Monday, October 9, 2023

Νικολάι Γκόγκολ, Η μύτη

Νικολάι Γκόγκολ, Η μύτη (μετ. Ορλώφ Ορέστης), Ars brevis, 2014, σελ. 48

 


  Είπαμε, ουκέτι καιρός, προτεραιότητα έχει το ξαναδιάβασμα των κλασικών.

  Δεν είμαι σίγουρος αν το διδαχθήκαμε στο ΕΚΠΑ, Τμήμα Αγγλικών Σπουδών, θυμάμαι ότι διδαχθήκαμε το «Ημερολόγιο ενός τρελού». Πάντως τη «Μύτη» την είχα ξαναδιαβάσει.

  Πρόκειται για μια γκροτέσκα ιστορία, που μόνο η τρελή φαντασία του Γκόγκολ θα μπορούσε να επινοήσει.

  Ο ταγματάρχης Κοβαλιόφ είναι το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας. Έτσι του αρέσει να συστήνεται, ενώ στην πραγματικότητα είναι πάρεδρος, αντίστοιχος βαθμός βέβαια του ταγματάρχη, που όμως το ταγματάρχης ηχεί πιο εντυπωσιακά. Στο πρόσωπό του ο Γκόγκολ σατιρίζει την έπαρση των αξιωματούχων του τσαρικού καθεστώτος, τη φιλαρέσκειά τους και το κυνηγητό του ποδόγυρου.

  Ο Κοβαλιόφ ξυπνάει ένα πρωί και βλέπει ότι έχει χαθεί η μύτη του. Μα πώς χάθηκε;

  Είναι μυστήριο και για μας, που πιο πριν διαβάζουμε ότι ο κουρέας του τη βρίσκει μέσα σε ένα καρβέλι. Νιώθει έκπληκτος. Δεν την έκοψε αυτός, και φυσικά δεν την έβαλε στο καρβέλι.

  Να την πετάξει.

  Μετά από κάποιες αποτυχημένες απόπειρες να την παρατήσει κάπου, την πετάει στο ποτάμι. Όμως τον βλέπει ένας αστυφύλακας.

  Δεν είναι το μόνο παράδοξο.

  Ο Κοβαλιόφ βλέπει τη μύτη του ντυμένη σαν αξιωματούχο. Της λέει να επιστρέψει στη θέση της. Αυτή αρνείται. Καθώς αυτός γυρνάει να δει μια όμορφη γυναίκα που περνάει, καταφέρνει και του το σκάει.

  Ο Κοβαλιόφ προσπαθεί με κάθε τρόπο να ξαναβρεί τη μύτη του. Θέλει να βάλει αγγελία στην εφημερίδα, του αρνούνται. Προσπαθεί να πείσει τον αστυνόμο να τη βρει, δεν έχει καλύτερα αποτελέσματα. Γράφει ένα γράμμα σε κάποια κυρία που του προξένευε την κόρη της, νομίζοντας ότι τον καταράστηκε να χάσει τη μύτη του, όμως αυτή το αρνείται κατηγορηματικά. Δεν προσβάλλεται, εξακολουθεί να τον θέλει για γαμπρό.

  Έρχεται ο αστυφύλακας που είχε δει τον κουρέα να πετάει τη μύτη στο ποτάμι, κουβαλώντας την. Είχε προσπαθήσει να το σκάσει από την πόλη αλλά τη συνέλαβε.

  Όμως δεν είναι πια ο κρατικός αξιωματούχος αλλά η μύτη.

  Έλα όμως που δεν λέει να κολλήσει με τίποτα.

  Ευτυχώς που μετά από δυο βδομάδες, ξυπνώντας ο Κοβαλιόφ βλέπει τη μύτη του στη θέση της. Χαρούμενος πηγαίνει να κουρευτεί, φλερτάρει με γυναίκες, πηγαίνει σε καταστήματα…

  Διάβασα ότι ο Γκόγκολ είχε πρόβλημα με τη μύτη του, και αυτό σίγουρα του έδωσε την έμπνευση για να γράψει αυτό το διήγημα. Οι σατιρικές αιχμές δεν νομίζω να ήταν η κύρια πρόθεσή του, παρόλο που αντιμετώπισε πολύ έντονα την τσαρική λογοκρισία. Νομίζω ότι σκέφτηκε αυτή την αστεία ιστορία και την έγραψε. Αξίζει να παραθέσουμε το τέλος.

  « “Τώρα την πάθατε εσείς οι δυο κότες! Και δεν θα παντρευτώ την κόρη, όπως και νά ’ναι. Απλώς μια ερωτοδουλειά, με κάθε τρόπο!” Και στο εξής, ο ταγματάρχης Κοβάλεφ συνέχισε τις ασχολίες του σαν να μην είχε ποτέ συμβεί τίποτα, έκανε βόλτες στη λεωφόρο Νιέφσκι, επισκεπτόταν το θέατρο, έδειχνε παντού το πρόσωπό του. Και η μύτη του, επίσης σαν

να μην είχε ποτέ συμβεί τίποτα, παρέμεινε κολλημένη στο πρόσωπό τουκαι δεν έδειχνε κανένα σημάδι ότι είχε ποτέ ξεκολλήσει. Μετά απ’ αυτό, οταγματάρχης Κοβάλεφ είχε μονίμως καλή διάθεση, σκορπούσε χαμόγελα, κυνηγούσε επίμονα όλες τις χαριτωμένες κυρίες και μάλιστα σταμάτησε κάποτε σ’ ένα πάγκο στην Γκοστίνι Ντβορ για ν’ αγοράσει

κορδέλα στην οποία κρεμούν τα μετάλλια, αν και δεν είναι σίγουρο για ποιο λόγο την αγόρασε, εφόσον ο ίδιος δεν είχε κανενός είδους παράσημο.

  Και ένα τέτοιο πράγμα συνέβη στη βόρεια πρωτεύουσα της αχανούς μας χώρας! Και μόνο τώρα, όταν αναλογιζόμαστε ολόκληρη την ιστορία, βλέπουμε ότι περιέχει πολλά που είναι εξαιρετικά απίθανα. Αφήνοντας κατά μέρος την παράξενη, αφύσικη αποκόλληση της μύτης

και την εμφάνισή της σε διάφορα μέρη μεταμφιεσμένη σε κρατικό σύμβουλο, πώς ο Κοβάλεφ δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι δεν είναι δυνατό να βάζει κανείς αγγελίες στην εφημερίδα για χαμένες μύτες; Μ’ αυτό δεν εννοώ ότι θεωρώ τις αγγελίες στις εφημερίδες άχρηστη σπaτάλη, αυτό είναι ανοησία και δεν είμαι με κανένα τρόπο σφιχτοχέρης. Αλλά είναι αναξιοπρεπές, ανάρμοστο, άπρεπο! Και ύστερα: πώς η μύτη βρέθηκε σ’ ένα φρεσκοψημένο καρβέλι και τι έκανε καταρχήν ο Ιβάν Γιακόβλεβιτς; Όχι, δεν το καταλαβαίνω αυτό, ούτε μια στάλα! Αλλά ακόμα πιο παράξενο -και το δυσκολότερο να καταλάβει κανείς, είναι γιατί οι συγγραφείς διαλέγουν τέτοια επεισόδια για θέμα τους. Είμαι υποχρεωμένος να παραδεχτώ ότι το βρίσκω εντελώς ακατανόητο, ακριβώς... όχι, απλώς δεν καταλαβαίνω. Κατά πρώτο λόγο, αυτό δεν ωφελεί απολύτως καθόλου το έθνος, κατά δεύτερο λόγο... όχι, και κατά δεύτερο λόγο δεν υπάρχει κανένα όφελος. Απλώς δεν ξέρω τι σημαίνει...

  Παρόλ’ αυτά, όμως, αν πάρουμε υπόψη μας όλα τα πράγματα, μπορούμε να παραδεχτούμε το ένα ή το άλλο πράγμα και το παράδοξο εδώ ή εκεί και ίσως ακόμα... εννοώ ότι παράξενα πράγματα συμβαίνουν όλη την ώρα, έτσι δεν είναι; Και πρέπει να παραδεχτείτε, όταν το αναλογιστείτε, υπάρχει κάτι σ’ όλα αυτά, έτσι δεν είναι; Ό,τι κι αν πείτε, τέτοια πράγματα συμβαίνουν, σπανίως ίσως, αλλά συμβαίνουν.

  Και τώρα κάποια ακόμη σχόλια.

  «Έχω κιόλας τρεις μπαρμπέρηδες που με ξυρίζουν και όλοι τους το θεωρούν μεγάλη τιμή».

  Ένας κομψός τρόπος λαδώματος.

  «Φανταστείτε τη φρίκη και την κατάπληξη του Κοβάλεφ, όταν αναγνώρισε ότι αυτό το άτομο ήταν η ίδια του η μύτη».

  Και η δική μας κατάπληξη λίγο πάει πίσω.

  «Έχω πολλές γνωριμίες: τη σύζυγο….».

  Οι γνωριμίες, ή για να εκτιμήσεις ή για να ψαρώσεις.

  Αυτά με τον Γκόγκολ. Είπαμε, θα υπάρξει συνέχεια.

 

No comments:

Post a Comment