Saturday, January 9, 2010

Η τιμωρία της μοιχαλίδας στο Ευρωπαϊκό μυθιστόρημα

Η τιμωρία της μοιχαλίδας στο Ευρωπαϊκό μυθιστόρημα

Δημοσιεύτηκε στο Ανθρωπολογία των φύλων, επιμ. Σωτήρης Δημητρίου, Αθήνα 2001, Σαββάλας, σελ. 141-147. Εισήγηση στην Ημερίδα της Ομάδας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Κέντρου Έρευνας και Τεκμηρίωσης με θέμα «Παρελθόν και μέλλον της ανισότητας των φύλων», Πάντειο Πανεπιστήμιο, Σάββατο 16 Μάη 1998.
Η εισήγηση δημοσιεύτηκε και σε αγγλική μετάφραση δική μου στο ηλεκτρονικό περιοδικό Comparative Literature and Culture Web Journal. Βρίσκεται στη διεύθυνση http://docs.lib.purdue.edu/clcweb/vol1/iss2/2/

  H μοιχεία ως θέμα υπάρχει σε πάρα πολλά μυθιστορήματα, είτε σε πρώτο πλάνο είτε σε δεύτερο. Θα την εξετάσουμε σε κάποια έργα, τα περισσότερα από τα οποία αποτελούν αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
  Ας εξετάσουμε το πρώτο έργο, την Άννα Καρένινα. Το θέμα της μοιχείας αποτελεί συστατικό μέρος της πλοκής του έργου, και εξεικονίζεται πολύ πλούσια. Καταρχήν δεν υπάρχει μόνο η μοιχαλίδα, αλλά και ο μοιχός. Δεν είναι μόνο η γυναίκα που απατά τον άντρα της, αλλά και ο άντρας που απατά τη γυναίκα του. Ο μοιχεία της Καρένινα όμως παίρνει εδώ ευρύτερες διαστάσεις, και αποτελεί τον ιστό της κύριας αφήγησης, ενώ το γεγονός της μοιχείας του Στίβα, του αδελφού της, παρουσιάζεται ως μικροεπεισόδιο μέσα στο έργο.
  Πώς καταλήγουν οι δυο αυτές μοιχείες;
  Η μοιχεία του Στίβα ήταν μια μικροπεριπέτεια. Ο άνδρας δεν επενδύει συνήθως συναισθηματικά στους εξωσυζυγικούς δεσμούς. Δεν φτάνει δηλαδή στο σημείο να εγκαταλείψει τη γυναίκα του και να διαλύσει την οικογένειά του. Έτσι και ο Στίβα, εκλιπαρεί τη συγγνώμη της γυναίκας του, που μετά τη μεσολάβηση της αδελφής του, της Άννας, την κερδίζει.
  Αυτό δεν συμβαίνει με τις μυθιστορηματικές μας μοιχαλίδες. Η συναισθηματική στέρηση τις σπρώχνει καταρχήν να παντρευτούν εκείνον τον άντρα που νομίζουν ότι θα τις ικανοποιήσει. Για την Άννα Καρένινα είναι ο επιτυχημένος πολιτικός Καρένιν, αν και πολύ μεγαλύτερος στην ηλικία, για την Έμμα Μποβαρύ ο Τσάρλς Μποβαρύ, ο γιατρός της περιοχής, που της φάνηκε προς στιγμήν ότι ικανοποιούσε τις ρομαντικές φαντασιώσεις της. Μόνο η Τερέζα Ρακέν θα παντρευτεί από υποχρέωση το γιο της θείας της που την ανέθρεψε.
  Και τις τρεις γυναίκες η μονότονη και πληκτική οικογενειακή ζωή δεν φαίνεται να τις καλύπτει. Ο άντρας που παντρεύτηκαν μπορεί να τους προσφέρει αρκετά, όχι όμως το σπουδαιότερο: τον έρωτα, όπως τον ποθούν και τον πλάθουν με τη φαντασία τους. Έτσι θα προχωρήσουν στην απιστία. Η Άννα, αντίθετα με τον αδελφό της, κάποια στιγμή, μετά από δισταγμούς βέβαια, θα εγκαταλείψει τον άντρα της. Ο Βρόνσκι την αγαπά, και την προτρέπει να παρατήσει το σπίτι της και να τον ακολουθήσει. Η Έμμα αντίθετα  δεν θα καταφέρει να πείσει τον εραστή της να φύγουν μαζί, γιατί απλούστατα δεν την αγαπά, αλλά ήθελε απλώς να περάσει μαζί της μια ερωτική περιπέτεια. Όσο για την Τερέζα Ρακέν, αυτή θα καταφέρει περισσότερα: θα παρασύρει τον εραστή της να δολοφονήσουν τον άντρα της. (σελ. 141)
  Οι ηρωίδες είναι με διαλυμένα νεύρα. Η Άννα παίρνει ηρεμιστικά, και γίνεται όλο και πιο φορτική στον Βρόνσκι. Υποπτεύεται ότι την έχει βαρεθεί. Θα θελήσει να προλάβει την εγκατάλειψή του με την αυτοκτονία της, πέφτοντας στις γραμμές του τρένου. Ο θάνατός της έχει προλεχθεί υπαινικτικά. Τη βραδιά που γνωρίζεται με τον Βρόνσκι, ένα τρένο σκοτώνει κάποιον άτυχο εργάτη.
  Το ίδιο υπαινικτικά θα προλεχθεί και ο θάνατος της Έμμας Μποβαρύ. Μπαίνοντας ως νύφη στο σπίτι του συζύγου της, θα πέσει πάνω στο νυφικό μπουκέτο της πεθαμένης πρώτης συζύγου του. Όπως και η Άννα, θα αυτοκτονήσει και αυτή, εγκαταλειμμένη από τον εραστή της και βουτηγμένη στα χρέη.
  Την αυτοκτονία δεν θα την αποφύγει ούτε η Τερέζα Ρακέν. Η δολοφονία έχει συντρίψει τόσο τα δικά της νεύρα όσο και τα νεύρα του Λωράν, του εραστή της. Όταν συνειδητοποιούν έντρομοι ότι είναι έτοιμοι να δολοφονήσουν ο ένας τον άλλο, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ξεφύγουν από το ατομικό τους μαρτύριο, θα αυτοκτονήσουν και οι δυο με το δηλητήριο που η Τερέζα είχε ετοιμάσει για να ρίξει στο ποτό του Λωράν.
  Και προχωράμε στο σημαντικό ερώτημά μας: γιατί οι συγγραφείς μας επιλέγουν ένα τέτοιο τέλος για τις μοιχαλίδες τους; Γιατί οι μοιχαλίδες τους αυτοκτονούν ή, για να κυριολεκτήσουμε, τις βάζουν να αυτοκτονήσουν;
  Μπορούμε να ανιχνεύσουμε ως συνειδητή πρόθεση των συγγραφέων την εξεικόνιση της συναισθηματικής στέρησης και της ταραγμένης ψυχολογίας της γυναίκας στην κοινωνία μας, και για να κάνουν τις ιστορίες τους λογοτεχνικά ενδιαφέρουσες επιλέγουν για τις ηρωίδες τους ένα τόσο δραματικό τέλος.
  Όμως αναρωτιέται κανείς: μήπως υποσυνείδητα επιλέγουν ένα τέτοιο τέλος, τιμωρώντας στο πρόσωπό τους τις μοιχαλίδες και τη μοιχεία γενικά;
  Ας πάμε στην περίπτωση του Τολστόι, ο οποίος σε έντεκα χρόνια έχει διανύσει τεράστια απόσταση: από την απλή απαξίωση της Έλενας, της γυναίκας μοιχαλίδας, συζύγου του Πιέρ, στο «Πόλεμος και Ειρήνη», φτάνει στην αυτοκτονία της μοιχαλίδας Άννας Καρένινα. Και αναρωτιόμαστε: μήπως εκδραματίζει μια πιθανή οικογενειακή του κατάσταση; Είναι κόμης, επιτυχημένος συγγραφέας, όμως άσχημος και κατά 17 χρόνια μεγαλύτερος από τη γυναίκα του η οποία, όταν ο 44άρης Τολστόι γράφει το μυθιστόρημα είναι μόλις 27 χρονών. Μήπως υποσυνείδητα εννοούσε το έργο ως προειδοποίηση για τη νέα γυναίκα του; (σελ. 142) Το θεωρούμε ως την πιο πιθανή υπόθεση. 1
   Στη νουβέλα του «Η σονάτα του Κρόυτσερ» (1890) ο Τολστόι πηγαίνει ακόμη μακρύτερα. Βάζει τον ήρωά του να σκοτώνει τη γυναίκα του χωρίς να έχει αποδείξεις παρά μόνο ενδείξεις ότι τον απατούσε. Όμως οι ενδείξεις αυτές ήταν αρκετές για το δικαστήριο ώστε να τον αθωώσουν. Στη Ρωσία του 19ου αιώνα ήταν φαίνεται αρκετή η απόδειξη της μοιχείας της γυναίκας για να αθωωθεί ο δολοφόνος σύζυγός της.
   Η μοιχεία αποτελεί έκφραση αισθησιασμού, μια περίπτωση όπου το id νικάει κατά κράτος το υπερεγώ παραβιάζοντας τις απαγορεύσεις του, και γι’ αυτό το άτομο πρέπει να τιμωρηθεί.2 Εκδραματίζοντας αυτή την κατάσταση οι τρεις συγγραφείς απαξιώνουν τις μοιχαλίδες τους, οδηγώντας τις στην αυτοκτονία. Και ενώ για τον Τολστόι μπορούμε να υποπτευθούμε, όπως κάνει ο Μαξίμ Γκόργκι, ένα λανθάνοντα πουριτανισμό, στον Φλωμπέρ αυτός είναι πιο έκδηλος, χρησιμοποιούμενος ως ανασταλτικός μηχανισμός στην υπηρεσία μιας υπεραπώθησης του σεξουαλικού ενστίκτου. Μια αποτυχημένη σχέση του Φλωμπέρ με την  ποιήτρια Luise Colet θα τον οδηγήσει στην μόνωση. Έκφραση αυτού του απωθημένου σεξουαλισμού είναι ίσως η δήλωση του Φλωμπέρ «Η μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ». Η μαντάμ Μποβαρύ, με τον καταδικασμένο σε ματαίωση ερωτισμό της, όπως καταδικασμένη ήταν η σχέση του Φλωμπέρ με την Colet.
  Κατά ειρωνική συγκυρία, και ο Τολστόι υπήρξε κατά κάποιο τρόπο Άννα Καρένινα. Στα 82 του εγκατέλειψε το σπίτι του, για να πεθάνει από πνευμονία σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό.
  Για τον Ζολά που, παρεμπιπτόντως, υπήρξε ο ίδιος μοιχός στην πραγματική του ζωή, ίσως δεν ισχύουν ανάλογες υποθέσεις. Οι ήρωες του νατουραλισμού είναι πάντα αρνητικοί ήρωες, και στο τέλος δίκαια τιμωρούνται για το κακό που σκόρπισαν. Όμως δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε γιατί ο Ζολά εστιάζει την αφήγησή του όχι στους αρνητικούς ήρωες αλλά στις αρνητικές ηρωίδες του, οι οποίες δίνουν τον τίτλο στα έργα του. Δεν είναι μόνο η Τερέζα Ρακέν, είναι και η Νανά.
  Αξίζει να αναφέρουμε επίσης μια μη διάσημη περίπτωση ενός διάσημου συγγραφέα. Η Λαλώ στο «Ξημερώνει», το πρώτο θεατρικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη που ο συγγραφέας το έγραψε μόλις 23 χρονών, έχει μοιχεύσει στη σκέψη της, δεν έχει τολμήσει όμως να προχωρήσει στην πράξη. Για να δώσει ένα τέλος στην αμφιταλάντευσή της αυτοκτονεί και αυτή.
  Ο Καζαντζάκης με το πρόσωπο του γιατρού φίλου της οικογένειας παρουσιάζεται ως κήρυκας της σεξουαλικής απελευθέρωσης στο έργο αυτό. Όμως η μυθοπλασία του φαίνεται να τον διαψεύδει. Το ότι η ηρωίδα αυτοκτονεί ίσως δεν σημαίνει μόνο ότι είναι ακόμα νωρίς για την κοινωνία να δεχθεί το κήρυγμα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, αλλά επίσης ότι είναι νωρίς για τον συγγραφέα να το δεχθεί ψυχικά και συναισθηματικά, και όχι μόνο διανοητικά. (σελ. 143)
  Εδώ πρέπει να πούμε ότι ο Καζαντζάκης αντιμετωπίζει ισότιμα τον μοιχό σε ένα επόμενο θεατρικό του έργο, το «Φασγά», που έγραψε δύο χρόνια αργότερα, το 1908. Ο Λώρης εγκαταλείπει την γυναίκα του την Μαρία για χάρη της Ελένης, η οποία του υποδαυλίζει τις φιλοδοξίες. Απαξιώνονται και οι δύο, και στο τέλος αυτός πεθαίνει μέσα στη μιζέρια.
  Η ψυχοκριτική δεν αποδεικνύει, απλά μπορεί να κάνει υποθέσεις, περισσότερο ή λιγότερο ευλογοφανείς. Θα στηρίξουμε την ευλογοφάνεια των υποθέσεών μας σε μια αντίθετη περίπτωση.
  Ο D. H. Lawrence ιδιοσυγκρασιακά βρίσκεται στους αντίποδες των συγγραφέων που παραθέσαμε. Γι’ αυτόν η σεξουαλική πλήρωση είναι μια ευτυχισμένη στιγμή του ανθρώπου, που πρέπει να την αποζητάει πάση θυσία, χωρίς να υποκύπτει όχι μόνο σε εσωτερικές αναστολές, αλλά και σε εξωτερικές κοινωνικές ανασχέσεις. Η μεγαλοαστή μοιχαλίδα του, η Λαίδη Τσάτερλυ, όχι μόνο δεν θα αυτοκτονήσει, αλλά θα φύγει με τον κηπουρό εγκαταλείποντας τον άντρα της. Η μυθοπλασία μάλιστα θα δικαιώσει παντοιοτρόπως τη φυγή της. Ο ανίκανος λόγω του τραυματισμού του στον πόλεμο άντρα της, ενώ αρχικά την προτρέπει να σχετισθεί με κάποιον άντρα, όταν αυτό θα συμβεί θα υπαναχωρήσει έντρομος. Ακόμη ο συγγραφέας τον παρουσιάζει αδικαιολόγητα σκληρό, διατάζοντας τον ξυλοδαρμό κάποιων άτυχων λαθροκυνηγών.
  Η συνηγορία της σεξουαλικότητας στον Lawrence δεν φαίνεται μόνο στο μακροεπίπεδο της μυθοπλασίας, αλλά και στο μικροεπίπεδο του κειμένου. Το έργο είναι γεμάτο από τολμηρές σεξουαλικές περιγραφές. Θυμάμαι που μαθητές γυμνασίου διαβάζαμε το έργο σαν τσόντα.
  Όμως ο Lawrence δεν είναι ο κανόνας αλλά η εξαίρεση. Το έργο του δεν είναι παρά μια πολεμική ενάντια στον κυρίαρχο αγγλικό πουριτανισμό.
  Αξίζει να παραθέσουμε εδώ μια κρίση για την Άννα Καρένινα που διατύπωσε ο D. H. Lawrence, καθώς και για κάποιες από τις ηρωίδες του Τόμας Χάρντυ, για δυο από τις οποίες θα μιλήσουμε πιο κάτω:
  «H αληθινή τραγωδία της Άννας, και για ορισμένες από τις ηρωίδες στα μυθιστορήματα του Χάρντυ που χάθηκαν σαν κι αυτήν, είναι ότι δεν είναι πιστές στη μεγαλύτερη άγραφη ηθικότητα... παρ’ όλα αυτά είχαν δίκιο στην ψυχή τους».3
  Σ’ αυτή την μεγαλύτερη άγραφη ηθικότητα, την ερωτική πλήρωση (σελ. 144) για την οποία μιλάει εδώ ο Lawrence, έμεινε πιστή χωρίς αναστολές και ενοχές η Λαίδη Τσάτερλυ. Πρώτη αυτή έκανε το βήμα με τον κηπουρό. Η μαντάμ Μποβαρύ μάταια περίμενε τον Leon να κάνει το πρώτο βήμα. Έπρεπε να εμφανισθεί ο Rodolphe για να την κατακτήσει.
