Thursday, January 11, 2024

Νίκος Σαριδάκης, Αντίο Παππού

 

Νίκος Σαριδάκης, Αντίο Παππού, Ιεράπετρα 21ος αιών 2023, σελ. 453

 


  H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «21ος αιών», 4-1-2024 και στο Λέξημα

 

  Ο τίτλος έχει το εφέ της δισημίας: κυριολεξία και μεταφορά.

  Κυριολεξία: Ένα δραματικό τέλος, αλλά δεν θα κάνω σπόιλερ όπως λέμε στον κινηματογράφο.

  Μεταφορά: Αντίο στο παλιό, καλωσόρισμα στο καινούριο.

  Και το οξύμωρο: Αντίο στο παλιό λέει ένας παππούς, ο παππούς της Νάγιας, η οποία αφηγείται την ιστορία.

  Έχει ένα αφηγηματικό ενδιαφέρον το μυθιστόρημα, γιατί ο Σαριδάκης δεν διστάζει να δώσει στη Νάγια την οπτική γωνία του τριτοπρόσωπου, παντογνώστη αφηγητή, σε πολλά ολόκληρα κεφάλαια του μυθιστορήματος.

  Για άλλη μια φορά θα ταχθώ υπέρ του βιογραφισμού, της αντίληψης ότι η βιογραφία του συγγραφέα φωτίζει το έργο του.

  Ο Νίκος Σαριδάκης που σπούδασε φυσικός και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές, διορίστηκε το 1976 στο υπουργείο προεδρίας ως ειδικός επιστήμονας και ασχολήθηκε με την οργάνωση των διοικητικών υπηρεσιών και την απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών. Βλέπει λοιπόν από τα μέσα πράγματα που συμβαίνουν στα υπουργεία, που για τον απλό θνητό είναι απλά παρασκήνια. Θα αναφερθεί πολλές φορές στο ρουσφετολόι.

  Δύο είναι τα κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας: ο παππούς, η περσόνα, σε ποιο βαθμό δεν ξέρω, του συγγραφέα, και ο Φουρνάκης, που το όνειρό του να φτειάξει ένα πρότυπο ξενοδοχείο-οικισμό πάνω σε ένα λόφο δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί παρά αφού πέρασαν τριάντα ολόκληρα χρόνια.

  Στον παππού έφερναν προσκόμματα οι συνδικαλιστές και οι εργαζόμενοι στο υπουργείο. Δεν ήθελαν να αντικατασταθεί η κάρτα προσέλευσης με ηλεκτρονική αναγνώριση προσώπου. Την κάρτα, γνωστό το κόλπο, μπορούσε να την κτυπήσει ένας συνάδελφος, ενώ με την αναγνώριση προσώπου δεν υπήρχαν πια περιθώρια για καθυστερήσεις και κοπάνες.

  Στον Φουρνάκη έφερναν εμπόδια η αρχαιολογική υπηρεσία και η δασική υπηρεσία. Χρειάστηκαν τριάντα χρόνια για να ξεπεραστούν.

  Έχω την ίδια αντίληψη με τον Φουρνάκη, οι υπηρεσίες αυτές θεωρούν το χώρο αρμοδιοτήτων τους φέουδό τους. Ο υπεύθυνος της ανασκαφής ενός μινωικού τάφου στο Κεντρί απείλησε να μου φέρει την αστυνομία γιατί φωτογράφιζα τη διαδικασία. Δεν θέλω πια να ακούσω για αρχαιολογική υπηρεσία, και αρνήθηκα να κάνω βιβλιοκριτική σε ένα βιβλίο για αυτήν. Όσο για τη δασική υπηρεσία, απεφάνθη ότι το σπίτι μου, όπως και όλο το Γαλάτσι, είναι δάσος, και έπρεπε να τρέχουμε στα δικαστήρια για να υποστηρίξουμε ότι δεν είναι. Πιο παρανοϊκό πράγμα δεν ακούστηκε. Και για την Κρήτη, ο πρώτος δασικός χάρτης που έβγαλε η δασική υπηρεσία έδειχνε σχεδόν όλο τον νομό Λασιθίου δάσος. Το πατρικό μου σπίτι, στις παρυφές του Κάτω χωριού, σύμφωνα με αυτό το χάρτη ήταν κτισμένο σε δάσος. Ευτυχώς έβαλε νερό στο κρασί της. Πάντως δεν θέλω να ακούσω πια για δασικές υπηρεσίες.

  Το ίδιο και για τις εταιρείες προστασίας ζώων. Ταλαιπώρησαν άγρια μια φίλη μου για κάτι ασήμαντο.

  Παππούς ηλικιακά κι εγώ (δεν φαντάζεστε πόσο σοκαρίστηκα όταν ένα πιτσιρικάκι με έδειχνε σε ένα άλλο στο κολυμβητήριο λέγοντας «Να ένας παππούς»), όμως είμαι θιασώτης του νέου. Θεωρώ ότι η παράδοση σε μεγάλο βαθμό αποτελεί βαρίδι για την εξέλιξη.

  Το γράφω στις κριτικές μου για κινηματογραφικές ταινίες: μου αρέσουν τα romance. Και εδώ θα διαβάσουμε για ερωτικές ιστορίες. Όμως, για να μην ξεφεύγει από τον ρεαλισμό ο Σαριδάκης, μια ερωτική ιστορία την παρουσιάζει να έχει άδοξο τέλος.

  Δεν είναι μόνο το γλαφυρό ύφος του Σαριδάκη που συναρπάζει, είναι και τα τόσα ενδιαφέροντα που μας λέει. Σίγουρα το βιβλίο αυτό είναι ένας καλός οδηγός για κάθε επιχειρηματία που φιλοδοξεί να επενδύσει σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις.

  Θα συνεχίσουμε με αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.

  «Όταν πρωτοταξίδεψε στο εξωτερικό για να συνεχίσει τις σπουδές σε άλλο πανεπιστήμιο, άκουσαν οι αρμόδιοι στο αεροδρόμιο το τικ-τακ [τικ-τακ, όχι tiktoc] του ρολογιού στην τσάντα, νόμισαν ότι είναι βόμβα, σήμαναν συναγερμό, ήλθαν οι αστυνομικοί κι άρχισαν τις έρευνες» (σελ. 17).

  Όταν άνοιξα τη βαλίτσα μου φτάνοντας στο ξενοδοχείο μετά από μια ολιγόωρη πτήση, νομίζω στην Πράγα, για ένα συνέδριο, βρήκα τη βαλίτσα μου άνω κάτω και έλλειπε το ξυπνητήρι μου. Είχα την απρονοησία να μη βγάλω την μπαταρία, άκουσαν το τικ τακ, και άνοιξαν τη βαλίτσα.

  «Ο χρόνος είναι χρήμα» (σελ. 16).

  Μου αρέσουν οι παραφράσεις, την αντέστρεψα: Το χρήμα είναι χρόνος. Αν είχα χρήματα θα είχα περισσότερο χρόνο για να διαβάζω, να γράφω και να βλέπω ταινίες.

  «Πενήντα πέντε ρολόγια έβαλε σε τοίχους, σε τραπέζια, σε κομοδίνα, παντού» (σελ. 18).

  Εγώ μόνο πέντε, από τα οποία τα τέσσερα στην κρεβατοκάμαρα. Τα δυο, ηλεκτρονικά, για να βλέπω την ώρα μέσα στο σκοτάδι με όποιο πλευρό κι αν είμαι ξαπλωμένος, και τα άλλα δυο για να μετράω τους σφυγμούς μου.   

  «Παρατηρούσε το μικρό νησάκι, την Κόνιδα όπως το λένε [το πιο μεγάλο, ανατολικά, το λένε Ψείρα] για να δει αν έχει πολλά αφρισμένα προβατάκια να πέφτουν πάνω στα βράχια» (σελ. 391).

  Βρίσκεται δυο χιλιόμετρα από τον Παχύ Άμμο, πήγα κολυμπώντας στα νιάτα μου. Δυο ώρες αλέ ρετούρ, με δεκαπέντε λεπτά διάλειμμα πάνω στο νησάκι, να χαζέψω τη χλωρίδα και την πανίδα.

  «Ο πρόεδρος θεώρησε ότι η εξαίρεση ορισμένων περιοχών οδηγεί σε μείωση αρμοδιοτήτων των αρχαιολόγων, πράγμα που θα τους βλάψει μακροπρόθεσμα» (σελ. 418).

  Καλά το είπα, θεωρούν τα αρχαία τσιφλίκι τους, όπως και οι δασολόγοι τα δάση. Όσο πιο πολλά, τόσο καλύτερα.

  «…ούρλιαζε το χωροφυλακάκι» (σελ. 433).

  Είχαμε κι εμείς ένα χωροφυλακάκι, τότε που ήμουν μαθητής. Πρόσφατος ο εμφύλιος, χωροφυλακοκρατούνταν τα χωριά.

  «Πέρασαν οι ακτίνες του ήλιου από τον φακό, ενώθηκαν όλες μαζί…» (σελ. 439), και να η πυρκαγιά.

  Από χαλασμένους «φακούς» βγάζαμε τους φακούς. Εστιάζαμε τις ακτίνες του ήλιου στο πάνω μέρος της παλάμης μας, μέχρι να νοιώσουμε ότι καιγόμαστε, ή ανάβαμε καβαλίνες.

  «Ήθελα πολύ να ρωτήσω πώς γίνεται ν’ αγαπά τη γιαγιά και τη Μαρία συγχρόνως…» (σελ. 451).

  Και όμως γίνεται.

  Εντόπισα 29 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, θα παραθέσω όμως μόνο τρεις για τους συνειρμούς.

    «Τι σχεδιάζεις μέσα σου; Τι έχεις στο μυαλό σου;» (σελ. 73). Ο ιαμβικός αυτός δεκαπεντασύλλαβος δημιουργεί τον συνειρμό με το «Πώς μας θωρείς ακίνητος; Πού τρέχει ο λογισμός σου;», από το γνωστό ποίημα του Βαλαωρίτη για τα αποκαλυπτήρια του αδριάντα του Γρηγορίου του Ε΄.

  Ο «Με το πλατύ χαμόγελο και το μεγάλο θράσος» (σελ. 106) με παρέπεμψε συνειρμικά στο «Με του φτερού το σάλαγο και με κανέναν ήχο», από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού.

  «Τα μάτια σου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν» (σελ. 397) είναι παράφραση από τον γνωστό, επίσης από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», στίχο: Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν.

  Ευχάριστο σαν ανάγνωση και χρήσιμο σαν γνώση το βιβλίο του Νίκου Σαριδάκη, αξίζει να διαβαστεί πλατιά.

 

  Μπάμπης Δερμιτζάκης

 

No comments:

Post a Comment