Νίκος Καζατζόπουλος, Ντάρια, Ιωλκός 2023, σελ. 460
Στην Ντάρια
και σε όλες τις Ντάριες του κόσμου
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ας το γράψω ακόμη μια φορά.
Της γης οι κολασμένοι δεν είναι πια οι εργάτες, όπως θέλει ο ύμνος της διεθνούς (Εμπρός, της γης οι κολασμένοι…), ούτε οι αποικιοκρατούμενοι λαοί όπως θέλει ο Φραντς Φανόν. Είναι οι λαθρομετανάστες.
Κάποιοι διαμαρτύρονται με το πρόθεμα λαθρο-, όμως έτσι είναι τα πράγματα, δεν έχει κανείς παρά να τους συγκρίνει με τους δικούς μας μετανάστες, σε Γερμανία, Σουηδία, Αυστραλία, και οπουδήποτε αλλού. Αν τους συλλάβουν, τους στέλνουν πίσω στις πατρίδες τους, αφού καθίσουν κάμποσο φυλακή. Ευτυχώς όχι μέχρι δυο χρόνια που λέει ο νόμος, συνήθως στον ένα μήνα καταφέρνουν και τους διώχνουν στις πατρίδες τους.
Δυο τέτοιες λαθρομετανάστριες είναι η Ντάρια, γεωργιανή, και η Νταλίφα, αρμένισα. Η ζωή τις έφερε κοντά, ήδη από τις πατρίδες τους, και τις ξανάφερε κοντά στην Ελλάδα όπου ήλθαν για μια καλύτερη ζωή. Όμως ακολούθησαν διαφορετικές πορείες στη διαδρομή τους.
Η Ντάρια,
«Πατέρα δε γνώρισε, μεγάλωσε μόνο με τη μάνα της χωρίς, ωστόσο, την αγάπη και τη φροντίδα της. Τα παιδικά της χρόνια ήταν μίζερα και φτωχικά και αργότερα, στην εφηβεία της, γνώρισε τη σεξουαλική παρενόχληση από τους εραστές της μάνας της. Στο σχολείο πήγαινε όποτε ήθελε, αλήτευε, γύρναγε στις όχθες του Ριόνι όλη μέρα, έκανε φιλίες με τους ψαράδες. Μάταια αναζητούσε την ανθρώπινη ζεστασιά, απογοητεύτηκε από τις πρώτες ερωτικές σχέσεις της στην εφηβεία και αυτό την έκανε κυνική, σκληρή και άφιλη» (σελ. 29).
Όχι εντελώς άφιλη.
Βρήκε καταφύγιο στην οικογένεια της Νταλίφα με την οποία τη συνέδεσε μια βαθιά φιλία.
Οι ιστορίες τους αποτελούν τυπικά δείγματα των λαθρομεταναστών. Η Ντάρια θα υποχρεωθεί να γίνει escort από ένα βούλγαρο trafficker. Ένας πελάτης θα της προσφέρει μια διαφυγή. Θα φροντίζει την άρρωστη γυναίκα του, προσφέροντάς του όμως και σεξουαλικές υπηρεσίες. Δεν είναι ό,τι καλύτερο, όμως είναι καλύτερο από το πριν.
Κάποια στιγμή βρίσκει το καλύτερο, αυτό με το οποίο πιστεύει ότι θα μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή της. Όμως το παρελθόν την καταδιώκει.
Η Νταλίφα θα περάσει και αυτή μια δύσκολη ζωή δίπλα σε έναν άνδρα μέθυσο που την κακοποιεί. Και σ’ αυτήν η ζωή θα χαμογελάσει, βρίσκει κάτι καλύτερο, ή μάλλον το καλύτερο. Όμως αυτή δεν έχει κανένα παρελθόν σαν της Ντάριας να την καταδιώκει.
Ο Καζατζόπουλος προσωπογραφεί σε βάθος όχι μόνο τις δυο ηρωίδες του, αλλά και τους έλληνες και τις ελληνίδες που βρίσκονται στο δρόμο των δυο γυναικών. Η αυταρχική μάνα, ο άβουλος αλλά καλός πατέρας, ο μαμάκιας που θα ξεφύγει, θα πετύχει σαν κατασκευαστής, αλλά θα έλθει η κρίση και θα αντιμετωπίσει δυσκολίες, και κάποιοι άλλοι.
Όλα αυτά τα πρόσωπα ο Καζατζόπουλος μας τα παρουσιάζει μέσα από μια συναρπαστική πλοκή, που στο τέλος παίρνει διαστάσεις αστυνομικού μυθιστορήματος. Διαυγέστατος στην αφήγησή του, δεν εγκαταλείπει καταμεσίς τους ήρωες και τα επεισόδια για τη δημιουργία ενός αμφιλεγόμενου σασπένς, κρατεί όμως παρόλα αυτά αδιάπτωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Πέρα από την διεκτραγώδηση της μοίρας των δυο αυτών γυναικών, και συνεκδοχικά τη μοίρα όλων εκείνων των γυναικών που πέρασαν και περνούν παρόμοιες καταστάσεις (ξέρω περιπτώσεις, και λόγω της πολυγλωσσίας μου), ο Καζατζόπουλος δίνει πολλά ιστορικά, γεωγραφικά, πολιτικά και ανθρωπολογικά στοιχεία των περιοχών της καταγωγής τους, Αρμενίας και Γεωργίας, αλλά και του γειτονικού Πόντου. Ο ίδιος είναι μικρασιάτης τρίτης γενιάς.