  Ενώ ο Τολστόι, ο Φλωμπέρ και ο Ζολά τιμωρούν τις μοιχαλίδες τους βάζοντάς τις να αυτοκτονήσουν, κάποιοι άλλοι τις σκοτώνουν. Ο θάνατός τους παρουσιάζεται ως δήθεν τιμωρία για τον φόνο του άντρα τους, στην πραγματικότητα όμως είναι τιμωρία για την απιστία τους, μια και ο φόνος αυτός δεν είναι παρά συνέπειά της. Έτσι σκοτώνεται η Κλυταιμνήστρα, έτσι σκοτώνεται η Γερτρούδη, η μητέρα του Άμλετ, έτσι σκοτώνεται και η μοιχαλίδα στην «Αυτοκρατορία του πάθους» (1978) του γιαπωνέζου σκηνοθέτη Ναγκίσα Οσίμα.
  Στο προηγούμενο έργο του Οσίμα, στην «Αυτοκρατορία των αισθήσεων» (1976), φαίνεται καθαρά ότι δεν είναι τόσο η μοιχεία ως κοινωνική σύμβαση που καταδικάζεται, όσο ο σεξουαλισμός ως αχαλίνωτο, ανεξέλεγκτο ένστικτο. Εδώ ο ήρωας σκοτώνεται από την ηρωίδα στην κορύφωση, και ως κορύφωση, της σεξουαλικής πράξης.
  Στη μυθοπλασία η τιμωρία της μοιχαλίδας μπορεί να επιβληθεί λοιπόν τόσο ως εξωτερική τιμωρία, όσο και ως εσωτερική.
  Η γυναίκα, έχοντας ενδοβάλει τις κοινωνικές αρχές και τα κοινωνικά ταμπού, κατατρύχεται από ενοχές, και είτε αυτοτιμωρείται, όπως στο έργο του Φλωμπέρ και του Καζαντζάκη με την αυτοκτονία, είτε, λιγότερο δραματικά, υποχωρεί και παραιτείται από τη διεκδίκηση της ευτυχίας της. Είναι η περίπτωση των έργων της Μάρως Βαμβουνάκη «Το χρονικό μιας μοιχείας», όπου η ηρωίδα της η Άννα, όπως η Λαλώ του Καζαντζάκη, δεν τολμά να προχωρήσει στη μοιχεία, χωρίς όμως και να αυτοκτονήσει, και του «Ο πιανίστας και ο θάνατος», όπου εκεί προχωρεί στη μοιχεία, για να επιστρέψει όμως αργότερα στον άντρα της.
  Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι η ηρωίδα της επιστρέφει γιατί ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι τον αγαπά. Εμείς στο βιβλιοκριτικό μας σημείωμα4 υποστηρίξαμε ότι η αγάπη αυτή είναι μια απλή εκλογίκευση, με την οποία αμβλύνει τις ενοχές της για την εγκατάλειψη. Αν έχουμε δίκιο, αυτό στην πραγματικότητα σημαίνει ότι η γυναίκα συγγραφέας ενδοβάλλει τις κοινωνικές απαγορεύσεις τις οποίες στη συνέχεια προβάλλει στις ηρωίδες της.
  Μια τέτοια ενδοβολή, πολύ χαρακτηριστική, φαίνεται και στις ηρωίδες του Χάρντυ Τεςς στο «Tess of the d’ Urbervilles» και τη Sue (σελ. 145) στο «Jude the obscure». H Sue θεωρεί το θάνατο των παιδιών της ως τιμωρία της που παράτησε ένα σύζυγο που δεν αγαπούσε ενδίδοντας στο αίσθημα που έτρεφε για τον ξάδελφό της τον Jude πριν παντρευτεί.
  «Πρέπει να συμβιβαστούμε, είπε θλιμμένα. Όλη η αρχαία οργή της Ανωτέρας δύναμης έχει ξεσπάσει πάνω μας. Τα φτωχά της πλάσματα, κι εμείς μαζί, πρέπει να υποταχτούμε. Δεν υπάρχει άλλη εκλογή. Πρέπει. Δεν έχει νόημα να τα βάλεις με το Θεό».5
  Ο Jude δεν συμφωνεί βέβαια μαζί της:
  «Τα βάζουμε μόνο με τους ανθρώπους και με τις παράλογες περιστάσεις».
  Στο τέλος του έργου θα εγκαταλείψει τον αγαπημένο της.
  Και η Τεςς νιώθει ενοχές που αφέθηκε να αποπλανηθεί, σχεδόν να βιασθεί, από έναν πλούσιο συγγενή της. Αργότερα φεύγει από το πλουσιόσπιτό του. Όμως εδώ κύριος φορέας των προκαταλήψεων είναι ο μετέπειτα άντρας της, ο Έηντζελ, ο οποίος μόλις μαθαίνει για τη χαμένη παρθενιά της την εγκαταλείπει. Και βέβαια αυτή που υποφέρει περισσότερο είναι η Τεςς, που αναγκάζεται να επιστρέψει στον πρώην εραστή της, για να σώσει από τη μιζέρια τον εαυτό της και την οικογένειά της. Όταν ο Έηντζελ επιστρέφει μετανιωμένος, αυτή σκοτώνει τον εραστή της και φεύγει μαζί του. Θα την ανακαλύψουν όμως, θα την συλλάβουν και θα την καταδικάσουν σε θάνατο. Σε τελευταία ανάλυση είναι θύμα των προκαταλήψεων του άντρα της, περισσότερο αυτή από ότι αυτός.
  Και μια τελευταία παρατήρηση, για να δώσουμε μια προέκταση στη Μήδεια, θέμα που ανέπτυξε η φίλη Μαρία Κέκκου.
  Η Μήδεια θέλει να εκδικηθεί τον μοιχό άντρα της στερώντας του τα παιδιά. Όμως ο άντρας είναι δυνατός, και ο μόνος τρόπος για να του τα στερήσει είναι να τα σκοτώσει, πράγμα που κάνει, επισύροντας πάνω της την κατακραυγή των αιώνων.
  Ο Καρένιν είναι μια αρσενική Μήδεια. Θέλει και αυτός να τιμωρήσει τη μοιχαλίδα γυναίκα του στερώντας της το παιδί της. Όμως δεν χρειάζεται να το σκοτώσει. Είναι ο άντρας, ο δυνατός, και απλώς της απαγορεύει να το ξαναδεί, μια και είναι σε θέση να επιβάλλει αποτελεσματικά αυτή την απαγόρευση. Αν η γυναίκα ήταν το ισχυρό φύλο στην κοινωνία μας, πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι ο Καρένιν θα μετατρεπόταν σε μια αρσενική Μήδεια.
  Αξίζει τέλος να αναφέρουμε ένα αντίθετο παράδειγμα. Στο μυθιστόρημά της «Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα» (1998), η Μάιρα Παπαθανασοπούλου δεν σκοτώνει τον μοιχό. Όμως τον εξευτελίζει με διάφορους τρόπους, αφού πρώτα τον βάζει να γυρίσει ως απολωλός πρόβατο στη γυναίκα του, η οποία στο τέλος τον πληρώνει με το ίδιο νόμισμα: φεύγει με τον άντρα της γυναίκας με την οποία την απάτησε ο σύζυγός της.
  Συνοψίζουμε.
  Η γυναίκα είναι πάντα το θύμα σε ότι αφορά τη σχέση με το άλλο φύλο. Υποστηρίξαμε ότι οι συγγραφείς δεν εξεικονίζουν (σελ. 146) απλά μια κοινωνική πραγματικότητα, αλλά αντιμετωπίζουν τις γυναίκες ηρωίδες τους ως άντρες συγγραφείς, και τις χειρίζονται ανάλογα. Δεν είμαστε σίγουροι αν  απλά διεκτραγωδούν τη μοίρα τους ή αν τις καταδικάζουν, με την πρόθεση ενός λανθάνοντος διδακτισμού και μιας προειδοποίησης για τις γυναίκες αναγνώστριές τους, ή ακόμη αν το έργο τους είναι προϊόν ενός μηχανισμού απώθησης του δικού τους ερωτισμού. Νομίζουμε όμως ότι έχουμε κάθε δικαίωμα να καταθέτουμε τις υποψίες μας. (147)
(Έγιναν ελάχιστες αλλαγές, αυτές που μετέφερα και στην αγγλική μετάφραση)

Σημειώσεις

1. Το γεγονός ότι ορισμένοι κριτικοί θεωρούν το θάνατο της Άννας ως μια αυτοτιμωρία για μια μοιχεία που διέπραξε ο ίδιος με μια νεαρή χωρική, δεν αναιρεί τον ισχυρισμό μας. Αυτό μπορεί να ήταν ένα ακόμη κίνητρο για την τέτοια έκβαση της πλοκής.
  Έχει πια δημοσιευθεί το κείμενο στον τόμο με τις εισηγήσεις με τίτλο «Ανθρωπολολγία των φύλων» (Σαββάλας 2001), όταν διαβάζω στο M. Gorki, Αναμνήσεις από τον Τολστόι, τα παρακάτω:
  «Τη γυναίκα, κατά την άποψή μου, την αντιμετωπίζει με ασίγαστη εχθρότητα, και του αρέσει να την τιμωρεί, εκτός αν πρόκειται για μια Κίτυ ή μια Νατάσα Ροστόβα, δηλαδή ένα όχι τόσο στενόμυαλο πλάσμα. Πρόκειται άραγε για την εχθρότητα του αρσενικού που δεν κατάφερε να πάρει όλη την ηδονή που μπορούσε ή μήπως πρόκειται για την εχθρότητα του πνεύματος απέναντι στις ‘εξευτελιστικές σαρκικές παρορμήσεις’; Είναι όμως εχθρότητα και μάλιστα παγερή, όπως στην Άννα Καρένινα.» (σελ. 39).
2. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο μυθιστόρημα του Τόμας Χάρντυ «The return of the native» η ηρωίδα δεν φτάνει στη μοιχεία παρά την έντονη πολιορκία του πρώην εραστή της γιατί δεν νιώθει κανένα πάθος πια γι αυτόν. Θα εγκαταλείψει τον άντρα της για να τον ακολουθήσει μόνο γιατί αυτός της υπόσχεται μια ζωή στο Παρίσι, την πόλη όπου ονειρευόταν να ζήσει από μικρή.
3. D. H. Lawrence and Tolstoy: A Critical Debate, by Henry Gifford and Raymond Williams, 1959. Δυστυχώς δεν αναφέρει τόπο έκδοσης, εκδοτικό οίκο και αριθμό σελίδας η πηγή απ’ όπου αντλήσαμε την πληροφορία, το cd-rom Baron’s complete book notes, της World Library inc.
4. Κρητικά Επίκαιρα, Μάης 1997.
5. Μέρος VI, κεφάλαιο iii. Σε μετάφραση δική μας, από ηλεκτρονικό κείμενο προσβάσιμο μέσω Internet.



Βιβλιογραφία

Benson, Ruth Crego. Women in Tolstoy. Urbana: University of Illinois Press, 1973.
Charnon-Deutsch, Lou. Gender and Representation: Women in Spanish Realist Fiction. Amsterdam: John Benjamins, 1990.
Δερμιτζάκης Μπάμπης, "Το Νεοϊψενικό τρίγωνο της Μάρως Βαμβουνάκης", Κρητικά Επίκαιρα, Μάης 1997.
Doody, Margaret Anne. The True Story of the Novel. New Brunswick: Rutgers University Press, 1997.
Helsinger, Elizabeth K., Robin Lauterbach Sheets, and William Veeder. The Woman Question: Society and Literature in Britain and America 1837-1883. Chicago: University of Chicago Press, 1983.
Parten, Anne. "Masculine Adultery and Feminine Rejoinders in Shakespeare, Dekker, and Sharpham." In "For Better or Worse": Attitudes toward Marriage in Literature. Evelyn Heinz, Winnipeg (Ed.): University of Manitoba, 1985. 9-18.
Polhemus, Robert M. Erotic Faith: Being in Love from Jane Austen to D.H. Lawrence. Chicago: University of Chicago Press, 1990.
Schmiedt, Helmut. Liebe, Ehe, Ehebruch. Opladen: Westdeutscher, 1993.
Stewart, Joan Hinde. Cynographs: French Novels by Women of the Late Eighteenth Century. Lincoln: University of Nebraska Press, 1993.
Tanner, Tony. Adultery in the Novel: Contract and Transgession. Baltimore: John Hopkins University Press, 1979.
Walker, Barbara G. The Woman’s Encyclopedia of Myths and Secrets. San Francisco: HarperCollins, 1983.
Weinstein, Arnold. The Fiction of Relationship. Princeton: Princeton University Press, 1988.

No comments:

Post a Comment