Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Το όνειρο της Κλάρας
Από το ηλεκτρονικό περιοδικό του Νίκου Λαγκαδινού «Κίνημα», τεύχος 13, τεύχος 13, το οποίο αναρτάται στο academia.edu https://bit.ly/3QopnMW
Την Κλάρα δεν την αγάπησε ποτέ κανείς. Πως ήταν άσχημη δεν
ήθελε να το πιστέψει, κι ας το φοβότανε. Όμως δεν την αγάπησε
ποτέ κανείς, και στις συντρόφισσές της που φλυαρούσαν για
τους έρωτές τους, έπρεπε να κάθεται να πλάθει και να διηγείται
κι αυτή φανταστικές ιστορίες για νέους που την αγαπήσαν μια
φορά και γι’ άλλους που την κυνηγούν ακόμα.
Πότε διηγότανε ρομαντικούς περίπατους μέσα στα δάση με τον
έναν, πότε ταξίδια με τις βάρκες και τα βαποράκια στο ποτάμι και
στις λίμνες με τον άλλον. Αυτά όλα γινότανε τις Κυριακές που η
Κλάρα έμενε στο σπίτι και συντρόφευε την άρρωστη μητέρα της, ή
έβγαινε το αποβραδίς στ’ απόμερα για ν’ ανασάνει και να πλάσει
καλύτερα έξω στον αέρα το όνειρο που θα ιστορούσε την άλλη
μέρα στις συντρόφισσές της. Ο φίλος που είχε τώρα ήταν ένας ξέ-
νος με μελαψή θωριά, με μαύρα μάτια και μαλλιά. Ήταν από μα-
κρυσμένον τόπο, από μια χώρα όπου δεν πέφτει ποτέ χιόνι, όπου οι
κάμποι χάνονται στο άπειρο μάκρος σε πυρή άχνα, τα δέντρα κρε-
μούνε προς τα κάτω τα κλαδιά, μέσα στα δάση ζουν πουλιά παρά-
ξενα και τα λευκά και σιωπηλά παλάτια που καθρεφτίζουν τις κο-
λώνες τους και τις κορφές στ’ ακίνητα κίτρινα νερά των ποταμιών.
Οι συντρόφισσές της ανοίγανε πλατιά τα μάτια, όταν η Κλάρα δι-
ηγόταν πως έχει κι ο φίλος της ένα παλάτι και θα την πάρει να παν
εκεί να ζήσουνε μαζί.
Κ’ η Κλάρα τον περίμενε να ’ρθεί, όπως είχε περιμείνει και τους
άλλους που δεν ήρθαν. Κ’ ένα βράδυ, εκεί που γύριζε στο σπίτι κ’
ένιωσε ξαφνικά να την ακολουθούν σιγά κι αργά σαν τα δικά της
κάποια πατήματα, υποψιάστηκε μην είναι αυτός αληθινά. Μα σα
να της σταμάτησε μεμιάς το αίμα, η καρδιά της χτυπούσε τόσο που
δεν μπόρεσε να στρέψει πίσω να τον δει. Μόνο όταν έφτασε στην
πόρτα της και μπήκε μέσα, γύρισε κ’ έριξε πίσω γλήγορη ματιά και
είδε αντίκρυ τα μάτια του που λάμπαν κάτω από το φως του φανα-
ριού. Ανέβηκε βιαστική τη σκάλα κ’ έτρεξε στο παράθυρο. Εκείνος
στεκόταν ακίνητος κοντά στο στύλο του φαναριού κ’ είχε τα μάτια
καρφωμένα στο παράθυρό της.
Η Κλάρα δεν κοιμήθηκε ούτε κείνη τη νύχτα ούτε την άλλη. Γιατί
τα βήματα του αγνώστου την ξαναπήρανε κοντά και το άλλο
βράδυ· κι όταν ανέβηκε στο σπίτι, εκείνος ξαναστήθηκε σα στύλος
αντίκρυ στο παράθυρο με τα μάτια γυρισμένα εκεί. Το τρίτο βράδυ
δε βαστούσε άλλο η Κλάρα. Φόρεσε πάλι το καπέλο της και ξανα-
κατέβηκε στο δρόμο. Κατέβηκε αποφασισμένη να πάει ίσια στον
άγνωστο, αθέλητα όμως τράβηξε ίσια στο δρόμο χωρίς να ξέρει
πού τραβά. Ο ένας δρόμος έβγαζε στον άλλον και κείνος έξω στο
μεγάλο πάρκο. Η Κλάρα πέρασε το μέρος που ήτανε γεμάτο φως
και κόσμο και μπήκε σ’ ένα από τα στενά μονοπάτια, που φιδωτά
και μισοφωτισμένα χανόνταν κάτω από τους μαύρους θόλους
των κλαριών. Χώθηκε μέσα σε αυτούς και προχωρούσε. Πίσω της
ένιωθε να την ακολουθούν τα βήματα του αγνώστου αργά, σιγά
σαν τα δικά της πάντα. Και προχωρούσε όσο που έφτασε στο μέ-
ρος όπου μια λίμνη μισοκρυμμένη κάτω από τα δέντρα έκοβε το
πάρκο. Άμα σταμάτησε, σταματήσαν και τα βήματα κοντά της· κι
όταν κάθισε στο κάθισμα που ήταν εκεί στην άκρη του νερού, βρέ-
θηκε καθισμένος σιμά της κι ο άγνωστος. Ένα φανάρι κρεμασμένο
ανάμεσα στα δέντρα, της έφεξε και κει να ξαναδεί την όψη του.
