Να μην ξεχνιόμαστε με τις δημοσιεύσεις. Έχουμε λοιπόν:
Γιασμίνα Χαντρά, Οι σειρήνες της Βαγδάτης, στο blog του Λέξημα
Τίτλος: «Οι σειρήνες της Βαγδάτης»
Συγγραφέας: Γιασμίνα Χαντρά
Μετάφραση: Γιάννης Στρίγκος
Εκδόσεις: Καστανιώτης 2008
Σελίδες: 325
Με μεγάλο ενθουσιασμό διάβασα το «Τρομοκρατικό κτύπημα» της Γιασμίνα Χαντρά, και έγινα αμέσως φαν του συγγραφέα Μωχάμεντ Μουλεσεχούλ, πρώην στρατιωτικού που για ευνόητους λόγους έγραφε με αυτό το γυναικείο ψευδώνυμο και εξακολουθεί να γράφει, μια και με αυτό καθιερώθηκε. Διάβασα όλα τα βιβλία του, με εξαίρεση ένα που έχει εξαντληθεί, και έκανα μια συλλογική παρουσίαση στο Λέξημα.
Και ενώ όλα τα προηγούμενα βιβλία του με ενθουσίασαν, αυτό εδώ μου δημιούργησε μια κάποια αμηχανία. Αντιισλαμιστής από μια φεμινιστική οπτική, συμμεριζόμουν τον αντιισλαμισμό του. Στις «Σειρήνες της Βαγδάτης» όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο αντιισλαμισμός έχει εξαφανιστεί, και το μόνο που μένει είναι η καταδίκη των τυφλών τρομοκρατικών κτυπημάτων που έχουν σαν θύματα αθώους πολίτες.
Αντιμετώπισα ακόμη δυο προβλήματα, που παρουσιάζονται συχνά σε μια αφήγηση.
Το πρώτο: Ποιες από τις απόψεις των ηρώων συμμερίζεται ο συγγραφέας, ή διαφορετικά, ποιες απόψεις του βάζει στο στόμα των ηρώων του;
Ο Σαγιέντ είναι φερέφωνο του συγγραφέα; Το κατηγορητήριο κατά της Δύσης, στις σελίδες 188-191, είναι κατηγορητήριο του συγγραφέα ή μόνο του ήρωά του; Διότι εδώ βλέπουμε μια αντιστροφή του οριενταλισμού του Σαΐντ, τα στερεότυπα που έχουν οι μουσουλμάνοι για τη Δύση, και που δεν υπάρχει λόγος να τα παραθέσουμε εδώ.
Διαβάζουμε κάπου:
«-Εγώ ξέρω τι σημαίνει να δει κανείς τον πατέρα που λατρεύει σαν θεό με τα αχαμνά σε κοινή θέα, επειδή τον πέταξε κάτω ένας κάφρος [πεζοναύτης σε έρευνα στο σπίτι του ήρωα]….
Αλλά ένας πεζοναύτης δεν το ξέρει. Δεν μπορεί να αναλογιστεί το μέγεθος της ιεροσυλίας. Στο δικό του κόσμο, ξαποστέλνουν τους γονείς στα γηροκομεία και τους ξεχνούν εκεί σαν να μην έχουν την παραμικρή σημασία…» (σελ. 188).
Όχι μόνο ο πεζοναύτης, αλλά και ο δυτικός αναγνώστης. Πρόκειται για διαφορά κουλτούρας. Θεωρείται ταμπού να δει ο μουσουλμάνος τα γεννητικά όργανα του πατέρα του. Επειδή ο ήρωας τα είδε όταν ο πεζοναύτης έσπρωξε βάναυσα τον πατέρα του και έπεσε στο έδαφος, ένιωσε ιερή αγανάκτηση και πήγε στη Βαγδάτη για να πάρει την εκδίκησή του, μπαίνοντας στην αντίσταση. Και θυμάμαι εδώ μια από τις βρισιές του ήρωα στο μυθιστόρημα του Αμαντού Κουρουμά, «Ο Αλλάχ δεν είναι υποχρεωμένος» (Μεταίχμιο 2000) που παρουσιάσαμε στο blog μας: Φαφαρό, που σημαίνει «του πατέρα μου το πράμα». Κι εμείς χρησιμοποιούμε την ίδια βρισιά, αλλά μιλώντας για το δικό μας πράμα.
Κάνω τη σκέψη μήπως το οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι πιο ισχυρό στον αραβικό κόσμο από ότι στο δικό μας. Το παραπάνω ταμπού ίσως να μην είναι παρά μια άμυνα στην ασυνείδητη επιθυμία του αγοριού να σκοτώσει τον πατέρα του και να του αρπάξει τη μητέρα, έναν πατέρα-αφέντη και μια μητέρα με την οποία αναπτύσσει ισχυρούς λιμπιντικούς δεσμούς, όπως μας μαρτυρεί και η αυτοβιογραφία της Αλεξάνδρας Σιμεωνίδου «Εφιαλτικές νύχτες στην έρημο της Αραβίας» (Λιβάνης 2004)
Θα ανατρέψω εδώ το αραβικό στερεότυπο περί γηροκομείου αναφέροντας την προσωπική μου περίπτωση. Δεν έβαλα τον πατέρα μου στο γηροκομείο. Τα εννιά τελευταία χρόνια της ζωής του (πέθανε 94 χρονών, το 1997) τα πέρασε στο σπίτι μου, μια και γέρος καθώς ήταν δεν μπορούσε πια να μένει μόνος στο σπίτι μας στην Κρήτη. Δεν είχε λοιπόν άλλη επιλογή παρά τη «φυλακή» του διαμερίσματος στην Αθήνα. Τα τρία τέσσερα τελευταία χρόνια που είχε καταπέσει δεν μπορούσε να κάνει μόνος του μπάνιο. Του έκανα εγώ. Έτσι είδα πολλές φορές το πράγμα του. Και αναρωτιέμαι τι γίνεται στον μουσουλμανικό κόσμο, όταν ο γέρος καταπέσει και έχει πεθάνει η γυναίκα του: τον αφήνουν άπλυτο τα παιδιά του, ή φωνάζουν τον γείτονα; Γιατί δεν πιστεύω να έχουν όλοι την οικονομική δυνατότητα να πληρώνουν κάποιον γι αυτή τη δουλειά. Ή μήπως τον στέλνουν στο γηροκομείο;
Και περνάμε στο δεύτερο πρόβλημα.
Υπάρχει ένας ασυνείδητος μηχανισμός ταύτισης με τα πρόσωπα που εμφανίζονται συχνότερα στη σκηνή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως εγώ δυσκολεύτηκα να ταυτιστώ με τον ήρωα. Ο λόγος της στράτευσής του στην αντίσταση, αυτός που αναφέραμε πιο πριν, μπορεί να είναι απόλυτα δικαιολογημένος από τη δική του κουλτούρα, όχι όμως και από τη δική μου. Έτσι ο έλεος, η συμπόνια για τον ήρωα, που υπάρχει σε πολλές «αφηγήσεις» και όχι μόνο στην τραγωδία, δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Στο τέλος βέβαια υπάρχει η κάθαρση, που όμως και αυτή δεν λειτουργεί αποτελεσματικά, κι αυτό γιατί συντελείται στη βάση μιας συνειδησιακής μεταστροφής που δεν φαίνεται ιδιαίτερα πειστική: ο ήρωας, περιμένοντας στην αναμονή το αεροπλάνο που θα τον πάει στην Ευρώπη για να σκορπίσει τον θανατηφόρο ιό που κουβαλάει μέσα του, μετανιώνει την τελευταία στιγμή βλέποντας τους αθώους, αμέριμνους επιβάτες. Ακόμη λιγότερο πειστική μας φαίνεται η δεύτερη συνειδησιακή μεταστροφή, του δόκτορα Τζαλάλ, που από πολέμιος των ισλαμιστών γίνεται ένθερμος υποστηρικτής τους, όταν συνειδητοποιεί ότι η Δύση τον «χρησιμοποιεί». Αυτό το πρόβλημα της συνειδησιακής μεταστροφής είναι ιδιαίτερα δύσκολο στο χειρισμό του, και ελάχιστοι το αντιμετωπίζουν με επιτυχία. Η Γιασμίνα Χαντρά κατά τη γνώμη μου δεν είναι απ’ αυτούς.
Ο αναγνώστης κουβαλάει κατά την ανάγνωση τις δικές του αντιλήψεις και προκαταλήψεις. Οι περισσότεροι είναι ενάντια στην αμερικάνικη κατοχή στο Ιράκ, και ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες που περάσαμε τη δική μας κατοχή με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Δυσκολεύομαι όμως να ταυτιστώ με την ιρακινή αντίσταση, καθώς εμφορείται από το φονταμενταλιστικό ισλαμικό πνεύμα. Στην εκπομπή του Κούλογλου ακούω μέλος τη ιρακινής αντίστασης να λέει ότι θέλει να γίνει μάρτυρας για να πάει στον παράδεισο όπου τον περιμένουν, όχι ένα και δύο, αλλά 72 ουρί. Τελικά φαίνεται ότι πιο αποτελεσματική είναι η θρησκεία που τάζει περισσότερα στον άλλο κόσμο. Σε σχέση με τον δικό μας, χριστιανικό ασεξουαλικό παράδεισο, ο μουσουλμανικός παράδεισος αποτελεί όντως μια πρόοδο, ακόμη και αν δεν προβλέπει τίποτα για τις γυναίκες. Αλλά η γυναίκα στο ισλάμ είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο για να το ανοίξουμε εδώ.
Η Χαντρά, με θητεία στο αστυνομικό μυθιστόρημα, είναι ένας ικανότατος αφηγητής που προσφέρει πάντα στα έργα της μια συναρπαστική πλοκή. Και οι «Σειρήνες της Βαγδάτης» δεν αποτελούν εξαίρεση. Παρά τις παραπάνω ενστάσεις μας δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν πρόκειται για ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, που η ανάγνωσή του αποζημιώνει.
Κώστας Καλατζής, Ο φούρνος του Λεωνίδα Τσακμάκη, Μεθόριος του Αιγαίου, τ. 28, Απρίλιος-Ιούνιος 2008
Κώστας Καλατζής, Ο φούρνος του Λεωνίδα Τσακμάκη, Αθήνα 2007, Ηλέκτρα
Με το έργο του Κώστα Καλατζή έχουμε ασχοληθεί δυο φορές. Η πρώτη ήταν με το μυθιστόρημά του «Η ασημόπετρα», σε ένα συνέδριο που έγινε στη Σάμο με θέμα «Η Σάμος στη νεότερη λογοτεχνία». Τίτλος της εισήγησής μας ήταν «Το πραγματικό και το φανταστικό στη λογοτεχνία: Δύο σάμιοι πεζογράφοι». Η δεύτερη ήταν με τη νουβέλα του «Η οδοιπορία του Ιουλίου Καίσαρος». Ο Κώστας Καλατζής μας παρουσιάζει τώρα τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του (η πρώτη ήταν «Τα ταμπάκικα» που τιμήθηκε με πρώτο κρατικό βραβείο) με τίτλο «Ο φούρνος του Λεωνίδα Τσακμάκη».
Ο Καλατζής, ένας συγγραφέας του πραγματικού όπως τον χαρακτηρίσαμε στην εισήγησή μας, στη συλλογή αυτή διηγημάτων διηγείται πραγματικές ιστορίες. Ιστορίες συναρπαστικές, που γίνονται ακόμη πιο συναρπαστικές με τη γλαφυρή πένα του. Ιστορίες που ξεκινάνε από τα χρόνια της κατοχής και του εμφύλιου, όπου περιγράφει τη φρίκη του πολέμου αλλά και στιγμές ανθρωπιάς, και φτάνει μέχρι τη σημερινή εποχή, με οδοιπορικά στη γενέθλια γη του και σκέψεις για τη μοίρα και την προοπτική της. Μια προοπτική, που δεν είναι ειδικά σαμιώτικη, αλλά θα έλεγε κανείς πανελλαδική: Οι Γερμανοί, που δεν κατάφεραν τότε να μας κατακτήσουν, τώρα μας αγοράζουν: αγοράζουν τη γη μας, και κυρίως παλιά σπίτια στα χωριά μας, που η κρατική εγκατάλειψη έχει διώξει τους κατοίκους τους.
Ο Καλατζής, με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια, εξομολογείται σε μια επιστολή του που παραθέτει με τίτλο «Omaha beach»: Θέλγομαι εγώ, ο αντιμιλιταριστής λογοτέχνης, να μιλάω για τον πόλεμο» (σελ. 326). Θέλγεται, γι αυτό και είναι ασύλληπτος στις περιγραφές πολεμικών σκηνών, όπως θα θυμάται ο αναγνώστης της «Ασημόπετρας». Ο αντιμιλιταρισμός του εκφράζεται με μια νατουραλιστική απεικόνιση της φρίκης του πολέμου.
«Οι νεκροί και οι τραυματισμένοι σωρός.
Τα ουρλιαχτά και οι οιμωγές ως τον ουρανό. Χάος! Κορ¬μιά να λιανίζονται, κοιλιές να ανοίγουν, άντερα να ξετυ¬λίγονται βίαια σαν κορδέλες, γλιστερά συκώτια μέσα στη χολή, απευθυσμένα να κόβονται και να πνίγονται στις ακα¬θαρσίες τους, κεφάλια να θρυμματίζονται, μυαλά να χύ¬νονται, χέρια και πόδια να πελεκίζονται, μεδούλια να κρέ¬μονται σαν μελανές σκουληκαντέρες από τσακισμένα μη¬ριαία, κοψίδια κρέατα να τινάζονται ψηλά... και αίμα να ραντίζει τα πάντα και να κοκκινίζει τη θάλασσα και την άμμο» (σελ. 221).
Στο βιβλίο του αυτό ο Καλατζής διαλύει τα στερεότυπα, τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται οι Γερμανοί και οι σύμμαχοι. «Δείχνανε καλά και ήρεμα παιδιά, μπαρουτοκαπνισμένα… Δεν μοιάζανε με τους άγριους που είδαμε αργότερα στον κινηματογράφο. Δεν τους είδα ούτε μια φορά να σηκώνουνε ναζιστικά το χέρι, ούτε τους άκουσα με το παραμικρό να γαυγίζουν ‘Χάιλ Χίτλερ’» (σελ. 160-161). Όσο για τους συμμάχους, γράφει στις σημειώσεις στο εκτενέστατο διήγημα «Τα ρεβίθια της Αγίας Τριάδος»: (από τα ημερολόγια των πλοίων) «… εφιστάται η προσοχή επί του σήματος S/ONE 28085 /6/7/44 το οποίο ορίζει ότι ιστιοφόρα άτινα φέρουν την σημαίαν του Ερυθρού Σταυρού δέον να βυθίζονται οποτεδήποτε συναντώνται. Τα ιστιοφόρα ταύτα πρέπει να βυθίζονται πάραυτα…» (σελ. 359). Δεν ήταν λοιπόν σεβαστό το σήμα του Ερυθρού Σταυρού από τους συμμάχους. Ο κυβερνήτης ενός υποβρυχίου, ο Κωνσταντίνος Λούνδρας, ο σύζυγος της Ελένης Βλάχου και συνιδιοκτήτης της Καθημερινής, βύθισε ένα γερμανικό αντιτορπιλικό, και παρασημοφορήθηκε από τους Έλληνες, όχι όμως και από τους Άγγλους όπως θα έπρεπε, γιατί δεν βύθισε λίγο πριν το «Αγία Τριάς» στο οποίο επέβαινε μια νέα γυναίκα, η Κρινώ, με το μωρό της.
Ο Καλατζής, αν και γιατρός, είναι γνώστης πολλών λεπτομερειών που αφορούν τα πλοία, και στα σχετικά διηγήματα υπάρχουν ένα σωρό τεχνικοί όροι που δίνουν ένα πρόσθετο ρεαλισμό στην αφήγησή του. Έτσι συναντούμε λέξεις όπως τουρέλο, ματσόλα,, ταμπούκο, κ.ά.
Όπως και οι συμπατριώτες μου οι Κρητικοί διακατέχεται και αυτός από την αγωνία της διατήρησης της γλώσσας. Στα τελευταία διηγήματά του ιδιαίτερα κυριαρχεί το τοπικό ιδίωμα στους διαλόγους, με τις ξεχωριστές σαμιώτικες λέξεις. Να σημειώσουμε ακόμη ότι είναι ιδιαίτερα επινοητικός στην απόδοση της προφοράς, βάζοντας τα κοφτά φωνήεντα κάτω από τη νοητή γραμμή που τοποθετείται η λέξη, όπως η υπογεγραμμένη.
Ένα από τα πιο συναρπαστικά διηγήματα του βιβλίου είναι «Η διήγηση του Ιωάννη», όπου καταγράφει την μαγνητοφωνημένη αφήγηση του πατέρα του για το ταξίδι του σαν μετανάστης στην Αμερική. «Αμέρικα αμέρικα», ή καλύτερα «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη», με μόνη τη γλωσσική εξομάλυνση από το γιο.
Ενδιαφέρον είναι και το διήγημα «Ο Μαστρογιάννης». Ο Μαστρογιάννης, ένα περίπου διπλότυπο του Αλέξη Ζορμπά, συνεταιρίστηκε με έναν χωριανό του να φτιάξουν ένα νεροπρίονο, για να πριονίζονται τα δένδρα απευθείας στο ορεινό δάσος και να μεταφέρεται έτσι η ξυλεία και όχι οι κορμοί. Αυτός θα έβαζε την τέχνη, ο χωριανός του τα λεφτά. Ήλθε η ημέρα των εγκαινίων, όμως τα πράγματα πήγαν στραβά. Ένα λάθος στο χειρισμό και το νεροπρίονο είχε τη μοίρα που είχε και ο εναέριος που έφτιαξε ο Ζορμπάς.
Τα διηγήματα, καθώς στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα, έχουν συχνά παρεκβάσεις που ξεστρατίζουν από την κυρίως αφήγηση. Όμως καθώς οι παρεκβάσεις αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα δεν ενοχλούν αλλά διαβάζονται με την ίδια ευχαρίστηση.
Σ’ αυτά τα εξαιρετικά διηγήματα μόνο ένα λάθος εντοπίσαμε, στο παρακάτω απόσπασμα: «Ντι ντι ντι ντααα… Ντι ντι ντι νταααα…
Ήτανε τρεις τελείες και μια μεγάλη νικητήρια παύλα. Οι πρώτες νότες από την Ηρωική συμφωνία του Μπετόβεν. Το γράμμα V. Victory» (σελ. 40).
Οι νότες αυτές δεν είναι από την Ηρωική, αλλά από την Πέμπτη, του πεπρωμένου. Όμως μόνο ένας γνώστης της μουσικής μπορεί να το αντιληφθεί, και από άποψη ουσίας δεν έχει σημασία.
Θα τελειώσουμε με ένα από τα κεντρικά θέματα της συλλογής: τον αλλησπαραγμό του εμφύλιου. Ο Καλατζής θλίβεται αφάνταστα γι αυτή τη θλιβερή αιματοχυσία, που αποδείχτηκε περιττή. Στα «Ρεβύθια της ‘Αγίας Τριάδος’», σε μια αναδρομή, μιλάει για τον Χρόνη, τον πατέρα του μωρού της Κρινώς. «Ο Χρόνης ήταν φοιτητής της Χημείας. Οργανωμένος με τους αποδώ, κτυπιόταν με τους αποκεί» (σελ. 64). Ποιοι ήταν οι αποδώ, ποιοι οι αποκεί, δεν μας λέει. Ούτε μας λέει με ποιους ήταν αυτοί που μπούκαραν στο σπίτι της Κρινώς. Με αυτό τον ευρηματικό τρόπο ο Καλατζής θέλει να μας δείξει ότι δεν έχει σημασία σε ποια μεριά ήταν τα θύματα, ήταν όλοι τους Έλληνες.