Και τώρα κάποια ακόμη αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.
«Παρά τα προβλήματα και τις ελλείψεις στην καθημερινή ζωή, οι άνθρωποι είχαν συνηθίσει σε ένα χαμηλό επίπεδο ζωής για τα δυτικά δεδομένα, αλλά σίγουρο και αξιοπρεπές. Τώρα τα πάντα είχαν χαθεί για τον απλό κόσμο, ενώ η κομματική νομενκλατούρα είχε επιδοθεί σ’ έναν εξοντωτικό αγώνα για να ιδιοποιηθεί την κρατική περιουσία, τα εργοστάσια, τις πρώτες ύλες, τη γη των κολχόζ» (σελ. 42).
Αυτά τα ξέραμε, καλό είναι να μην τα ξεχάσουμε.
«Η κρίση προκάλεσε και ψυχολογικά προβλήματα με συνέπεια την αύξηση των σωματικών και ψυχικών διαταραχών. Αυτές οδήγησαν σε ενδοοικογενειακή βία και σε εμφάνιση ακραίων κοινωνικών συμπεριφορών. Οικογένειες διαλύθηκαν, οι μέθυσοι πολλαπλασιάστηκαν, η πορνεία έγινε αναγκαστικά επάγγελμα για πολλές γυναίκες που προσπαθούσαν να δραπετεύσουν με κάθε τρόπο στη Δύση, τόπος που φάνταζε ιδανικός γι’ αυτές» (σελ. 43).
Και όχι μόνο γι’ αυτές. Η πλημμύρα των λαθρομεταναστών μας έρχεται όχι από χριστιανικές χώρες αλλά από μουσουλμανικές.
«Υπήρχε σοβαρή περίπτωση το άδειο σπίτι να καταληφθεί από άλλους Αμπχάζιους ή Γεωργιανούς. Είχε συμβεί αυτό στο παρελθόν, όταν εκτοπίσθηκαν συγγενείς του, οι καταληψίες στρίμωξαν τα γυναικόπαιδα σ’ ένα δωμάτιο και τα υπόλοιπα τα χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι, νοικιάζοντάς τα κυρίως σε φοιτητές» (σελ. 57).
Όχι, αυτό δεν το ξέραμε.
«Το πώς θα βρω τρόπο να το σκάσω είχε καρφωθεί στο μυαλό μου από την πρώτη στιγμή. Πίστευα ότι κάποιος από τους πελάτες θα βρισκόταν να με βοηθήσει. Αλλά δεν έτυχε ούτε ένας» (σελ. 99).
Έτυχε όμως σε μια ρουμάνα. Τη βοήθησε ένας επώνυμος και γύρισε στην πατρίδα της. Παντρεύτηκε, και σε ένα από τα παιδιά της έδωσε το όνομά του. Την ιστορία μου την είπε ένας φίλος του.
«Είχαμε πολλή φτώχεια στο σπίτι και αναγκάστηκα να παντρευτώ πολύ μικρή. Μετά την πτώση του καθεστώτος, η ζωή μας έγινε ακόμη πιο δύσκολη. Οι συνεταιρισμοί διαλύθηκαν, τα χωράφια έμειναν ακαλλιέργητα, τα εργοστάσια έκλεισαν. Είχαμε μάθει στα λίγα και σίγουρα και ξαφνικά βρεθήκαμε μόνο κι απροστάτευτοι» (σελ. 224).
Καταλαβαίνει κανείς γιατί πλάκωσαν σαν τσούρμο οι λαθρομετανάστες από τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού.
«Δεν κατάφερε να αποδράσει από την εικόνα της Ντάριας που κυριαρχούσε στη σκέψη και το θυμικό του τις τελευταίες εβδομάδες» (σελ. 241).
Αυτός είναι ο Τσβετάν, ο βούλγαρος trafficker, που η Ντάρια τον είχε μαγέψει τόσο που δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό του ότι τον παράτησε.
«Με τη βοήθεια της κυρα-Μαρίας μαγείρεψε κάρσο για πρώτο πιάτο, σούπα δηλαδή από βοδινό κρέας, χατσαπούρι, που μοιάζει με πεϊνιρλί, και το καυκάσιο σασλίκ από κομμάτια κρέατος περασμένα σε ξυλάκι. Για επιδόρπιο είχε ετοιμάσει πελαμούσι από καλαμποκάλευρο και χυμό σταφυλιών» (σελ. 383).
Και αλλού ο Καζατζόπουλος θα αναφερθεί σε φαγητά αυτών των περιοχών.
Πρόκειται για ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, που το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment