Εύα Στάμου, Μεσημβρινές συνευρέσεις, Μελάνι 2009, σ. 145.
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Συναρπαστικά διηγήματα από μια ταλαντούχα πεζογράφο, αντλημένα τα περισσότερα από τις εμπειρίες της ως ψυχολόγος
Διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο της Εύας Στάμου με τίτλο «Μεσημβρινές συνευρέσεις» θυμήθηκα το τελευταίο βιβλίο, αλλά πρώτο πεζογραφικό έργο, του ποιητή Μανόλη Πρατικάκη που έχει τον τίτλο «Τα αφηγήματα ενός ψυχιάτρου», και έκανα τη σκέψη ότι σαν υπότιτλος θα μπορούσε να μπει «Τα αφηγήματα μιας ψυχολόγου».
Όχι σαν τίτλος. Αυτό που διαφοροποιεί τα αφηγήματα του Πρατικάκη από τα διηγήματα της Στάμου δεν είναι μόνο οι ιδιότητες των συγγραφέων (ψυχίατρος ο Μανόλης, ψυχολόγος η Εύα), αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο. Ο Πρατικάκης χαρακτηρίζει τα πεζά αυτά κείμενα «αφηγήματα», ένας όρος γενικότερος και πιο αφηρημένος, μια και σ’ αυτά «αφηγείται» πραγματικές ιστορίες. Η Εύα όμως, στα διηγήματά της, δεν αφηγείται πραγματικά περιστατικά, αλλά πραγματικά «συμπτώματα», παρόλο που οι αφετηρίες σίγουρα είναι πραγματικές ιστορίες που έχουν τροποποιηθεί περισσότερο ή λιγότερο.
Οκτώ διηγήματα αποτελούν τη μικρή αυτή συλλογή των 145 σελίδων. Το «Μεσημβρινές συνευρέσεις» είναι τίτλος διηγήματος με τον οποίο τιτλοφορείται ολόκληρη η συλλογή, μια πρακτική συνηθισμένη στους συγγραφείς. Στην περίπτωση όμως της Στάμου ο τίτλος αυτός χαρακτηρίζει πραγματικά ολόκληρη τη συλλογή. Αν τη λέξη «μεσημβρινές» την αντικαταστήσουμε με τη λέξη «απογευματινές» (δεν ξέρω αν η Στάμου δέχεται τους πελάτες της και το μεσημέρι) και τη λέξη «συνευρέσεις» με τη λέξη «συνεδρίες» θα είχαμε ένα πληρέστερο χαρακτηρισμό της συλλογής.
Πληρέστερο;
Ίσως όχι. Το «συνεδρίες» έχει την κλειστή καταδηλωτική σημασία ενός επιστημονικού όρου, ενώ το «συνευρέσεις» είναι μια λέξη πιο ανοικτή σε συνδηλώσεις και συνειρμούς. Η Στάμου, ως ψυχολόγος, κάποιες φορές δεν «συνεδριάζει» αλλά «συνευρίσκεται» με τους πελάτες της, με τη σημασία της συναισθηματικής μέθεξης και όχι της ψυχρής επαγγελματικής αντιμετώπισης. Το διήγημα «Μ’ αυτό περνούν όλοι οι πόνοι» είναι χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη. Η πελάτισσα περνά το πένθος του θανάτου του συζύγου της με αισθήματα ενοχής και οργής. Η αφηγήτρια προσπαθεί να την βοηθήσει, να την παρηγορήσει, να την καθησυχάσει. Στο τέλος, όταν η γυναίκα φεύγει, μας γράφει η Στάμου «Κλείνω την πόρτα, κουρνιάζω στην πολυθρόνα και κλείνω τα μάτια μου να συνέλθω. Για μία μόνο στιγμή αισθάνομαι απόλυτη παραίτηση. Με κόπο συγκρατώ τα δάκρυά μου. Αυτό που προσπαθώ να ξορκίσω βρίσκεται μέσα μου, είναι ένα με μένα και σαν ανοικτή πληγή αιμορραγεί με κάθε αφορμή. Ο φόβος ότι θα ξεσπάσω σε κλάματα με αναγκάζει ν’ ανοίξω τα μάτια, να σηκωθώ και να σταθώ στο παράθυρο. Από την τσάντα μου, που είναι ακουμπισμένη στο περβάζι, βγάζω το πακέτο με τα τσιγάρα, βάζω ένα στο στόμα μου και το ανάβω. Στο μυαλό μού έρχονται τα λόγια της Φρίντα: Μ’ αυτό περνούν όλοι οι πόνοι» (σελ. λ72).
Αν υπάρχει μια ένσταση αυτή βρίσκεται στα λόγια της Φρίντας. Το ίδιο το κλείσιμο είναι εκπληκτικό, δείχνοντας ότι, πέρα από το φαινόμενο της αντιμεταβίβασης, ο ψυχολόγος μπορεί να συμπάσχει αυθεντικά με τους πελάτες του.
