Σκέψεις και σχόλια για τη γλώσσα, Νεοελληνική Παιδεία, Άνοιξη 1988, τ. 13. σελ. 137-142.
1. Πάνω σ' ένα ξένο σχήμα
Διαβάζοντας το βιβλίο του κ. Γ. Μπαμπινιώτη «Γλωσσολογία και λογοτεχνία» κάναμε κάποιες σκέψεις με αφετηρία τις απόψεις του ως προς τη διάρθρωση του γλωσσικού σημείου. Κατ' αρχήν οι απόψεις του αυτές, τις οποίες παρασταίνει διαγραμματικά στο παρακάτω σχήμα, είναι περίπου οι εξής:
Το γλωσσικό σημείο διακρίνεται σε περιεχόμενο και έκφραση. Το περιεχόμενο διακρίνεται με τη σειρά του σε εσωτερικό και σε εξωτερικό. Το εσωτερικό είναι το σημαινόμενο, ή αλλιώς η έννοια που θέλει να εκφράσει το γλωσσικό σημείο. Το εξωτερικό είναι το αντικείμενο αναφοράς, από το οποίο συνάγεται η έννοια. Το σημαινόμενο χωρίζεται σε γνωστικό και βιωματικό. Έχουμε π.χ. την έννοια (σημαινόμενο) «σκύλος». Αντικείμενο αναφοράς είναι το ίδιο το ζώο. Το γνωστικό περιεχό (σελ. 137) μενο συμπίπτει χοντρικά με την περιγραφή του από ένα εγχειρίδιο βιολογίας (ζώο, τετράποδο, θηλαστικό κλπ.) και είναι περίπου κοινό για όλους τους ανθρώπους. Το βιωματικό περιεχόμενο αντίθετα είναι ιδιαίτερο για κάθε άνθρωπο. Στον ένα άνθρωπο η έννοια σκύλος συνδέεται με αισθήματα αγάπης και τρυφερότητας, στον άλλο με αισθήματα φόβου κλπ.
Τώρα πηγαίνουμε στην έκφραση. Χωρίζεται και αυτή σε εσωτερικό τμήμα και σε εξωτερικό. Το εσωτερικό είναι το «σημαίνον», που και αυτό χωρίζεται σε ακουστικό και οπτικό. Το ακουστικό είναι ένα εσωτερικό αποτύπωμα, ένα ακουστικό ίνδαλμα. Αυτό το ακουστικό ίνδαλμα μας επιτρέπει να προφέρουμε τη λέξη (όπως τραγουδάμε ένα τραγούδι, αν ξέρουμε το σκοπό του) καθώς και να την αναγνωρίζουμε, όταν την προφέρει κάποιος άλλος. Το οπτικό ίνδαλμα πάλι μας επιτρέπει να την αναγνωρίζουμε όταν την βλέπουμε γραμμένη, ακόμη και με τους πιο διαφορετικούς χαρακτήρες, και να την γράφουμε οι ίδιοι. Για να κάνουμε πιο φανερή τη διάκριση ανάμεσα σε σημαίνον και σημαινόμενο, ας πάρουμε πάλι το παράδειγμα του σκύλου. Και ο γάλλος και ο άγγλος αν δουν ένα σκύλο στο δρόμο θα τον αναγνωρίσουν σαν τέτοιο. Όμως ο ένας τον ξέρει σαν chien και ο άλλος σαν dog.
Τέλος, όσον αφορά το εξωτερικό τμήμα της έκφρασης, μορφή είναι η συγκεκριμένη υλοποίηση του ινδάλματος: του ακουστικού η λέξη όπως την προφέρουμε, του οπτικού όπως τη γράφουμε.
2. Σχέση σημαίνοντος — σημαινόμενου, ή αλλιώς λέξης και έννοιας
Το «σημαινόμενο» ταυτίζεται χοντρικά με την έννοια, και το «σημαίνον» με τη λέξη. Η χρήση καινούριων όρων από τη γλωσσολογία έγινε αφενός για να ορισθεί με μια νέα ακρίβεια, χωρίς συγχύσεις, το περιεχόμενο τους, και αφετέρου για να φανεί στην ετυμολογική σχέση τους η ουσιαστική τους σύνδεση.
Η έννοια, μαθαίνουμε από τη λογική, έχει πλάτος και βάθος. Βάθος είναι το σύνολο των χαρακτηριστικών της και πλάτος το σύνολο των όντων που μπορεί να περικλείει. Η σχέση πλάτους και βάθους είναι αντίστροφη: Όσο μεγαλύτερο είναι το πλάτος, τόσο μικρότερο είναι το βάθος, και όσο μεγαλύτερο το βάθος, τόσο μικρότερο είναι το πλάτος. Η λέξη σκύλος για παράδειγμα έχει μεγαλύτερο βάθος και μικρότερο πλάτος από την έννοια θηλαστικό.
