Tuesday, November 8, 2022

Στρατή Μυριβήλη, Το κόκκινο βιβλίο

Στρατή Μυριβήλη, Το κόκκινο βιβλίο, Εστία 1996, σελ. 187

 


  Το πρώτο διήγημα, «Το λουλούδι της φωτιάς», εκτενέστατο, σαράντα σελίδες, είναι το καλύτερο από τα διηγήματα που διάβασα μέχρι τώρα. Κι αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει κομμάτι από τη «Ζωή εν τάφω». Βλέπουμε την αγριότητα του πολέμου, τους κακόψυχους (θέλουν να βιάσουν το κορίτσι) και τους καλόψυχους (θέλουν να τους εμποδίσουν). Άγρια η εκδίκηση. Σφάζει μπροστά στο σώμα του σκοτωμένου αδελφού του, που τον βασάνισαν πρώτα άγρια και του έχωσαν στο στόμα το φαλλό του, έξι χωριάτες. Χωριάτες, που τους σκότωναν κατά την υποχώρηση ενώ όταν προέλαυναν αυτοί δεν τους πείραξαν. Με την καινούρια προέλαση και την υποχώρηση του εχθρού τούς εκδικήθηκαν άγρια. Όλοι οι άντρες πάνω από 16 χρονών εκτελέσθηκαν. Και εκείνος ο καημένος ο γέρος, που κοίταξε να τον πετύχει στο μέτωπο, να πεθάνει ακαριαία, χωρίς να υποφέρει. Μα και ο άλλος ο ανάπηρος, ακίνητος από εγκεφαλικό, που χάθηκε μέσα στις φλόγες; Ναι, έκαιγαν τώρα τα χωριά που πριν δεν τα είχαν πειράξει.

  Στο «Πώς ο Παγκράτης δεν έγινε ήρωας» διαβάζουμε για τον κουρέα που, αν ήξερε ιταλικά, θα καταλάβαινε ότι η ιταλική μονάδα που τον συνέλαβε ήθελε να αυτομολήσει, και θα τους οδηγούσε ο ίδιος θριαμβευτικά αντί να τους το σκάσει.

  Στην «Αποκριάτικη γκαμήλα» βλέπουμε έναν διαφορετικό Μυριβήλη. Δηλαδή όχι εντελώς διαφορετικό, και σ’ αυτό φαίνεται ο αντικομουνισμός του, όμως το διήγημα αυτό έχει απίστευτο χιούμορ. Βλέπουμε τον καυγά ανάμεσα στους δυο που «φοράνε» τη γκαμήλα, όταν ο ένας καταλαβαίνει ότι ο άλλος έγινε κομμουνιστής.

  Η «Φωνή της Ραχήλ» είναι ένα απαισιόδοξο παραμύθι, μοντερνιστικό θα λέγαμε, όπου συμπλέκονται οι χρόνοι του Ηρώδη που σφάζει τα παιδιά με τη δεκαετία του σαράντα, με τις φρικαλεότητες που διέπραξαν οι γερμανοί αλλά και οι κομμουνιστές. Βέβαια για τις φρικαλεότητες που διέπραξαν οι αντικομουνιστές, οι ταγματασφαλίτες και οι δωσίλογοι, μόκο.

  Στη «Χώρα των αγαλμάτων» βλέπουμε τη φρίκη της πείνας στην κατοχή, που είχε σαν αποτέλεσμα τόσους νεκρούς. Σπάζει στο τέλος με το παιχνίδι των τεσσάρων κοριτσιών, που παίζουν ένα παιχνίδι που λέγεται «αγάλματα». Οι τρεις μένουν ακίνητες παίρνοντας πόζες σαν αγάλματα και η «μάνα» επιλέγει ποια είναι η καλύτερη.

  Το «Μια νύχτα πάλι στο τζάκι» είναι ένα σατιρικό διήγημα που το καταλαβαίνω απόλυτα. Καθώς είμαι οπτικός τύπος δεν αντέχω την ανάγνωση λογοτεχνίας. Μια νύχτα κάποιος τους διάβαζε σελίδες από το λογοτεχνικό του αριστούργημα. Η σατιρική ατάκα: «Αυτός ο νέος μια μέρα, χωρίς νάχουμε μαλώσει, ήρθε στο γραφείο μου και μου απάγγειλε ένα ποίημά του…».

  Και αυτό το διήγημα, όπως και το προηγούμενο, είναι διπλό. Τελειώνει με την αφήγηση για τις φρικαλεότητες που διέπραξαν οι τσέτες κατά τη μικρασιατική καταστροφή.

  Η «Καμπουρίτσα» είναι ένα μικρό, συγκινητικό διήγημα, που δείχνει τη συμπόνια του συγγραφέα για την αδικημένη από τη φύση καμπουρίτσα, την κοκέτα καμπουρίτσα με τα κλειστά βαμμένα χείλη και τα ορθάνοιχτα μάτια. Πεθαίνει κάποια στιγμή. Θα ήθελε να γράψει ένα ποίημα για την καμπουρίτσα, όμως αντί γι’ αυτό έγραψε αυτό το μικρό διήγημα, το οποίο τελειώνει με τον Θεό να ισιώνει το κορμί της καμπουρίτσας, που τόσο την αδίκησε, όταν έρχεται κοντά του. Πολύ μου άρεσε.  