Και ενώ σε αυτό το διήγημα η αφηγηματική φωνή ταυτίζεται περίπου με τη συγγραφική, σε άλλα η πρωτοπρόσωπη αφήγηση γίνεται με τη φωνή του «ασθενούς». Ο ταραγμένος ψυχικός κόσμος δίνεται πιο ανάγλυφα στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση (ας θυμηθούμε το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι), και τη χρησιμοποιεί συχνά η Εύα, ακόμη και όταν αυτός που αφηγείται είναι άνδρας. Και ενώ η ρεαλιστική πεζογραφία μας δίνει «τυπικούς» χαρακτήρες που εμπλέκονται σε μη τυπικά γεγονότα (π.χ. η πλήττουσα σύζυγος του επαρχιακού γιατρού Έμμα Μποβαρύ που απατάει τον άντρα της και στο τέλος αυτοκτονεί), η Στάμου, αλλά και μεγάλο τμήμα της σύγχρονης πεζογραφίας, χρησιμοποιεί μη τυπικούς ήρωες, με μη τυπικό ψυχισμό, που όμως δεν εμπλέκονται σε ακραία γεγονότα. Για να το πούμε πιο παραστατικά, στα διηγήματα της Στάμου δεν θα βρούμε πτώματα, τουλάχιστον ανάμεσα στους κεντρικούς ήρωες. Έτσι θα συναντήσουμε τον ανίκανο να κάνει έρωτα με άλλες γυναίκες εκτός από πόρνες, τον άνδρα που ψάχνει στη γυναίκα τη μητέρα του και τη γυναίκα που ψάχνει στον άντρα τον πατέρα της, τη μαζοχίστρια, κ.ά. Επίσης βρήκαμε εδώ την τεχνική της λήψης με ειδικούς φακούς ώστε να μη γίνεσαι αντιληπτός, την αφήγηση του μάρτυρα που κρυφακούει ή βλέπει από απόσταση, την οποία χρησιμοποιεί συχνά η Στάμου στις αναρτήσεις της στο blog της. Στο «Ρίσκο» η συζήτηση κάποιων γυναικών που κάθονται στο διπλανό τραπέζι για δίαιτες και περιττά κιλά, ανακαλεί στον αφηγητή την προσωπική του ιστορία, τη σχέση του με τη γυναίκα του.
Όμως το διήγημα που κλέβει τις εντυπώσεις είναι το ομώνυμο της συλλογής. Κατά τη γνώμη μου είναι το καλύτερο, και πιστεύω ότι είναι ένας επί πλέον λόγος που με αυτό τιτλοφόρησε η Εύα τη συλλογή της.
Διαψεύδει τις αφηγηματικές αναμονές με ένα εκπληκτικό εφέ απροσδόκητου. Ενώ η σύγχρονη αφηγηματική πεζογραφία μάς έχει συνηθίσει στην εξεικόνιση χαρακτήρων και στην περιγραφή «τυπικών» επεισοδίων-τα επεισόδια στα διηγήματα της Στάμου είναι «τυπικά» στη μη τυπικότητά τους-εδώ έχουμε μια ολοκληρωτική ανατροπή στο τέλος. Αναφερθήκαμε πιο πριν στον άνθρωπο που δεν μπορεί να κάνει έρωτα παρά μόνο με πόρνες. Καθώς δεν τα καταφέρνει, βρίζει την αφηγήτρια, λέγοντάς της ανάμεσα στα άλλα. «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πουτάνα από σένα, κατάλαβες; Νομίζεις πως δεν ξέρω την αλήθεια, νομίζεις ότι η επιθυμία με έχει τυφλώσει;» (σελ. 53).
Αλήθεια, ποια αλήθεια; Το μαθαίνουμε στην μεθεπόμενη σελίδα.
«Αν τολμήσεις και μιλήσεις για όλα αυτά (την ανικανότητά του) θα σε σκοτώσω, τ’ ακούς πουτάνα; Αυτό είσαι, μια αληθινή πουτάνα. Όλα τα ξέρω, όλα! Πες μου πριν σου στρίψω το λαρύγγι, πες μου πού είναι το όπλο, τι το κάνατε; Μίλα, πού κρύψατε το όπλο;».
Το σασπένς λύνεται πιο κάτω. «Στάθηκα μπροστά στον νεαρό περιπτερά με την αλογοουρά και χωρίς να μιλήσω παραμέρισα τις ξανθιές μπούκλες από το πρησμένο, σημαδεμένο πρόσωπό μου. Τον κοίταξα στα μάτια. –Τα ξέρουν όλα, ακόμα και για το όπλο γνωρίζουν… Ξέρουν για τη Μίνα, να ειδοποιήσεις τα παιδιά να το διαλύσουν. Δεν πρόκειται να ξανάρθω στη γειτονιά. Πες τους το όπλο να το ξεφορτωθούν»… -Θα δω απόψε τον Μανώλη. Θα του πω τι σου έκανε ο μπάτσος κι αποφασίζει εκείνος για τα υπόλοιπα. Μην κάνεις τηλεφωνήματα, μην επικοινωνήσεις με κανέναν.
Τον ευχαρίστησα κι έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω μου τον ψηλό με το μουστάκι που τις τελευταίες βδομάδες είχε γίνει η σκιά μου».
Έτσι τελειώνει το διήγημα. Πιθανότατα η αφηγήτρια, ο περιπτεράς (συνήθως οι περιπτεράδες είναι χαφιέδες, αυτός εδώ όμως έχει αλογοουρά), η Μίνα, ο Μανώλης, ανήκουν σε μια αντιεξουσιαστική ομάδα.
Συναρπαστική η αφήγηση, ενδιαφέρουσες οι ιστορίες. Η Στάμου με αυτή της τη συλλογή, έπειτα από την έκδοση των δύο μυθιστορημάτων της «Ελιγμοί» και «Ντεκαφεϊνέ», αποδεικνύει ότι είναι εξίσου ικανή πεζογράφος και σ’ αυτό το δύσκολο είδος που είναι το διήγημα.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment