Η παρακάτω βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
David Benioff, Η πολιτεία των ληστών, Ψυχογιός 2009, σελ. 345
Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα βασισμένο στις αναμνήσεις του παππού του συγγραφέα από την πολιορκία του Λένινγκραντ.
Η «Πολιτεία των ληστών» είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Μπενιόφ και στηρίχθηκε στην πραγματική ιστορία του παππού του, που κατάφερε να επιβιώσει κατά την πολιορκία του Λένινγκραντ.
Δεν ξέρω πως μου ήλθε στο μυαλό, αλλά διαβάζοντάς το σκέφτηκα τον κατά Greimas δομισμό και τις αναλύσεις του. Λέω λοιπόν να κάνουμε μια δομιστική ανάλυση στη βάση των τυπικών σχέσεων των προσώπων και τους έξι ρόλους, και με αυτό τον τρόπο να δώσουμε και ένα χοντρικό διάγραμμα της ιστορίας. Εντολοδότης-πομπός είναι ο συνταγματάρχης Γκρέτσκο. Δέκτης ο παππούς Λεβ και ο Κόλια (οι ρόλοι μπορεί να κατανέμονται σε περισσότερα από δυο πρόσωπα). Βοηθοί τους οι παρτιζάνοι, αντίμαχοι οι γερμανοί. Υποκείμενα οι δέκτες, που πρέπει να εκτελέσουν την εντολή. Και αντικείμενο; Ποιο είναι το αντικείμενο που έχουν εντολή να αναζητήσουν, και να φέρουν στον συνταγματάρχη Γκρέτσκο; Όχι το ιερό Graal, όχι ο τίμιος σταυρός, όχι ο χρυσός του Ρήνου, όχι η Δουλτσινέλα. Τι λοιπόν;
Μια ντουζίνα αυγά. Ο Γκρέτσκο χαρίζει τη ζωή στον πλιατσικολόγο Λεβ (βούτηξε ένα μαχαίρι από έναν νεκρό γερμανό πιλότο και ήπιε μια γουλιά βότκα από το παγούρι του να στανιάρει) και τον λιποτάκτη Κόλια (έφυγε από τη μονάδα του για να βρει μια κοπέλα να κάνει σεξ, αλλά δεν κατάφερε να γυρίσει έγκαιρα) με την εντολή να του βρουν μια ντουζίνα αυγά για το γάμο της κόρης του.
Οι τελευταίες κότες του πολιορκημένου Λένινγκραντ ψόφησαν στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας από το κρύο, το ίδιο και ο παππούς που τις φύλαγε. Οι ήρωές μας λοιπόν δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να ψάξουν έξω από το Λένινγκραντ, πίσω από τις γερμανικές γραμμές. Έτσι εμπλέκονται σε μια σειρά περιπέτειες, μέσα από τις οποίες εκτυλίσσονται τυπικά επεισόδια που συνέβησαν μέσα και έξω από το Λένινγκραντ την εποχή εκείνη. Ο απελπισμένος αγώνας για την επιβίωση, ο κανιβαλισμός, οι βομβαρδισμοί, ο ηρωισμός των παρτιζάνων, η αγριότητα των γερμανών κ.λπ. εικονογραφούνται ανάγλυφα σε αυτά τα επεισόδια.
Δεν είναι τόσο η συναρπαστικότητα της αφήγησης όσο το απολαυστικό ραμπελαι-ικό χιούμορ του Μπενιόφ που μαγεύουν τον αναγνώστη. Το ραμπελαι-ικό λεξιλόγιο είναι άφθονο, αλλά φοβάμαι να το παραθέσω, γιατί μετά το Λέξημα τη βιβλιοπαρουσίαση αυτή θα τη βάλω στο blog μου. Το αντιθετικό δίδυμο, ο Κόλια με την πληθωρική σεξουαλική ζωή και ο αυτοσαρκαζόμενος παρθένος αφηγητής Λεβ είναι από τα πιο πετυχημένα στην παγκόσμια λογοτεχνία (αν δεν υπήρχε ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα θα έλεγα το πιο πετυχημένο, μπορεί όμως να υπάρχει και άλλο που μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή).
Ο Κόλια σκοτώνεται στο τέλος, κατά λάθος, από τα φίλια πυρά. Δεν νομίζω όμως ότι μ’ αυτό ο Μπενιόφ θέλει να δώσει το ηθικό δίδαγμα, να τι παθαίνει όποιος αφήνει το κάτω κεφάλι να καθοδηγεί το πάνω. Απλά δεν μπορούν όλοι οι καλοί σε ένα μυθιστόρημα να επιβιώνουν. Ο Τολστόι έδωσε ένα καλό μάθημα, με τον Αντρέι Μπαλκόνσκι να πεθαίνει στο «Πόλεμος και Ειρήνη». Όμως ο Μπενιόφ αντιμετωπίζει εντελώς εικονοκλαστικά τον μεγάλο συγγραφέα. Ο Κόλια λέει για την Νατάσα Ραστόβα του παραπάνω μυθιστορήματος: «Μου τη δίνει η σκρόφα. Όλοι την ερωτεύονται… και δεν είναι παρά μια χαζογκόμενα» (σελ. 127). Έχω διαβάσει δυο φορές το βιβλίο, και μου φαίνεται ότι έχει λιγάκι δίκιο. Διαφορετικά δεν θα έπεφτε έτσι εύκολα στα δίκτυα του Ανατόλ, ξεχνώντας τον υπέροχο Αντρέι.
Ο Μπενιόφ αντιμετωπίζει εικονοκλαστικά όχι μόνο μυθιστορηματικά πρόσωπα, αλλά και πραγματικά. Κατηγορεί (αυτός, ο παππούς του, οι ήρωές του) την Άννα Αχμάτοβα και τον Δημήτρη Σοστακόβιτς που δεν έμειναν μέσα στο πολιορκούμενο Λένινγκραντ. Παραθέτει βέβαια και τον αντίλογο, ότι οι κορυφαίες αυτές προσωπικότητες έπρεπε να διαφυλαχθούν.
Η επίθεση στον Σοστακόβιτς, από τους πιο αγαπημένους μου συνθέτες, με ενόχλησε. Η έβδομη συμφωνία του, μετά την πέμπτη αυτή που μου αρέσει περισσότερο, παίχθηκε σε παγκόσμια πρώτη στο πολιορκημένο Λένινγκραντ, και μεταδόθηκε ραδιοφωνικά σε όλο τον κόσμο. Μαζί με τους ήχους της ορχήστρας ακουγόταν και οι εκρήξεις των βομβών. Τέλειωσα το μυθιστόρημα ακούγοντας το 14ο και 15ο κουαρτέτο εγχόρδων του Σοστακόβιτς. Μεταμεσονύκτιες ώρες, δεν ήθελα να ενοχλήσω με τα κρεσέντα της 7ης συμφωνίας.
Ο προπάππους του Μπενιόφ ήταν ποιητής, αλλά όχι Ζντανοφικός. Ένα ποίημά του για τους περιθωριακούς του Λένινγκραντ κριτικαρίστηκε άγρια. Συνελήφθηκε και από τότε δεν ξανάκουσαν γι αυτόν. Εκτελέστηκε ή άφησε τα κόκαλά του κάπου στη Σιβηρία; Κανείς δεν έμαθε ποτέ. Η Βίκα, η κομισάριος των παρτιζάνων, με την οποία θα ενωθεί ο ήρωάς μας στο τέλος σε ένα happy end, του λέει: «Ο πατέρας σου ήταν συγγραφέας, σωστά; Επομένως υπάρχουν πολύ μεγάλες πιθανότητες να τον κάρφωσαν άλλοι συγγραφείς. Η αστυνομία έκανε απλώς τη δουλειά της» (σελ. 316).
No comments:
Post a Comment