Κύρβα, Ξεφύλλισμα ψυχής, εκδόσεις Βογιατζή
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Το «Ξεφύλλισμα ψυχής» της Κύρβα, θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί καλύτερα «Ξεφύλλισμα καρδιάς». Κι αυτό γιατί στις 227 σελίδες του βιβλίου αυτού η Μαρίνα Σαμπροβαλάκη, που χρησιμοποιεί σαν ψευδώνυμο την αρχαϊκή ονομασία της πατρίδας της της Ιεράπετρας, μας αποκαλύπτει τα μύχια της καρδιάς της, στο πιο αγνό και πιο βαθύ αίσθημα που μπορεί να κρύψει μέσα της: τον έρωτα. Στους ιαμβικούς 15σύλλαβους στίχους του περιγράφει την ιστορία ενός έρωτα, ενός έρωτα που την κατάτρυχε σε όλη της τη ζωή.
Είχα διαβάσει κάπου ότι ο άντρας δεν ξεχνά ποτέ την πρώτη του αγάπη, και η γυναίκα – την τελευταία. Το θεώρησα ως ένα από τα φαλλοκρατικά ανέκδοτα που κυκλοφορούν μόνιμα έχοντας ως στόχο τις γυναίκες, και τελευταία τις ξανθιές. Το βιβλίο της Σαμπροβαλάκη αποτελεί μια τρανταχτή διάψευση. Και μια ελπίδα: Η πρώτη, η εφηβική αγάπη, μπορεί να αποτελέσει το υστερνό λιμάνι, ή καλύτερα το τροπικό νησί που θα καταφύγει εκείνος-η που θα ναυαγήσει ο γάμος του-της.
Και βέβαια, δίπλα στον έρωτα που μπορεί να έχει τα σκαμπανεβάσματά του, υπάρχει ο σταθερός έρωτας εμάς των κρητικών για την Κρήτη. Δεν είναι τυχαίο το ψευδώνυμο της Σαμπροβαλάκη, ούτε το ότι για να εκφράσει τον έρωτά της διάλεξε τον 15σύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο του Ερωτόκριτου και της μαντινάδας. Την Κρήτη την κουβαλάμε μέσα μας όλοι οι κρητικοί. Το κατεξοχήν σύμβολό της, η κατεξοχήν μετωνυμία της, ο Ψηλορείτης, απαντάται ουκ ολίγες φορές.
Αυτό που με εντυπωσίασε ιδιαίτερα είναι η χρήση λέξεων που δεν έχω ξανασυναντήσει σε γραπτό κείμενο, και όμως τις χρησιμοποιούμε ακόμη αρκετά συχνά στα μέρη μας, στην επαρχία Ιεράπετρας: μικιό (μικρό), μιαολιά (λιγάκι), «ποκόλωναν οι μέρες» (απομακρύνονταν. Αν δεν κάνω λάθος στην ετυμολογία, το «κο» θέλει με ωμέγα), αβραγά (αύριο βράδυ) μπάνα (μήπως), μπακαλούμου (άραγε), ξελαμπικάρισε (καθάρισε), λαλιούν (οδηγούν), εγλάκα (έτρεχε) γιαέρνει (γυρίζει) είναι μόνο μερικές απ’ αυτές, που παρά την εισβολή της κοινής νεοελληνικής που τείνει να εξοντώσει τις ντοπιολαλιές, χρησιμοποιούνται ακόμη αρκετά στην περιφέρειά μας.
Η Μαρίνα στο πρώτο της αυτό βιβλίο (ξέρω ότι θα έχουμε συνέχεια) κάνει κάτι που πάντα το είχα πρόβλημα με τις υποσημειώσεις: να μη βρίσκονται στο τέλος αλλά στο κάτω μέρος της σελίδας. Συχνά βαριέμαι να χάσω τη ροή του κειμένου, και δεν κάθομαι να τις ψάχνω στο τέλος. Ε, λοιπόν αυτό που συχνά δεν κάνουν στις υποσημειώσεις και ποτέ στα γλωσσάρια, η Μαρίνα το κάνει στο βιβλίο της: την ερμηνεία των λέξεων την δίνει στο κάτω μέρος της σελίδας.
Το πάθος της για την Κρήτη την οδηγεί καμιά φορά σε υπερβολές. Δεν της φτάνει μόνο η χρήση των κρητικών λέξεων αλλά την απασχολεί και η απόδοση της κρητικής προφοράς. Έτσι τη λέξη «ποιος» τη γράφει «πχιος», τη λέξη «πιάσει» τη γράφει «πχιάσει», τη λέξη «ομορφιά» τη γράφει «ομορφχιά». Ίσως θα ’πρεπε να συνοδεύει το βιβλίο και cd με την απαγγελία του έργου. Το ρίχνω σαν ιδέα για μεταγενέστερη έκδοση.
Η Μαρίνα δεν γράφει λόγια (λόγι-α, όχι λόγια, τελικά καμιά φορά η φωνητική απόδοση είναι αναγκαία για να μην αμφιταλαντεύεται η ανάγνωση. Εδώ δεν έχουμε συνήζιση), όπως και ο Κορνάρος σε αντίθεση με τον Χορτάτζη. Σε όλο το βιβλίο δεν βρήκα κανένα διασκελισμό.
Άλλο χαρακτηριστικό της ποίησής της που είναι και χαρακτηριστικό της δημοτικής ποίησης είναι η επανάληψη. Το παρακάτω απόσπασμα είναι ένας ύμνος στη φιλία:
ΦΙΛΟΙ, που δε με φτάνουνε χίλιες ζωές να γράφω
κι όλο το χώμα του ντουνιά, πηλός και να τσοι πλάθω.
ΦΙΛΟΙ, που δε με πρόδωκαν, και κάτσανε σιμά μου,
και βάλαν την αγάπη ντως μπεντένι στη καρδιά μου.
ΦΙΛΟΙ, που στα μεσάνυχτα, τα άγρια γλακούσαν,
και στη ψυχή μου απού κλαιγε, σκοπούς τση τραγουοδούσαν.
ΦΙΛΟΙ, που λαχταρούσανε να ξαναβρώ το γέλιο,
πάνω ντου να ’νεστηλωθώ, να το ’βανα θεμέλιο.
ΦΙΛΟΙ, που ξεμαντάλωναν πόρτες καρδιάς να κάτσω,
στου κόρφου ντως τη ζεστασιά, σα ντο μωρό να κλάψω….
Ο ωσεί ιδεοψυχαναγκασμός της στην επανάληψη οδηγεί και σε μια πρωτοτυπία: συχνά η ομοιοκαταληξία δεν είναι κατά δίστιχα, αλλά κατά τρίστιχα, όπως στο παρακάτω:
Τση Σταχτοπούτας ήμοιαζα, είχα τον πρίγκηπά μου,
να βάζει τα παπούτσα μου στα πόδια τα κρυγιά μου
και τω χειλιώ τη ζεστασά κομπρέσα στη καρδιά μου.
Ακόμη και τετράστιχα συναντήσαμε, και μια φορά ένα ολόκληρο πεντάστιχο. Σπάνια συναντήσαμε αδέσποτους δεκαπεντασύλλαβους, και μόνο μια φορά μια «δυσλεκτική» θα λέγαμε, χρήση της ομοιοκαταληξίας: Παράδερνε ο λογισμός, σα τσι λυμένες βάρκες,/ που τσι λαλιούν τα κύματα, και τσι ξεβράζουν στσ’ άκρες. Και άλλη μια φορά μια βιασμένη χρήση ομοιοκαταληξίας: σα ντο χαράκι ετούτονέ, που κάθομαι και γράφω,/ και με τη χέρα μου τη μια, βαστώ ντη κάτω γνάθο.
Οι μεταφορές της είναι σπάνιας ομορφιάς, και συχνά μας συγκινούν παραπέμποντας στην Κρήτη της παράδοσης, της Κρήτης που ανήκει πια στο παρελθόν:
Πόμεινα οπίσω να θωρώ τον ίσκιο ντου να σβήνει,
με τη καρδιά ντη παιδική, σπασμένη σα λαήνι.
Όταν θα σπάσει το λαϊνι που έχω μεταφέρει, διακοσμητικό, στην Αθήνα, θα μένει ο στίχος της Μαρίνας να μου το θυμίζει.
Και άλλη μια ωραία, «κρητική» μεταφορά:
Ο χρόνος συλλογίζομαι, σκληρός σα ντα σημάδια,
κι ωσά τα κακοφούρνιστα, ’φτάζυμα παξιμάδια.
Και άλλη μια:
Ώρες εκουβεντιάζαμε, ωσά τσι κυβερνήτες,
κουβέντες ξετρυπώναμε ωσά τσοι αμανίτες.
Ο παρακάτω στίχος θα σώσει από τη λήθη τον τυφλό βιολάτορα του χωριού μου, χρόνια πεθαμένος:
Γλέντια με το Στραβογιαννιό, στη μέση τση πλατέας.
Στο Ερωτόκριτο υπάρχει το πρόβλημα ποιες από τις αποφθεγματικές φράσεις ανήκουν στον ποιητή και ποιες στο λαό. Από τις παρακάτω τρεις αποφθεγματικές φράσεις που συνάντησα στο ποιητικό αυτό έργο έχω ακούσει την πρώτη και την τρίτη, τη δεύτερη όχι.
Του ξένου κήπου δίνε ευκή, ν’ ανθίζει ο εδικός σου.
Τσ’ απαντοχές σου στο θεό και τη καρδιά στσ’ ανθρώπους
Μη κάμεις μη σου κάμουνε, μη πεις να μη σου πούνε.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε το φωτογραφικό υλικό που παραθέτει η Μαρίνα, τοπία της Βαϊνιάς, του χωριού της, όπως τα απεικόνισε ο φωτογραφικός φακός μια περασμένη εποχή. Κάθε φωτογραφία «σχολιάζεται» με στίχους μέσα από το βιβλίο.
Όπως γίνεται στην αφηγηματική ποίηση, υπάρχουν οι λυρικές κορυφώσεις, με στίχους εξαίρετης ομορφιάς. Ο Σολωμός γι αυτό άφησε αποσπάσματα. Έγραψε μόνο τις λυρικές κορυφώσεις που τον ανέβασαν στον Παρνασσό της ποίησής μας, δεν έγραψε τις συνδετικές αφηγήσεις που θα τον κατέβαζαν. Από τις πιο ψηλές κορφές της ποίησης της Σαμπροβαλάκη θα δώσουμε κάποια δείγματα, με τα οποία θέλουμε να κλείσουμε και την παρουσίασή μας:
Μονάχα η νύχτα ’κάτεχε κι ο ουρανός εθώργε
όσα η καρδιά ’λαχτάρουνε, και το κορμί δε ’μπόργε.
…………….
Ήλιε, δε θέλω μπλιο να δω τ’ ανεσηκώματά σου,
θέλω στα μαξελάργια μου, τα ηλιογέρματά σου.
……………
Ξελαμπικάρισε ο νους, λευτέρωσα τη σκέψη,
τα χαλινάργια τα παλιά, τση ’βγαλα, για να τρέξει.
Και δε ντη περιόρισα, που πχιαίνει κι ήντα κάνει,
και εγλάκα ,τα πικρά παλιά, εδά, να τα γλυκάνει.
No comments:
Post a Comment