Μπάμπης Δερμιτζάκης 8-1-2008
Νίκος Καζαντζάκης, κάποιες σκέψεις για το έργο του. Ρωγμές, τ. 8, Δεκέμβριος 2007, σελ. 31-33
Νίκος Καζαντζάκης, Το έργο του και η εποχή του. Δημοσιεύτηκε στο στα Κρητικά, τα μετέπειτα Κρητικά Επίκαιρα στις 8-6-1983
Θα θέλαμε να γράψουμε κι εμείς δυο λόγια για τον Νίκο Καζαντζάκη, σύντομα, μια και δεν το επιτρέπουν οι δυνατότητες της στήλης, σαν μικρό αφιέρωμα για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, νοιώθοντάς το ταυτόχρονα σαν υποχρέωση για τον άνθρωπο εκείνο που σημάδεψε τα μαθητικά μας χρόνια με την επιρροή του.
Οι μελετητές των έργων του Καζαντζάκη τονίζουν δύο κυρίως χαρακτηριστικά του: την ηρωολατρεία του και τον μηδενισμό του. Ή επιγραφή στον τάφο του λέει: «Δεν ελπίζω τίποτα, φοβάμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος» Το «δεν ελπίζω» εκφράζει τον μηδενισμό του. Το «δεν φοβούμαι» το ηρωικό τον πνεύμα. Αυτά είναι πράγματι τα δυο κύρια γνωρίσματά του. Όμως πού βρίσκεται ή προέλευσή τους;
Η Λιλή Ζωγράφου, σε ένα μελέτημά της που με λύπη διαπιστώσαμε ότι είναι γραμμένο με αρκετή εμπάθεια προσπαθεί να ανιχνεύσει τα χαρακτηριστικά αυτά στα προσωπικά βιώματα και «συμπλέγματα», αν επιτρέπεται ή έκφραση, του συγγραφέα. Χωρίς να υποτιμούμε τη σημασία που έχει η προσωπική ζωή πάνω στο έργο ενός συγγραφέα, πιστεύουμε εντούτοις ότι την κύρια σημασία σαν παράγοντας που επηρέασε το έργο του την έχει η κοινωνία και η εποχή του. Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, θα ήταν αδύνατη η μελέτη συγγραφέων κυρίως της αρχαιότητας, των οποίων δεν κατέχουμε παρά ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία, και φυσικά όχι «τραυματικές εμπειρίες.
Εξ άλλου, όπως τονίζει και ο Σαρτρ στη μελέτη του για τον Φλωμπέρ, η ατομική βιογραφία, το οικογενειακό και στενότερο περιβάλλον του συγγραφέα, είναι κι αυτό σε τελευταία ανάλυση κοινωνιολογικά καθορισμένο. Το ίδιο μπορούμε να υποστηρίξουμε και για τις άλλες παραμέτρους που επιδρούν στο έργο ενός συγγραφέα, δηλαδή την λογοτεχνική παράδοση που πάνω της είναι αναγκασμένος να πατήσει, και τις επιδράσεις που θα δεχθεί.
Ποια κατάσταση επικρατεί στην Ελλάδα τότε, που γεννιέται και αναπτύσσεται ο Καζαντζάκης;
Η Κρήτη αγωνίζεται να αποτινάξει τον τούρκικο ζυγό. Η Ελλάδα αγωνίζεται να πετάξει από πάνω της τα κατάλοιπα της τούρκικης δουλειάς, τον κοτσαμπασισμό και τη φεουδαρχία. Η αστική της τάξη αναπτύσσεται και προετοιμάζεται για να καταλάβει την εξουσία. Όμως είναι μια αστική τάξη που εμφανίζεται με καθυστέρηση, δισταχτική, μολυσμένη ήδη με το μικρόβιο της αντίδρασης που κουβαλάει η Ευρωπαϊκή αστική τάξη. Το εργατικό κίνημα αρχίζει να προβάλλει απειλητικό (Λαυρεωτικά). Οι τσιφλικάδες πάλι πιέζουν από την άλλη μεριά. Η αστική μας τάξη είναι στ’ αλήθεια αξιοθρήνητη. Εφτά μόλις μήνες αφότου καταλαμβάνει την εξουσία (Γουδί, Αύγουστος 1909), κτυπάει τους ξεσηκωμένους αγρότες (Κιλελέρ, Μάρτης 1910).
Ευτυχώς που έρχονται να την μπολιάσουν με την επαναστατική τους δύναμη οι Κρήτες επαναστάτες, που ζυμώθηκαν κα ανδρώθηκαν στον αγώνα τους για τη λευτεριά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ηγέτης της αστικής μας τάξης ήταν Κρητικός (Βενιζέλος). Με αυτό το μπόλιασμα προχωρά σε κάποιες μεταρρυθμίσεις, και υπερδιπλασιάζει την έκταση της Ελλάδας με την απελευθέρωση σκλαβωμένων περιοχών.
Κάθε ανερχόμενη τάξη όταν αναπτύσσεται είναι ηρωική και αισιόδοξη. Έκφραση του ηρωικού πνεύματος της αγγλικής αστικής τάξης στον καιρό της βιομηχανικής επανάστασης είναι ο Ροβινσών Κρούσος. Μόνος, χωρίς προνόμια καταγωγής (όπως οι αστοί), χρησιμοποιώντας τις ικανότητες και την ευφυΐα του, τα βγάζει πέρα στον αγώνα του με τη φύση, όπως και ο έμπορος αστός στον ανταγωνισμό του με τους άλλους εμπόρους. Ο Μ. Γκόργκι, από το 1899 ζητάει να μπολιαστεί η λογοτεχνία με ένα ηρωικό πνεύμα. Ήταν οι παραμονές που το ρώσικο προλεταριάτο ετοιμαζόταν να καταλάβει την εξουσία. Την ίδια εποχή, η αστική τάξη στη Γαλλία, μετά την ένδοξη επανάστασή της (1789), έχοντας καταντήσει ολότελα αντιδραστική, δίδει μεν μεγάλους συγγραφείς (Μπαλζάκ, Φλωμπέρ), που στα έργα τους όμως δεν θα βρούμε τον ηρωικό ατομισμό του Ντεφόε (συγγραφέα του Ροβινσώνα Κρούσου), ούτε τον θετικό ήρωα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αλλά κουρασμένες και αηδιασμένες γυναίκες όπως η μαντάμ Μποβαρί ή καιροσκόπους και διεφθαρμένους νέους, όπως είναι οι περισσότεροι ήρωες του Μπαλζάκ.
Στην Ελλάδα έχουμε μια μέση κατάσταση. Η αστική τάξη είναι αρκετά επαναστατική, όμως και σε μεγάλο βαθμό αντιδραστική και απογοητευμένη. Το 1917 που οι εργάτες καταλαμβάνουν την εξουσία στη Ρωσία, στέλνει κι αυτή δυνάμεις για να κτυπήσουν τη νεοσύστατη σοβιετική εξουσία. Φοβάται μήπως το μικρόβιο της επανάστασης μολύνει και τη δική μας εργατική τάξη. Μετά έχουμε τη μικρασιατική καταστροφή, οπότε έχει ένα ακόμη λόγο να είναι απογοητευμένη.
Το επαναστατικό πνεύμα, αλλά και την απογοήτευση της τάξης αυτής, εκφράζει ο Καζαντζάκης με το ηρωικό αλλά και μηδενιστικό του πνεύμα. Αγώνας, αλλά πού οδηγεί; Πουθενά. Έχει ακόμη αρκετή δύναμη να αγωνισθεί, από τον αγώνα δεν παραιτείται. Όμως απογοητευμένη από τα αποτελέσματα αυτού του αγώνα αναζητά το νόημα μέσα στον ίδιο τον αγώνα. Η Ιθάκη δεν μετράει, μετράει η περιπέτεια του γυρισμού. Την κορφή του βουνού δεν την φτάνεις, γιατί ολοένα μετατοπίζεται πιο ψηλά, μένει μόνο η ικανοποίηση του αγώνα να τη φτάσεις.
Ο πεσιμισμός του Καζαντζάκη φαίνεται κι από το ότι οι ήρωές του πρέπει να πείσουν για το μεγαλείο τους. Η «μάνα» του Γκόργκι είναι ηρωική και μεγαλειώδης, κι ας είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ο Καζαντζάκης δεν μπορεί να φτιάξει τέτοιους ήρωες, γιατί νιώθει ότι δεν μπορεί να τους κάνει αρκετά πειστικούς. Δεν πιστεύει στην ηρωϊκότητα της τάξης του, ότι μπορεί να βγάλει ήρωες, και γι αυτό τους δανείζεται από την ιστορία. Ήρωες τόσο του πνεύματος (Χριστός, Βούδας), όσο και της δράσης (Χριστόφορος Κολόμβος) πρωταγωνιστούν στις τραγωδίες του. Ακόμη και στην επιλογή των μορφών που θα δώσει στα έργου του φαίνεται η αποστροφή του για τον αστό, που δεν πρωταγωνιστεί άλλωστε σε κανένα του έργο. Καταφεύγει στις πεπαλαιωμένες μορφές του έπους και της τραγωδίας, και όχι στο αστικό μυθιστόρημα. Περιφρονώντας το αναγνωστικό κοινό, περιφρονεί την ίδια την κοινωνική του τάξη που δεν κατάφερε να τον κάνει να πιστέψει σ’ αυτήν, και που δεν τον άφησε (ήταν πια πολύ αργά) να προσκολληθεί στην άλλη που αναπτυσσόταν. Και όταν αποφάσιζε να της απευθυνθεί, σαν μαγαζάτορας προς πελάτη (είναι γνωστό ότι άρχισε να γράφει μυθιστορήματα κάτω από την πίεση της γυναίκας του, για να λύσουν το οικονομικό τους πρόβλημα) το θεωρεί ανάρμοστο να διατηρήσει το ηρωικό ύφος του. Ο Ζορμπάς, ένας αντιήρωας που αποτελεί αντίστιξη στα άλλα του έργα, είναι το πρώτο μυθιστόρημα με το οποίο ο Καζαντζάκης προσπαθεί συνειδητά να αγκαλιάσει πλατιές μάζες αναγνωστικού κοινού. Είναι ο φαγάς, ο πιοτουλάς και ο γυναικάς, χωρίς μεταφυσικές αγωνίες, που βρίσκει το νόημα της ζωής του αφημένος στα ένστικτα. Τους εκπρόσωπους του μεταφυσικού, τους καλόγερους, τους ειρωνεύεται άγρια. Στο σύγχρονο αστό, αυτό το μυθιστόρημα ταιριάζει κουτί. Δεν είναι τυχαίο που έγινε ανάρπαστο στην Αμερική.
Το στυλ όμως αυτό δεν του πάει. Το επόμενο, επίσης αντιηρωϊκό μυθιστόρημα, οι «Αδελφοφάδες», δεν έχει την επιτυχία του προηγούμενου. Το ίδιο και το «Ο Χριστός ξανασταυρώνετα», που θα γνωρίσει επιτυχία μόνο σαν κινηματογραφική ταινία με τον Ντασέν και σαν σήριαλ. Ο ήρωάς του μπορεί να είναι ο αντίποδας του Ζορμπά, όμως είναι ταπεινός και καταφρονεμένος. Ξαναγυρνάει λοιπόν στο ηρωικό ύφος, για να δρέψει δάφνες. Ο Καπετάν Μιχάλης είναι ένα μικρό έπος της Κρήτης, στο οποίο πρωταγωνιστεί πάλι ο ήρωας.
Στα τελευταία του μυθιστορήματα ο Καζαντζάκης παρατάει τους ήρωες της δράσης και ξαναγυρνάει στους ήρωες του πνεύματος, στο Χριστό (Τελευταίος Πειρασμός), και στον άγιο Φραγκίσκο (Φτωχούλης του θεού). Πληθωρικά επικός στον Καπετάν Μιχάλη και στον Τελευταίο Πειρασμό, καταλήγει στον Φτωχούλη του Θεού σε ένα λιτό εξπρεσιονιστικό στυλ, με φράσεις γεμάτες αποφθεγματική πυκνότητα.
Θα κλείσουμε με ένα ζήτημα κριτικής: Πρέπει να αρνηθούμε, να απορρίψουμε τον Καζαντζάκη εξαιτίας του μηδενισμού του;
Υπάρχει τάση μιας ορισμένης κριτικής να υποτιμά το έργο του εξαιτίας του μηδενισμού του. Νομίζουμε ότι ένα έργο πρέπει να αποτιμάται στη βάση της καλλιτεχνικής του αξίας και μόνο, το κατά πόσο μπόρεσε να εκφράσει πετυχημένα αυτό που ζητούσε να εκφράσει. Εφόσον εκφράζει κάτι το αντικειμενικό, είναι έργο αληθινό, και σαν τέτοιο πρέπει να το δεχόμαστε. Είμαστε αντίθετοι με την τάση μιας στρατευμένης κριτικής που θέλει σώνει και καλά να βρίσκει σε ένα έργο θετικούς ήρωες και αισιοδοξία. Ας θυμηθούμε τη στρατευμένη κριτική του χριστιανισμού, πόσοι καλλιτεχνικοί θησαυροί της αρχαιότητας χάθηκαν εξ αιτίας του. Ή, συμπληρώνω χρόνια αργότερα, σκανάροντας το παρόν κείμενο, τον στρατευμένο φανατισμό των ερυθροφρουρών, που στάθηκε αιτία να καταστραφούν ανεκτίμητοι θησαυροί της κινέζικης πολιτιστικής κληρονομιάς πριν λίγες μόνο δεκαετίες. Μπορεί το νόημα ενός έργου να μη μας εκφράζει πια. Ας μην ασχοληθούμε μαζί του, αλλά ας το αφήσουμε για τις μελλοντικές γενιές. Κάποιες απ’ αυτές μπορεί να βρουν μέσα σ’ αυτό κάτι για τον εαυτό τους. Δεν υπάρχει παρακμιακή και μη παρακμιακή τέχνη. Υπάρχει μόνο καλή και κακή τέχνη. Και όσοι και αν είναι αυτοί που διαφωνούν με τις ιδέες, το πνεύμα, το «μήνυμα» του Καζαντζάκη, όμως όλοι τους συμφωνούν ότι σαν λογοτέχνης είναι άφταστος.
Δημοσιεύτηκε στα Κρητικά (μετέπειτα Κρητικά Επίκαιρα) στις 8-6-1983
και
Γιώργος Παπαδάκης, Ακατονόμαστες εξομολογήσεις, Κρητκά Επίκαιρα, Μάρτης 2008.
Γιώργος Παπαδάκης, Ακατονόμαστες εξομολογήσεις, Οξύ 2007
(Παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη με τίτλο «Ακατονόμαστες εξομολογήσεις» στην αίθουσα της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, την Δευτέρα 30 Απριλίου 2007)
Καλησπέρα σας κυρίες και κύριοι.
Θα ήθελα κατ’ αρχήν να ευχαριστήσω το φίλο μου το Γιώργο Παπαδάκη για την τιμή που μου έκανε να με εμπιστευτεί για αυτή την παρουσίαση, την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών με την ακάματη πρόεδρό της Ελευθερία Τζαβάρα-Αναγνωστάκη, η οποία φιλοξενεί την παρουσίαση αυτή στον τόσο ωραίο και φιλόξενο χώρο της, και τέλος όλους εσάς που θυσιάσατε το απόγευμά σας για να έλθετε να μας ακούσετε. Και αν εμείς σας απογοητεύσουμε, σας διαβεβαιώνω ότι τα διηγήματα του Γιώργου Παπαδάκη, αν τα αγοράσετε και τα διαβάσετε, δεν θα σας απογοητεύσουν.
«Ακατονόμαστες εξομολογήσεις» είναι ο τίτλος τους, με υπότιτλο «Διηγήματα φανταστικής λογοτεχνίας». Διηγήματα όντως φανταστικά, και με τις δυο σημασίες της λέξης.
Ας ξεκινήσουμε με τον υπότιτλο: Τι σημαίνει «φανταστική λογοτεχνία»;
Ο Γάλλος θεωρητικός της λογοτεχνίας, Βούλγαρος την καταγωγή, Τσβετάν Τοντόροφ, ορίζει το φανταστικό ως το είδος εκείνο της λογοτεχνίας όπου υπάρχει μια ταλάντευση μεταξύ πραγματικού και εξωπραγματικού, όπου τα γεγονότα τοποθετούνται σε ένα no man’s land, και είναι δύσκολο να προσδιορίσεις αν συμβαίνουν περισσότερο στην από εδώ πλευρά ή στην από εκεί. Όμως, έτσι όπως χρησιμοποιείται γενικά ο όρος, καλύπτει και όλα τα αφηγήματα που ανήκουν στην εκεί περιοχή, στην περιοχή του μη πραγματικού.
Δεν ανήκουν όλα τα διηγήματα της συλλογής σ’ αυτή την κατηγορία. Υπάρχουν δύο, πιστεύω από τα πιο εξαίρετα, που ξεφεύγουν του είδους. Αλλά για αυτά θα μιλήσω στο τέλος πιο ειδικά.
Όπως υποδηλώνεται και από τον τίτλο, «εξομολογήσεις», έχουμε πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις. Οι ήρωες αφηγούνται προσωπικές ιστορίες οι οποίες τους συγκλόνισαν. Προσωπογραφούνται ελάχιστα, μόλις στα αναγκαία χαρακτηριστικά τους που έχουν να κάνουν με τα γεγονότα της αφήγησης.
«Ήμουν πάντοτε ένας μοναχικός άνθρωπος… Αποφάσισα να γράψω δυο λόγια, περισσότερο για να ανακουφίσω τον εαυτό μου. Η κατάστασή μου, σύμφωνα με τους γιατρούς, είναι μια μορφή παράνοιας θεραπεύσιμη, αν ακολουθηθεί η κατάλληλη αγωγή». Έτσι ξεκινάει ο αφηγητής στο πρώτο διήγημα, «Το σπίτι», αυτοσυστηνόμενος. Το πιοτό ήταν η εύκολη λύση για να αντιμετωπίσω τα προβλήματά μου, λέει ο αφηγητής στο «Έκτακτο παράρτημα». Η παράνοια και το πιοτό είναι γνωστό ότι δημιουργούν παραισθήσεις. Έτσι εύκολα υποπτεύεται κανείς ότι τα γεγονότα που αφηγούνται είναι αποκυήματα της φαντασίας τους, τοποθετώντας έτσι το διήγημα στην κατηγορία του φανταστικού σύμφωνα με τον ορισμό του Τοντόρωφ.
Ο χώρος είναι εξωελλαδικός. Όλα τα διηγήματα τοποθετούνται σε αγγλοσαξωνικές χώρες, Αγγλία και Αμερική, με εξαίρεση δύο που τοποθετούνται στα Καρπάθια, την χώρα του Δράκουλα. Η Αγγλία είναι η χώρα των φαντασμάτων, ενώ η Αμερική είναι η πατρίδα του μεγάλου Έντγκαρ Άλλαν Πόε, του οποίου ο Παπαδάκης είναι θαυμαστής, και μιμητής με την πιο καλή έννοια του όρου. Όταν ο Παπαδάκης γράφει ποιήματα, τα τελευταία από τα οποία βρίσκονται στην πρόσφατα εκδομένη συλλογή «Το Λυκόφως των καιρών», δεν το κάνει φυσικά επειδή έγραψε ποιήματα και ο Πόε.
Ο χρόνος των διηγημάτων είναι επίσης παρελθοντικός. Θα ’λεγε κανείς ότι τα φώτα του ηλεκτρισμού έδιωξαν τα φαντάσματα, τα οποία ως γνωστό αρέσκονται στο σκοτάδι. Και όσο λιγότερο οι άνθρωποι της εποχής μας πιστεύουν σ’ αυτά, τόσο περισσότερο τους αρέσει να ακούν τις ιστορίες τους, ή παρόμοιες ιστορίες.
Αφού μιλήσαμε για τα πρόσωπα, το χώρο και το χρόνο, να μιλήσουμε και για τα επεισόδια.
Τα επεισόδια είναι καθ’ αυτά συναρπαστικά, όμως το πιο συναρπαστικό είναι η αφήγησή τους, η οποία τα κάνει ιδιαίτερα ατμοσφαιρικά. Είναι όπως τα ανέκδοτα, που δεν έχει σημασία μόνο το ανέκδοτο, αλλά και πως θα το αφηγηθεί κανείς. Και ο Παπαδάκης αφηγείται υπέροχα, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα αγωνίας και τρόμου, χρησιμοποιώντας εξαίσια τόσο τα συναισθήματα του αφηγητή του, όσο και την περιγραφή του εξωτερικού χώρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν περιορίζεται μόνο σε οπτικές και ακουστικές «εικόνες», αλλά και οσφρητικές.
«Το πιο παράξενο όμως απ’ όλα ήταν εκείνη η έντονη μυρωδιά από φρεσκοφτιαγμένη σούπα λαχανικών, που γιόμισε την ατμόσφαιρα και τα ρουθούνια των περευρισκομένων στην κηδεία του σκληρού Άρθουρ Μπλάστερ». Έτσι τελειώνει το διήγημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η κατάρα της γεύσης», το ένα από τα δυο διηγήματα της συλλογής με τριτοπρόσωπη αφήγηση. Για «απαίσια μυρουδιά» και «φοβερή οσμή» μιλάει στο «Είδωλο του θανάτου». Αλλού μιλάει για την απαίσια μυρωδιά του λύκου.
Ο λύκος, ένα ζώο που φιγουράρει σταθερά σε θρύλους και σε θρίλερ, από το θρύλο του λυκάνθρωπου μέχρι τον «Λύκο» με τον Τζακ Νίκολσον και την Μισέλ Πφάιφερ, πρωταγωνιστεί σε δυο από τα διηγήματα του Παπαδάκη. Με μοτίβο την καταδίωξη στο «Σταυρό» και την πολιορκία στο «Τρόμος στα Καρπάθια», έχουν έντονο σασπένς. Το σταυρουδάκι στο στήθος του αφηγητή στο ένα, το φως της αυγής στο άλλο, διώχνουν τους διώκτες-λύκους.
Άλλα τυπικά μοτίβα που συναντάμε στα διηγήματα του Παπαδάκη είναι ο καταραμένος θησαυρός στο «Το είδωλο του θανάτου», το εκδικητικό φάντασμα στο «Η κατάρα της γεύσης», ενώ υπάρχει και το φάντασμα που σώζει στο «Εκείνος στο νοτιοδυτικό κελί». Τέλος έχουμε το μοτίβο του στοιχειωμένου σπιτιού στο διήγημα με τίτλο «Το Σπίτι», που συνειρμικά παραπέμπει στο περίφημο «Η πτώση του σπιτιού την Άσερ» του Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Ο «Καταχθόνιος γέρος» παραπέμπει συνειρμικά επίσης στο «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» του Όσκαρ Ουάιλντ. Εκεί, γερνάει το πορτρέτο σύμφωνα με την επιθυμία του Ντόριαν Γκρέι και όχι ο ίδιος. Εδώ, ένας σατανικός γέρος κλέβει τη νιότη του αφηγητή, ο οποίος γερνάει με μια καταπληκτική ταχύτητα.
Στο «Είδωλο του θανάτου» το τέλος είναι εντυπωσιακό, με τον ήρωα να σταματάει την αφήγηση τη στιγμή του θανάτου του. Και μου έφερε στο νου το μυθιστόρημα της Γιασμίνα Χαντρά «Τρομοκρατικό κτύπημα», όπου, εντελώς φανταστικά για ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα, ο ήρωας αφηγείται και μετά το θάνατό του, τον οποίο δυσκολεύεται να πιστέψει. Αντίθετα στο φανταστικό διήγημα του Παπαδάκη, ο ήρωας καταγράφει τις τελευταίες του στιγμές πριν ξεψυχίσει στο ημερολόγιό του, σύμφωνα με τις συμβάσεις του ρεαλισμού.
Το «Ο σκύλος Τζακ» είναι ένα καθαρά ατμοσφαιρικό διήγημα. Ο αφηγητής είναι συναισθηματικά πολύ δεμένος με τον σκύλο του, και όταν αυτός πεθαίνει του λείπει πολύ.
Το διήγημα ανήκει στην κατηγορία του κυριολεκτικά φανταστικού. Κάποια νύκτα βλέπει ένα σκύλο που μοιάζει καταπληκτικά με τον πεθαμένο σκύλο του να παίζει με τα άλλα δυο σκυλιά του. Αφήνεται ανοικτό το ενδεχόμενο να ήταν το φάντασμά του, ή μάλλον να μην ήταν το φάντασμά του.
Στο «Πηγάδι των επιθυμιών» έχουμε το μοτίβο της εκπλήρωσης επιθυμίας και του φαντάσματος. Ο ήρωας εκφράζει την επιθυμία, πάνω από ένα μαγικό πηγάδι, να επανέλθει στη ζωή ο πεθαμένος αδελφός του τον οποίο υπεραγαπά. Η επιθυμία εκπληρώνεται εν μέρει, αφού έρχεται το φάντασμά του αφήνοντας τη βούλα από το δακτυλίδι που του δώρισε πάνω στην πόρτα.
Πρέπει να παραδεχθώ πως δεν είμαι ιδιαίτερα φίλος του φανταστικού, αλλά καθώς τα διηγήματα του Παπαδάκη ήταν πραγματικά φανταστικά, μου άρεσαν πάρα πολύ. Πιο πολύ όμως μου άρεσαν δύο, τα οποία δεν εντάσσονται στην κατηγορία του φανταστικού, αλλά στη ρεαλιστική πεζογραφία. Τα διηγήματα αυτά είναι το «Έγκλημα χωρίς κίνητρο» και το «Εγώ, ο Τζακ».
Το πρώτο μου άρεσε για την αφηγηματική τεχνική του και το πρωτότυπο θέμα του. Ο αφηγητής αποφασίζει να διαπράξει το τέλειο έγκλημα, έτσι, προκλητικά. Όλα τα εγκλήματα έχουν κάποιο κίνητρο, και με βάσει το κίνητρο η αστυνομία ανιχνεύει τον δολοφόνο. Τι μπορεί όμως να κάνει όταν το έγκλημα είναι χωρίς κίνητρο;
Ο Παπαδάκης, με αριστοτεχνικό σασπένς, αφηγείται τον φόνο που διαπράττει ο αφηγητής. Όπως όμως ο αφηγητής αιτιολογεί το φόνο του, να διαπράξει το τέλειο έγκλημα, έτσι και ο Παπαδάκης πρέπει να αιτιολογήσει την πράξη του ήρωά του. Πλούσιος, έχοντας γευθεί όλες τις απολαύσεις, έχοντας ζήσει όλες τις συγκινήσεις, με κατεβασμένο πολύ χαμηλά το κατώφλι ερεθισμού, ψάχνει για πιο έντονες συγκινήσεις. Και η διάπραξη ενός εγκλήματος προσφέρει μια τέλεια συγκίνηση.
Του άρεσε. Και από τότε μετατρέπεται σε serial killer, διαπράττοντας μια σειρά άλλων δολοφονιών. Καθώς όμως σιγά σιγά πέφτει η συγκίνηση, για να την ανεβάσει αυξάνει τον ρίσκο. Παίρνει λιγότερες προφυλάξεις, παίζοντας με την πιθανότητα να συλληφθεί. Όμως και πάλι έχει πέσει η συγκίνηση καθώς δεν καταφέρνουν να τον συλλάβουν, και έτσι αποφασίζει να σταματήσει. Ένας τελευταίος φόνος, και μετά στοπ.
Διαβάζω την τελευταία σελίδα, όπου η τελευταία πρόταση, με ένα εφέ απροσδόκητου, δίνει ένα εντυπωσιακό εφέ τέλους:
«Έπεσε σαν κεραυνοβολημένο. Κα¬νείς δεν ακολουθούσε, κατά συνέπεια δεν υπήρχε και λόγος να ανησυχήσω άμεσα. Από ένα σημείο και έπειτα είχα σταματήσει να παρατηρώ τα θύματα και πολλά απ' αυτά δεν τα θυμόμουν καθόλου στο πρόσωπο. Κάτι όμως με ώθησε, στο να κοιτάξω το θύμα αυτό, στο πρόσωπο. Ίσως επειδή ήταν το τελευταίο.
Πιστεύω, τελειώνοντας αυτή την επιστολή, ότι αυτή ήταν η καθοριστική στιγμή που μ' έκανε να ξεπεράσω τα όρια της σχι-ζοφρένειας (όπως πιστεύουν οι γιατροί εδώ στο άσυλο του Λον¬δίνου που βρίσκομαι τώρα).
Μιλώ, όπως αντιλαμβάνεστε, για τη στιγμή που κοίταξα το θύμα στο πρόσωπο...
Πιστεύω πως αυτό το όριο το είχα ξεπεράσει ήδη, χωρίς να μπορώ να καθορίσω το πότε ακριβώς. Πάντως το είχα ξεπερά¬σει.
Απλώς, κοιτάζοντας το θύμα, έσβησε κι αυτή η τελευταί¬α σπίθα που σιγοκαίει μέσα μας και μας κρατάει κοντά σ' αυτό που ονομάζουμε «παιδικότητα», όσο κι αν αυτή η λέξη βρίσκεται πολύ μακριά, από το να με χαρακτηρίσει.
Δεν χρειάστηκε να παραδοθώ, απλά έμεινα εκεί να τον κοι¬τάζω στο πρόσωπο. Όλη τη νύχτα. Εκείνο το πρόσωπο που θα με συντροφεύει από δω κι εμπρός όλες τις καταραμένες νύχτες του πόνου και της θλίψης. Το πρόσωπο του αγαπημένου μου πατέρα».
Το δεύτερο διήγημα, «Εγώ, το Τζακ», αναφέρεται στον Τζακ τον αντεροβγάλτη. Εξαιρετικά πρωτότυπο κι αυτό στη σύλληψή του, θεματοποιεί το πρόβλημα του Ηρόστρατου, που αποτελεί και το θέμα του θαυμάσιου μυθιστορήματος του Μίλαν Κούντερα «Η Αθανασία». Για όσους δεν το ξέρουν, ο Ηρόστρατος έβαλε φωτιά στο ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο, για να μείνει το όνομά του στην ιστορία. Ο Κούντερα στο μυθιστόρημά του πραγματεύεται την αγωνία του ανθρώπου να μείνει το όνομά του στην ιστορία. Ο Παπαδάκης υποθέτει ότι ο Τζακ θα ήθελε, μετά το θάνατό του να αποκαλυφθεί η πραγματική του ταυτότητα, και γι αυτό γράφει ένα γράμμα, ελπίζοντας ότι μετά από χρόνια, αφού θα έχει πεθάνει, θα ανακαλυφθεί και θα διαβαστεί, ώστε να μάθει όλος ο κόσμος ποιος ήταν πραγματικά: ο διάσημος ζωγράφος Ουίλιαμ Σίκερτ.
Ο Ιζάια βρίσκει το γράμμα και το διαβάζει στον φίλο του τον Θέοντορ. Σ’ αυτό ο Τζακ εκθέτει το κίνητρο των πράξεών του, να καθαρίσει την κοινωνία από τις πόρνες.
Και γράφει ο Παπαδάκης:
«Ύστερα από λίγα λεπτά σιωπής με μια αποφασιστική κίνηση ο Ιζάια δίπλωσε το γράμμα στα δύο και το πέταξε στο τζάκι χωρίς να πει τίποτα. Σαν να ήταν συνεννοημένοι, ο φίλος του δεν αντέδρασε. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι…Ας μη σπιλωθεί χωρίς λόγο ένα όνομα τόσο σημαντικό… Ή μήπως έτσι εκδικούνταν τον Αντεροβγάλτη; Άλλωστε εκείνος δεν άφησε το γράμμα για να επιδειχθεί; Να κοροϊδέψει την αστυνομία κι από τον τάφο του ακόμα… Ε, τότε δεν πέτυχε τον σκοπό του».
Ατμοσφαιρικός, επινοητικός, γλαφυρός, ο Παπαδάκης είναι ένας από τους μάστορες του φανταστικού διηγήματος, και όχι μόνο, όπως σας έδειξα με τα τελευταία δυο του διηγήματα.
Θα ήθελα να τελειώσω αυτή την παρουσίαση με ένα απόσπασμα δικό του, από το διήγημα «Η Κατάρα της γεύσης» που αναφέρεται στο περίφημο «κυνήγι των μαγισσών» στο οποίο είχαν αποδυθεί οι φονταμενταλιστές χριστιανοί τον Μεσαίωνα, παρόλο που στο συγκεκριμένο διήγημα έχουμε μάγο και όχι μάγισσα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν μεταφορά για κάποιους άλλους φονταμενταλιστές σήμερα, μιας άλλης θρησκείας:
«Στο όνομα του Χριστού είχαν γίνει τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Η πίστη δεν μπορεί να είναι αντικείμενο ψυχικού και σωματικού βιασμού. Όποιος θέλει πιστεύει και μάλιστα σε ό, τι θέλει. Είναι αδιανόητο να θεωρούν κάποιοι τους εαυτούς τους θεσμοθέτες της απολύτου αλήθειας και στο όνομα αυτής να εκβιάζουν συνειδήσεις και να καταστρέφουν ανθρώπους».
Ευχαριστώ.
είσαι κατ' αρχήν εντάξει Πέμπτη πρωί για abttha?
ReplyDeleteΕίμαι, αλλά να ξέρω αν κλειστεί τελικά το ραντεβού.
ReplyDeleteπανομοιότυπο μήνυμα
ReplyDeleteεις τριπλούν :
σπουδαίες οι κρύες μπυρέττες :)
Το "πανομοιότυπο μήνυμα" δεν κατάλαβα. Πάντως οι μπύρες ήταν υπέροχες.
ReplyDelete