Saturday, June 4, 2022

Δημήτρης Χατζής, Φωτιά

Δημήτρης Χατζής, Φωτιά (Γκοβόστης 1946, σελ. 179)

 


  Με ενθουσίασε τόσο το «Διπλό βιβλίο» (Θα το συζητήσουμε στη Λέσχη Ανάγνωσης του Victoria Square Project κατ’ εξαίρεση την ερχόμενη Τρίτη και όχι την Τετάρτη, οπότε θα αναρτήσω παραθέτοντας και τον σύνδεσμο του zoom για όσους θα ήθελαν να παρακολουθήσουν τη συζήτηση διαδικτυακά) που αποφάσισα να διαβάσω και τη «Φωτιά», το πρώτο του μυθιστόρημα, που αν δεχτούμε ότι το «Διπλό βιβλίο» στην πραγματικότητα είναι μια σύνδεση διηγημάτων, είναι και το μοναδικό του.

  Γραμμένο το 1946, βλέπει κανείς τη θέρμη του συγγραφέα που μόλις πρόσφατα έζησε γεγονότα σαν αυτά που αφηγείται στο μυθιστόρημα. Έτσι γίνεται πάντα, οι ήρωες μπορεί να είναι φανταστικοί (μπορεί, γιατί συνήθως ο συγγραφέας έχει υπόψη του πραγματικά πρόσωπα με βάση τα οποία πλάθει τους ήρωές του), όμως τα επεισόδια, αν δεν είναι εντελώς πραγματικά, είναι «κατά το εικός και το αναγκαίον» που θα έλεγε ο Αριστοτέλης. Και σίγουρα είναι διπλοτυπίες, αφού συνέβησαν με κάποιες παραλλαγές αρκετές φορές, όπως π.χ. όταν οι κάτοικοι εγκαταλείπουν τα χωριά τους παίρνοντας μαζί τους και τα ζωντανά τους για τις κορφές των βουνών, ξέροντας ότι οι γερμανοί θα έλθουν να τα κάψουν και όποιον βρουν θα τον σκοτώσουν.

  Κεντρικό πρόσωπο είναι μια γυναίκα, η Αυγερινή. Θα συρθεί στον αγώνα, θα δουλέψει σαν νοσοκόμα, μετά με το όπλο στο χέρι, και πάλι νοσοκόμα, και θα εγγραφεί στο κόμμα (ο Χατζής ως γνωστόν ήταν κομμουνιστής, καταδικασμένος εις θάνατον, και έφυγε και αυτός μετά την ήττα του δημοκρατικού στρατού). Θα ερωτευθεί, όμως ο αγαπημένος της θα πέσει νεκρός, όχι από γερμανικά πυρά αλλά από αγγλικά. Ο πατέρας της ο Γιακουμής, ο πλούσιος του χωριού, είδε αρχικά με δυσπιστία τον αγώνα (είναι αγανακτισμένος με το γιο του τον Διαμαντή που ετοιμάζεται να πάει στο αντάρτικο) για να δοθεί στη συνέχεια με όλη του την ψυχή σ’ αυτόν. Η Ασημίνα, φίλη της Αυγερινής την οποία την ακολούθησε στο νοσοκομείο, ήταν ένα από τα θύματα της αντίστασης.

 Και το μυθιστόρημα τελειώνει με τις διώξεις των αριστερών από τους πρώην δωσίλογους και συνεργάτες των γερμανών (Ο Ζιώγας ήταν ένας απ’ αυτούς). Ο εμφύλιος δεν είχε ξεκινήσει όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του Χατζή, όμως σ’ αυτό φαίνεται η κυοφορία του.

  Στην ανάρτησή μου για το «Διπλό βιβλίο» γράφω:

  «Κάποιες φορές παραθέτω τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβος που συναντάω. Εδώ δεν έπεσε κανένας στην αντίληψή μου, όμως είδα να κατακλύζεται το βιβλίο του Χατζή, ιδιαίτερα στα τελευταία κεφάλαια, από τρίμετρα μέτρα, αμφίβραχυς, ανάπαιστος, δάκτυλος».

  Εδώ αυτά τα συνάντησα σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, ήδη από την αρχή του μυθιστορήματος. Αυτός ο μουσικός κυματισμός πολύ μου άρεσε.

  Και τώρα κάποια αποσπάσματα.

  «Περνούσε κάθε βράδυ, έπαιρνε το Μάνταλο και τραβούσαν μαζί τον ανήφορο» (σελ. 26).

  Έχετε ακούσει ποτέ επίθετο «Μάνταλος»; Μάλλον για παρατσούκλι πρόκειται.

  Έγραψα το απόσπασμα για να πω το ανέκδοτο, δηλαδή τι ανέκδοτο, πραγματική ιστορία.

  Μπαίνει ο Λιανός ο αγροφύλακας, γνωστός καλαμπουρτζής, κυκλοφορούν πολλά ανέκδοτα μ’ αυτόν, στο καφενείο. Βλέπει τους θαμώνες και λέει: «Ακούστε ωρέ παιδιά ειντά ’παθα σήμερα. Πηγαίνει ο κάτης, ανοίγει το μάνταλο, μπαίνει μέσα στο σπίτι και τρώει τη στάκα.

  Το αστείο ποιο είναι;

  Το παρατσούκλι ενός από τους θαμώνες ήταν κάτης, ενός άλλου μάνταλος και ενός τρίτου στάκα.

  Οι πισκοπιανοί είναι γνωστοί μόνο με τα παρατσούκλια τους. Ο ταχυδρόμος παλιά έβρισκε το διάβολό του για να βρει ποιος είναι ποιος και να του δώσει το γράμμα, γιατί όσους κι αν ρωτούσε κανείς δεν τον ήξερε με το όνομά του. Θα ήταν τυχερός αν έπεφτε γρήγορα σε κάποιον που τον ήξερε και με το όνομά του.  

  «Με τους άντρες σιγά σιγά συνήθιζε. Απόχτησε έναν δικό της τρόπο, δικό της ολότελα, ν’ αφήνει τους αρρώστους να της πιάνουν τα χέρια κι αυτή να τους χαμογελάει λυπημένα, έτσι που να ντρέπονται και να γαληνεύουν. Αν τύχαινε κανένας πιότερο επίμονος, έσκυβε και τον φιλούσε δυο φορές στο μέτωπο και τον έκανε ν’ ανοίγει τα μάτια του και να την κοιτάζει ξαφνιασμένος. Φυσικά παιδεύτηκε πολύ να το μάθει. Έπρεπε πρώτα να γνωρίσει το δικό της τον πόνο, για να μπορεί να συμπονάει και τους άλλους» (σελ. 46).

  Αυτή ήταν η Αυγερινή. 

  «Στην ιεραρχία του αγώνα έρχονται πρώτοι οι σύνδεσμοι. Γιατί ο σύνδεσμος είναι πάντα μοναχός του. Αυτός κι ο εχτρός. Δεύτεροι, οι Αθηναίοι. Άοπλοι είναι αυτοί, όμως είναι πολλοί – κι ένας με τον άλλο παίρνουνε δύναμη. Και τρίτοι, οι αντάρτες. Γιατί αυτοί πολεμάνε με το ντουφέκι στα χέρια. Όσο για τις πολιτικές οργανώσεις, βέβαια δεν μπορούμε να τ’ αρνηθεί πως κάτι χρειάζονται. Έχουνε, όμως, λόγια πολλά. Καταλαβαίνετε, πολλά λόγια και πόλεμος δεν γίνεται. Αυτοί κοιμούνται και ξυπνάνε, και μόνο τα χαρτιά και τα λόγια συλλογίζονται» (σελ. 85).

  Πρώιμη κριτική. Αργότερα, στην εξορία, θα διαφοροποιηθεί αρκετά, και το 1952 θα αποχωρίσει από το ΚΚΕ χωρίς να εγκαταλείψει την αριστερή του ιδεολογία.  

  Η «Φωτιά» με συνάρπασε σαν πολεμική ταινία. Περιμένει τον σκηνοθέτη που θα την μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη.

 

 

No comments:

Post a Comment