Friday, December 15, 2023

Το ιστορικό μυθιστόρημα «Μανιές γιαγιές» της Πίτσας Σωτηράκου, ένας ορμητικός χείμαρρος. Γράφει ο Γιώργος Βοϊκλής*

 

Ένας ορμητικός χείμαρρος 

Το ιστορικό μυθιστόρημα «Μανιές γιαγιές»

 της Πίτσας Σωτηράκου   


                                                        

                                                             Γράφει ο Γιώργος Βοϊκλής*

 

Ανάμεσα στα εκατοντάδες βιβλία που κατακλύζουν καθημερινά τις προθήκες των βιβλιοπωλείων και τις λογοτεχνικές σελίδες έντυπων και ηλεκτρονικών εφημερίδων και περιοδικών, ξεχωρίζουν κάποια που φωτίζουν σαν πυγολαμπίδες το σκοτεινό τοπίο του καιρού μας. Ένα από αυτά είναι το νέο ιστορικό μυθιστόρημα της Πίτσας Σωτηράκου με τίτλο «Μανιές γιαγιές» (εκδόσεις PrintPack),

 Θέμα του η κρίση και τα μνημόνια της προηγούμενης δεκαετίας. Όσο για την ιστορική του διάσταση, προκύπτει από τις εκτενείς αναφορές σε ένα εν πολλοίς άγνωστο έγκλημα εις βάρος της χώρας μας: Την μεταφορά από τους Γερμανούς, το 1916, του Δ΄ Σώματος Στρατού σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στην πόλη Γκαίρλιτς της Γερμανίας όπου, οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες που υπηρετούσαν σ’ αυτό, κρατήθηκαν επί τρία χρόνια.

Του «Μανιές γιαγιές» έχουν προηγηθεί κι άλλα μυθιστορήματά της με κοινωνικό περιεχόμενο όπως:

-Το «Καιάδας Α.Ε.», με θέμα τις απαγωγές από το μαιευτήριο και τις παράνομες υιοθεσίες νεογνών.

-Το «Ο Αντώνης δεν θα σχολάσει απόψε», με θέμα τα εργατικά ατυχήματα και

- «Το φουστάνι της Κλεοπάτρας» με θέμα τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των πλανόδιων τσιγγάνων.

Και τα τρία έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» και καταγράφουν, προφανώς, εμπειρίες και βιώματα από την υπηρεσία της συγγραφέως ως Παιδιάτρου σε δημόσιες δομές υγείας.

Στο νέο της μυθιστόρημα το κείμενό της ρέει σαν ορμητικός χείμαρρος, σχεδόν χωρίς σημεία στίξης και χωρίς παραγράφους στο μεγαλύτερο μέρος του, καταγράφοντας όχι μόνο την ομιλία και τους διαλόγους της αφηγήτριας, αλλά και τη σκέψη της, με τις ταχύτατες εναλλαγές και τους συνειρμούς της.

Αυτά τα πέρα από τους γραμματικούς κανόνες αποσπάσματα του κειμένου της δεν έχουν καμιά σχέση με το σκοτεινό – μεταφυσικό περιεχόμενο αντίστοιχων κειμένων άλλων συγγραφέων. Από αυτά αναδύεται ένας ζωντανός ρεαλισμός που αναδεικνύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη σύνθετη και ρευστή διάσταση της κοινωνικής πραγματικότητας και της ζωής μας.

Συνδετικός ιστός ανάμεσα στο ιστορικό υπόβαθρο του μυθιστορήματος και τα γεγονότα των δυο πρώτων δεκαετιών του 21ου αι. στα οποία αναφέρεται η συγγραφέας, είναι τα κοσμήματα – οικογενειακά κειμήλια που αναγκάζεται να εκποιήσει λόγω της κρίσης η λογοτεχνική  ηρωίδα της.

Η διαδικασία της εκποίησής τους από την ηλικιωμένη κυρία Χίλντα, που αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια και με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία, αλλά και ευαισθησία, τις οδυνηρές συνέπειες της οικονομικής κρίσης, δίνει την ευκαιρία στη συγγραφέα να καταγγείλει στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου της: «πηγάδια ανοιχτά έτοιμα να σε καταπιούν, πελώριες φράσεις: ΑΓΟΡΑ ΧΡΥΣΟΥ – η μόνη ανθούσα επιχείρηση στην Ελλάδα αυτήν την εποχή, η αγοραπωλησία χρυσού».

