐς η εταίρα (μετ. Λόισκα Αβαγιανού) Αστάρτη 1993, σελ. 189

 


  Σάτιρα, ειρωνεία, σαρκασμός, οι έννοιες δεν είναι εντελώς συνώνυμες, έτσι και οι τρεις μαζί καλύπτουν όλο το φάσμα τον αποχρώσεων. Σατιρικό, ειρωνικό, σαρκαστικό μυθιστόρημα η «Θαΐς η εταίρα» του Ανατόλ Φρανς.

  Πρώτη φορά διαβάζω βιβλίο του γάλλου νομπελίστα μυθιστοριογράφου. Πριν δεκαετίες αγόρασα, κοψοχρονιά, το «Le jardin dEpicure», παμπάλαιη έκδοση. Ποιος ξέρει πού να βρίσκεται, τώρα θα είναι συλλεκτική. Από περιέργεια το έψαξα στο διαδίκτυο, το βρήκα στο Gutenberg.org και το κατέβασα.

  Ο Παφνούτιος ήταν ένα αρχοντόπουλο. Πέρασε τη νιότη του στις ακολασίες, για να καταλήξει αναχωρητής, στυλίτης.

  Όμως το φάντασμα της Θαΐδος τον καταδίωκε. Έπρεπε να τη σώσει.

  Και την έσωσε. Την έπεισε να βάλει φωτιά στα υπάρχοντά της – μέσα τους σίγουρα φώλιαζε ο σατανάς – και να τον ακολουθήσει. Θα την πήγαινε σε ένα μοναστήρι όπου μένοντας κλειστή σε ένα κελί για κάποιο διάστημα, η «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή» θα εξιλεωνόταν.

  Μαθαίνει ότι θα πέθαινε. Να προλάβει να τη δει. Τη βρήκε ετοιμοθάνατη. Σε λίγο ξεψύχησε. Έπεσε σαν μανιασμένος πάνω στο νεκρό κορμί της που δεν πρόλαβε να το χαρεί ενόσω ήταν ζωντανή.

  «Έβγαλε ένα στεναγμό αγαλλίασης, και το κεφάλι της ξανάπεσε άψυχο πάνω στο μαξιλάρι. Η Θαΐς ήταν νεκρή. Ο Παφνούτιος, μέσα σ’ ένα απελπισμένο αγκάλιασμα, την κατασπάραξε από πόθο, λύσσα και έρωτα» (σελ. 189)

  Δεν με εκπλήσσει που, όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια, όλα τα βιβλία του Ανατόλ Φρανς μπήκαν στο index του Βατικανού. Του Καζαντζάκη μόνο ο «Τελευταίος πειρασμός».

  Τελευταία διάβασα ότι το index καταργήθηκε. Είναι πράγματι αλήθεια ή πρόκειται για fake news; De omnibus disputandum est.

  Στην αρχή του βιβλίου παρακολουθούμε φιλοσοφικούς διαλόγους, σε κάποιο σημείο μάλιστα με τη μορφή θεατρικού έργου, ανάμεσα σε τυποποιημένους ήρωες: Ο στωϊκός, ο επικούρειος, ο χριστιανός, ο γυμνοσοφιστής…  

  Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί πρέπει να είναι αρνητικό σε ένα μυθιστόρημα το να έχει τυποποιημένους ήρωες, όπως επίσης δεν κατάλαβα γιατί να είναι αρνητικό ένα προβλέψιμο τέλος. Σε ένα αστυνομικό έργο αυτό θα είχε νόημα, όχι όμως σε όλα τα κινηματογραφικά είδη. Στην κωμωδία το happy end είναι ειδολογικά προβλέψιμο.

  Απαξιώνοντας τον Παφνούτιο, μήπως απαξιώνει ταυτόχρονα και τον Άγιο Φραγκίσκο και τον Βούδα;

  Όχι, ο Ανατόλ Φρανς δεν γενικεύει, γι’ αυτό δίπλα στον Παφνούτιο βάζει και την Θαΐδα που άγιασε.

  Σίγουρα ο Ανατόλ Φρανς, φτιάχνοντας τον Παφνούτιο, είχε σαν πρότυπο τον «Πάτερ Σέργιο» του Τολστόι.

  Όμως να παραθέσω κάποια αποσπάσματα.

  «Έτρεμε μη συναντήσει τίποτα παιδιά να παίζουν κότσια μπροστά στο σπίτι του πατέρα τους ή μη δει πλάι σε καμιά στέρνα γαλαζοφορεμένες γυναίκες ν’ ακουμπούν κάτω το σταμνί τους και να χαμογελούν. Τα πάντα είναι κίνδυνος για το μοναχό» (σελ. 22-23).

  Πολλές φορές ο Ανατόλ Φρανς μιλάει για τους πειρασμούς της σάρκας που αντιμετωπίζουν οι μοναχοί.

