Βασίλης Γεργατσούλης, Η Αναρά, Αθήνα 2004, Σύγχρονη Εποχή.
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ο Βασίλης Γεργατσούλης είναι δάσκαλος, διευθυντής σε δημοτικό σχολείο, και υποψήφιος διδάκτορας στη λαογραφία. Με λαογραφικά ενδιαφέροντα λοιπόν, δεν είναι παράξενο που η «Αναρά», το πρώτο του μυθιστόρημα, είναι πλούσιο σε λαογραφικά στοιχεία.
Τι λέω, το ίδιο το μυθιστόρημα είναι λαογραφικό. Η υπόθεσή του εκτυλίσσεται σε ένα χωριό της Καρπάθου, το Απέρι, από όπου κατάγεται ο συγγραφέας, και έχει σαν κεντρικό πυρήνα το μύθο της Αναράς, της νεράϊδας που μπορεί να μπαινοβγαίνει στο χρόνο. Ο ήρωας πηγαίνει με κάποιο φίλο του στη σπηλιά της Αναράς και βρίσκει ένα βιβλίο στο οποίο είναι γραμμένη η μαγική επωδός για επίκληση του Χρόνου. Τον καλεί και του ζητά μια χάρη: να επιστρέψουν στο χρόνο δυο γέροι του χωριού του. Οι γέροι εξαφανίζονται, και στη θέση τους εμφανίζονται δυο νέοι, ξαδέρφια τους υποτίθεται. Και ενώ θα έπρεπε να χαρούν τη νιότη τους, δεν γίνεται κάτι τέτοιο, γιατί κουβαλάνε τη νιότη που είχαν μερικές δεκαετίες πριν, με τις νοοτροπίες της εποχής, πράγμα που τους απομονώνει από τους υπόλοιπους νέους του χωριού. Έτσι ο ήρωας δεν έχει άλλη επιλογή από το να παρακαλέσει το Χρόνο να τους κάνει όπως ήσαν πρώτα.
Η υπόθεση φαίνεται φανταστική, όμως δεν είναι. Ο Γεργατσούλης, δέσμιος των ρεαλιστικών συμβάσεων της εποχής, παρουσιάζει στο τέλος όλη αυτή την περιπέτεια του ήρωα σαν όνειρο. Αυτό είναι μια παλιά αφηγηματική τεχνική. Για παράδειγμα στο «Ιστορία και όνειρο» του Μαρίνου Φαλιέρου (Κρήτη, 15ος αιώνας), ο ήρωας, απάνω που είναι έτοιμος να καταφέρει την κοπέλα που αγαπά, ξυπνάει από το τσίμπημα ενός ψύλλου.
Αναζητώντας, όχι τον χαμένο, αλλά τον περασμένο χρόνο, όχι για δικό του λογαριασμό, αλλά για λογαριασμό άλλων, αποτελεί τη «διάνοια» του έργου, τη θεματική του.
«Χαίρεσαι; Κυλάει ο χρόνος ανάλαφρος. Αγχώνεσαι; Έρχεται ο χρόνος και σου σφίγγει πιότερο τη θηλιά γύρω από το λαιμό σου. Λυπάσαι; Γίνεται ο χρόνος ένα βαρύ αμόνι πάνω στην τρυφερή καρδιά σου. Περιμένεις κάτι με λαχτάρα; Κολλάει με μια σαδιστική διάθεση του χρόνου το ρολόι. Θέλεις να απολαύσεις λίγο παραπάνω κάποια όμορφη στιγμή; Έρχεται ο χρόνος και σου φωνάζει: ‘Τέλειωσε ο χρόνος! Ο κάθε κατεργάρης και στον πάγκο του’» (σελ. 205).
Η θεματική αυτή όμως είναι ολοφάνερα προσχηματική, αφού αυτό που ενδιαφέρει τον Γεργατσούλη είναι η μυθιστορηματική απόδοση λαογραφικών στοιχείων, διανθισμένων με ιστορίες, αστείες και μη, σαν αυτές που κυκλοφορούν σε όλα τα επαρχιώτικα χωριά. Ανάμεσα σ’ αυτές είναι και μια ιστορία με τσουνάμι. Το ζωτικής σημασίας δίδαγμα, που δεν είναι άσχημο να το επαναλάβουμε εδώ, είναι ότι αν δεις τη θάλασσα να υποχωρεί, το βάζεις στα πόδια και ανεβαίνεις στον κοντινότερο λόφο.
Και μια αστεία ιστορία: Η γιαγιά, αντί να ρίξει στην κάλπη το ψηφοδέλτιο που της έδωσαν, έριξε το φάκελο με το λογαριασμό της ΔΕΗ. «Θεία, ψήφισες ΔΕΗ» (σελ. 122).
Τις κατάρες, που βρίσκονται συχνά στο στόμα των χωριανών, τις θεωρεί σαν μέσο για να «αποφεύγουμε τη χειροδικία και τις εκδικητικές ενέργειες. Αν δεν υπήρχαν αυτές, θα έπαιρνε ο καθένας μια κουμπούρα ή ένα στειλιάρι και θα έσπαγε το κεφάλι του διπλανού του» (σελ. 109-110). Είναι όπως τα «τυπικά μετάθεσης» των ηθολόγων, ενέργειες δηλαδή που εκτονώνουν την επιθετικότητα, όπως η γροθιά πάνω στο τραπέζι αντί στο πρόσωπο εκείνου που μας ενόχλησε.
«Το μη σε μέλλει μη ρωτάς, ποτέ κακό μην εύρεις». Παροιμίες σαν κι αυτή υπάρχουν κάμποσες στο βιβλίο, τονίζοντας το λαογραφικό του χαρακτήρα.
Από τα λαογραφικά στοιχεία που παρατίθενται στο βιβλίο είναι και η λαϊκή ιατρική. «Δυόμισι δεκαετίες νωρίτερα, γύρω στο 1950, όπως έχω ακούσει από τους μεγαλύτερους, κανένας στο νησί δεν εμπιστευόταν τους γιατρούς… Έτρεχαν λοιπόν σε κάποιες ζαρωμένες μαυροφόρες γριές, που τους έκαναν ένα σωρό μαγικά για να διώξουν από πάνω τους το κακό μάτι και να τους απαλλάξουν από τις σατανικές δυνάμεις που, όπως έλεγαν, τους είχαν κυριεύσει» (σελ. 141-142). Το άρρωστο από ουρολοίμωξη παιδί τη γλιτώνει εδώ, γιατί την τελευταία στιγμή οι γονείς του αποφασίζουν να εμπιστευθούν το γιατρό, όχι όμως και η ηρωίδα του Κινέζου συγγραφέα Ba Jin, στην «Άνοιξη», από τη φημισμένη τριλογία του «Οικογένεια», που πεθαίνει γιατί ο άντρας της δεν εμπιστευόταν τη δυτική ιατρική. Ο Γεργατσούλης φυσικά δεν απορρίπτει τη λαϊκή ιατρική, κυρίως τη βοτανοθεραπεία, την οποία υποστηρίζει ότι πρέπει να αξιοποιήσει η ιατρική.
Σε κάποιο σημείο διάβασα: «Ξέρεις, Βασίλη, τα παλιά χρόνια τους γέρους τους τυλίγανε σε μια κουβέρτα και τους ρίχνανε στο ποτάμι» (σελ. 182). Ψέμα; Ο πατέρας μου, στα βαθιά του γεράματα, που δεν τα άντεχε και πεθυμούσε το θάνατο, μου έλεγε συχνά: «Τα παλιά χρόνια ήταν καλύτερα που τους γέρους τους γκρεμίζανε». Είμαι σίγουρος ότι έτσι συνέβαινε, φαντάζομαι χιλιετίες πριν, και η ανάμνηση αυτή μεταβιβαζόταν προφορικά από γενιά σε γενιά. Και θυμήθηκα τη «Μπαλάντα του Ναραγιάμα» (1983) του Σοχέι Imamura, ένα από τα θέματα της οποίας είναι ακριβώς αυτό, η εγκατάλειψη των γερόντων στο βουνό. Το άλλο έργο όμως δεν το θυμάμαι, αναφερόταν στους Εσκιμώους, όπου και εκεί οι γέροι εγκαταλείπονταν έξω στο χιόνι για να τους φάνε οι αρκούδες. Έπρεπε να ζήσουν και αυτές, για να μπορέσουν τα παιδιά τους να τις σκοτώσουν και να τραφούν τα ίδια.
Ο Γεργατσούλης είναι επινοητικότατος στην πλοκή του, και οι ιστορίες που παραθέτει απολαυστικότατες. Διαθέτει μεγάλη αφηγηματική άνεση, σημαντικό προσόν για κάθε πεζογράφο. Η μεγάλη πρωτοτυπία του βιβλίου του βέβαια είναι η θεματοποίηση λαογραφικού υλικού. Αναμένομε και το επόμενο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment