Jennifer Chambers Lynch, Surveillance. Με τους Julia Ormond, Bill Pullman και Pell James
Θρίλερ, που διαθέτει το κλασικό χαρακτηριστικό κάθε θρίλερ: Την ανατροπή, ή αλλιώς το εφέ του απροσδόκητου. Οι κακοί είναι δυο αστυνομικοί, που διασκεδάζουν πυροβολώντας τα λάστιχα διερχόμενων αυτοκινήτων, και στη συνέχεια τρομοκρατούν τους επιβάτες τους με μια ολότελα βίαιη συμπεριφορά, με το πρόσχημα ότι έτρεχαν με υπερβολική ταχύτητα. Σε ένα επεισόδιο ο ένας απ’ αυτούς σκοτώνεται. Δυο πράκτορες του FBI, ένας άνδρας και μια γυναίκα, ανακρίνουν τον άλλο αστυνομικό, ένα κοριτσάκι-μάρτυρα και μια άλλη κοπέλα-μάρτυρα, που ήταν και αυτή θύμα της βιαιότητας των αστυνομικών.
Και η ανατροπή: Οι δυο πράκτορες του FBI τελικά δεν είναι πράκτορες αλλά ένα διεστραμμένο ζευγάρι που ικανοποιείται σεξουαλικά σκοτώνοντας. Σκοτώνουν και τον άλλο αστυνομικό, και κάποιους ακόμη αστυνομικούς που το σενάριο μας τους παρουσιάζει ότι δεν είναι για λύπηση. Σκοτώνουν όμως και την κοπέλα-μάρτυρα, για να κάνουν σεξ.
Αυτό που με ώθησε να κάνω post για την ταινία είναι το ότι δεν τιμωρούνται. Η ποιητική δικαιοσύνη πάει περίπατο. Μετά τον τελευταίο φόνο φεύγουν ανενόχλητοι. Η μόνη «καλή» πράξη που κάνουν είναι ότι αφήνουν το κοριτσάκι-μάρτυρα που τους είχε υποπτευθεί ανενόχλητο. «Είναι το πιο ρομαντικό πράγμα που έχω ακούσει, μωρό μου» λέει ο Julia Ormond στον φίλο της στην τελευταία ατάκα της ταινίας, όταν αυτός της λέει ότι «μας κατάλαβε, οπότε θα είχα πλάκα, ας την αφήσουμε».
Και σε μια ταινία με τον James Bod συμβαίνει το ίδιο, δεν θυμάμαι ποια, αναφέρομαι σ’ αυτή στο διδακτορικό μου. Είναι ενδιαφέρον θέμα για μελέτη, και προς το παρόν περιορίζομαι να καταγράψω τις ταινίες που έχω δει. Έχω γράψει και αλλού γι αυτό το θέμα. Θυμάμαι το «Άρωμα» του Πάτρικ Ζίσκιντ (το βιβλίο, την ταινία δεν την είδα) και μια από τις τελευταίες ταινίες του Woody Allen, το Match point, για την οποία γράφουμε σε άλλη ανάρτηση.
No comments:
Post a Comment