  «-Σε ρωτώ γι’ άλλη μια φορά, γιατί ζεις με χουρμάδες και κρεμμύδια μέσα στην έρημο; Γιατί ταλαιπωρείς τόσο τον εαυτό σου; Κι εγώ επίσης ταλαιπωρώ τον εαυτό μου και ζω όπως κι εσύ, με απόλυτη εγκράτεια, στη μοναξιά. Αλλά το κάνω για να γίνω αρεστός στο Θεό και να κερδίσω την αιώνια μακαριότητα. Κάτι τέτοιο είναι λογικό, μια κι είναι φρόνιμο να υποφέρεις αποβλέποντας σ’ ένα μεγάλο αγαθό. Αντίθετα, είναι παράλογο να υποφέρεις θεληματικά μάταιες ταλαιπωρίες κι ανώφελα βάσανα» (σελ. 26).

  Σε ποιον τα λέει αυτά ο Παφνούτιος;

  Σε έναν γυμνοσοφιστή, που είχε μαθητεύσει στην Ινδία.

  «Τα φιλοσοφικά συστήματα δεν είναι παρά παραμύθια για να διασκεδάζουν την αιώνια παιδικότητα των ανθρώπων. Πρέπει απλώς να διασκεδάζουμε μ’ αυτά όπως με τους μύθους του Όνου και του Πλυνού, της Δέσποινας της Εφέσσου ή με κάθε άλλο μύθο» (σελ. 37).

  Δεκαετίες τώρα κατέληξα στο ίδιο συμπέρασμα, ότι η φιλοσοφία δεν είναι παρά ένα διανοητικό παιχνίδι που δεν προσφέρει γνώση. Έτσι προτίμησα τους σύγχρονους μύθους, της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου.

  «Πώς μπορείς να πιστεύεις σ’ αυτόν τον καινούριο Δία, τη στιγμή που στην Αθήνα του Περικλή ακόμα και τα πιτσιρίκια δεν πίστευαν πια στον παλιό;» (σελ. 38).

  Ναι, αλλά ο Αναξαγόρας παρά λίγο να το πληρώσει αυτό με τη ζωή του.

  «…δεν πρέπει να γίνομαι έρμαιο της ερωτικής μανίας και πως πρέπει να ακολουθώ πιστά το δόγμα του δασκάλου μου, του θεϊκού Επίκουρου, που διδάσκει πως ο πόθος είναι επίφοβος» (σελ. 47).

  Όμως δεν δίστασε να καλέσει κοντά του μια εταίρα για μια βραδιά, και την κράτησε για όλη του τη ζωή. Πέθανε στην αγκαλιά της.

  «-Ναι, όταν τα μάτια μου έπεσαν στη φράση “Τίποτα δεν πρέπει να σε κάνει να παραμελείς την καλλιέργεια της ψυχής σου” εγώ διάβαζα: “Τα γλυκά φιλιά της Θαΐδας είναι πιο καυτά από τη φωτιά και πιο γλυκά από το μέλι» (σελ. 76)

  Και της Ντάριας.

  «Μάθε πως ο γερο-μαθηματικός Μέλανθος συνηθίζει να λέει: -Χωρίς τη βοήθεια της Αφροδίτης, δεν θα μπορούσα ν’ αποδείξω τις ιδιότητες ενός τριγώνου» (σελ. 90).

  Να κάτι που δεν ήξερα.

  «Και μόνο με το ν’ αφήνουν τον εαυτό τους να ζει, δοξολογούν τον ύψιστο δημιουργό των πραγμάτων· επειδή ο άνθρωπος είναι ένας ωραίος ύμνος προς το Θεό. Όλοι τους πιστεύουν πως η ευτυχία είναι αθώα και η χαρά επιτρεπτή. Κι όμως, Παφνούτιε, αν τύχει κι έχουν δίκιο, τι κορόιδο που θα ’σαι!» (σελ172).

  Κορόιδο λέει!!!

 «-Τι τρελός που ήμουν να μην κάνω δική μου τη Θαΐδα, όσο ήταν ακόμα καιρός! Τι τρελός που ήμουνα να πιστέψω πως στον κόσμο υπήρχαν κι άλλα πράγματα εκτός απ’ αυτήν! Ω παραφροσύνη! Σκέφτηκα το Θεό, τη σωτηρία της ψυχής μου, την αιώνια ζωή, λες κι όλα αυτά έχουν καμιά αξία σαν δει κανείς τη Θαΐδα. Πως δεν ένιωσα πως η μακάρια αιωνιότητα βρισκόταν ολόκληρη μέσα σ’ ένα φιλί αυτής της γυναίκας, πως δίχως τη Θαΐδα η ζωή δεν έχει νόημα και είναι κακό όνειρο; Ω ηλίθιε! Την είδες κι εντούτοις επιθύμησες τ’ αγαθά του άλλου κόσμου….» (σελ. 184).

  Αργά το κατάλαβε.

  Έχω δυο ακόμη μυθιστορήματα του Ανατόλ Φρανς, ίσως τα διαβάσω κάποια στιγμή.

 

No comments:

Post a Comment