Τίτλος: «Στενογραφία»
Συγγραφέας:Κώστας Μαυρουδής
Εκδόσεις:Κέδρος 2006
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα και στο Index, τ. 8, Δεκέμβρης 2006
Η «Στενογραφία», το τελευταίο βιβλίο του Κώστα Μαυρουδή, αναφέρεται σαν τίτλος στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο, σε αντίθεση με το σύνολο των βιβλίων που κυκλοφορούν. Το χαρακτηριστικό ενός στενογραφημένου κειμένου είναι ότι σε μικρό χώρο περιέχει πολλές πληροφορίες. Το ίδιο και το βιβλίο του Μαυρουδή.
Στην παρουσίαση που του έγινε στη «Γωνιά του βιβλίου» στις 7-10-2006, ένας από τους παρουσιαστές αναρωτιόταν πού ανήκει το βιβλίο γραμματολογικά: είναι ποίηση, αφορισμός, μυθιστόρημα, δοκίμιο;
Είναι λίγο από όλα αυτά. Να ξεκινήσουμε με το παρακάτω απόσπασμα: «Ο επιγραμματοποιός είναι ένας άγονος μυθιστοριογράφος. Κάθε αφορισμός κρύβει, στην ουσία, τη νοσταλγία του πολυσέλιδου έπους» (σελ. 136).
Για τον Σολωμό γράψαμε κάποτε ότι το ανολοκλήρωτο του έργου του οφείλεται στο ότι σε μια ποίηση που εγκατέλειπε τον πολύστιχο, επικό, αφηγηματικό εαυτό της, ο Σολωμός ενδιαφερόταν μόνο για τις λυρικές κορυφώσεις και όχι για τις αφηγηματικές συνδέσεις. Έτσι και ο Μαυρουδής, δεν ενδιαφέρεται για τις αφηγηματικές συνδέσεις αλλά για τους συμπυκνωμένους αφορισμούς και τα σύντομα δοκίμια, που θα μπορούσε να είχε βάλει στο στόμα των ηρώων του ή του αφηγητή του σε ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Γιατί αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό των κειμένων του βιβλίου. Κάποια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σύντομα δοκίμια, και κάποια συμπυκνωμένοι αφορισμοί. Και ένας συμπυκνωμένος αφορισμός συγγενεύει με την ποίηση του χάι κου στην πυκνότητα. Παράδειγμα: «Ο στίχος είναι μια είδηση που έχει πάντοτε σημερινή ημερομηνία» (σελ. 141). Και ποια είναι η μεγαλύτερη πυκνότητα; Η λέξη που τίθεται για να λειτουργήσει με τους συνειρμούς της. «Ο Τιτανικός» (σελ. 144). Αυτό και μόνο. Ένας συνειρμός, ανοίκειος, που δημιουργείται σε μένα είναι η βιασμένη παρθένα που στη συνέχεια εκτελεί ο βιαστής της.
Ο συνειρμός μου αυτός λειτουργεί στη λογική των περισσότερων κειμένων του βιβλίου: στη σύγκριση που επισημαίνει τις ομοιότητες, και που στην υφολογία λέγεται μεταφορά ή παρομοίωση, λειτουργώντας στο επίπεδο του μικροκειμένου, ενώ στο επίπεδο του μακροκειμένου της αφήγησης έχει ονομαστεί αλληγορία, παραβολή, αντικατοπτρική ιστορία (recit speculaire). Να δώσουμε κάποια παραδείγματα:
«Αλλάζοντας πλευρό στο κρεβάτι, προκύπτει κάποτε μια στιγμιαία ανακούφιση τόσο βαθιά και μειλίχια, που μοιάζει σαν τη στοργή που είχες παιδί» (σελ. 74).
«Ο επαγγελματισμός που σε αποτρέπει να απολαύσεις το αυτονόητο: η εξέταση ενός κόλπου από το μαιευτήρα, η ανάγνωση της λογοτεχνίας από τον κριτικό» (σελ.72).
Θα διαφωνούσα με την παραπάνω ιδέα, πιστεύοντας ότι ο κριτικός, ιδανικά, βρίσκεται λίγο πιο πάνω από τον επαρκή αναγνώστη, αλλά στη λογοτεχνία, όπως και στο δοκίμιο, για μένα τουλάχιστον, σημασία δεν έχουν οι ιδέες όσο η «λογοτεχνικότητα», και μια πετυχημένη μεταφορά προσθέτει πάντοτε στην απόλαυση του κειμένου. Όσο για τον μαιευτήρα, αν αληθεύουν τα κουτσομπολιά, και αυτός απολαμβάνει, κατά περίπτωση, όπως και ο κριτικός και ο αναγνώστης της λογοτεχνίας, τον κόλπο.
Αλλού οι συγκρίσεις γίνονται σε εκτενή αποσπάσματα, όπως π.χ. σ’ εκείνο (σελ. 76-77) όπου συγκρίνει δυο έργα ζωγραφικής, Las meninas του Βελάσκεθ και τους Αρραβώνες του Αρνολφίνι με τον Άμλετ.