Την πραγματικότητα την εννοούμε με έννοιες. Όσο μεγαλώνουμε, η πείρα και οι γνώσεις πλουτίζουν τις έννοιες μας. Και αφού η πείρα και οι γνώσεις είναι προϊόντα κοινωνικών διαδικασιών, άρα μεταδόσιμες, το (σελ. 138) ίδιο πρέπει να είναι και οι έννοιες. Πώς όμως μπορεί να μεταδοθεί κάτι που δεν είναι υλικής, αλλά νοητικής φύσης; Μα με τη γλώσσα! Απλοποιώντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το όχημα της έννοιας για την μετάδοσή της είναι η λέξη.
Σκεφτόμαστε με έννοιες, προσανατολιζόμαστε στην πραγματικότητα με έννοιες, οι παραστάσεις είναι απλοί δείκτες των εννοιών. Η έννοια είναι το παν, και στην εποχή μας γίνεται όλο και περισσότερο προϊόν μιας κοινωνικής διαδικασίας ανταλλαγής πείρας, γνώσης και πληροφοριών. Και η ανταλλαγή αυτή διενεργείται μέσω της γλώσσας. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που για τη μέση συνείδηση λέξη και έννοια ταυτίζονται, ή που νιώθουμε τόσο λίγο τη διάκρισή τους στην καθημερινή ζωή. Όμως κάποτε κάποτε συνειδητοποιούμε όλοι μας τη διαφορά, ιδιαίτερα σε καταστάσεις που δεν μπορούμε να βρούμε λέξεις για να εκφράσουμε τις σκέψεις μας. Γιατί, πρέπει να το τονίσουμε εδώ, ενώ η λέξη είναι οπωσδήποτε απαραίτητη σαν όχημα της έννοιας στην επικοινωνία με τους συνανθρώπους μας, για τις νοητικές μας λειτουργίες δεν είναι καθόλου απαραίτητη. Απαραίτητη είναι μια μορφή σήμανσης των εννοιών μέσα στο μυαλό μας, μα αυτή η σήμανση δε γίνεται αναγκαστικά με λέξεις. Όταν σκεφτόμαστε με έννοιες που αναφέρονται σε συγκεκριμένα αντικείμενα, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για τη σηματοδότηση τους εικονικά σύμβολα (φόρμες) των παραστάσεων των αντικειμένων αυτών. Κάτι ανάλογο μπορεί να γίνει και με τις αφηρημένες έννοιες. Κάποιος φιλόσοφος (νομίζω ο Μπέρτραντ Ράσελ), έλεγε ότι σκεφτόταν με σύμβολα, και όχι με λέξεις. Η αναγωγή σε παράσταση αφηρημέ¬νων εννοιών είναι τόσο διευκολυντική, που γίνεται καμιά φορά αυθόρμητα, ιδιαίτερα σε μικρές ηλικίες. Εγώ για παράδειγμα τους αριθμούς τους έχω τακτοποιημένους στο μυαλό μου με χωρικές σχέσεις, και θα μπορούσα να κάνω σχεδιάγραμμα για το πως τους φαντάζομαι. Ένας φίλος μου αντίθετα μου είπε ότι τους διακρίνει χρωματικά. Έτσι λοιπόν όπως μια έννοια σηματοδοτείται διαφορετικά στις διάφορες γλώσσες, το ίδιο μπορεί να γίνει και μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Μόνο που για τη μετάδοσή τους είμαστε αναγκασμένοι να καταφεύγουμε στις συμβατικές, κοινά αποδεκτές σημάνσεις, και κατά βάση στη γλώσσα.
3. Η διάζευξη λέξης και έννοιας, ή αλλιώς η αλλοτρίωση της γλώσσας
Η κατανόηση μιας έννοιας είναι ταυτόχρονα προϋπόθεση και αποτέλεσμα της γλωσσικής κυρίως επικοινωνίας. Σε όσο πιο πλούσια γλωσσικά περιβάλλοντα συναντάμε τη λέξη που τη σημαίνει, τόσο καλύτερα την ορίζουμε, τόσο πιο σωστά τη χρησιμοποιούμε. (σελ. 139).
Όμως αν η γλώσσα είναι τόσο παντοδύναμη στον καθορισμό της έννοιας, η έννοια καταντάει τελικά να βουλιάζει κάτω από το βάρος της λέξης. O Marcuse παραπονιέται ότι «η έννοια έχει την τάση να απορροφηθεί από τη λέξη». Όμως αυτό φαίνεται ότι είναι ένα αναπότρεπτο γεγονός.
