Thursday, October 23, 2025

Wojciech Has, To χειρόγραφο της Σαραγόσα (Rękopis znaleziony w Saragossie, 1965)

 Wojciech Has, To χειρόγραφο της Σαραγόσα (Rękopis znaleziony w Saragossie, 1965)

 


  Από σήμερα στο Στούντιο και στο Ατενέ

  Πολύ επιτυχημένα μεταφέρει ο Has την ισπανική ατμόσφαιρα στην ταινία του, γυρισμένη στην Πολωνία, και που αποτελεί μεταφορά μυθιστορήματος του οποίου η πλοκή διαδραματίζεται το 1815, κατά τους ναπολεόντειους πολέμους (Θυμηθείτε τον πίνακα του Γκόγια).

  Δυο αξιωματικοί, από αντίπαλα στρατόπεδα, πέφτουν πάνω σε ένα χειρόγραφο. Ο ένας μεταφράζει στον άλλο. Ο άλλος ανακαλύπτει ότι ο συγγραφέας του βιβλίου δεν ήταν άλλος από τον παππού του.

  Και ξεκινούν το διάβασμα.

  Και μετά, και μετά;

  Ένας καταιγισμός από επεισόδια, σε κάποια από τα οποία προεξάρχει το στοιχείο του τρόμου (νεκροκεφαλές, φίδια, κρεμασμένοι) και σε κάποια το ερωτικό.

  Ένας άντρας, δυο γυναίκες… όχι πάντα οι ίδιες.

  Αλλά καλύτερα να παραθέσω ένα απόσπασμα από τον σύνδεσμο της βικιπαίδειας.

  Part 2 is primarily filled with the nested tales told by the leader of a band of gypsies who visit the castle. "Frame story" or "tale-within-a-tale-within-a-tale" only begins to describe the complexity, because some of the inner tales intertwine, so that later tales shed new light on earlier experiences recounted by other characters. Multiple viewings of the film are recommended in order to comprehend the plot, as well as identify the appearance of certain characters before they are "introduced" by the gypsy raconteur to tell their own tales.

  Δεν είμαστε καλά. Για να καταλάβουμε λέει την πλοκή πρέπει να δούμε και να ξαναδούμε την ταινία. Και καλά εγώ, που την έχω καθώς η εταιρεία διανομής, η New Star Cinemas, μου έστειλε τον σύνδεσμο για να την κατεβάσω, αλλά οι θεατές; Θα πάνε και θα ξαναπάνε στην αίθουσα, θα πληρώσουνε ξανά και ξανά εισιτήριο;

  Ναι, η πλοκή είναι αξεδιάλυτη, και γι’ αυτό πρέπει να απολαύσετε τα επεισόδια ξεχνώντας την όποια συνάφεια μπορεί να έχουν μεταξύ τους.

  Θεωρείται από τις καλύτερες ταινίες, 7,7 η βαθμολογία της, αρκετά πρωτότυπη, αξίζει να τη δείτε.  

 

Wednesday, October 22, 2025

Andres Veiel, Στην καρδιά του Γ΄ Ράιχ (Riefenstahl, 2024)

 Andres Veiel, Στην καρδιά του Γ΄ Ράιχ (Riefenstahl, 2024)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους

  H Leni Riefenstahl ήταν μια εξαιρετική κινηματογραφίστρια, που το όνομά της συνδέθηκε με τους ναζί, γιατί δέχτηκε παραγγελίες να κινηματογραφήσει εκδηλώσεις τους, μαζικές συγκεντρώσεις κ.ά. Αυτό το πλήρωσε μεταπολεμικά, παρόλο που δεν καταδικάστηκε. Την κατηγόρησαν επανειλημμένα, και αυτή έκανε μηνύσεις σ’ αυτούς που την συκοφαντούσαν.

  Τις κέρδισε όλες.

  Δεν υπήρξε μέλος του κόμματος, όμως την κολάκευε το ότι την θεωρούσαν εξαιρετική κινηματογραφίστρια και της προσέφεραν δουλειά.

  Μπορούσε άραγε να αρνηθεί, ακόμη και αν ήθελε;

  Οι ναζί θα την έγραφαν στα μαύρα κατάστιχα.

  Στα ντοκιμαντέρ, συνήθως το ύφος υποχωρεί μπροστά στο θέμα. Μπορώ να πω ότι το ντοκιμαντέρ μου άρεσε, και έμαθα αρκετά πράγματα για την Riefenstahl την οποία ήξερα σαν όνομα.

  Στα βιογραφικά της να αναφέρουμε ότι ξεκίνησε σαν ηθοποιός, αργότερα γύρισε δικές της ταινίες, ο Γκαίμπελς της την έπεφτε αλλά δεν τον έκανε κέφι, νομίζω το 1960 πήγε σε μια αποστολή στο Σουδάν και έζησε για μήνες μέσα σε μια φυλή. Εκτός από κινηματογραφικές λήψεις έγραψε και ένα βιβλίο γι’ αυτή. Παντρεύτηκε, δεν θυμάμαι πώς χώρισε, και αργότερα τα έφτιαξε με έναν βοηθό της, σαράντα χρόνια νεότερο. Γεννήθηκε το 1902, ένα χρόνο πριν τον πατέρα μου, και πέθανε το 2003 (ο πατέρας μου το 1997), 101 χρονών.

  Γιατί πέθανε 101 χρονών και δεν έζησε περισσότερο;

  Γιατί κάποιος, αφηρημένος, όταν ήταν 99 χρονών της ευχήθηκε να τα εκατοστήσει, και φαίνεται η ευχή του έπιασε.

Αντονίν Ντβόρζακ-Συμφωνία του Νέου Κόσμου, largo

Αντονίν Ντβόρζακ-Συμφωνία του Νέου Κόσμου, largo

 Διαβάζω σε μια βιογραφία του Τολστόι τα αισθήματα που ένιωθε ακούγοντας τη μητέρα του να παίζει την «Παθητική». Μα έχω γράψει κι εγώ κάτι ανάλογο, λέω.

Το αντιγράφω από τη αυτοβιογραφία μου, την οποία έγραψα φοιτητής.

«Η πιο συγκινησιακή εμπειρία που μου πρόσφερε αυτή η συμφωνία και ιδιαίτερα το largo ήταν στις 18-3-1969, πρώτο έτος στο Πανεπιστήμιο [Την μουσική την «πέτυχα» με το τρανζίστορ μου, ένα ογκώδες σαν αυτά που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή]. Η υποβλητικότητα της μουσικής μέσα στο μισοσκόταδο του δωματίου ήταν τέτοια, που κάθε μουσική φράση μετασχηματιζόταν μέσα στη φαντασία μου σε ένα σουρεαλιστικό εικονικό ισοδύναμο που το ζούσα τόσο έντονα, λες και τελούσα υπό την επήρεια LSD. Την επομένη προσπάθησα με αρκετά αδέξιες φράσεις να σώσω ό,τι μπορούσα από αυτή την ανεπανάληπτη εμπειρία. Να τι έγραψα για το largo στο πανεπιστημιακό μου ημερολόγιο.

“Βρίσκομαι μέσα σ’ ένα απέραντο δάσος. Το δάσος βρίσκεται σε μια δική του, αυτοτελή ουράνια σφαίρα και την περιβάλλει. Μια σφαίρα πολύ μικρή, ώστε να βλέπω την κυρτότητά της και να μου εμπνέει το αίσθημα του χάους που βασιλεύει γύρο μου. Θα μπορούσα να πω ακόμη ότι αυτό το χάος γεμίζει την ψυχή μου με ουράνια μοναξιά. Τα δένδρα με τα φύλλα υποδηλώνονται σαν νοητές σκιές. Ο ουράνιος θόλος από πάνω και γύρω μου έχει ένα βαθύ μωβ χρώμα, που ποικίλει σε χρωματική ένταση, γινόμενο ανοιχτότερο όσο πλησιάζει προς το κάτω ημισφαίριο της σφαίρας μου, πράγμα που υποδηλώνει ότι μακριά, κάτω απ’ αυτή, υπάρχει μια φωτεινή πηγή. Ξάφνου το φως αυτό λιγοστεύει να εξαφανισθεί τελικά ενώ πάνω από το κεφάλι μου ένα καταστρόγγυλο, ολοφώτεινο φεγγάρι ρίχνει το φως του ανάμεσα απ’ τα φύλλα. Τα φύλλα σε αυτό το φωτεινό φόντο αποκτούν μια ανεξάρτητη υπόσταση, κάτι που γεμίζει την ψυχή μου για λίγες στιγμές. Ενώ το largo σβήνει νιώθω να βυθίζομαι σε λήθαργο, κωπηλατώντας πάνω στα νερά της Λήθης”.

Το θυμήθηκα τώρα πριν αναρτήσω: Είχα αγοράσει την παρτιτούρα της Συμφωνίας, και είδα το μουσικό του θέμα. Φα, λαλα, φα, μιρε, μι φαλά φαμι/ Φα, λαλα, φα, μιρε, μι φαμι, ρερε.


Thursday, October 16, 2025

Marcel Carné, Τα παιδιά του παραδείσου (Les Enfants du Paradis, 1945)

 Marcel Carné, Τα παιδιά του παραδείσου (Les Enfants du Paradis, 1945)

 


  Από σήμερα στο Ατενέ και στο Στούντιο

  Μια γυναίκα, δύο άντρες…

  Λάθος.

  Μια γυναίκα, τέσσερις άντρες.

  Ένας κακοποιός, ένας κόμης, ένας μίμος και ένας ηθοποιός.

  Όλοι είναι ερωτευμένοι μαζί της.

  Αυτή όμως είναι ερωτευμένη με τον μίμο που δεν θα πέσει στην αγκαλιά της, από δειλία του, ή ίσως από υπερβολικό έρωτα. Μάλλον θα ήθελε τα πράγματα να κυλήσουν πιο αργά.

  Αμέσως σεξ, πώς μπορείς να είσαι σίγουρος για τον έρωτα;

  Πριν προχωρήσω, να παραθέσω ένα απόσπασμα από το λήμμα της βικιπαίδειας.

  "I would give up all my films to have directed Les Enfants du Paradis", said nouvelle vague director François Truffaut. In Truman Capote's The Duke in His Domain (1957), actor Marlon Brando called it "maybe the best movie ever made"

  Προς τι η παράθεση;

  Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα μου άρεσε τόσο πολύ η ταινία. 8,3 η βαθμολογία της, εγώ δεν μπορούσα να βάλω κάτω από 10.

  Η πλοκή διαδραματίζεται το 1830. Οι περισσότερες σκηνές διαδραματίζονται μέσα σε ένα θέατρο, το θέατρο των σχοινοβατών. Αλλά και το όλο στήσιμο είναι θεατρικό, έχεις την εντύπωση ότι βλέπεις θέατρο και όχι κινηματογράφο. Σε αυτό σε παρασύρει και η εξαιρετική ερμηνεία των ηθοποιών. Η Αρλέτ εξαιρετική, και τόσο γλυκιά και γοητευτική με το μόνιμο χαμόγελο στα χείλη. Όμως εγώ σαν frame διάλεξα την Maria Casares, την ερωμένη του Αλμπέρ Καμύ. Διάβασα τόσα γι’ αυτήν στη βιογραφία του από τον Ολιβιέ Τοντ. (Άλλο ένα αρχείο που έχασα. Είχα αναρτήσει πριν 15 χρόνια στο Λέξημα που έκλεισε, χωρίς να αναρτήσω και στο blog μου. Ξεκίνησα να το κάνω αλλά κάποια στιγμή κουράστηκα, και είπα θα το συνεχίσω κάποια άλλη στιγμή. Ψάχνω τώρα το αρχείο μου και δεν βρίσκω την κριτική για να την αναρτήσω και να παραθέσω τον σύνδεσμο).

  Αντιγράφω δυο ατάκες:

  «Μια κλωτσιά στα οπίσθια, αν δοθεί σωστά, σίγουρα θα βγάλει γέλιο» και «Υπάρχει μια ολόκληρη σειρά, επιστήμη, ένα στυλ κλωτσιάς στα οπίσθια».

  Εγώ ήξερα μόνο δυο.

  «Αυτή ήτανε πλάκα, πού να φας και μπίκο» (με τη μύτη του παπουτσιού, πονάει περισσότερο, σε αντίθεση με την πλάκα, με το πλάι).

  Τάδε έφη ο καθηγητής μου ο… συγχωρεμένος να ’ναι, ας μη γράψω το όνομά του, σε συμμαθητή μου, αφού του έδωσε τη κλωτσιά και ο μαθητής έκανε ωχ!.

  Είναι μια ταινία που δεν πρέπει να τη χάσετε.  

Andres Veiel, Στην καρδιά του Γ΄ Ράιχ (Riefenstahl, 2024)

 Andres Veiel, Στην καρδιά του Γ΄ Ράιχ (Riefenstahl, 2024)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους

  H Leni Riefenstahl ήταν μια εξαιρετική κινηματογραφίστρια, που το όνομά της συνδέθηκε με τους ναζί, γιατί δέχτηκε παραγγελίες να κινηματογραφήσει εκδηλώσεις τους, μαζικές συγκεντρώσεις κ.ά. Αυτό το πλήρωσε μεταπολεμικά, παρόλο που δεν καταδικάστηκε. Την κατηγόρησαν επανειλημμένα, και αυτή έκανε μηνύσεις σ’ αυτούς που την συκοφαντούσαν.

  Τις κέρδισε όλες.

  Δεν υπήρξε μέλος του κόμματος, όμως την κολάκευε το ότι την θεωρούσαν εξαιρετική κινηματογραφίστρια και της προσέφεραν δουλειά.

  Μπορούσε άραγε να αρνηθεί, ακόμη και αν ήθελε;

  Οι ναζί θα την έγραφαν στα μαύρα κατάστιχα.

  Στα ντοκιμαντέρ, συνήθως το ύφος υποχωρεί μπροστά στο θέμα. Μπορώ να πω ότι το ντοκιμαντέρ μου άρεσε, και έμαθα αρκετά πράγματα για την Riefenstahl την οποία ήξερα σαν όνομα.

  Στα βιογραφικά της να αναφέρουμε ότι ξεκίνησε σαν ηθοποιός, αργότερα γύρισε δικές της ταινίες, ο Γκαίμπελς της την έπεφτε αλλά δεν τον έκανε κέφι, νομίζω το 1960 πήγε σε μια αποστολή στο Σουδάν και έζησε για μήνες μέσα σε μια φυλή. Εκτός από κινηματογραφικές λήψεις έγραψε και ένα βιβλίο γι’ αυτή. Παντρεύτηκε, δεν θυμάμαι πώς χώρισε, και αργότερα τα έφτιαξε με έναν βοηθό της, σαράντα χρόνια νεότερο. Γεννήθηκε το 1902, ένα χρόνο πριν τον πατέρα μου, και πέθανε το 2003 (ο πατέρας μου το 1997), 101 χρονών.

  Γιατί πέθανε 101 χρονών και δεν έζησε περισσότερο;

  Γιατί κάποιος, αφηρημένος, όταν ήταν 99 χρονών της ευχήθηκε να τα εκατοστήσει, και φαίνεται η ευχή του έπιασε.

Καζαντζάκης

 

Καζαντζάκης

 Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ιεράπετρα 21ος αιών", 9-10-2025

Άφησα στη μέση την «Άννα Καρένινα» για να διαβάσω την αυτοβιογραφία μου και τα ημερολόγιά μου. Πριν πεθάνω ήθελα να τα διαβάσω. Όχι ότι ψυχανεμίζομαι το θάνατό μου, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.

Στην αυτοβιογραφία μου διαβάζω ότι την ξαναδιάβασα το 1990, τότε που ξεκίνησα να γράφω «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά» (ΑΛΔΕ, 1995), πράγμα που το είχα ξεχάσει. Από αυτή έγραψα σε πιο αυθεντική εκδοχή, καθότι πρόσφατη, δυο πράγματα που είχα γράψει στο τελευταίο μου βιβλίο, ανέκδοτο, και μετέφερα δυο αποσπάσματα που άρεσαν. Το ένα ήταν πάλι για τον Καζαντζάκη, το άλλο ένα ερωτικό ποίημα.

Τέλειωσα την αυτοβιογραφία μου, τώρα διαβάζω τα ημερολόγιά μου, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων γράφηκε τα χρόνια που ήμουν φοιτητής. Βρίσκω πάλι κάτι για τον Καζαντζάκη.

Τρία «ανέκδοτα» θα παραθέσω. Τα δυο πρώτα τα είχα ξεχάσει, ενώ από το τρίτο δεν θυμόμουνα το τέλος. Τα άκουσα σε μια ομιλία που έκανε ο Κίμων Φράιερ (τον συνάντησα σπίτι του αργότερα) στην Παγκρήτια Ένωση. Ημερομηνία καταγραφής είναι η 9-4-1970.

Το πρώτο.

«Καζαντζάκης: Κοίτα, δεν με νοιάζει αν σκοτωθείς με τη βέσπα που πήρες ή μ’ όποιο άλλο τρόπο θέλεις, μα κοίταξε να τελειώσεις πρώτα τη μετάφραση της “Οδύσσειας”.

Το δεύτερο.

 Ο Φράιερ πηγαίνει στην Κρήτη για περιοδεία. Στο δρόμο φουρτούνα, και κατεβαίνει στ’ αμπάρι να κοιτάξει για τη βέσπα του.

  -Σε παρακαλώ, δέσε τη βέσπα μου μη στραπατσαριστεί με τη φουρτούνα.

  Ο ναύτης δεν δίνει σημασία.

  -Ξέρεις, του λέει, είμαι καθηγητής Πανεπιστημίου.

  -Ε, κι ε μπα να ’σαι, του απαντά ο ναύτης.

  -Ξέρεις, έρχομαι εκ μέρους της αμερικανικής και της ελληνικής κυβέρνησης.

  -Καρφί δεν μου καίγεται, λέει ο ναύτης πάλι.

  -Ξέρεις, έρχομαι για να μιλήσω για την πατριώτη σου τον Καζαντζάκη.

  -Υπέρ ή κατά; Τον ρωτάει αυτός ξαναμμένος.

  -Υπέρ.

  -Παιδιά, προσέξτε τη βέσπα του κυρίου μην πάθει το παραμικρό.

  Ο Καζαντζάκης όταν το άκουσε χάρηκε σαν παιδί.

  [Εδώ θα κάνω μια παρέκβαση. Γράφω πιο πάνω ότι το ακροατήριό του δεν ήταν κυρίως διανοούμενοι και άνθρωποι των γραμμάτων, αλλά απλοί κρητικοί που αγαπούσαν τον Καζαντζάκη και ήθελαν να ακούσουν γι’ αυτόν].

  Το τρίτο.

  Επίσης, κάτι που μ’ έκανε να νιώσω ιδιαίτερη ευχαρίστηση μια και αναφέρεται στον τόπο καταγωγής μου.

  Ο Φράιερ πηγαίνει στην Γεράπετρο, όπου πέθανε η μαντάμ Ορντάνς. Στην Επισκοπή σταμάτησε. Δυο χωριανοί στο καφενείο που τον πλησίασαν τον ρώτησαν τα συνηθισμένα, από πού είναι, τι κάνει, αν είναι παντρεμένος κ.λπ. Αυτός άρχισε να τους μιλάει για τον Καζαντζάκη. Σε λίγο ο ένας από τους δυο έφυγε και σε λίγο γύρισε φέρνοντας μαζί του πεντέξι. Μετά από λίγο δυο τρεις απ’ αυτούς έφεραν καμιά δεκαριά, και ούτω καθ’ εξής, μέχρις ότου τελικά έγιναν καμιά εκατοστή.

Όταν πήγε στην Ιεράπετρα βρήκε έτοιμο τον κόσμο να τον περιμένει.

-Είσαι ο Κίμων Φράιερ και θέλουμε να μας μιλήσεις για τον Καζαντζάκη.

-Καλά, πού το ξέρετε;

-Μας τηλεφώνησαν από την Επισκοπή.

Θαυμάσια, αλησμόνητη βραδιά [Μ’ αυτά τα λόγια κλείνω την καταγραφή].

Όμως, μια και ο λόγος για τον Καζαντζάκη, να παραθέσω αυτό που διάβασα στην αυτοβιογραφία μου.

[Ο πατέρας μου διάβασε το «Φτωχούλη του Θεού» και απομνημόνευσε αποσπάσματα. Αντιγράφω]:

«Έτσι προς μεγάλη μου έκπληξη τον άκουσα προ ημερών, όταν βγάζαμε τα μπάζα απ’ το πηγάδι μας, να απαγγέλνει στους εργάτες, ενώ τρώγαμε το κολατσό μας -σαλάτα, τυρί, ελιές, ψωμί- ένα απόσπασμα απ’ τον “Φτωχούλη του Θεού”, που μια και δεν έχω το κείμενο θα το παραφράσω, ενώ αυτός το είπε αυτολεξεί.

-Τυρί, ελιές, ψωμί, τι νομίζετε ότι είναι ο παράδεισος; Γιατί εγώ αυτά που λένε οι σοφοί θεολόγοι για φτερούγες και αγγέλους δεν τα καταλαβαίνω. Και ένα ψίχουλο να πέσει κάτω σκύβω και το προσκυνώ, γιατί είναι ένα κομμάτι του παραδείσου». 

 

Μπάμπης Δερμιτζάκης