Ανδρέας Μήτσου, Ιστορίες συμπτωματικού ρεαλισμού, Οδυσσέας. Φιλολογική, Απρ. Ιούν 1991, τ. 38.
Οι «Ιστορίες συμπτωματικού ρεαλισμού» (εκδόσεις Οδυσσέας) είναι η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του συνάδελφου φιλόλογου Ανδρέα Μήτσο. Πρόκειται για ιστορίες γκροτέσκ, που «συμπτωματικά» συμβαίνει να είναι ιστορίες αληθινές (το πραγματικό - ρεάλ - είναι μια λέξη περίπου συνώνυμη με το αληθινό) ή τουλάχιστον είναι αληθινός ένας βασικός πυρήνας του αφηγηματικού σκελετού, του «μύθου».
Το γκροτέσκο, που βρίσκεται στα σύνορα ανάμεσα σε ρεαλισμό και υπερρεαλισμό, αξιοποιεί τη φαντασμαγορική εικονοπλασία του ονείρου, σαν άρνηση και υπέρβαση της πραγματικότητας. Καθώς μάλιστα το απροσδόκητο είναι εγγενές στη φύση του, γίνεται μια στο μάξιμουμ αξιοποίηση του σασπένς (αγωνία) η οποία είναι η πιο επιτυχημένη αφηγηματική τεχνική για προσέλκυση της προσοχής του αναγνώστη, κατά κόρον χρησιμοποιούμενη από την παραλογοτεχνία.
Έτσι, και από μόνο του αυτό το στοιχείο κάνει την ανάγνωση ελκυστική. Όμως είναι μια τεχνική που δεν αποτελεί στόχο αφ' εαυτής όπως στην παραλογοτεχνία. Υποτάσσεται και αυτή, όπως όλες οι αφηγηματικές τεχνικές της μεγάλης τέχνης, στο βαθύτερο και ουσιαστικότερο ρεαλισμό τον οποίο υπηρετεί, ανεξάρτητα από τη ρεαλιστική ή μη υφή της πλοκής. Και ο ρεαλισμός αυτός είναι η πραγματικότητα του ανθρώπινου ψυχισμού, και μάλιστα στη βαθύτερη, υποσυνείδητη ουσία του. Δεν πρόκειται για το ρεαλισμό του «ρεαλισμού», ο οποίος ψυχογραφεί «τυπικούς», όπως επισημαίνει ο Λούκατς, εκπροσώπους μιας εποχής. Είναι ο βαθύτερος ρεαλισμός των βαθύτερων και ουσιαστικότερων διαστάσεων της ανθρώπινης ψυχής, ο οποίος εκδηλώνεται στην πιο αυθεντική του μορφή με την μη τυπικότητα των ηρώων, ακριβώς όπως η μη τυπικότητα της νεύρωσης αποκάλυψε στον Φρόιντ. και αποκαλύπτει από τότε σε όλους μας την πραγματικότητα της λίμπιντο, το μέγεθος της δύναμης των σεξουαλικών ενορμήσεων, που σε εμάς τους «τυπικούς» ανθρώπους, αποκρύβεται με επιμέλεια. Και πραγματικά το πρώτο διήγημα, «ο έκτος άνδρας», θα το ζήλευε και ένας Φρόιντ. Ο νεκρόφιλος σεξουαλισμός της γυναίκας δείχνει τη δύναμη του σεξουαλικού ενστίκτου, το οποίο μόνο στη διαστροφή αναπτύσσει όλη τη δυναμική του. Το τέλος μάλιστα του διηγήματος αποτελεί μια σαρδόνια παρωδία, φαντάζομαι όχι από πρόθεση του συγγραφέα, του «τεσσαρακοστού πρώτου», της ταινίας του Γρηγόρη Τσουχράι. Ο αγαπημένος, όταν σαν ζωντανός γίνεται απειλητικός, σκοτώνεται., για να παραμείνει αγαπημένος.
Να πούμε ακόμη ότι η εναλλαγή τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης προκαλεί μια «εμπάθεια», μια ταύτιση με τον ήρωα που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, και καθώς αυτός είναι ένας γερμανός στρατιώτης, αυτό αποτελεί περίπου ένα τόλμημα, που επισημοποιεί τη ρήξη με την αντιστασιακή λογοτεχνία του πατριωτισμού.
Σε όλα τα διηγήματα οι ήρωες είναι αφημένοι στο ένστικτο, στη φαντασίωση, στην ανάμνηση, με ένα ψυχαναγκαστικό τρόπο, και καθώς πάντοτε συντρίβονται πάνω στην «αρχή της πραγματικότητας», διαψευδόμενοι στις προσδοκίες τους, προκαλούν την κατανόηση και τη συμπόνια μας. Μια συμπόνια που ξεπηδώντας από την πλοκή, σπάζει τη θωράκιση ενός ψυχρού, φωτογραφικού τρόπου αφήγησης, που σε επίπεδο ύφους συμβολοποιεί την ψυχρότητα με την οποία η κοινωνία μας αντιμετωπίζει κάθε απόκλιση. Το διήγημα «Ο οικουρός όφις» είναι ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα απ ' αυτήν την άποψη.
No comments:
Post a Comment