Wednesday, June 8, 2022

Caroline Vignal, Ο γάιδαρος, ο εραστής μου και εγώ (Antoinette dans les Cévennes, 2020)

Caroline Vignal, Ο γάιδαρος, ο εραστής μου και εγώ (Antoinette dans les Cévennes, 2020)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους

  Η κακομοίρα η Αντουανέτα, είχε την ατυχία να ερωτευθεί παντρεμένο.

  Ήταν να βρεθούν μαζί για ένα τριήμερο. Η γυναίκα του με την κόρη τους θα πήγαιναν σε κάποια παραλία. Όμως ξαφνικά η γυναίκα του άλλαξε σχέδια, δεν θα πάει στην παραλία, θα πάνε όλοι μαζί στο Cévennes, όπου θα περπατήσουν τα ορεινά μονοπάτια έχοντας μαζί τους ένα γαϊδουράκι (δεν λέμε γάιδαρο, γιατί η μεταφορική του σημασία έχει καπελώσει την κυριολεκτική).

  Μπουκάλα λοιπόν;

  Δυστυχώς δεν έχει κάποιο φλερτ για να πάει μαζί του σε έναν άλλο προορισμό, να το γλεντήσουν, και αυτός να σκάσει από τη ζήλεια, γιατί φυσικά θα τηλεφωνιόντουσαν.

  Τι να κάνει λοιπόν η κακομοίρα;

  Θα πάει στο Cévennes, ελπίζοντας ότι θα τον συναντήσει.

  Η ταινία είναι κωμωδία χωρίς να είναι το στόρι.

  Πώς γίνεται αυτό;

  Υπάρχουν πολλά κωμικά επεισόδια με το γαϊδουράκι.

  Δεν φανταζόμουν ότι θα συναντούσα και εδώ το μοτίβο «τον/την αντιπαθεί στην αρχή αλλά μετά γεννιέται μια συμπάθεια, αν όχι αγάπη». Το είδαμε και στην ταινία «Βαγόνι αριθμός 6» (1921) του φινλανδού Juho Kuosmanen που προβάλλεται επίσης αυτή τη βδομάδα. Το γαϊδουράκι στην αρχή μουλαρώνει (γαϊδουρώνει θα έπρεπε να λέγεται), δεν το κουνάει ρούπι. Θα δούμε αρκετά αστεία επεισόδια μέχρι να καταφέρει να την συμπαθήσει.

  Τελικά τον συνάντησε ή δεν τον συνάντησε;

  Και αν το συνάντησε, το κάνανε ή δεν το κάνανε;

  Σαν πολλά λέω, να μην πω και πώς τέλειωσε η ιστορία, αν και θα φαντάζεστε.

  Ή μήπως δεν είστε σίγουροι;

  Αν δεν είστε μπορείτε να πάτε να δείτε την ταινία. Αλλά και να είστε, να πάτε, είναι απολαυστική.   

  Χάρηκα πολύ που είδα την ταινία και για ένα άλλο λόγο: είχαμε γαϊδουράκι στο σπίτι, καθώς ο πατέρας μου ήταν αγρότης. Δεν θυμάμαι να το καβάλησα ποτέ (μια φορά θυμάμαι που καβάλησα το γαϊδουράκι της θειας μου της Σταυρούλας, αυτό πήρε σκριμίδα, δεν σταματούσε με τίποτα, ευτυχώς βρέθηκε κάποιος στο δρόμο και το σταμάτησε), όμως κάθισα στην καπούλα. Ο πατέρας μου στο σαμάρι καθόταν στο πλάι (δεν ξέρω γιατί το βγάλανε γυναικεία, όλοι οι αγρότες έτσι κάθονταν), εγώ ποδιασκελωτά στην καπούλα. Το κούνημα από το βάδισμα του γαϊδάρου (βλέπετε δεν είχε αμορτισέρ) με νανούριζε. Ακουμπούσα το κεφάλι μου στον ώμο του πατέρα μου και συχνά αποκοιμιόμουν, ενώ αυτός τραγουδούσε σιγανά κάποιο σκοπό. Ξυπνούσα όταν φτάναμε στο χωράφι.

  Το γαϊδουράκι στην ταινία το έλεγαν Πατρίκ. Εμείς δεν είχαμε δώσει όνομα στο δικό μας. Όμως τα ξαδέλφια μου δίπλα τού είχαν δώσει όνομα: Κερύλο.

  Θα έχετε διαβάσει για την εξαφάνιση των ειδών.

  Τα γαϊδουράκια στο χωριό είναι τώρα εξαφανισμένα.

  Ποιος τα εξαφάνισε;

  Τα ντάτσουν.

  Δεν αποκλείεται όμως να εμφανιστούν ξανά, τώρα που ακρίβυνε η βενζίνα.  

 

 

No comments:

Post a Comment