Ήταν μελαψή, με μαύρα μάτια και μαύρα μακριά μαλλιά. Ήταν εκεί-
νος.
Η Κλάρα τον κοίταζε αμίλητη κι ασάλευτη, σα βυθισμένη σε
όραμα. Δέντρα κοντά, λιγνά, σκυφτά, γυρτόκλωνα, δέντρα με
φύλλα αριά, μακριά, λεπιδωτά, πολύχρωμα, παράξενα χρυσοφεγ-
γίζανε σα γνώριμα, σαν άγνωρα στη ρόδινη αντηλιά, η έκσταση
των πλατιών κάμπων που χάνονται πέρα μακριά σε πυρά βάθη
ανοιγόταν γλαυκόλαμπη μπροστά της. Είχε διαβάσει στα βιβλία
για τα μέσα μάτια που κάποτε βλέπουν πρωτύτερα από τα έξω μά-
τια, και κοίταζε πάντα τον άγνωστο και περίμενε να της μιλήσει κι
ονειρευόταν και λαχτάριζε να της μιλήσει για το μακρινό τόπο του,
για τα παράξενα πουλιά που ζουν στα δάση, για τα κίτρινα ακί-
νητα νερά που καθρεφτίζουν τα λευκά παλάτια. Μα ο άγνωστος
δεν άνοιγε τα χείλη, παρά την κοίταζε και κείνος σιωπηλός κι ασά-
λευτος. Έτσι σιωπηλός όλο το βράδυ εκείνο, έτσι ασάλευτος και
σιωπηλός και τ’ άλλα βράδια στη σειρά, όταν η Κλάρα τον έσερνε
κατόπι της κι ερχόνταν και καθίζανε κοντά-κοντά στο ίδιο κάθισμα
εκεί στην άκρη του νερού.
Η Κλάρα τώρα δε μιλούσε λόγο στις συντρόφισσές της για την
ιστορία αυτή. Έμενε σιωπηλή, συλλογισμένη όλη την ημέρα, σα να
ονειρευόταν και να περίμενε να ’ρθεί το βράδυ.
Τέλος ένα βράδυ σιωπηλό και σκοτεινό σαν όλα τ’ άλλα, ένα
βράδυ που σαν πάντα το φως του φαναριού έπεφτε στο πρόσωπο
του αγνώστου και σερνότανε στα πόδια του σα φίδι και τρεμόπαιζε
κιτρινωπό εκεί στην άκρη του νερού, η Κλάρα σίμωσε πιο κοντά
τον άγνωστο και του έπιασε το χέρι.
Εκείνος δεν κουνήθηκε. Την άφησε να το κρατά, την κοίταξε στα
μάτια και την ρώτησε:
“Πώς σε λένε;”
Η Κλάρα είπε τ’ όνομά της.
Κι ο άγνωστος κοιτάζοντάς την πάντα ψιθύρισε:
“Δεν είσαι συ -”
Η Κλάρα τέντωσε τα μάτια.
“Δεν είσαι συ, της μοιάζεις μόνο· της μοιάζεις στην ασχημιά -”
Η Κλάρα έκαμε να τραβήξει το χέρι της, μα εκείνος το κράτησε:
“...τα ίδια κρεμασμένα χείλη, τα ίδια τ’ αχαμνά, τα κοκαλιάρικα τα
μάγουλα, τα πεταγμένα έξω· τα ίδια τα μικρά, τ’ άχρωμα, τ’ άλαμπα
τα μάτια, το ίδιο το καμπουριασμένο το κορμί. Ήταν η πιο άσχημη
και κείνη απ’ όλες. Κανείς δεν την κοίταζε, κανείς δεν της μιλούσε,
κανείς δεν την αγάπησε. Οι άνθρωποι δεν μπορούνε να δούνε την
ψυχή. Και κείνη είχε καλή ψυχή. Δε μίλησε ποτέ· δε γέλασε ποτέ
με μένα εκείνη. Καθότανε μόνη στην άκρη, μαζεμένη, και κοίταζε
άφωνη, σαν πάρδαλη από το κλουβί, τις άλλες που γελούσανε με
μένα. Εκείνη δεν έμοιαζε με αυτές, δεν ταίριαζε με αυτές, δεν ταί-
ριαζε στον κόσμο. Γι’ αυτό τη σκότωσα”.
Η Κλάρα τινάχτηκε, μα ο άγνωστος δεν της άφησε το χέρι.
“Την αγαπούσα και τη σκότωσα”, ξακολούθησε, “μα μη φοβάσαι,
εσέ δε σ’ αγαπώ. Εσύ δεν είσαι κείνη, όπως φαντάστηκα όταν σε
είδα πρώτη φορά. Νόμισα πως πέρασε η ψυχή της σε σένα, πως
αναστήθηκε σε σένα, πως ξαναήρθε στη ζωή με σένα. Μα όχι, εσύ
δεν είσαι κείνη. Εσύ τρέμεις. Εκείνη δεν έτρεμε. Ξέπλεξε μόνη τα
μαλλιά και μου τα έδωσε στο χέρι. Μου τα έδωσε και της τα πέρασα
γύρω στο λαιμό θηλιά, τράβηξα, έσφιξα τη θηλιά γερά, και τα μάτια
της, τα μικρά τα μάτια της ανοίξανε πλατιά στο χάος, τεντωθήκανε
πόρτες ορθάνοιχτες στην άβυσσο· σαν πλάκες σμάλτο ασπροφεγ-
γίσαν τ’ άχρωμα τα μάτια, σαν αιμοστάλαχτα ρουμπίνια αστράψαν
τ’ άλαμπα τα μάτια. Τρόμαξα και της σκέπασα το πρόσωπο. Έβλεπα
μόνο το γυμνό κορμί. Παίζανε φέγγη χλωμοκίτρινα, αχνορόδινα
κι αυτού, πνιγόταν ασπρογάλαζες, πρασινωπές, θαμπόχρυσες ανα-
λαμπές. Πώς πνίγονται μουντά μια μέρα θαμπερή τα χρώματα
στο φίλδισι, πώς τρεμοφέγγει στα νερά εκεί το λειψό φεγγάρι που
τρυπά τους κλάδους – έτσι έφεγγε μπροστά μου το γυμνό κορμί”.
Η Κλάρα κοίταξε στη λίμνη όπου έδειχνε το χέρι του. Τα νερά ήταν
σκοτεινά, φεγγάρι δε φαινόταν· μόνο στην άκρη, εκεί μπροστά θα-
μπότρεμε η λάμψη του φαναριού κιτρινωπή.
“Γιατί τη σκότωσα γυμνή”, ξακολούθησε ο άγνωστος· “γυμνώ-
θηκε όταν είδε πως την ήθελα γυμνή, κ’ έπεσε στο κρεβάτι. Εσύ δε
θέλεις, εσύ δε λύνεις μόνη τα μαλλιά -”
Έφερε το χέρι στο λαιμό της, σα να ήθελε να της ξεκουμπώσει την
τραχηλιά.
Η Κλάρα ξανατινάχτηκε.
“Μην τρομάζεις· δεν σε θέλω εσένα”, είπε ο άγνωστος και κα-
τέβασε το χέρι. “Εκείνη άφησε και τη γύμνωσα, κ’ έπεσε έτσι στο
κρεβάτι. Δεν το μόλυνα. Σκέπασα το γυμνό κορμί γιατί με φόβισε
κι αυτό όπως έφεγγε. Της φίλησα μόνο το χέρι που κρεμόταν κάτω
ασκέπαστο. Ήταν τόσο μικρό, τόσο απλό το χέρι της. Το δικό σου
είναι άσχημο, δεν το φιλώ. Τραχύ, πλατύ, κακοπλασμένο. Δεν είσαι
κείνη εσύ, δεν ξαναβγήκες από το κίτρινο νερό που πήγα και την
έριξα για να μην της δει κανένας άλλος το γυμνό κορμί. Δεν είσαι
συ, της μοιάζεις μόνο. Εσύ δε θέλεις να πεθάνεις, δε θέλεις ν’ αγα-
πήσεις, δεν μπορείς – ή θέλεις; Λέγε!”
Έμεινε κρατώντας, σφίγγοντας δυνατά το χέρι της.
Η Κλάρα έσκυψε το πρόσωπο. Δεν μπορούσε ν’ αντικρίζει το δικό
του, δε βαστούσε να βλέπει τα μάτια του που αστράφτανε μεγάλα,
μαύρα, κρύα κάτω από το κίτρινο το φως.
Σε λίγο ένιωσε πως της άφησε το χέρι, κι όταν τόλμησε και ξανα-
σήκωσε το πρόσωπο, ο άγνωστος είχε χαθεί.
Το άλλο βράδυ, όταν γύριζε στο σπίτι, δεν άκουσε πίσω της το
βήμα του. Κι όταν βγήκε στο παράθυρο, δεν τον είδε να στέκει αντί-
κρυ, να περιμένει.. Περίμενε, περίμενε κι αυτή – δε φάνηκε. Ύστερα
κατέβηκε στο δρόμο και δίχως να το νιώσει βρέθηκε στο πάρκο
καθισμένη στην άκρη του νερού. Έμεινε ώρες μόνη, ασάλευτη,
σκυφτή. Ο άγνωστος δεν ήρθε. Όταν όμως σηκώθηκε να φύγει και
μπήκε στο στενό σκοτεινό μονοπάτι, τότε της φάνηκε πως άκουσε
να σβήνει σαν αποπίσω της, σαν από μακριά ή κοντά, ή σαν απο-
μέσα της μονάχα ένα μακρύ, τρικυμιστό, χαχανιστό άγριο γέλιο.
No comments:
Post a Comment