Αφού οι έννοιες ορίζονται με τις λέξεις, και καθώς η χρήση των λέξεων μεταβάλλεται με τα χρόνια, φτάνει κανείς στο σημείο να αναρωτιέται: αντί να κοιτάζουμε το περιεχόμενο των εννοιών, δεν θα ήταν καλύτερα να κοιτάζουμε τη σημασία των λέξεων;
Η έννοια, παρόλο που είναι προϊόν ανθρώπινης αφαίρεσης, όταν συλληφθεί, αποκτάει μια μεταφυσική οντότητα, μεταβάλλεται σε πλατωνική ιδέα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις αφηρημένες έννοιες. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι συχνά μιλάμε για την ιδέα της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης κλπ. Αυτές οι αφηρημένες έννοιες είναι που ταλαιπωρούνται περισσότερο από την αλλαγή στη σημασία των λέξεων που τις σημαίνουν. Ας δώσουμε όμως ένα παράδειγμα.
Η ομορφιά είναι η ιδιότητα μιας παράστασης που μας προκαλεί ευχαρίστηση. Στην αρχαία ελληνική αυτή η έννοια σημαινόταν με τη λέξη «κάλλος», και ένας όμορφος άνθρωπος λεγόταν «καλός». Επειδή είναι φορτισμένη με μια θετικότητα, ο χριστιανισμός την εκμεταλλεύτηκε για να σημάνει πια όχι την ομορφιά, αλλά την ηθικότητα της ψυχής. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι αξίες της χριστιανικής ηθικής έγιναν πιο εύκολα αποδεκτές από τη μέση συνείδηση. Η λέξη άλλαξε σημασία, στο εξής άρχισε να σημαίνει άλλη έννοια. Όμως η έννοια του κάλλους τι έγινε; Έπρεπε να σημανθεί με νέα λέξη, στο βαθμό που η παλιά την εγκατέλειπε. Έτσι η έννοια του κάλλους άρχισε να σημαίνεται με τη λέξη «ομορφιά», και ο «καλός» έγινε «όμορφος». Την ίδια ταλαιπωρία υπέστη και η λέξη «αγαθός», που στην αρχαία ελληνική σήμαινε τον ανδρείο. Πέστε σε κάποιον ότι το ιδανικό των προγόνων μας ήταν το ιδανικό της «καλοκαγαθίας», του «καλού καγαθού ανδρός», χωρίς να του ερμηνεύσετε τη σημασία των λέξεων καλός και αγαθός, και δεν θα μπορέσει ποτέ να σχηματίσει πιο παρεξηγημένη αντίληψη για το πνεύμα τους. Για όλα αυτά έχει μιλήσει διεξοδικά ο Νίτσε στο έργο του «Η γενεαλογία της ηθικής».
4. Ακουστικό και οπτικό σημαίνον
Το σημαίνον, όπως είπαμε, το ξεχωρίζει ο κ. Μπαμπινιώτης σε ακουστικό και οπτικό. Λέει σχετικά: «Το γλωσσικό σημείο δεν πρέπει να νοείται μόνο —όπως συμβαίνει στη θεωρία του Saussure— ως δισκελής συνδυασμός ενός σημαινόμενου και ενός μονομερούς σημαίνοντος, πράγμα που αληθεύει για τον προφορικό λόγο, αλλά πρέπει συγ (σελ. 140) χρόνως να νοηθεί και ως τρισκελής συνδυασμός από ένα σημαινόμενο και ένα διμερές σημαίνον (με ακουστικό και οπτικό ίνδαλμα), δηλαδή να νοηθεί και υπό τη σύνθεση με την οποία λειτουργεί το σημειακό σύστημα της γλώσσας στο γραπτό λόγο». Στο διάγραμμα του ο κ. Μπαμπινιώτης το οπτικό ίνδαλμα το αναπαριστά με διακεκομμένη γραμμή, γιατί μπορεί να λείπει.
Η διάκριση που κάνει ο κ. Μπαμπινιώτης σε ακουστικό και σε οπτικό τμήμα του σημαίνοντος είναι σημαντική. Όμως σε ένα προηγούμενο έργο του, το «θεωρητική γλωσσολογία» (1980) στο οποίο για πρώτη φορά (από όσο έχουμε υπόψη μας) προτείνει το σχήμα που παραθέσαμε, πριν το παρουσιάσει αμβλύνει ο ίδιος τη διάκριση που πρόκειται να κάνει. Συγκεκριμένα (σελ. 104) λέει: «Ελέχθη ήδη ότι ο γραπτός λόγος είναι επιγέννημα του προφορικού, παράσταση και συμβολισμός του» και πιο κάτω στην ίδια σελίδα: «Ο ρόλος της γραφής, κάθε γραφής, (η υπογράμμιση δική μας) είναι να απεικονίσει περισσότερο ή λιγότερο την προφορά, την φωνητική ή τη φωνολογική κατάσταση μιας γλώσσας».
Το ότι η διάκριση που κάνει ανάμεσα σε ακουστικό και οπτικό ίνδαλμα είναι έγκυρη, οφείλεται ακριβώς στο ότι δεν είναι κάθε γραφή απεικόνιση της προφοράς. Σε γλώσσες όπως η κινεζική, που χρησιμοποιούν τα ιδεογράμματα, η γραφή κάθε άλλο παρά απεικονίζει την φωνολογική κατάσταση της γλώσσας, αφού η γραφή είναι τόσο ανεξάρτητη από την προφορά, ώστε το ίδιο ιδεόγραμμα προφέρεται διαφορετικά σε κάθε διάλεκτο, και υπάρχουν σύνθετες λέξεις που προφέρονται διαφορετικά από ό,τι τα συνθετικά τους μέρη. Το ίδιο ισχύει και για τα γιαπωνέζικα.
Ο κ. Μπαμπινιώτης, για να τονίσει τη διάκριση οπτικού και ακουστικού σημαίνοντος, δίνει το παρακάτω σχήμα.
Η διάκριση αυτή φαίνεται καθαρότερα, αν πάρουμε σαν παράδειγμα μια λέξη από μια μη αλφαβητική γλώσσα, π.χ. τη λέξη "κεφάλι" στα κινέζικα. (σελ. 141)
tou。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。。头
Ο Saussure, τον οποίο διορθώνει ο κ. Μπαμπινιώτης, δεν αντιλαμβάνεται την ιδιαιτερότητα του οπτικού ινδάλματος (παρόλο που σε γλώσσες όπως η κινέζικη του δίνει «ίσα δικαιώματα») και τη διάκριση του από το ακουστικό, για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι στις δικές μας, τις αλφαβητικές γλώσσες, το οπτικό ίνδαλμα αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια σήμανση του σημαίνοντος. Το οπτικό σημαίνον σημαίνει το ακουστικό σημαίνον, πράγμα που δυσκολεύει τη σύλληψη της ιδιαιτερότητας του. Στις ιδεογραμματικές γλώσσες αντίθετα, η οπτική παράσταση δεν αποτελεί σήμανση του σημαίνοντος, αλλά του σημαινόμενου, και συνιστά μια παράλληλη σήμανση με την ακουστική, έστω και υστερογενή. Το ιδεόγραμμα έλκει την καταγωγή του από την ίδια την έννοια, και όχι από την ακουστική της σήμανση. Ο Saussure, παρόλο που παραδέχεται ότι το ιδεογραμματικό σημείο είναι μοναδικό και άσχετο με τους ήχους που το συνθέτουν, εν τούτοις, συμπληρώνει, «το σημείο αυτό αναφέρεται στο σύνολο της λέξης, και από εκεί, έμμεσα, στην ιδέα που εκφράζει».
Έχουμε το ιδεόγραμμα 人 που αποτελεί απλοποιημένη γραφή ενός πιο σύνθετου ιδεογράμματος το οποίο δεν είναι παρά μια σχηματική παράσταση του ανθρώπινου σώματος. Έτσι όμως γίνεται φανερό ότι το ιδεόγραμμα αυτό έχει αμεσότερη σχέση με την οπτική παράσταση του ανθρώπου παρά με τον ήχο ren που είναι η ακουστική παράσταση της λέξης, μια και η αιτιολογημένη και όχι η αυθαίρετη σχέση είναι που πρέπει να ορίζεται σαν άμεση.
Ο δεύτερος λόγος που ο Saussure δεν αντιλαμβάνεται την διαφορά είναι ότι η διαφορά αυτή περιορίζεται μόνο στο επίπεδο της λέξης ενώ στο επίπεδο της σύνταξης είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Εδώ ο γραπτός λόγος φαίνεται να ακολουθεί σχεδόν κατά γράμμα τον προφορικό, μοιάζοντας έτσι σαν απλή μεταγραφή του. Όμως η σχέση ίσως να είναι και αντίστροφη. Η σχεδόν ανυπαρξία καταλήξεων (υπάρχουν ελάχιστες μόνο) στην κινέζικη γλώσσα, πιθανώς να οφείλεται στους περιορισμούς που επιβάλλει ο ιδεογραμματικός τρόπος γραφής. Έτσι λοιπόν εμείς, υπερθεματίζοντας, θα δίναμε στο οπτικό σύμβολο πλήρη ισοτιμία με το ακουστικό, και στο σχήμα του κ. Μπαμπινιώτη θα καταργούσαμε τη διακεκομμένη γραμμή. (142)
No comments:
Post a Comment