  H «Νύχτα του σαρονικού» είναι μια σύντομη λυρική περιγραφή φύσης. Ο αφηγητής είναι ξαπλωμένος σε κάποια παραλία. Μια ξερή συκιά λάμπει από το φως τον αστεριών. Μακριά, σε ένα ακατοίκητο νησάκι, φέγγει ένα φωτάκι. Κάποιος άνθρωπος θα είναι εκεί.

  Χαρακτηριστικό του Μυριβήλη οι λυρικές περιγραφές φύσης, που καμιά φορά στέκουν ανεξάρτητες από κάποια ιστορία.

  Η «Γιαγιά η Λυγερή» διηγείται την ιστορία του έρωτά της. Ομορφάντρας ο κτηματίας, μάζευε ελιές στα χωράφια του μαζί με πολλές άλλες κοπέλες. Την ξεχώρισε, τις έστειλε προξενιά. Δεκτή. Επίσης και δώρα. Ο πατέρας της μουρμούραγε για αυτά τα δώρα. Στο τέλος αυτός αγανάκτησε, έστειλε πίσω το δακτυλίδι με την προξενήτρα. Αυτή όμως δεν το έδωσε. -Μα γιατί έπαψε να μας επισκέπτεται; Αναρωτιέται το κορίτσι.

  Ο αρραβωνιαστικός το μετάνιωσε, όμως (νόμιζε) ότι ήταν πια αργά. Του κόπηκε η όρεξη, αρρώστησε. Όταν του είπε η προξενήτρα ότι δεν έδωσε πίσω το δαχτυλίδι, έτρεξε αμέσως σπίτι της. Σε λίγες μέρες παντρεύτηκαν.

  Και βέβαια υπήρχε έρωτας και στις μέρες της, δεν ήταν μόνο το προξενιό.

  Μου θύμισε ανάλογη ιστορία.

  Τη γιαγιά της φίλης μου, Βερβέρα, την έκανε δώρο ο πατέρας της στον πλούσιο κτηματία, απόγονο του Μωάμεθ (Ως γνωστόν στο Ισλάμ δεν υπάρχει προίκα, εκεί ο γαμπρός «αγοράζει» τη νύφη). Μεγαλύτερός της βέβαια, αλλά όμορφος, τον αγάπησε. Το ίδιο και αυτός αυτήν. Δεν παντρεύτηκε άλλη γυναίκα, αν και θα μπορούσε (μέχρι τέσσερις). Έκανε επτά κόρες, κανένα γιο. Η γιαγιά, μέχρι τα βαθιά γεράματα, μιλούσε με νοσταλγία για τον μεγάλο έρωτα που έζησε με τον άντρα της.

  Στo «Κάτω από τον άδειο ουρανό» ο Μυριβήλης μιλάει, μέσα από ένα οργουελικό παραμύθι με στοιχεία βίβλου και αποκάλυψης, για την αναγκαιότητα του μύθου. «…άνοιξαν οι κρουνοί του μύθου από χίλιες πηγές».

  Και εγώ έγραψα για την «αναγκαιότητα του μύθου», το δεύτερο βιβλίο μου. Μόνο που την εννοώ ειρωνικά. Το ψέμα σαν παραμυθία στη ζωή.

  Το «Αγόρι της Αθήνας» παρασύρθηκε και μίλησε για τον ξανθό που έβαψε μαύρα τα μαλλιά του και τους έφερνε παστέλια, παρά την προειδοποίηση του πατέρα του. Την επομένη πλάκωσαν οι γερμανοί και τους συνέλαβαν. Ο ξανθός ήταν εγγλέζος πράκτορας.

  Η «Νύχτα της Εκάτης» είναι μια μετάπλαση του μύθου. Η Εκάτη είναι η χλωμή θεά που μισεί τις παρθένες (Ο Αισχύλος τη συνδέει με τη Σελήνη, διαβάζω στη βικιπαίδεια). Κοίμιζε τον νεαρό βοσκό, τον Ενδυμίωνα, και έκανε έρωτα μαζί του. Τον εξάντλησε, πέθανε. Μου θύμισε την «Ατλαντίδα» του Πιέρ Μπενουά, που διάβασα μαθητής.

  Οι «Κάλπιδες» είναι μια πολυσέλιδη αφήγηση (30 σελίδες για την ακρίβεια) μιας ιστορίας που σίγουρα δεν την επινόησε ο Μυριβήλης αλλά την άκουσε στην πατρίδα του. Αναφέρεται σε δυο κατεργάρηδες του νησιού. Όμως ποιος είναι πιο κατεργάρης από τον άλλο; Αυτός που θα την έφερνε στον άλλο.

  Οι προσπάθειές τους είναι μια απολαυστική ιστορία στην οποία εμπλέκονται και πειρατές και αφεντικά από τη Μικρά Ασία, τούρκοι. Στο τέλος τα συμφωνήσανε: ισοπαλία, κανείς δεν είναι πιο κατεργάρης από τον άλλο.

  Είναι ο γνωστός μας Μυριβήλης από τις προηγούμενες συλλογές διηγημάτων του. Σκοτεινός και απαισιόδοξος συχνά, γλαφυρός στις περιγραφές της φύσης, περιγραφές στις οποίες αρέσκεται ιδιαίτερα, και βέβαια αντικομουνιστής.

 

No comments:

Post a Comment