Ο Μαυρουδής αυτάρεσκα αποδέχεται τον χαρακτηρισμό του εστέτ, που του προσάπτουν εχθροί και φίλοι, μηδ’ εμού εξαιρουμένου, με το να αφιερώνει «Δεκατρείς θέσεις για τον εστέτ» (σελ. 55-62). Όμως κατά πόσο είναι εστέτ ο Μαυρουδής; Σε κάποια από τα αποσπάσματα τον ειρωνεύεται.
«Για τον απόλυτο εστέτ, η απριλιανή δικτατορία (1967) δεν μπορεί παρά να ήταν το υποχθόνιο σχέδιο, προκειμένου να μεταφραστεί από κάποιον γαλλομαθή κρατούμενο Ο Χαμένος χρόνος του Προυστ» (σελ. 55) «Στον άξιο του ονόματός του εστέτ αρκεί να δει τα χέρια (ή τα παπούτσια) ενός αγνώστου για να καταλάβει ότι δεν τον απασχόλησε ποτέ ο Δον Κιχώτης» (σελ. 60). Εγώ που δεν είμαι εστέτ θα μπορούσα να το κάνω αυτό σε χιλιάδες, όμως για τον ένα θα είχα πάντα αμφιβολίες.
Το να είσαι λάτρης της κλασικής μουσικής και της ζωγραφικής σε κάνει αυτόματα εστέτ; Καθόλου νομίζω, απλά σε κάνει καλλιεργημένο. Το ότι ο Μαυρουδής υπονομεύει την εικόνα του εστέτ φαίνεται και από διάφορα άλλα αποσπάσματα. Ο Εστέτ κρύβεται πίσω από τον ελεφάντινο πύργο της τέχνης του αγνοώντας την πραγματικότητα. Αυτός είναι ένας σύντομος ορισμός του εστέτ που διάβασα στα εφηβικά μου χρόνια μελετώντας το έργο του Όσκαρ Ουάιλντ. Πώς μπορεί να είναι εστέτ ο Μαυρουδής χλευάζοντας μια τέτοια στάση;
«Η άμμος θυμίζει πάντα τη λογοτεχνία. Όχι μόνο με την έννοια της απειρίας, αλλά και ως τόπος όπου ο αναγνώστης – στρουθοκάμηλος κρύβει το κεφάλι του, μένοντας ο υπόλοιπος βορά στον πραγματικό κόσμο» (σελ. 47). Το παραπάνω απόσπασμα ισχύει απόλυτα για τον εστέτ.
«Νομίζαμε ότι μας κουνά η αιώρα μιας αιώνιας εξοχής, ενώ λικνιζόμαστε ανύποπτοι μέσα στο σαθρό δίχτυ του χρόνου» (σελ. 47). Αν θεωρήσουμε την «αιώρα μιας αιώνιας εξοχής» σαν μεταφορά για της απολαύσεις του εστέτ (για να μη πούμε γενικά για τις αισθητικές απολαύσεις), η θέση του Μαυρουδή είναι ξεκάθαρη. Αν και οι πιο ειδικοί, όπως ο Γιάλομ, πιστεύουν ακριβώς το αντίθετο, ότι «λικνιζόμαστε υποψιασμένοι», και αυτό είναι ένα από τις τέσσερα βασικά υπαρξιακά ερωτηματικά που βρίσκονται πίσω από τις δυστυχίες μας στην καλύτερη περίπτωση, από τις νευρώσεις μας στη χειρότερη.
Ο Μαυρουδής κατά τη γνώμη μου είναι ένας ευαίσθητος διανοούμενος, και ο αισθητισμός του έχει σαν βάση μια κοινωνική, αν όχι υπαρξιακή απαισιοδοξία.
«Ίσως η τελευταία και συντομότερη φράση του ρόλου μου, που θα ψιθυρίσω δειλός και απαρηγόρητος: ‘Αυτό ήταν, λοιπόν;’» (σελ. 111). «Ο γιατρός είναι πλέον νεότερός μου, ο αστυφύλακας νεότερός μου, ο καθηγητής της κόρης μου νεότερός μου – η μελαγχολία μου ενηλικιώνεται» (σελ. 110).
Τα σύντομα, αυτόνομα, «αφοριστικά» κείμενα είναι ένα φοβερά δύσκολο είδος. Ο Λεοπάρντι, πριν πεθάνει, δημοσίευσε τις «Σκέψεις» του (1837), ενώ παραθέτουν συστηματικά τα ευφυολογήματα του Όσκαρ Ουάιλντ. Θυμάμαι τους αφορισμούς του Όσκαρ Ουάλντ στον πρόλογο στο «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ» που είχα αγοράσει μαθητής και που τα είχα σαν ευαγγέλιο (κάτι έπρεπε να έχω κι εγώ). Στην Ελλάδα είναι πολύ λίγοι αυτοί που έχουν γράψει αφορισμούς. Η σπάνις του είδους, σε συνδυασμό με την υψηλή της ποιότητα, κάνουν τη «Στενογραφία» πραγματικό θησαυρό.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment