Έρη Ρίτσου, Μυστικά και αποκαλύψεις, Κέδρος 2006
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Αργά στη ζωή της η Έρη Ρίτσου ανακάλυψε ότι έχει μεγάλη αφηγηματική άνεση και πήρε φόρα. Έτσι, δυο χρόνια μόλις μετά από τη δημοσίευση της πρώτης συλλογής διηγημάτων της, του «Γιατρού επαρχίας», μας παρουσιάζει το δεύτερο βιβλίο της, μυθιστόρημα αυτή τη φορά, το «Μυστικά και αποκαλύψεις».
Όπως και στα διηγήματά της, βλέπουμε και εδώ το a la Gosciny, ή καλύτερα a la Καπουτσίδη (βλέπε «Παρά Πέντε» στο Mega) χιούμορ της.
Ποια είναι η θεματική του έργου της;
Η Έρη, μοναχοπαίδι, με ένα μπαμπά που έλλειπε διαρκώς «για δουλειές», θεματοποιεί τις συγγενικές σχέσεις, εξαίρει τους συγγενικούς δεσμούς. Το θέμα της «αναγνώρισης», συχνό στις τραγωδίες και τις κωμωδίες, σπάνιο στην εποχή μας (το θυμάμαι στην ταινία Sex sells: the making of touche (2005) του Jonathan Liebert και πουθενά αλλού), εμφανίζεται όχι άπαξ σ’ αυτό το έργο. Και το μυθιστόρημα τελειώνει με τρυφερές σκηνές αποχαιρετισμού, και με την υπόσχεση «πάλι θα σας ξανάρθουμε».
Ενώ ο μυθιστορηματικός χωροχρόνος λειτουργεί πάντα ως φόντο, με εξαίρεση το ηθογραφικό αφήγημα του τέλους του 19ου αιώνα, εδώ συναγωνίζεται την πλοκή. Η Σάμος του καιρού της ηγεμονίας με τις ραγδαίες αλλαγές που ακολούθησαν, η μικρασιατική καταστροφή, η δικτατορία, περιγράφονται με γλαφυρότητα. Είναι όπως στους φλαμανδικούς πίνακες, όπου το τοπίο δεν είναι απλώς ο χώρος όπου στέκονται τα πρόσωπα, αλλά τα πρόσωπα στέκουν σ’ αυτό για να μην είναι γυμνό.
Καθώς ο χωροχρόνος κλέβει από τα πρόσωπα, η Ρίτσου βρίσκει τον πιο πρόσφορο τρόπο να τα αναδείξει: με το σασπένς. Συνεχώς αναρωτιόμαστε για τη συνέχεια, τι πρόκειται να συμβεί. Συνεχώς ο αναγνώστης και οι ήρωες βρίσκεται αντιμέτωποι με «μυστικά», και κάθε λίγο και λιγάκι πέφτουν πάνω σε «αποκαλύψεις».
Καιρός να κάνουμε και την κριτική μας παρατήρηση: Δεν υπάρχει ένα κεντρικό, «κορυφαίο» μυστικό που να κρατάει αδιάπτωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος του έργου, όπως κάνει ο Ντάνυ Μπράουν στον «Κώδικα ντα Βίντσι». Βρισκόμαστε μπροστά σε αλλεπάλληλα μυστικά. Αυτό όμως είναι κατά κάποιο τρόπο και αναπόφευκτο. Τελικά πουθενά δεν μπορούμε να έχουμε και την πίτα σωστή και το σκύλο χορτάτο. Αυτό συμβαίνει στα «οικογενειακά» μυθιστορήματα, όπως π.χ. στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» και στους «Μπούντεμπρουκς», για να αναφέρουμε δυο από τα πιο διάσημα.
Σε ένα έργο όπου το αφηγηματικό ενδιαφέρον εδράζεται σε μεγάλο βαθμό στο σασπένς, το απροσδόκητο, οι ανατροπές των αφηγηματικών προσδοκιών είναι συχνότατες. Όμως το σασπένς αυτό είναι ενδοκειμενικό.
Εδώ βρεθήκαμε σε μια «διακειμενική» ανατροπή της αφηγηματικής μας προσδοκίας. Την καταθέτω γιατί ίσως ενδιαφέρει ένα θεωρητικό της πρόσληψης.
Στην αρχή του έργου βλέπουμε τον Νικόλα Αγησιλάου να φλερτάρει με την κόρη του συνεταίρου του. «Ωραία», λέμε, «θα το σκάει μαζί της όπως ο Θωμάς με την Ελένη στην Ανατροπή του Γιώργου Θέμελη .
Αμ δε! Στο επόμενο κεφάλαιο, «Διαδρομές στο χρόνο», η αφήγηση εστιάζεται σε άλλο πρόσωπο, στη Μαριγούλα. Λέω, γνωστή η τακτική, μας κρατάει σε αγωνία η Έρη, στο επόμενο κεφάλαιο θα μας παρουσιάσει τον Νικόλα να το σκάει με την Νάντα. Τίποτα. Βλέπουμε τελικά ότι τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει, και να σου η Έρη μας ξαναβγάζει την ιστορία στο τέλος του έργου. Ο Νικόλας χρηματοδοτεί το ταξίδι της Νάντας, του άντρα της και των παιδιών τους από τη φλεγόμενη Σμύρνη. Στο τέλος της ζωής της η Νάντα ξεπληρώνει την υποχρέωση με μια επιταγή για τα παιδιά του Νικόλα.
Και μια και είμαι συγκριτολόγος από ιδιοσυγκρασία, θα κάνω τη σύγκριση ανάμεσα στον Πολυκράτη, το σύζυγο της Μαριγούλας, και στον «Σιούλα τον ταμπάκο» του Δημήτρη Χατζή. Στο έργο του Χατζή ο Σιούλας συνέρχεται από την κατάθλιψη που του προκαλεί η κρίση του επαγγέλματός του. Αντίθετα ο αραμπατζής Πολυκράτης, που η έλευση του τραμ τού στέρησε τη δουλειά και ξέπεσε στη φτώχεια, δεν κατάφερε να συνέλθει. Το έριξε στο ποτό για να πεθάνει μετά από ατύχημα. Μεθυσμένος έπεσε από τον αραμπά του και η πισινή ρόδα του έκοψε το λαιμό. Θα έλθει όμως και η σειρά των αφεντικών. Η διάδοση των πλαστικών μείωσε τη ζήτηση των αυθεντικών δερμάτων, και το εργοστάσιο του Αγησιλάου έκλεισε τελικά.
Επινοητική στο στήσιμο της ιστορίας της η Ρίτσου κάνει πιο πολυφωνικό το μυθιστόρημά της από ότι θα μπορούσε να φανταστεί ο Μπαχτίν. Δεν είναι μόνο το ότι ο διάλογος καταλαμβάνει τη μερίδα του λέοντος. Χρησιμοποιεί την επιστολογραφία και τις ημερολογιακές σημειώσεις για να προχωρήσει την ιστορία της, ρίχνοντας έτσι τον τριτοπρόσωπο αφηγητή της εντελώς σε δεύτερο πλάνο. Ακόμη κάνει υφολογικά πιο πλούσιο το έργο της, χρησιμοποιώντας σε κάποιες επιστολές και σε κάποιες ημερολογιακές σημειώσεις την καθαρεύουσα της εποχής. Αφού η δημοτική την έριξε νοκ άουτ στο χώμα, τώρα τη στήνει στα πόδια της και την ξεσκονίζει. Ο Παπαδιαμάντης είναι μεγάλος διηγηματογράφος, αλλά η ίδια η καθαρεύουσά του που τον κάνει αντιπαθητικό στους μαθητές μας, εμάς μας τον κάνει ακόμη πιο αγαπητό. Η περιπέτεια αυτή της γλώσσας μας τελικά την πλούτισε εκφραστικά. Οι δοκιμιογράφοι ειδικά τρελαίνονται με τις μετοχές της.
Με την αφηγηματική άνεση και την επινοητικότητα στην πλοκή που διακρίνει την Έρη, πιστεύουμε ότι το μυθιστόρημα της ταιριάζει περισσότερο. Περιμένουμε και το επόμενό της.
No comments:
Post a Comment