Ελένη Γκίκα, Πλήθος είμαι, Άγκυρα 2009, σελ. 367
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένα ακόμη εξαιρετικό μυθιστόρημα της πολυγραφότατης συγγραφέως, όπου το πραγματικό με το μυθιστορηματικό συμπλέκονται αξεδιάλυτα.
Πάλι με ένα προκλητικό, οξύμωρο τίτλο τιτλοφορεί η Ελένη Γκίκα το καινούριο της βιβλίο. Τίτλο οξύμωρο, που ο αναγνώστης καλείται να αποκρυπτογραφήσει, καθώς και το λάιτ μοτίφ με το οποίο τελειώνει κάθε κεφάλαιο: θα είμαι όλοι ή κανείς∙ θα είμαι ο άλλος. Αν καταφύγουμε στην ψυχανάλυση, θα μιλήσουμε ή για άρνηση του εγώ, ή για πολυδιάσπασή του, ή για ενδοβολή του άλλου. Αν πάλι το ψάξουμε φιλοσοφικά, μπορεί να καταφύγουμε στον υπαρξισμό του Σαρτρ και στην αντίληψή του ότι «οι πράξεις μας μάς δεσμεύουν», ότι με τις πράξεις μας νομοθετούμε για την ανθρωπότητα, ότι γνώμονας σε κάθε μας πράξη πρέπει να είναι οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, καθώς τους δείχνουμε ένα δρόμο, μια συμπεριφορά, μια στάση ζωής. Βλέποντάς το πάλι από θρησκευτική σκοπιά, θα μιλάγαμε για τη μυστικιστική εμπειρία της εξαφάνισης του εγώ καθώς ταυτίζεται με το σύμπαν. Μπορεί να είναι όλα αυτά ή τίποτα από αυτά, μπορεί να είναι κάτι άλλο, σημασία έχει ότι πρόκειται για ένα τίτλο τον οποίο δεν μπορούμε να προσπεράσουμε χωρίς να τον σκεφτούμε.
Υφολογικά, είναι η γνωστή μας Ελένη, πυκνή, αφαιρετική, ελλειπτική. Γράφει σαν σε εσωτερικό μονόλογο. Σύντομοι περίοδοι, όπου το ρήμα συχνά απουσιάζει. Κυριαρχεί η εικόνα, ο στοχασμός πάνω στην εικόνα, και όχι η δράση. Το εφέ της επανάληψης δεν το συναντήσαμε παρά μόνο στην παραπάνω φράση, που, όπως είπαμε, επαναλαμβάνεται σε κάθε κεφάλαιο κλείνοντάς το. Στίχους επίσης συναντήσαμε ελάχιστους. Τους φυλάει μάλλον για το ποιητικό έργο που ετοιμάζει, όπως με πληροφόρησε από το blog της. Διατηρεί όμως τον διάλογο ανάμεσα στα βιβλία που διάβασε και στη ζωή της ηρωίδας της, εδώ με ακόμη πιο πρωτότυπο τρόπο: παραθέτει κομμάτια στα κεφάλαια του έργου (ταυτοποιούνται με αριθμούς) από τα «χειρόγραφα», όπως ονομάζει τις βιβλιοπαρουσιάσεις που παρεμβάλλονται ενδιάμεσα. Σ’ αυτά μιλάει για τη φίλη μας τη Μάρω (Βαμβουνάκη), για τον Ιβάν Κλίμα, για τον Ντοστογιέφσκι, τον Γιάννη Ξανθούλη, τη Δάφνη ντε Μωριέ, και ένα σωρό άλλους. Ανάμεσά τους και ο άγνωστός μου Helmut Krausser, που η παρουσίαση του έργου του «Έρως» με έβαλε στον πειρασμό να το αγοράσω (έχουμε ήδη γράψει και γι αυτό, αλλά προηγείται η Ελένη).
Scripta manet έλεγαν οι Ρωμαίοι, τα γραπτά μένουν, όμως υπάρχει διαφορά από γραπτό σε γραπτό. Μια βιβλιοπαρουσίαση θα μείνει με ασφαλέστερο τρόπο στις σελίδες ενός βιβλίου παρά στις σελίδες μιας εφημερίδας, η οποία στη χειρότερη περίπτωση θα καταλήξει στον σκουπιδοτενεκέ την επόμενη μέρα, και στην καλύτερη σε ένα κάδο ανακύκλωσης. Ένα βιβλίο όμως, ακόμη και αν εξαντληθεί και δεν επανατυπωθεί, θεωρητικά είναι προσβάσιμο σε κάποια βιβλιοθήκη για τον μελετητή αλλά και για κάθε απλό αναγνώστη που θα είχε πολύ μεγάλη επιθυμία να το διαβάσει.
Πολυδιαβασμένη η Ελένη Γκίκα, το βιβλίο αυτό όπως και όλα της τα βιβλία είναι σαν μια εγκυκλοπαίδεια. Διαβάζοντάς το, πέρα από την απόλαυση του κειμένου, αποκομίζει κανείς γνώσεις, αρκετές γνώσεις, από ενδιαφέροντα επεισόδια της ζωής των συγγραφέων (των οποίων τα βιογραφικά παρατίθενται και σε παράρτημα, ξεχωριστά), μέχρι ιστορικά ανέκδοτα και ενδιαφέροντα τσιτάτα. Ας παραθέσουμε κάποια:
Μοράβια: «Οι άνθρωποι διαιρούνται σε δυο κατηγορίες: σ’ εκείνους που όταν αντιμετωπίζουν ένα μεγάλο πρόβλημα θέλουν να σκοτώσουν και σε εκείνους που θέλουν να σκοτωθούν» (σελ. 264).
Σωστό. Οι ψυχολόγοι λένε ότι η αυτοκτονία είναι μια πράξη επιθετικότητας που αντί να στραφεί στον άλλο στρέφεται στον εαυτό.
Βιρτζίνια Γουλφ: «Εάν η γυναίκα είχε ένα δικό της δωμάτιο, θα είχε γεννηθεί η αδελφή του Σαίξπηρ» (σελ. 231). Μα, αν δεν κάνω λάθος, ο Σαίξπηρ είχε αδελφή, οι γονείς του ήταν αρκετά εύποροι, είχαν μεγάλο σπίτι με πολλά δωμάτια, μπορούσαν να κάνουν ακόμη δυο παιδιά χωρίς να τα στριμώξουν όλα στο ίδιο δωμάτιο. Ή μήπως κάνω λάθος;
Διονύσιος Σολωμός: «Δεν ζει κανείς καλά παρά μόνος, διότι η μοναξιά είναι το ορυχείο της δύναμης και της αυτογνωσίας» (σελ. 169). Μόνο που αυτό το ορυχείο μπορεί κάποια στιγμή να πέσει να σε πλακώσει. Διάβασα ότι ο Σολωμός, στις τελευταίες μέρες της ζωής του, αλκοολικός, μη βρίσκοντας ποτό να πιει, ήπιε ένα μπουκάλι κολόνια.
Το παρακάτω το γράφω για να θυμηθώ να το προσθέσω σε ένα αυτοβιογραφικό κείμενό μου με τίτλο «Οι ρίζες της σύμπτωσης». Σε δέκα μέτρα απόσταση από το σημείο όπου ο Ταρκόφσκι έστησε την κάμερα στη «Θυσία» για να τραβηχτεί η σκηνή που το πλήθος τρέχει πανικόβλητο μετά από μια καταστροφή, δολοφονήθηκε ο πρωθυπουργός της Σουηδίας Ούλοφ Πάλμε, «ο δε δολοφόνος του είχε διαφύγει μέσω εκείνης της σκάλας απ’ όπου στην ταινία κατέβαινε το τρομαγμένο πλήθος» (σελ. 277).
Τα υπόλοιπα μπορείτε να τα βρείτε στο βιβλίο. Η ανάγνωσή του θα σας αποζημιώσει παντοιοτρόπως.
Το ζήτημα της αδελφής του Σαίξπηρ είναι μιά υπόθεση της V. Woolf που χρησιμοποιήθηκε γιά να απαντηθεί το παλίο ερώτημα (ή & επιχείρημα) του γιατί δεν υπάρχει γυναίκα Μπετόβεν/ Σαίξπηρ/Αϊνστάιν. Η απάντηση βρίσκεται στο δικό μας δωμάτιο (που ως σήμερα πολλές από εμάς δεν έχουμε) & τις "3 Γκινέες" ούτε πατέρας (ή μεκήνας/εργοδότης) δεν έχει εξασφαλίσει στην κόρη όσο στο γιό γιά να αναπτύξει το ταλέντο του. Τα γυναικεία έργα μέχρι & σήμερα συνήθως γράφονται στο τραπέζι της κουζίνας ανάμεσα σε πεινασμένους αρσενικούς που περνούν & μωρά που διακόπτουν. Ως προσωπική & σύγχροη απόδειξη έχω τη δική μου ψευδή παιδική εντύπωση πως στην Ελλάδα οι γυναίκες είμαστε ελάχιστες. Στην τάξη ήμασταν το 1/3 των αγοριών & μεγάλωσα σίγουρη πως οι άνδρες περίσσευαν κι εμείς οι γυναίκες σπανίζαμε. Αργότερα ανακάλυψα πως αυτό συνέβαινε σε όλα τα πανάκριβα ιδιωτικά. Εκτός των ελάχιστων πάμπλουτων οι μέσοι γοννείς θησία γιά την εκπαίδευση των κοριτσιών δεν έκαναν ούτε στα τέλη του 20ου αιώνα. Κι αυτό εξηγεί γιατί δε γνωρίζουμε το όνομα της αδελφής του Σαίξπηρ. Δάφνη Χρονοπούλου
ReplyDeleteΔάφνη, σίγουρα αυτή είναι η εξήγηση, όμως είναι λυπηρό το γεγονός.
ReplyDelete