Πιο κάτω συμπληρώνει: «ο ορισμός της εξυπνάδας κατά τους ψυχολόγους είναι η ικανότης προσαρμογής στις επικρατούσες συνθήκες», λέει ο αγοραστής.  Και η Χίλντα του απαντάει, μέσα της: «Και οι μαυραγορίτες της Κατοχής οι έξυπνοι της εποχής τους ήταν».

Η περιδιάβαση της Χίλντας στους δρόμους της Αθήνας δίνει την ευκαιρία στη συγγραφέα να αναφερθεί στις συγκεντρώσεις της πλατείας Συντάγματος: «εμπρός, πίσω τους, παντού πηγαδάκια, ομαδούλες: γηγενείς, μετανάστες, παρεπίδημοι, ιερωμένοι, εκπαιδευτικοί, εργάτες, φοιτητές, συνταξιούχοι. Όλα τα επαγγέλματα, όλες οι ηλικίες, άπαντα πλην των εξουσιαστικών τα κοινωνικά στρώματα και ρεύματα, ενταγμένα σε κόμματα ή ανένταχτοι, τα επίπεδα άπαντα ακρίτως. Με τα λάβαρα, τις σημαίες τους, άλλες κόκκινες, άλλες ροζ, άλλες γαλανόλευκες, σε κάποιους ανάμεικτες, με τα αιτήματά του ο καθείς. Ένας ιερέας φωνάζει με τη ντουντούκα του: Σπάστε τα δεσμά της εξουσίας».

Ένας ακόμη περίπατος της Χίλντας στο κέντρο της Αθήνας δίνει την ευκαιρία στη συγγραφέα να καταγράψει τη συμπεριφορά της αστυνομίας απέναντι στους διαδηλωτές: «Καθώς βρίσκονταν κοντά στην είσοδο του Μετρό, σώματα κολλημένα σ’ άλλα σώματα, μάζες πάνω σε συμπιεσμένες μάζες, χωρίς να μπορούν ν’ αντιδράσουν, να ξεφύγουν απ’ τον συνωστισμό, κατρακύλησαν σπρωγμένοι μέσα στα υπόγειά του αγεληδόν και μάλιστα πισώκωλα. Όπου, σαν να μην έφτανε το σκοτάδι και ο λιγοστός αέρας των διαδρόμων, τους έριξαν τόνους δακρυγόνων, χειροβομβίδων κρότου-λάμψης. «Δημοκρατία θέλετε; Πάρτε την. Ψωμί, Παιδεία θέλετε; Φάτε τες. ΟΧΙ ΣΤΑ ΜΝΗΜΟΝΙΑ; Αρπάχτε την. Ποντίκια στη φάκα σας, σκάστε, σκάστε. Πνιγόμαστεεε! Τόσο το καλύτερο, πνιγείτε». Και πνίγηκαν πράγματι άνθρωποι».

Αυτά για να μην ξεχνάμε από ποιο σκοτεινό τούνελ περάσαμε πριν από μια δεκαετία.

Αρκετά ακόμη συμπτώματα από τις συνέπειες της κρίσης είναι διάσπαρτα στις σελίδες του βιβλίου. Ο κεντρικός άξονας που το διατρέχει, ωστόσο, είναι η διαδρομή της οικογένειας της αφηγήτριας, που ξεκινάει το 1916 με τον έρωτα και το γάμο του πατέρα της –νεαρού αξιωματικού τότε του Δ΄ Σ.Σ. που αιχμαλώτισαν οι Γερμανοί- και της Γερμανίδας μητέρας της, προεκτείνοντάς την όμως σε βάθος τεσσάρων γενιών, δηλαδή σχεδόν δυο αιώνων, με τις εκτενείς αναφορές στη Γερμανίδα μητέρα της, στη μητέρα της μητέρας της και στη γιαγιά της, καθώς και αντίστοιχα στη μητέρα και τη γιαγιά του πατέρα της. Δηλαδή στις γιαγιάδες και τις προγιαγιάδες της και από τους δυο κλάδους του γενεαλογικού της δέντρου. Απ’ αυτές τις αναφορές, προφανώς, πήρε τον τίτλο του το μυθιστόρημα.

Δεν μπορώ να γράψω περισσότερα για την ιστορική διάσταση του μυθιστορήματος. Είμαι βέβαιος πως όταν ξεκινήσετε να το διαβάζετε θα σας παρασύρει, όπως  εμένα, ο χειμαρρώδης λόγος του και δεν θα πάρετε ανάσα μέχρι να φτάσετε στην τελευταία σελίδα του.

 

*Ο Γιώργος Βοϊκλής είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας

No comments:

Post a Comment